Τα διάκενα του χρόνου & Πρελούδιο στο νέο κοσμικό ψύχος

[ Προ­δη­μο­σί­ευ­ση ]

Ιδιόχειρη σελίδα τίτλου του βιβλίου
Ιδιόχειρη σελίδα τίτλου του βιβλίου


Τα τέσ­σε­ρα ποι­ή­μα­τα που φι­λο­ξε­νού­νται εδώ προ­έρ­χο­νται από το τε­λευ­ταίο βι­βλίο ποί­η­σης του Δ.Τ.Α., όπως βρέ­θη­κε στα κα­τά­λοι­πά του, το οποίο δεν πρό­λα­βε να δει τυ­πω­μέ­νο. Βά­σει του ιδιό­χει­ρου σχε­δια­σμού του από τον ποι­η­τή, το βι­βλίο πε­ρι­λαμ­βά­νει τέσ­σε­ρα ποι­ή­μα­τα με γε­νι­κό τί­τλο Les marges du temps / Τα διά­κε­να του χρό­νου, τα οποία προ­τάσ­σο­νται της συλ­λο­γής Prélude au nouveau froid du monde / Πρε­λού­διο στο νέο κο­σμι­κό ψύ­χος (συλ­λο­γή που με­τέ­φρα­σε ο Peter Handke στα γερ­μα­νι­κά το 2012, χρο­νιά θα­νά­του του ποι­η­τή). Η εν λό­γω δί­δυ­μη συλ­λο­γή –εν εί­δει ύστα­του χαί­ρε τού ποι­η­τή– θα κυ­κλο­φο­ρή­σει προ­σε­χώς στα ελ­λη­νι­κά από τις εκ­δό­σεις Ιωλ­κός, σε με­τά­φρα­ση Αντι­γό­νης Βλα­βια­νού - Σπύ­ρου Μο­σκό­βου και επί­με­τρο Τι­τί­κας Δη­μη­τρού­λια. [Σ.τ. Επιμ.]

——————

Το βλέμ­μα του χρό­νου

Το πέ­ρα­σμα που δια­σχί­ζει αυ­τή τη στε­νή κοι­λά­δα
Μοιά­ζει στο βλέμ­μα μας, που όταν ο ήλιος δύ­ει
Αδυ­να­τεί να δια­κρί­νει τους γύ­ρω λό­φους,
Ό,τι ανοί­γε­ται μπρος μας εί­ναι ζο­φε­ρό
Αλ­λά μό­νο κα­τά το ήμι­συ μας τυ­φλώ­νει.

Ένα δέ­ντρο μες στη νύ­χτα του, ένα κτί­σμα πιο πέ­ρα
Σπί­τι ερει­πω­μέ­νο ή ξω­κλή­σι μι­σο­γκρε­μι­σμέ­νο –
Μια αδιά­φο­ρη σιω­πή πλα­νά­ται που μας αγνο­εί –
Μια χέρ­σα γη με λι­θά­ρια όπου το χορ­τά­ρι ακτι­νο­βο­λεί
Κι αυ­τή η μαύ­ρη βά­τος που φέ­ρει εξαρ­χής τον θά­να­τό της.

‘Ο,τι εί­ναι θο­λό μας θα­μπώ­νει,
Δεν δια­κρί­νου­με πα­ρά την πη­χτή σκιά
Ενός τό­που όπου θα μπο­ρού­σα­με να εί­χα­με ζή­σει,
Λό­γων που πρό­φε­ραν χεί­λη που έχουν μα­ρα­θεί
Ενός χε­ριού που απ’ την αδρά­νεια έχει απο­στε­ω­θεί.

Στο ισχνό φως, το διά­πυ­ρο,
Δια­βαί­νει σαν σύν­νε­φο ένα φό­ρε­μα θε­ρι­νό
Ή μή­πως εί­ναι κά­ποιο ζώο που δια­φεύ­γει το αί­μα;
Τα νεύ­μα­τα του ανέ­μου έπα­ψαν
Μό­λις ρά­γι­σαν απ’ την πά­χνη του κό­σμου.

Η μνή­μη δια­λύ­ει τα εκτυ­φλω­τι­κά σκο­τά­δια
Αδειά­ζει τα μο­νο­πά­τια απ’ τα ερέ­βη τους
Κα­τα­βρο­χθί­ζει κα­τό­πιν τις βε­βαιό­τη­τες και τους θο­ρύ­βους τους
Όσοι δρα­πέ­τευ­σαν πριν την αυ­γή, επα­να­λαμ­βά­νουν ότι
Μό­νο ένα βλέμ­μα μπο­ρεί ν’ αντέ­ξει το βά­ρος του χρό­νου.


Τα βή­μα­τα

Τα βή­μα­τά μας μοιά­ζουν με τ’ αυ­λά­κι που αφή­νει πί­σω του
Το φί­δι, αδιά­κο­πα μας ακο­λου­θούν,
Ο άνε­μος σβή­νει ενί­ο­τε τα ίχνη τους
Ο ίδιος άνε­μος που μας αφυ­πνί­ζει, επί­σης.

Ποιος μπο­ρεί να δια­βά­σει τί μαρ­τυ­ρούν τα χνά­ρια μας
Η γρα­φή τους πά­ντα μας εξα­πα­τά,
Τα ση­μά­δια τους απα­τη­λά, δυ­σα­νά­γνω­στα,
Κά­τι στην αδυ­σώ­πη­τη ενάρ­γειά τους μας πα­ρα­πλα­νά.

Για κά­ποιους αφο­ρούν σε ανα­μνή­σεις,
Για άλ­λους σε τύ­ψεις, στη μα­ταιο­δο­ξία,
Η οκνη­ρία και η τυ­χαιό­τη­τα τα εξου­σιά­ζουν
– Ποιος ξέ­ρει, άρα­γε, τι τα κα­θο­δη­γεί;

Συ­χνά, νο­μί­ζου­με ότι ανα­γνω­ρί­ζου­με
Τα ση­μά­δια, το απο­τύ­πω­μα και τη μυ­ρω­διά όσων
Αγα­πή­σα­με πριν από χρό­νια
Αλ­λά εί­ναι μια εντύ­πω­ση απα­τη­λή, μια φε­νά­κη.

Κι ύστε­ρα, μια μέ­ρα, εκεί που βα­δί­ζου­με αμέ­ρι­μνοι
Νο­μί­ζο­ντας ότι πη­γαί­νου­με σε νέα πρό­σω­πα,
Χά­νου­με το δρό­μο μας και νιώ­θου­με τα βή­μα­τά μας
Να μας οδη­γούν απευ­θεί­ας στις πα­λιές μας όχθες.

[ Μετάφραση: Αντιγόνη Βλαβιανού ]


Την επο­μέ­νη τα χα­ρά­μα­τα

Η ώρα της λο­γο­δο­σί­ας. Ξα­νάρ­θαν τ’ αγριο­πε­ρί­στε­ρα
Απαι­τώ­ντας απα­ντή­σεις στα απτά ερω­τή­μα­τα
Των δέ­ντρων, αλ­λά για πό­σον και­ρό ακό­μα;
Η τε­χνη­τή μέ­θη αλ­λοιώ­νει τα πρό­σω­πα, η μό­νη
Απει­λή που φέ­ρει το όνο­μα ελευ­θε­ρία. Τα χεί­λη της
Δεν θα γε­ρά­σουν πο­τέ μέ­σα σε μιαν ει­κό­να.

Ζω­γρα­φι­στά σύν­νε­φα που επα­να­λαμ­βά­νο­νται επ’ άπει­ρον, κα­μιά
Μου­σι­κή δεν θα απα­λύ­νει τον πό­νο της ακι­νη­σί­ας τους:
Νιώ­θει κα­νείς πως ο χει­μώ­νας θα κλει­δα­μπα­ρω­θεί
Και δεν θ’ ανοί­ξει πα­ρά μο­νά­χα για επι­σκέ­πτες που ανα­ζη­τούν
Μια κού­φια ευ­τυ­χία. Μέ­νου­με όμως φυ­λα­κι­σμέ­νοι
Σ’ έναν πο­λυ­τε­λή τύμ­βο, όπου ο βρι­κό­λα­κας μιας
Χώ­ρας της Ανα­το­λής θα μας ξα­λα­φρώ­σει απ’ το πε­ρίσ­σιο αί­μα.

Πο­τέ πια γέ­λια, όχι, πο­τέ.


Επα­νεκ­κί­νη­ση της ώρι­μης ηλι­κί­ας

Αυτός ο άν­δρας ζού­σε μό­νος σ’ ένα μύ­λο. Με­ρι­κές φο­ρές
Έβγαι­νε και χάι­δευε τα μαλ­λιά ενός απ’ τα παι­διά
Του γεί­το­νά του, που ήταν ξυ­λουρ­γός.
Οξυ­δερ­κής, ονει­ρευό­ταν ελ­λη­νι­κά νη­σιά, τον άρ­το και τον οί­νο,
Ήξε­ρε όμως πως κα­μιά νύ­χτα δεν θα κα­τά­φερ­νε
Να κα­τα­πνί­ξει τις επερ­χό­με­νες σφα­γές.

Αστοί και χω­ρι­κοί θα ντυ­θούν σύ­ντο­μα τις στο­λές
Ορ­γα­νω­μέ­νων δο­λο­φό­νων κι ο μο­να­χι­κός άν­δρας
Δεν θ’ ακού­ει τις κραυ­γές των βα­σα­νι­σμέ­νων, θ’ ακού­ει
Μό­νος αυ­τός τα κύ­μα­τα της θά­λασ­σας
Για να μην επα­να­λαμ­βά­νε­ται.

Δω­μά­τια που μυ­ρί­ζουν ύπνο.

Ήρ­θα­με στον κό­σμο επι­σκέ­πτες
Κοι­τά­ξα­με τη ζωή
Χω­ρίς να τη δού­με, μας τύ­φλω­σαν
Τα χρώ­μα­τα. Τώ­ρα
Το μέ­γα σκό­τος των βλεμ­μά­των που κοι­τούν κα­τά­μα­τα.

[ Μετάφραση: Σπύρος Μοσκόβου ]

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: