Πού σπεύδει σήμερον η Ιστορία της Τέχνης των Ελλήνων;

Πού σπεύδει σήμερον η Ιστορία της Τέχνης των Ελλήνων;

Στην Τέχνη που παράγεται και καταναλώνεται στην Ελλάδα, την Τέχνη του νέου ελληνισμού, αναφερόμαστε πάλι, αλλά όχι μέσω των εκθέσεων και της φαινομενολογίας τους ως προς τους καλλιτέχνες και τα έργα τους, όσο μέσω των εκδόσεων, των ερευνών και των μελετών. Όχι, δεν αυξήθηκαν οι εκδόσεις για τα εικαστικά θέματα, αντίθετα βρίσκονται στην άλλη άκρη από την εποχή που έβγαιναν δεκάδες βιβλία κάθε μήνα: μονογραφίες ζωγράφων, κατάλογοι εκθέσεων ατομικών, είτε συλλογικών, μελέτες για εποχές και αισθητικά φαινόμενα, δοκίμια επαναπροσδιορισμού, λεξικά κ.ο.κ.
Καθώς φαίνεται, οι δεκαετίες 1980-2010 θα μείνουν στην ιστορία ως η εποχή που όλα καταγράφηκαν σε εκδόσεις και σχεδόν όλα ειπώθηκαν από θεωρίες, έρευνες και ερμηνευτικές προσεγγίσεις, και μάλιστα όχι μόνο για τους παλαιότερους αλλά και για τους ζώντες – ακόμη και για τους νεοεμφανιζόμενους. Υπάρχει επαρκής καταγραφή τής εποχής και ήδη μιλάμε για δυνατότητα να γίνεται «δευτερογενής προσέγγιση» των εικαστικών τεχνών, δηλ. μέσα από εκδόσεις και όχι απαραίτητα από το «πεδίο έρευνας», δηλ. από τα ίδια τα έργα και τις συλλογές. Το «εποικοδόμημα» που λέγαμε πριν δεκαετίες τώρα υπάρχει και σ’ εμάς.
Άλλο θέμα τώρα με ποια σημεία αναφοράς αξιοποιείται αυτή η καταγραφή. Άλλο, αλλά το σπουδαιότερο. Διότι είτε θα δεχθούμε ότι «δεν πιστεύω στην Ιστορία διότι περιέχει υλικό για ο,τιδήποτε» –που λένε οι μοντερνιστές– είτε ότι «κάθε εποχή ξαναγράφει την Ιστορία της Ανθρωπότητας», που έλεγε ο Γκαίτε. Εμείς δεχόμαστε και τις δύο απόψεις αλλά ενεργούμε βάσει της δεύτερης, διότι αυτό που θα κάνει κανείς, επιλέγοντας και μελετώντας, είναι ούτως ή άλλως μια επανεγγραφή. Και συνήθως είναι ένα εγχείρημα αυτοπροσδιορισμού.

«Επανέκθεση» λέγεται στα μουσεία κάθε νέα σύνθεση των έργων που παρουσιάζονται ως «μόνιμη συλλογή». Και έχει συλλογικότερη σημασία και απήχηση. Το ίδιο ισχύει τώρα και για τις εικαστικές εκδόσεις τής περιόδου 1980-2010· πρόκειται για μια ενότητα που ζητά ταξινόμηση, ερμηνεία, αξιοποίηση, η οποία όμως θα επιτευχθεί αν έχουμε άποψη για το παρόν και τις προοπτικές μας! Αλλιώς, τι να πρωτοεπιλέξεις και για ποιον παραλήπτη;
Ο όρος «Ιστορία της Τέχνης του Νέου Ελληνισμού» δηλώνει μια άποψη και σημαίνει εξιστόρηση/ερμηνεία των εικαστικών τεχνών που διαμορφώνεται μέσα στις ελληνικές κοινότητες των νεότερων χρόνων. Ο όρος «Ιστορία της Νοελληνικής Τέχνης» δεν είναι ακριβώς ίδια έννοια, διότι η διατύπωση «Νεοελληνικής» εμπεριέχει απόφαση συμβατή με την ευρωπαϊκή άποψη περί του κρατιδίου μας, δηλ. περιεχόμενο και νόημα που δέχεται ως κοιτίδα του νεοελληνικού το κράτος που αναγνωρίστηκε πριν 200 χρόνια και που μισο-καταργήθηκε το 2010 με την ιστορική τομή που αποτελούν τα μνημόνια.
Τι ακριβώς είναι σήμερα αυτή η Τέχνη; Πάντως δεν είναι αυτή που εξέταζε ο Στέφανος Κουμανούδης, το 1845, με το σύγγραμμα Πού σπεύδει η Τέχνη των Ελλήνων σήμερον;

Η Τέχνη σήμερα είναι κατ’αρχήν αυτό που εμείς θεωρούμε ότι είναι και που έτσι αναγνωρίζεται και παραέξω από εμάς. Αν θεωρούμε ως αφετηρία τις νεότερες γενιές, τότε είναι ό,τι αφορά τους «Ευρωπαίους ελληνικής καταγωγής», όπως ήδη είναι οι σημερινοί εικοσάρηδες και τριαντάρηδες, είτε εργάζονται και ζουν στη διασπορά είτε σε μια Ελλάδα που ρυθμίζεται από τις Βρυξέλλες και περιέχει την Τέχνη από την Ελλάδα αλλά και από την διασπορά. Αν θεωρούμε ως επικοινωνιακή αφετηρία όσους έχουν ενηλικιωθεί πριν το 1981, τότε νεοελληνική Τέχνη είναι ό,τι συνέβη στο ελλαδικό κράτος.
Αξιόπιστη πυξίδα για όλα αυτά που επίκεινται είναι όχι οι εκθέσεις που δημιουργούν την επικαιρότητα, αλλά οι έρευνες και οι μελέτες και μάλιστα των νεότερων ιστορικών Τέχνης. Απ’ αυτές διαπιστώνουμε ποια είναι τα ερευνητικά και μελετητικά ενδιαφέροντα αυτών που θα πάρουν τα ηνία σε λίγο –ως διδάσκοντες, ως κριτικοί, ως οργανωτές εκθέσεων, ως συγγραφείς– και θα διαμορφώνουν τις απόψεις μας για την Τέχνη μας. Διότι η Ιστορία της Τέχνης επιχειρεί μεν να είναι επιστήμη (δηλ. σύστημα από μεθόδους, αρχές και συμφωνημένο αντικείμενο) αλλά αυτό το σύστημα αλλάζει ανά ιστορικές περιόδους, ακόμη και ανά δεκαετίες. Δεν έχει κανείς παρά να σκαλίσει βιβλία ιστορίας της Τέχνης που εκδόθηκαν σε διάφορες εποχές και σε διάφορες χώρες και θα δει τις διαφορές στο πλαίσιο θεώρησης, όσο κι αν είναι «επιστήμη». Ακόμη και στη Φυσική ισχύει αυτή η πεζή, εμπειρική, ρεαλιστική γνωμάτευση.

Πού σπεύδει σήμερον η Ιστορία της Τέχνης των Ελλήνων;

Η έκδοση που κρατώ στα χέρια μου, και η οποία έγινε αφορμή γι’ αυτόν τον εκτεταμένο πρόλογο, είναι τα Πρακτικά του Ε ΄ Συνεδρίου Ιστορίας της Τέχνης (2016) που οργάνωσε η Εταιρεία Ελληνών Ιστορικών Τέχνης, που μόλις κυκλοφόρησαν απο τις εκδόσεις Gutenberg, με επιστημονική επιμέλεια Α. Αδαμοπούλου, Λ. Γυιόκα, Κ.Ι. Στεφανή (640 σελίδες, 35 εργασίες φοιτητών, νέων διδακτόρων και καθηγητών, χωρισμένα σε γενικές ομάδες όπως: Θεωρητικές προσεγγίσεις στην Ιστορία της Τέχνης, ζητήματα ευρωπαϊκής Τέχνης από τον 16ο στον 20ό αιώνα, περί εκθέσεων, συλλογών και εκδόσεων – πρακτικές και θεσμοί, «εθνικές αφηγήσεις», μνημεία και σύμβολα, Τέχνη και καλλιτέχνες στην Ελλάδα του 20ού αι.
Διαβάζοντας αυτές τις εργασίες, η εικόνα του υποκειμένου που μελετά και ερευνά εδώ στην Ελλάδα και του θέματος (εικαστικών έργων και καλλιτεχνών), αναδύεται με τον καλύτερο τρόπο. Διαισθάνομαι ότι ολοκληρώνοντας το διάβασμα θα γνωρίζω καλύτερα όσα κυοφορούνται και όσα επίκεινται να γίνουν κεντρικό μας θέμα σήμερα-αύριο.
Το πλαίσιο ενδιαφερόντων, αν και υψηλού επιπέδου, είναι πάντως αρκετά έως πολύ πεπερασμάνο, και όχι μόνο γαλλικής βιβλιογραφίας όπως προ δεκαετιών. «Ιστορία Τέχνης, εθνικισμός και πριμιτίφ» είναι το θέμα τού Ν. Δασκαλοθανάση, «Ο Φοσιγιόν και η Γαλλική Σχολή ιστορίας της Τέχνης» του Ν. Χατζηνικολάου, «Φαινομενολογία και Χ. Βέλφλιν» απασχολεί τον Σ. Μπαχτσετζή, ενώ «Σοσιαλιστικός ρεαλισμός» τον Γ. Σαρηγιάννη. Ακόμα, «Το άγνωστο χειρόγραφο περί ζωγραφίας τού 18ου αι.» από τον Κ. Ιωάννου, κ.ά. «Μια γεωργιανή συλλογή μεσαιωνικών εικόνων» από την Ε. Τσόιτζε, «Ο Αλ. Ιόλας και η προώθηση του σουρεαλισμού στις ΗΠΑ», από την Ε. Φωτιάδη, «Δημόσια γλυπτική και Μνήμη» από τον Π. Μπίκα, «Η Γενιά του ΄30 στην ιστοριογραφία – Η προβληματική χρήση και η κατασκευή του όρου» από τον Ευγ. Ματθιόπουλο κ.ά.
Προσωπικά, είμαι ικανοποιημένος αλλά όχι ενθουσιασμένος με ό,τι διάβασα και διαβάζω, καθώς βλέπω να λείπουν ερωτήματα και μελέτες για πιο «ζεστά» θέματα, π.χ. για τις λεγόμενες επιστήμες της Τέχνης που προ εικοσαετίας ανέλαβε να υπηρετήσει η νέα πανεπιστημιακή Σχολή στα Γιάννενα και που θα κάλυπτε περιοχές όπως η μουσειολογία, το καλλιτεχνικό μάνατζμεντ, η Τέχνη ως οικονομική επένδυση κοκ. Επίσης, θέματα προσανατολισμού, γειτνίασης και επαμφοτερισμού μεταξύ παραδοσιακής Ιστορίας τής Τέχνης και Πολιτισμικής Ανθρωπολογίας, είτε Σημειολογίας είτε Φιλοσοφίας των Τεχνών, κ.ά. Αλλά αυτά περίπου συμβαίνουν τώρα, και ανάλογα –ας προκαταλάβω– θα είναι τα θέματα στο επόμενο συνέδριο της Εταιρείας των Ιστορικών της Τέχνης.

Πάντως, ως πανόραμα ενδιαφερόντων, αποτελεί ένα πλαίσιο που δίνει το στίγμα τής εποχής στους μελετητές και κριτικούς, αν και μοιάζει φοβισμένο να εισέλθει σε πιο «επιχειρησιακές» προσεγγίσεις της Τέχνης, ιδίως σε μια κοινωνία ανοιχτή και διεθνοποιημένη πλέον.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: