Επτά ποιήματα

Μετάφραση: Βάιος Λιαπής
Σαπφώ, του Karl Agricola, περ. 1839
Σαπφώ, του Karl Agricola, περ. 1839

Όποιος καταπιάνεται με τη μετάφραση των σαπφικών μελών εκτίθεται αυτόχρημα στη μομφή της απρονοησίας, αν όχι της ύβρεως. Γιατί έχει να αναμετρηθεί με λογοτέχνες και φιλολόγους που αρίστευσαν στη μεταφραστική γυμνασία γενικώς και στη μετάφραση της Σαπφώς ειδικότερα. Αρκεί να αναφέρω τα ονόματα του Ηλία Βουτιερίδη, του Αργύρη Εφταλιώτη, του Παναγή Λεκατσά, του Θρασύβουλου Σταύρου, του Ιωάννη Θ. Κακριδή, του Οδυσσέα Ελύτη, του Δημήτρη Ν. Μαρωνίτη, του Δανιήλ Ι. Ιακώβ και του Νίκου Χ. Χουρμουζιάδη, για να περιοριστώ μόνο στους κεκοιμημένους.
Αν αποτολμώ να παρουσιάσω εδώ τις μεταφραστικές ασκήσεις που ακολουθούν, δεν το κάνω βεβαίως από οίηση: γνωρίζω ότι δεν μπορώ να συναγωνιστώ τους μεγάλους προδρόμους που προανέφερα. Τα μεταφράσματα αυτά ας τα εκλάβουν οι ευμενείς αναγνώστες και αναγνώστριες του Χάρτη περισσότερο ως τροχιοδεικτικές βολές: υποσημαίνουν την πιθανότητα να ανακαινιστεί (από άλλους, αξιότερους από μένα) η μετάφραση του αρχαϊκού λυρισμού με μέσα που θα υπηρετούν, μεταξύ άλλων, δύο βασικές επιδιώξεις. Καμία από αυτές δεν είναι πρωτότυπη· μάλιστα, ίσως είναι και οι δυο τους ανέφικτες.
Πρώτον, η μετάφραση επιδιώκει να διατηρήσει, όσο είναι εφικτό, την έμμετρη στιχουργία των πρωτοτύπων. Δεν εννοώ, φυσικά, ότι οφείλει κανείς να απομιμηθεί τον προσωδιακό ρυθμό της αρχαίας ποίησης με τα τονικά μέτρα της νέας: ένα τέτοιο εγχείρημα θα ήταν άσκοπο, και τα αποτελέσματά του μάλλον κάτω του μετρίου. Θα είχε όμως νόημα να φροντίσει κανείς, ώστε να έχουν τα μεταφράσματα αναγνωρίσιμη ρυθμική αγωγή, χωρίς κατ’ ανάγκη να αναπαράγουν τη μετρική αυστηρότητα του πρωτοτύπου. Προς αυτή την κατεύθυνση προσπάθησα να κινηθώ στη μετάφραση των εφτά ποιημάτων που ακολουθούν.
Δεύτερον, η μετάφραση αποπειράται να ψηλαφήσει ένα μεταφραστικό ήθος ανεξίγλωσσο, που αποφεύγει αγκυλώσεις και αγκαλιάζει έναν γλωσσικό ορίζοντα όσο γίνεται πλατύτερο. Ας μην παρεξηγηθώ: δεν εννοώ, βεβαίως, να φορέσω στη μεταφρασμένη Σαπφώ το γιασμάκι της ελληνικής διαχρονίας, της εθνογλωσσικής συνέχειας, η όπως αλλιώς λέγεται σήμερα το γνωστό ιδεολόγημα. Ούτε και έχω την ψευδαίσθηση ότι προτείνω εδώ κάτι εξόχως καινοτόμο. Θέλω απλώς να συνεχίσω ένα εγχείρημα που άλλοι μεταφραστές της κλασικής γραμματείας έχουν ήδη ξεκινήσει: να δοκιμάσω δηλαδή μέχρι ποιο σημείο μπορεί το οπλοστάσιο της μετάφρασης να ενσωματώσει εκφραστικά μέσα από την ελληνική ποιητική παράδοση στο μέγιστο δυνατό εύρος της, χρονολογικό και ειδολογικό.

*  

Αυτό που καμία μετάφραση δεν μπορεί να φανερώσει είναι το πλαίσιο στο οποίο τραγουδιούνταν τα ποιήματα της Σαπφώς — γιατί βέβαια δεν αμφιβάλλει κανείς ότι προορίζονταν να τραγουδηθούν. Για πολλές δεκαετίες, η καθεστηκυία άποψη ήθελε τη λυρική ποίηση των αρχαίων Ελλήνων νεωτερική έκφραση μιας αναδυόμενης ατομικότητας. Κατά την άποψη αυτή, ο αρχαϊκός λυρισμός αποποιείται την απρόσωπη, υποτίθεται, αφήγηση των ομηρικών επών, για να προβάλει μια προσωπική φωνή, άμεση και πρωτάκουστη, που δεν περιγράφει πιά μάχες και περιπέτειες ενός μακρινού παρελθόντος, αλλά καταγράφει, εν θερμώ, υποκειμενικά συναισθήματα και αντιδράσεις, κάποτε αντισυμβατικές. Τις τελευταίες δεκαετίες, ωστόσο, οι μελετητές του αρχαϊκού λυρισμού διεθνώς στρέφονται όλο και περισσότερο προς ένα νέο μοντέλο ανάγνωσης. Το μοντέλο αυτό, χωρίς να επιμένει στην ιδιοπροσωπία του ποιητικού υποκειμένου (αλλά και χωρίς κατ’ ανάγκη να την αρνείται), προτιμά να αναδεικνύει τον διακειμενικό διάλογο των ποιημάτων με την προγενέστερη παράδοση, της επικής συμπεριλαμβανομένης, και υπογραμμίζει το δημόσιο πλαίσιο της εκτέλεσής τους—σε γιορτές, σε τελετουργικές περιστάσεις, σε συμπόσια και αλλού. Πρόκειται για περίπλοκο ζήτημα, που δεν μπορεί βεβαίως να αναλυθεί (πόσο μάλλον να λυθεί) στον περιορισμένο χώρο αυτού του εισαγωγικού σημειώματος. Περισσότερα, ελπίζω, άλλοτε, αλλού.

*

Μερικές τεχνικές πληροφορίες. Οι τίτλοι των (εν πολλοίς αποσπασματικών) ποιημάτων που ακολουθούν είναι δικοί μου — και είναι αυθαίρετοι. Οι αγκύλες δηλώνουν, σύμφωνα με την πάγια φιλολογική σύμβαση, κείμενο που λόγω φυσικής φθοράς δεν έχει σωθεί στον πάπυρο· λέξεις που περιέχονται εντός αγκυλών είναι συμπληρώματα των φιλολόγων.
Για το αρχαίο κείμενο χρησιμοποίησα την έκδοση των Edgar Lobel και Denys Page Poetarum Lesbiorum Fragmenta (Οξφόρδη 1955). Για το «Παράπονο των γηρατειών», απόσπασμα που ήρθε στο φως το 2005, βασίστηκα στην έκδοση του Dirk Obbink “Sappho Fragments 58–59: Text, Apparatus Criticus, and Translation”, στο: E. Greene και M. Skinner (επιμ.), The New Sappho on Old Age: Textual and Philosophical Issues (Cambridge, MA, και Washington, DC, 2010), σσ. 176–199. Έλαβα όμως υπόψη τις συμπληρώσεις που πρότεινε ο M. L. West στο The Times Literary Supplement τχ. 5334 (24 Ιουνίου 2005). Η «Μοναξιά» είναι μάλλον ανώνυμο λαϊκό ποίημα, αν και ο παροιμιογράφος Αρσένιος το αποδίδει στη Σαπφώ· εδώ, για το αρχαίο κείμενο βασίστηκα στην έκδοση του Denys Page Poetae Melici Graeci (Οξφόρδη 1962).

Εγκάρδιες ευχαριστίες απευθύνω και από εδώ στον Μάριο Ποντίκα για τις καίριες υποδείξεις του, που βελτίωσαν τη μετάφραση σε πολλά σημεία. Για τις αστοχίες που απομένουν φέρω ακέραιη την ευθύνη.

Β. Λ.

Προς άμουση ποιήτρια

Νεκρή, θα κείτεσαι στο χώμα. Μνήμη
δική σου ο μέλλοντας καιρός δεν θα φυλάξει.
Στης Πιερίας τα ρόδα εσύ μερίδιο δεν έχεις.
Ανώνυμη θα τριγυρνάς και μες στον Άδη,
σαν θα πετάξεις στις αχνές σκιές των πεθαμένων.

(απ. 55 Lobel/Page)

Επιθαλάμιο

Έτσι και το γλυκόμηλο που ροδοκοκκινίζει
στην άκρη-άκρη το κλωνί, στο πιο ψηλό κλαράκι,
κι οι τρυγητές το ξέχασαν — όχι, δεν το ξεχάσαν:
μόνο που δεν μπορούσανε τόσο ψηλά να φτάσουν.

(απ. 105(a) Lobel/Page)

Άλλο επιθαλάμιο

Καλέ γαμπρέ, με τι να πω σωστά πως μοιάζεις;
Με λυγερό, θα πω, κλαδί προπάντων μοιάζεις.

(απ. 115 Lobel/Page)

Ερωτική αντιζηλία

Μου φαίνεται ίσος με θεό πως είναι
κείνος ο άντρας που απέναντί σου
κάθεται, και που τη γλυκιά φωνή σου
σκύβει ν’ ακούσει

κι αυτό το γέλιο σου που ανάβει πόθους. Μα εμένα
μέσα στα στήθια σπαρταρά η καρδιά μου: λίγο
μονάχα αν σε κοιτάξω, τότε αμέσως 
σβήνει η φωνή μου,

βουβαίνεται η γλώσσα τσακισμένη· νιώθω
κάτω απ’ το δέρμα μου μια σιγανή να τρέχει
φλόγα· τα μάτια μου δεν βλέπουν· 
βουίζουνε τ’ αφτιά μου·

με περιλούζει κρύος ιδρώτας· με κυριεύει
ολόκληρη ένα τρέμουλο· στην όψη
γίνομαι πιο χλωρή κι απ’ το χορτάρι· λίγο ακόμα
και θα μου βγει η ψυχή, νομίζω.

Μα όλα πρέπει να τ’ αντέξω. . .

(απ. 31 Lobel/Page)

Προσευχή στην Αφροδίτη

Θεά που καθίζεις σε θρόνο περίτεχνο,
του Διός θυγατέρα, Αφροδίτη, που υφαίνεις πλεκτάνες,
σε ικετεύω, με πίκρες και βάσανα μην τυραννάς,
δέσποινα, την ψυχή μου,

αλλά εδώ φανερώσου, αν κι άλλοτε άκουσες
τη φωνή μου, κι ας ήσουν μακριά μου,
και το σπίτι τ’ ολόχρυσο του πατέρα σου άφησες
για νά ’ρθεις σε μένα.

Το αμάξι σου έζεψες, και σπουργίτια πανέμορφα
απ’ τα ουράνια σε φέρανε σχίζοντας
τον αιθέρα, με βία τις φτερούγες χτυπώντας επάνω
απ’ το μαύρο το χώμα,

κι έτσι φτάσαν αμέσως. Κι εσύ, παμμακάριστη,
μ’ ένα γέλιο ν’ ανθίζει στο αθάνατο 
πρόσωπό σου, με ρώτησες σαν τι να ’παθα πάλι
και γιατί πάλι εδώ σε φωνάζω

και σαν τι λαχταρά η τρελή μου ψυχή να πετύχει.
«Ποιαν θέλεις να κάνω αυτή τη φορά
στην καρδιά της να σε καλωσορίσει; Σαπφώ μου,
ποια σ’ αδίκησε πάλι;

Κι αν φεύγει μακριά σου, σε λίγο θα σε κυνηγήσει·
αν τα δώρα σου δεν καταδέχεται, ωστόσο
θα σου δώσει δικά της· κι αν δεν σ’ αγαπάει, σε λίγο
κι άθελά της θα σε αγαπήσει.»

Ω έλα και τώρα, θεά, λύτρωσέ με απ’ τις έγνοιες
τις σκληρότατες· κι όσα η ψυχή μου
λαχταρά να γινούν, κάμε συ ν’ αληθέψουν· και στάσου
στο πλάι μου σύμμαχος. Έλα!

(απ. 1 Lobel/Page)

Παράπονο των γηρατειών

[Εσείς,] κορίτσια, [στων Μουσών] των ανθοστόλιστων τα δώρα 
τα όμορφα [να είστε ολόψυχα δοσμένες και] στη λύρα
που αγαπά το λιγυρό τραγούδι. Ωστόσο εμένα
[τ’ άλλοτε τρυφερό] κορμί μού τ’ [άρπαξε] το γήρας·
[ασπρίσανε] και τα μαλλιά που ήταν μαύρα.
Βαριά η ψυχή μου· πια δεν με βαστούν τα γόνατά μου,
που κάποτε σκιρτούσαν στον χορό σαν ελαφάκια.
Συχνά πυκνά θρηνώ για όλα αυτά· μα τι να κάνω;
Ο άνθρωπος δεν γίνεται απ’ το γήρας να ξεφύγει.
Κάποτε, λεν, τον Τιθωνό η ροδοδάχτυλη τον πήρε
Αυγή μέχρι τα πέρατα της γης — τη [λύγισε] ο πόθος
του ωραίου παλικαριού· μα ακόμη κι έτσι, με τα χρόνια,
τον πρόφτασε κι αυτόν το γήρας το λευκό, κι ας είχε
αθάνατη γυναίκα.

Μοναξιά

Το φεγγαράκι έγειρε 
κι η Πούλια. Mεσονύχτι.
Περνά η ώρα. Μα εγώ
κοιμάμαι μοναχή μου.

(απ. 976 Page)

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: