Το μάθημα του Χάρη Καμπουρίδη

Ο Χ.Κ. αυτοφωτογραφούμενος
Ο Χ.Κ. αυτοφωτογραφούμενος



Δεν θα θελα να αποχαιρετήσω τον Χάρη Καμπουρίδη με το γνωστό άνυδρο ακαδημαϊκό ύφος, το «κολλαρισμένο» ύφος που μεταφέρει άψυχα τα βιογραφικά στοιχεία του εκλιπόντος. Και δεν θα θελα να κρύψω ότι έχω τα αισθήματα που τρέφουμε για δάσκαλο αγαπημένο, για δάσκαλο που γνωρίζουμε καλά πως έστρεψε τα ενδιαφέροντά μας, διαμορφώνοντας την όποια προσωπικότητά μας. Η στήλη του από Τα Νέα ήταν για μας η Μεγάλη Σχολή, πολύ πριν αποφασίσουμε να ακολουθήσουμε το παράδειγμά του. Μας έκανε να διαβάζουμε ακόμη κι αν δεν γνωρίζαμε τίποτε για τους καλλιτέχνες στους οποίους αφιέρωνε τις κριτικές του. Με άλλα λόγια, ο Καμπουρίδης μας έπειθε να βλέπουμε.

Πόσους και πόσους δημιουργούς που σήμερα είναι δάσκαλοι στις σχολές, δεν μάθαμε από τα σημειώματά του; Και πώς να μη βλέπουμε σήμερα το γραπτό του ως θεμέλιο, ένα «χάρτη» στον οποίο μπορούσαμε τότε να βασιστούμε όταν δεν είχαμε παραστάσεις; Πώς να μη νιώθουμε τον Καμπουρίδη Δάσκαλό μας; Το παράδοξο είναι ότι αν και δίδαξε στο ΑΠΘ, πάντα σκεφτόταν την επόμενη έκθεση και ποτέ δεν αρνιόταν τη βοήθειά του σε καλλιτέχνη. Ηταν υποψήφιος διδάκτωρ στην Ιστορία της Τέχνης, νομίζω για δύο, ίσως περισσότερα θέματα. Ο Καμπουρίδης σπούδασε Ιστορία και δεν έχασε ποτέ το πάθος του γι’ αυτήν. Όμως κάθε φορά, παρά τις παραινέσεις των φίλων του Καθηγητών να πάρει επιτέλους το διδακτορικό - και τον «τίτλο» -, δεν κατέθετε εργασία. Σα να ήθελε να μείνει ως το τέλος «μαθητής». Παρόλο που τον γνώρισα σχετικά πρόσφατα, μέσα στο πολύτιμο αρχείο που ο ίδιος είχε δημιουργήσει στου Ζωγράφου, παρέμεινε εξαιρετικά χυμώδες και κριτικό πνεύμα για να μπορέσει να εναρμονιστεί με τη σκόνη και την ακινησία των αρχείων. Είχε μέσα στο αίμα του το στοιχείο που σε ωθεί να μετέχεις μάλλον στην Ιστορία, παρά να τη μελετάς. Ακόμη και στα χρόνια της συνήθως στυφής ωριμότητας, ήταν πιο κοντά σε έναν ακούραστο περιηγητή της τέχνης απ΄ όσο σ’ έναν φρόνιμο ιστοριοδίφη σκωληκόβρωτων ντοκουμέντων. Μόνον έτσι μπορούμε να καταλάβουμε τι τον ώθησε να εγκαταλείπει το ακαδημαϊκό του θέμα για να πέφτει με λύσσα σε μια κριτική, σε ένα αφιερωματικό κείμενο και στην επιμέλεια μιας έκθεσης.

Η επιθυμία του να αφιερώσει τα γραπτά του στην εποχή του, να ταυτιστεί μαζί της, δεν τον κράτησε στον αφρό της επικαιρότητας, αλλά διαπέρασε το προφανές και βούτηξε, όχι σε ένα, αλλά σε πολλά και διαφορετικά θέματα. Μας βοήθησε να δούμε τα πράγματα όχι μόνα τους, περιχαρακωμένα στον παρόν τους, αλλά δια μέσου πληθώρας αδιόρατων συσχετισμών από παραπομπές, από άπειρη ποικιλία σημάτων που μας έρχονται από το παρελθόν και τα οποία μας προσφέρουν τα κλειδιά για την αποκρυπτογράφησή τους. Ακόμη και μέσα, από τους πολλούς «εαυτούς» που όπως χαρακτηριστικά μου έλεγε ότι χρησιμοποιούσε, κατόρθωνε να δίνει την τέταρτη διάσταση, αυτή που συνήθως διαφεύγει.

Ισορρόπησε ιδανικά ανάμεσα στους «τελαράδες» και τους «εννοιολογικούς», από τον Σπύρο Βασιλείου ως τον Νίκο Κεσσανλή, επιχειρώντας να κατανοήσει όχι μόνο το έργο, μα και τον καλλιτέχνη. Κοιτώντας τις τελευταίες του αναρτήσεις στο Facebook, καταλαβαίνεις πως ο Καμπουρίδης νοιαζόταν τον δημιουργό, αλλά παρέμεινε συνειδητά –όχι για λόγους διπλωματίας– έξω από ιδεολογικές αγκυλώσεις. Αυτό δεν είναι αυτονόητο σήμερα, μα τους χρόνους εκείνους η ιδεολογική τρομοκρατία κατόρθωνε εύκολα να υποτάσσει τους διανοούμενους, τους πανεπιστημιακούς και βέβαια πολλούς δημιουργούς. Όποιος έκανε λόγο για «αγορά» στην τέχνη χαρακτηριζόταν αμέσως «εμπορικός», εννοώντας κάτι απεχθές ή δουλικό (λες και ο καλλιτέχνης δεν ζει από το έργο του). Ο Καμπουρίδης, αν δεν είναι ο πρώτος, ανήκει σίγουρα στους μπροστάρηδες που όχι απλώς έγραφε για την αξία του συλλέγειν, αλλά προσπάθησε ως σύμβουλος σε ιδρύματα να καλλιεργήσει ένα κλίμα φιλικό για τη δημιουργία συλλεκτικού κοινού.

Είναι ασφαλώς δύσκολη η αποτίμηση της προσφοράς του Χάρη Καμπουρίδη, αφού μιλάμε για αμέτρητες σελίδες που μας έχει αφήσει επί 4 δεκαετίες. Μπορούμε, ασφαλώς, να καταγράψουμε τα ονόματα, τα θέματα και τα ρεύματα που μας παρουσίασε μέσα από τις σελίδες του στα Νέα. Το έργο αυτό του Χάρη Καμπουρίδη – που είθε να βρεθεί Έλληνας εκδότης να μας το προσφέρει στο σύνολό του – έχει πανίσχυρη θεμελίωση στις πηγές. Το μεγάλο όμως χάρισμά του είναι η ευστροφία του συγγραφέα και η ικανότητά του να αποσπά το καίριο από το πλήθος των δεδομένων. Ο Καμπουρίδης δεν αντιμετωπίζει το θέμα και τα ιστορικά πρόσωπα με την ψυχρότητα που απαιτεί η ακαδημαϊκή εργασία. Κατόρθωσε και διαπαιδαγώγησε μια ολόκληρη γενιά, προσφέροντας ένα έργο, που ένα ολόκληρο πανεπιστήμιο δεν μπορεί να προσφέρει. Το πηγαίο χιούμορ του, συχνά, ποτίζει τη μελάνη του. Γι’ αυτό λέω ότι μία «στήλη» δεν περιορίζεται σε όσα ο index της εφημερίδας καταγράφει. Ο Καμπουρίδης έγινε καταγραφέας των εμπειριών του και μπόρεσε να αποτυπώσει τον απόλυτα προσωπικό τρόπο πρόσληψής τους στα έργα των ζωγράφων με πολλούς από τους οποίους δημιούργησε σχέση. Οι καλλιτέχνες αυτοί, οι περισσότεροι καταξιωμένοι στην εικαστική μας κοινότητα, «ανταποδίδουν» σήμερα το βλέμμα του κριτικού και μέσα στο έργο τους εγκιβωτίζουν τον Καμπουρίδη. Κάθε αναφορά στο έργο τους είναι δεμένη στο βλέμμα του. Χαίρε, Δάσκαλε…

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: