Το Αιγαίο ανήκει στους νεκρούς του

Με τον τρόπο του Οδυσσέα Ελύτη

ὁρῶμεν ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς
Αισχύλος, Ἀγαμέμνων

Εκβολές Αξιού, Ιανουάριος 2018
Εκβολές Αξιού, Ιανουάριος 2018 / φωτ. Άρις Γεωργίου

Το Αιγαίο, οι αμμουδιές του Ομήρου, το αμάραντο πέλαγο με τους ανθούς να πέφτουνε στα καθαρά νερά, φύκια μελαχρινά στου φλοίσβου το νανούρισμα έγινε ο Αχέροντας, σαν φέρετρο που προχωρεί ενώ κρυφά ο νεκρός αφήνει ένα ρυάκι μενεξέδες πίσω του.

    Ολονυχτίς στη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας, στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας, ποιος είναι αυτός που κείτεται στις πάνω αμμουδιές, ανάσκελα φουμέρνοντας ασημοκαπνισμένα ελιόφυλλα και από τα φύκια των ποδιών του αλαφροπερνά ένα κύμα, με την ηλικία της θάλασσας στα μάτια, βαθιά στις θαλασσοσπηλιές μες στα ευρύχωρα όνειρα;

    Όπου κι αν βάλει πλώρη, εδώ αράζει, το σκοτάδι τον χρωστάει στο φως φαγωμένο από το λάδι και το αλάτι, σώμα του βράχου και ρίγος της καρδιάς, σώμα βαθύ, πλεούμενο της μέρας.

    Σε μια παλάμη θάλασσας γεύτηκες τα πικρά χαλίκια. Γεύτηκες τα πικρά χαλίκια στους βυθούς του ονείρου την ώρα που τα σύννεφα λύσανε τα πανιά.

    Τώρα έρχονται σιγανές βροχές, ραγδαία χαλάζια, περνάν δαρμένες οι στεριές στα νύχια του χιονιά που μελανιάζει στα βαθιά μ᾽ αγριεμένα κύματα.

    Γιατί ένας τέτοιος ουρανός εκεί όπου πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος;

    Κι ήρθαν από της γης τα πέρατα οι πελαγίτες οι βοσκοί να πας των φλόκων τα κοπάδια εκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά, εκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε.

            Κι έφτασαν ντυμένοι «φίλοι» αμέτρητες φορές οι εχθροί μου, τα παμπάλαια δώρα προσφέροντας. Και τα δώρα τους άλλα δεν ήτανε παρά μόνο σίδερο και φωτιά.

            Τώρα που σήμανε δώδεκα ακριβώς το μεγάλο ρολόι των αγγέλων, σε μια θάλασσα ανοιχτή και ανέλεη, η στεριά σκαμπανεβάζει και το τελευταίο ταξίδι μοιάζει με το πρώτο πρώτο.

            Κύματα καθαρίζουνε τον κόσμο. Καθένας ψάχνει το στόμα του. Πού είσαι φωνάζω, και η θάλασσα, τα βουνά, τα δέντρα δεν υπάρχουν, ανεβαίνοντας ανάγλυφα ως τη διαύγεια των βυθών όπου σελάγιζε ο δικός σου αστερίας.

            Ω, να σπάσουν οι πέτρες, να λυγίσουνε τα θυμωμένα σίδερα, ο αφρός να φτάσει ως την καρδιά, ζαλίζοντας τα θερισμένα μάτια!

            Των φθαρτών δακρύων απόγονοι, κωπηλάτες των μάταιων λιμνών, με την ελπίδα στυλωμένη στους βράχους δίχως χθες και αύριο, αναζητώντας τους όρμους γύρω από την αγάπη, εκεί όπου η γη ακουμπάει από τη μια μεριά στην όχθη των ονείρων σας! Με χρυσές μπρατσέρες θα βγούμε στον κίνδυνο, πιο πέρα από το ακρωτήριο της Καλής Ανταύγειας!

            Τώρα που στις άγκυρες έχουν κολλήσει τα φύκια στα γένια θλιμμένων αγίων, μέσα στο αμίλητο νερό της κολυμπήθρας του ήλιου, δεν ξέρω πια τα ονόματα ενός κόσμου που μ᾽ αρνιέται. Με δάκρυα διαβαίνω της αθανασίας τη θάλασσα μ’ εκείνο το κοχύλι σου όπου θ᾽ αντηχεί το Αιγαίο!