Εικαστική/Εικονική πραγματικότητα

Τα υλικά και η αφήγηση της επανεκκίνησης

Έχω στον νου μια πα­ρα­βο­λή στην οποία κα­τα­φεύ­γω συ­χνά όταν γρά­φω για ει­κα­στι­κούς καλ­λι­τέ­χνες, έρ­γα τέ­χνης, αι­σθη­τι­κές θε­ω­ρί­ες και ιστο­ρί­ες: «Η θά­λασ­σα –εί­τε το δά­σος κ.λπ.– εξα­κο­λου­θούν να εί­ναι στη θέ­ση τους και ό,τι ζει εκεί υπάρ­χει για τον εαυ­τό του πρώ­τα απ’ όλα, όχι για εμάς. Όταν, λοι­πόν, ανα­φε­ρό­μα­στε σ’ αυ­τά και γρά­φου­με, θα πρέ­πει εμείς να έχου­με ξε­κά­θα­ρο και απο­φα­σι­σμέ­νο το τι ψά­χνου­με, πού και πώς. Αλ­λιώ­τι­κα αλιεύ­μα­τα φέρ­νει επά­νω κά­θε εί­δους δί­χτυ, αλ­λιώ­τι­κα σε κά­θε επο­χή, αλ­λιώ­τι­κα στα βα­θιά ή στα ρη­χά νε­ρά». Προ­σθέ­τω, πά­ντως, κι έναν αφο­ρι­σμό του Ε. Γκό­μπριτζ: «Όση προ­σπά­θεια κι αν θα κα­τέ­βα­λε, κα­νέ­νας τε­χνο­κρι­τι­κός του 1900 δεν προ­φή­τευ­σε ό,τι ακο­λού­θη­σε την τέ­χνη των ημε­ρών του».

Προ­φα­νώς όλα αυ­τά ισχύ­ουν σε κά­θε στιγ­μή και για κά­θε εί­δους τέ­χνη. Όμως όταν εί­μα­στε σε μια δε­δο­μέ­νη κα­τά­στα­ση που κυ­λά­ει εύ­ρυθ­μα, το ξε­χνά­με και διεκ­πε­ραιώ­νου­με ό,τι κά­να­με και πριν ως συ­νέ­χεια. Πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο όταν αυ­τή η «δε­δο­μέ­νη κα­τά­στα­ση» εί­ναι μια ιστο­ρι­κή πε­ρί­ο­δος σα­φής και αυ­τό­νο­μη, και όχι πε­πε­ρα­σμέ­νη όπως, π.χ., η τέ­χνη στην Ελ­λά­δα στα με­τα­πο­λε­μι­κά χρό­νια, εί­τε στα χρό­νια της ευ­ρω­παϊ­κής εν­σω­μά­τω­σης, κ.ο.κ.

Να, λοι­πόν, το δι­κό μου εναρ­κτή­ριο κε­ντρι­κό ερώ­τη­μα: Για ποιους ακρι­βώς καλ­λι­τέ­χνες και ποια έρ­γα μι­λά­με σή­με­ρα στην Ελ­λά­δα των μνη­μο­νί­ων, δη­λα­δή με­τά το 2009-2010; Για τους καλ­λι­τέ­χνες και τις εκ­θέ­σεις που άντλη­σαν έμπνευ­ση από τις αμέ­σως προη­γού­με­νες δε­κα­ε­τί­ες (π.χ. με­τά το 1974, Με­τα­πο­λί­τευ­ση), και οι οποί­οι δη­μιούρ­γη­σαν και κα­θιε­ρώ­θη­καν πα­λιό­τε­ρα, αλ­λά συ­νε­χί­ζουν και σή­με­ρα; Ή για κά­ποιους άλ­λους που τό­τε δεν βλέ­πα­με, κα­θώς ήταν ανο­λο­κλή­ρω­τοι ακό­μη εκ­φρα­στι­κά, εί­τε με αι­σθη­τι­κές τά­σεις που δεν με­τα­βί­βα­ζαν κά­ποιο έγκυ­ρο ει­κα­στι­κό νό­η­μα; Και εάν στην πρώ­τη πε­ρί­πτω­ση υπάρ­χουν πολ­λοί τρό­ποι να τους ξέ­ρου­με, στη δεύ­τε­ρη ποιος και πώς θα βρει μια άκρη;

Όμως αυ­τή η δεύ­τε­ρη κα­τη­γο­ρία υπάρ­χει; Δη­λα­δή βγή­κε κά­ποια επό­με­νη φουρ­νιά καλ­λι­τε­χνών, εκ­φρα­στι­κών τρό­πων, συ­στη­μά­των υπο­δο­χής, απόρ­ρι­ψης ή κα­θιέ­ρω­σης, ώστε η ει­κα­στι­κή σκη­νή να εί­ναι ευ­διά­κρι­τα αλ­λιώ­τι­κη και ανα­γνω­ρί­σι­μη, όπως, π.χ., όταν το 1960 οι ζω­γρά­φοι μας έγι­ναν όλοι αφαι­ρε­τι­κοί, «επι­χει­ρώ­ντας ένα νέο ξε­κί­νη­μα σαν από τον βαθ­μό μη­δέν της γρα­φής»;

Ο κά­θε πα­ρα­τη­ρη­τής αυ­τού του ει­κα­στι­κού το­πί­ου χρειά­ζε­ται να εντο­πί­σει δε­δο­μέ­να, φαι­νό­με­να, δρα­στη­ριό­τη­τες, ιδέ­ες που εκ­πέ­μπο­νται από έρ­γα τέ­χνης, από γκα­λε­ρί, μου­σεία, πο­λι­τι­στι­κά κέ­ντρα, από μπαρ και πο­λυ­χώ­ρους, από τα ΜΜΕ ή το δια­δί­κτυο.

Αλ­λά, προ­σο­χή, κι αυ­τοί οι χώ­ροι εκ­δή­λω­σης και κα­τα­γρα­φής της τέ­χνης βρί­σκο­νται σε με­τάλ­λα­ξη, όπως κά­θε τι άλ­λο στις μέ­ρες μας. Ζού­με σε μια πρω­το­φα­νή επο­χή όπου ο δυ­τι­κο­ευ­ρω­παϊ­κός πο­λι­τι­σμός –εκεί, δη­λα­δή, όπου ανή­κου­με ως προ­έ­λευ­ση και ως πε­ρι­βάλ­λον– δεν εί­ναι πλέ­ον ο μό­νος που δί­νει τον τό­νο στην πα­γκό­σμια οι­κο­νο­μία και ζωή. Ζού­με ακό­μη στη με­τα­βα­τι­κή επο­χή που η επι­κοι­νω­νία (με λό­για, με ει­κό­νες, με ήχους) φεύ­γει από το χαρ­τί και γί­νε­ται ψη­φια­κή, άυ­λη, εφή­με­ρη σαν προ­φο­ρι­κός λό­γος.

Με όλα αυ­τά και με τις δια­κλα­δώ­σεις τους στο μυα­λό, ψά­χνου­με την τέ­χνη της επο­χής, αυ­τό που εί­ναι, αν όχι ελ­κυ­στι­κό, του­λά­χι­στον εν­δια­φέ­ρον και αξιο­ση­μεί­ω­το. Και με βά­ση τα ευ­ρή­μα­τα, θα θέ­λα­με να αρ­θρώ­σου­με μια θε­ω­ρία, μια συ­στη­μα­τι­κή κα­τά­τα­ξη, μια αι­σθη­τι­κή ερ­μη­νεία, μια συ­νε­κτι­κή εξι­στό­ρη­ση, ένα σύ­στη­μα, έναν αφο­ρι­σμό.

Ο ορί­ζο­ντας, πά­ντως, δεν εί­ναι πλέ­ον άδειος, όσο κι αν ήταν για αρ­κε­τά χρό­νια απελ­πι­στι­κά χω­ρίς πε­ριε­χό­με­νο, αφού οι εκ­θέ­σεις, οι δη­μο­πρα­σί­ες, οι εκ­δό­σεις τέ­χνης πλη­σί­α­σαν το μη­δέν, με­τά από τριά­ντα χρό­νια εκ­πλη­κτι­κής άν­θη­σης.

Δεν ξέ­ρω πού βρί­σκουν πια χο­ρη­γούς τα μου­σεία, ού­τε πώς κα­λύ­πτουν τα έξο­δά τους οι γκα­λε­ρί εφό­σον δεν που­λιού­νται έρ­γα, αλ­λά ναι, υπάρ­χει κά­ποια αξιο­πρό­σε­κτη κί­νη­ση! Ίσως δεν συ­γκρο­τεί­ται ακό­μη κά­ποιο «στό­ρι», ένα σε­νά­ριο, μια «αφή­γη­ση», αλ­λά ερε­θί­σμα­τα ζω­η­ρά εκ­πέ­μπο­νται, το σύ­στη­μα όλων των συ­ντε­λε­στών μοιά­ζει να αλ­λη­λο­πα­ρα­τη­ρεί­ται και να επι­χει­ρεί ανοίγ­μα­τα προς το άγνω­στο.

«Άγνω­στο εί­ναι ο Γιάν­νης Μό­ρα­λης;» θα ρω­τή­σει κά­ποιος εύ­λο­γα, αφού πράγ­μα­τι η δι­κή του έκ­θε­ση/αφιέ­ρω­μα στο Μου­σείο Μπε­νά­κη γέ­μι­σε από επι­σκέ­πτες και πλημ­μύ­ρι­σε τα ΜΜΕ με ει­κό­νες έρ­γων, πε­ρι­γρα­φές ιστο­ρι­κών εν­στα­ντα­νέ, εκτι­μή­σεις αι­σθη­τι­κές και προ­σω­πι­κές και όλα αυ­τά που απο­τε­λούν μια «ολι­κή επα­να­φο­ρά» του ζω­γρά­φου που έφτα­σε να σμι­λεύ­σει έναν προ­σω­πι­κό ει­κα­στι­κό κό­σμο, με ελ­λη­νι­κές ρί­ζες και διε­θνές μορ­φο­πλα­στι­κό λε­ξι­λό­γιο, και να δι­δά­ξει επί­σης αρ­κε­τές γε­νιές ζω­γρά­φων στην ΑΣΚΤ ως δά­σκα­λος με μα­γνη­τι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τα, όπως κά­πο­τε υπήρ­ξαν ο Γύ­ζης και ο Παρ­θέ­νης.

Η έκ­θε­ση αυ­τή, με έρ­γα και αρ­χεια­κό υλι­κό του Γιάν­νη Μό­ρα­λη, ου­σια­στι­κά δια­τρέ­χει το δεύ­τε­ρο μι­σό του 20ού αιώ­να και πεί­θει ότι υπάρ­χει εδώ μια ιστο­ρία εξε­λι­κτι­κή που έχει ρί­ζες και ακό­μη μι­λά­ει, προ­κα­λεί σε­βα­σμό, άρα προ­ε­κτεί­νε­ται στο μέλ­λον, εί­ναι ζω­ντα­νή αξία.

Έγι­ναν και γί­νο­νται κι άλ­λες εκ­θέ­σεις πα­λαιο­τέ­ρων. Του Γιώρ­γου Βα­κα­λό, π.χ., στην γκα­λε­ρί Ευ­ρι­πί­δης, μια έκ­θε­ση που ανα­με­νό­ταν από χρό­νια, με πα­λιά και άγνω­στα έρ­γα, μια μου­σεια­κή ανα­δρο­μι­κή του πρώ­του πι­θα­νό­τα­τα Έλ­λη­να υπερ­ρε­α­λι­στή ζω­γρά­φου-σκη­νο­γρά­φου, συ­νερ­γά­τη των Γάλ­λων υπερ­ρε­α­λι­στών του 1920 στο Πα­ρί­σι ακό­μη.

Με ση­μα­σία και η εκ­θε­σια­κή πα­ρου­σία δύο ακό­μη καλ­λι­τε­χνών: Του Χρό­νη Μπό­τσο­γλου που, όταν εμ­φα­νί­στη­κε το 1970, θε­ω­ρή­θη­κε ως διά­δο­χος του Τσα­ρού­χη. Ρε­α­λι­στής, με εξαί­ρε­τη πι­νε­λιά οξυ­δερ­κή αλ­λά και τρυ­φε­ρή, δεί­χνει και αν­θρω­πο­μορ­φι­κά έρ­γα και το­πία, και μοιά­ζει να διεκ­δι­κεί έμπρα­κτα τη «δια­δο­χή ηγε­σί­ας στη φυ­λή των ζω­γρά­φων», θέ­ση κε­νή αυ­τόν τον και­ρό με­τά την απο­δη­μία του Πα­να­γιώ­τη Τέ­τση πέ­ρυ­σι. Δεν μπο­ρώ να επε­κτα­θώ εδώ πο­λύ σ’ αυ­τό, αλ­λά θυ­μί­ζω ότι η εσω­τε­ρι­κή συ­γκρό­τη­ση κά­θε καλ­λι­τε­χνι­κής κοι­νω­νί­ας έχει ιε­ραρ­χή­σεις –δια­κρι­τι­κές, πλην ευ­διά­κρι­τες–, στη­ριγ­μέ­νες στην ανα­γνώ­ρι­ση και στον σε­βα­σμό με­τα­ξύ ομο­τέ­χνων. Ο Π. Τέ­τσης εί­χε δια­δε­χθεί τον Μό­ρα­λη σ’ αυ­τή την ιε­ραρ­χία και ο Μό­ρα­λης τον Τσα­ρού­χη και τον Νί­κο Χα­τζη­κυ­ριά­κο-Γκί­κα, ενώ, πα­λαιό­τε­ρα, «αρ­χη­γός» ήταν ο Κ. Παρ­θέ­νης.

Ο Νί­κος Χου­λια­ράς, ο πο­λυ­σχι­δής ζω­γρά­φος, μου­σι­κός και λο­γο­τέ­χνης, έφυ­γε πρό­περ­σι από τη ζωή, αλ­λά η πρό­σφα­τη έκ­θε­σή του άφη­σε ένα με­τεί­κα­σμα και ζω­ή­ρε­ψε ξα­νά το ευ­ρύ­τε­ρο εν­δια­φέ­ρον για το έρ­γο του. Σκο­τει­νός αλ­λά και λυ­ρι­κός, έξω από τρέ­χο­ντα κι­νή­μα­τα, αλ­λά με έντο­νη βιω­μα­τι­κή ατμό­σφαι­ρα. Ο Γιάν­νης Μι­χαη­λί­δης ανή­κει στην ίδια φουρ­νιά, από άπο­ψη πη­γών και κα­ριέ­ρας, το έρ­γο του αφαι­ρε­τι­κό, με μνή­μες ρε­α­λι­στι­κές. Η έκ­θε­σή του διεκ­δι­κεί πρω­τα­γω­νι­στι­κή μνή­μη στο αφή­γη­μα των τε­λευ­ταί­ων δε­κα­ε­τιών.

Με­γά­λω­σε και ο Κώ­στας Βα­ρώ­τσος, ο γλύ­πτης του «Δρο­μέα» με την πε­τυ­χη­μέ­νη διε­θνή κα­ριέ­ρα. Η ανα­δρο­μι­κή του στο Ίδρυ­μα Θε­ο­χα­ρά­κη, με γλυ­πτά από γυα­λί και δια­φά­νεια που συ­γκρο­τούν φόρ­μες ανα­γνω­ρί­σι­μες και αι­σιό­δο­ξες, απο­τέ­λε­σε μια δυ­να­μι­κή πα­ρου­σία.

Εί­ναι σα­φές ότι με αυ­τές τις ανα­δρο­μές το πα­λιό­τε­ρο πρό­σω­πο της τέ­χνης μας διεκ­δι­κεί τα κε­ντρι­κά γνω­ρί­σμα­τα, με ορι­σμέ­νες τά­σεις για ανα­βάθ­μι­ση θέ­σε­ων και αξιών. Σε όσα ανα­φέρ­θη­καν πα­ρα­πά­νω, ας προ­στε­θεί η σπου­δαία εξ­πρε­σιο­νί­στρια Σί­λεια Δα­σκο­πού­λου, σχε­τι­κά άγνω­στη στο ευ­ρύ κοι­νό. Στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, το Μα­κε­δο­νι­κό Μου­σείο ξα­να­δεί­χνει αλ­λά με πολ­λή έμ­φα­ση την ιδρυ­τι­κή συλ­λο­γή του, τα έρ­γα που τους χά­ρι­σε ο Αλέ­ξαν­δρος Ιό­λας πριν σα­ρά­ντα χρό­νια. Στην Αθή­να η Λευ­κή Χρη­στί­δου έδει­ξε τη νέα δου­λειά της, όχι πλέ­ον από χρώ­μα­τα και πε­ρι­γρα­φές νε­ο­πόπ σκη­νών του δρό­μου, πε­ρι­πτέ­ρων, πα­λιών σπι­τιών κ.λπ., αλ­λά συν­θέ­σεις αν­θη­ρές από με­ταλ­λι­κά κου­τιά ανα­ψυ­κτι­κών σε στίλ­βου­σα ανα­βί­ω­ση.

Στην «άλ­λη όχθη» των πα­ρα­δο­σια­κών ει­κα­στι­κών εί­ναι η λε­γό­με­νη «νέα σκη­νή», οι καλ­λι­τέ­χνες που δεν κά­νουν έρ­γα-πί­να­κα αλ­λά μια χει­ρο­νο­μία εκ­φρα­στι­κή, μια «εγκα­τά­στα­ση» υλι­κών στον χώ­ρο, μια περ­φόρ­μανς, μια βι­ντε­ο­προ­βο­λή, ένα νέο multimedia έρ­γο που έχει δια­φο­ρε­τι­κές προ­θέ­σεις από το να εγκα­τα­στα­θεί σ’ έναν τοί­χο σπι­τιού. Με ερ­γα­λείο τον εντυ­πω­σια­σμό και την υπέρ­βα­ση ορί­ων στην αντο­χή του κοι­νού, οι καλ­λι­τέ­χνες αυ­τής της τά­σης εί­ναι από και­ρό το κα­θε­στώς και οι ευ­νοη­μέ­νοι των κρα­τι­κών μου­σεί­ων και δια­φό­ρων μπιε­νά­λε οι οποί­ες γί­νο­νται ακρι­βώς για την προ­βο­λή αυ­τής της τέ­χνης.

Υπήρ­ξε μια ύφε­ση στην πα­ρου­σία αυ­τών των καλ­λι­τε­χνών τα τε­λευ­ταία χρό­νια, αλ­λά η Documenta Athens, που έγι­νε πρό­περ­σι στην Αθή­να και το Κά­σελ ταυ­τό­χρο­να, έδω­σε με­γά­λη δη­μο­σιό­τη­τα χω­ρίς, ωστό­σο, να αφή­σει κά­ποια νέα συ­νεί­δη­ση ει­κα­στι­κών πραγ­μά­των, όπως εί­χε συμ­βεί με την έκ­θε­ση «Πο­λι­τι­σμι­κή Γε­ω­με­τρία» της Συλ­λο­γής Δ. Ιω­άν­νου το 1988. Τα πε­ρισ­σό­τε­ρα ονό­μα­τα των καλ­λι­τε­χνών της Documenta ήταν και πα­ρέ­μει­ναν άγνω­στα τα πε­ρισ­σό­τε­ρα, ενώ εί­ναι αδύ­να­τον να υπάρ­ξει ανα­γνω­ρι­σι­μό­τη­τα προ­σω­πι­κό­τη­τας όταν το τρικ πα­ρα­δο­ξό­τη­τας και εντυ­πω­σια­σμού λει­τουρ­γεί ως πρώ­το υλι­κό. Τον Μάρ­τιο που πέ­ρα­σε, η ελ­λη­νι­κή AICA των τε­χνο­κρι­τι­κών έκα­νε μια εκτε­τα­μέ­νη έκ­θε­ση στο Εθνι­κό Μου­σείο Σύγ­χρο­νης Τέ­χνης με τα γνω­στό­τε­ρα ονό­μα­τα του ελ­λη­νι­κού μο­ντερ­νι­σμού των τε­λευ­ταί­ων δε­κα­ε­τιών, αλ­λά και πά­λι το δη­μό­σιο εν­δια­φέ­ρον δεν κι­νη­το­ποι­ή­θη­κε. Τις μέ­ρες αυ­τές ξε­κί­νη­σε πά­λι και η νέα Μπιε­νά­λε της Αθή­νας, σε πα­λιά κτή­ρια της πό­λης, με ακό­μη πιο άγριες δια­θέ­σεις να προ­σελ­κύ­σει ευ­ρύ­τε­ρο εν­δια­φέ­ρον μέ­σω πα­ρα­δο­ξο­τή­των κα­λά επι­με­λη­μέ­νων από καλ­λι­τέ­χνες που δεν συ­γκρα­τείς πλέ­ον ού­τε ονό­μα­τα, ού­τε βή­μα­τα κα­ριέ­ρας.

Εί­ναι σα­φές ότι το το­πίο των ει­κα­στι­κών δεν έχει αλ­λά­ξει ως σύν­θε­ση του μείγ­μα­τος: έχει και τους πα­λιούς καλ­λι­τέ­χνες που ζη­τούν επι­βε­βαί­ω­ση ή ανα­θε­ώ­ρη­ση, έχο­ντας θέ­ση στην αγο­ρά της Τέ­χνης και στους τοί­χους των σπι­τιών, όπως έχει και θε­σμι­κές εκ­θέ­σεις με κρα­τι­κή υπο­στή­ρι­ξη που προ­σπα­θούν να επι­βάλ­λουν την αι­σθη­τι­κή του τολ­μη­ρού και νε­ω­τε­ρι­στι­κού ως από­δει­ξη μο­ντέρ­νου κρά­τους που δέ­χε­ται τους νε­οει­σερ­χό­με­νους με την κραυ­γα­λέα αι­σθη­τι­κή τους.

Μπιενάλε Αθήνας 2018

Μπιενάλε Αθήνας 2018

Μπιενάλε Αθήνας 2018

Αυ­τό που μοιά­ζει να έχει αλ­λά­ξει εί­ναι η διά­θε­ση του φι­λό­τε­χνου κοι­νού. Αφε­νός πο­λύ λι­γό­τε­ροι επι­σκέ­πτο­νται πλέ­ον τις εκ­θέ­σεις, αφού η τέ­χνη δεν συμ­με­τέ­χει –και μάλ­λον δεν μπο­ρεί να το κά­νει– στους προ­βλη­μα­τι­σμούς της νέ­ας ζω­ής και των νέ­ων συλ­λο­γι­κών προ­ο­πτι­κών που ζού­με εδώ τα τε­λευ­ταία χρό­νια. Αφε­τέ­ρου η ιδε­ο­λο­γι­κή ρευ­στό­τη­τα και ασά­φεια που μοιά­ζει έντο­να να έχει κα­τα­λά­βει κά­θε έν­νοια δυ­τι­κο­ευ­ρω­παϊ­κού πο­λι­τι­σμού ασφα­λώς κα­θο­ρί­ζει και τον ορί­ζο­ντα πρό­σλη­ψης των ει­κα­στι­κών εκ­φρά­σε­ων. «Δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κι­νή­σω», έλε­γε ο Αρ­χι­μή­δης, «δώ­στε μου ση­μείο στα­θε­ρής ανα­φο­ράς και τό­τε θα σας πω τι καλ­λι­τε­χνι­κό μού αρέ­σει», λέ­ει ο φι­λό­τε­χνος σή­με­ρα, και για την ευ­ρω­παϊ­κή Τέ­χνη συ­νο­λι­κά και για την εν Ελ­λά­δι ακό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο. Ναι, υπάρ­χει επα­νεκ­κί­νη­ση, αλ­λά αρ­γό­συρ­τη ακό­μη, και χω­ρίς νέ­ους πρω­τα­γω­νι­στές, ού­τε νέ­ες ιδέ­ες.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: