Δημήτρης Τ. Άναλις / Ένας άνθρωπος «της άλλης όχθης»

Ο Δ.Τ. Άναλις σε παιδική ηλικία 1953 O Δ.Τ.Α μαθητής στις Σπέτσες· δίπλα του ο Δημήτρης Κολλάτος. (Τέλη δεκαετίας ’40) [Ⓒ Αρχείο Δ. Κολλάτου] Ο Δ.Τ.Α. στο κέντρο· δίπλα του ο Δημήτρης Κολλάτος. Αριστερά ο Αντώνης Σαμαράκης, Σπέτσες 1950 (;) [Ⓒ Αρχείο Δ. Κολλάτου] Ο Δ.Τ.Α. (δεξιά) στην Αναργύρειο Σχολή Σπετσών, 1953 ; [Ⓒ Αρχείο Δ.Τ.Α.] Με τη Γαβριέλλα Σίμωση και τον Γιάννη Γαΐτη, Παρίσι 1958 [Ⓒ Αρχείο Δ.Τ.Α.] 1962 Στο Βέλγιο, Οκτώβριος 1969 [Ⓒ Αρχείο Δ.Τ.Α.] Κέα 1973 Παρίσι 1973 Με τον Υβ Μπονφουά, Σεριζύ (1983) Με την Αντιγόνη Βλαβιανού (Μπριζ, Ιούνιος 1997) Με τον Πέτερ Χάντκε στην Αθήνα (30.3.2000), φωτ. Α. Βλαβιανού Με τη Λιλή και τον Μένη Κουμανταρέα (Ξυλόκαστρο 2008)

 

 



Το φθινόπωρο του ’94, με αφορμή τη σύνταξη των λημμάτων για τους 'Ελληνες γαλλόφωνους συγγραφείς στο Λεξικό των Γαλλικών Γραμμάτων του 20ού αιώνα,[1] γνώρισα τον γαλλόφωνο ποιητή και συγγραφέα Δημήτρη Τ. Άναλι ένα βροχερό απόγευμα στο Παρίσι. Παρά το ότι είχα ήδη διαβάσει ποίησή του, τίποτε στην ευγενική προσήνεια εκείνου του ανθρώπου δεν μαρτυρούσε την πολυπράγμονα δράση και την πολυειδή δημιουργία του, εκτός από τα αποσιωπητικά που άφηνε σεμνά κατά τη διάρκεια της συζήτησης η βραχνή φωνή του. Κοιτάζοντας την αφιέρωση στην πρώτη ποιητική συλλογή που μου χάρισε τότε, διαβάζω τον τίτλο: Pays exclusif (Χώρα αποκλειστική). Κι από κάτω τη φράση: «Αυτή η χώρα που μας κατοικεί.»

Ποια χώρα ; Ποια γλώσσα ;

Ο Δημήτρης Τσακανίκας Άναλις –όπως είναι το πλήρες όνομά του και ουχί το ψευδώνυμό του ως είθισται να εικάζεται– γεννήθηκε στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του ’38 από εύπορους Έλληνες γονείς, αλλά έζησε μια ιδιαιτέρως μοναχική και μάλλον μελαγχολική παιδική ηλικία σε μιαν εξίσου μουντή και σκοτεινή περίοδο της ελληνικής ιστορίας. Η άρνηση του πατέρα του να συνεργαστεί με τους ναζί θα οδηγήσει εκείνον δυο φορές στη φυλακή, ενώ η επισφαλής υγεία της μητέρας του θα την αναγκάσει να εμπιστευτεί τη φροντίδα τού γιου της σε συγγενείς και, κατόπιν, σε μια γαλλίδα δασκάλα, που θα του μάθει να διαβάζει και να γράφει στα γαλλικά προτού καν μιλήσει και, κυρίως, γράψει στα ελληνικά.

Σε ηλικία τεσσάρων ετών μόλις (εν έτει ’43), ο μικρός Άναλις δεν θα ενστερνιστεί μόνο τη γαλλική γλώσσα και τη μοναξιά σαν μητέρα και μητριά, αντιστοίχως, –αποδεχόμενος και τις δύο ως πεπρωμένο που τον επέλεξε προτού το επιλέξει– αλλά, συγχρόνως, θα μυηθεί ανεπίγνωστα στην οπτική της «άλλης όχθης»,[2] βλέποντας από το παράθυρο περήφανους γενειοφόρους του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ να διαβαίνουν έφιπποι το δρόμο, ενώ η δασκάλα τού διάβαζε Comtesse de Ségur, ή δρασκελώντας ωχρά πτώματα καθώς επέστρεφε από το σπίτι της γαλλίδας δασκάλας του με τις Σπουδές για πιάνο του Liszt στ’ αυτιά του.[3]

Εκτός από την αναπόφευκτη μύηση στην άγρια ειρωνεία της ζωής και, κυρίως, στην αναπόδραστη εγγύτητα του θανάτου –που ανάγει κάθε βίωμα σε ζήτημα επιβίωσης–,[4] η οπτική της «άλλης όχθης» ενέχει, βεβαίως, ήδη για τον Δημήτρη Άναλι και μιαν ιδιότυπη μύηση στην «ελευθερία του πνεύματος», που θα αποδειχθεί «ομοούσια με την ελευθερία του σώματος και της ποίησης»[5] στην πορεία της ζωής του.

Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι ο ίδιος ανάγει την απαρχή της ελευθερίας στα έπη του Ομήρου, που πρώτος αποκάλυψε ότι η ελευθερία βιώνεται μες στην απόλυτη μοναξιά του ανθρώπου έναντι του πεπρωμένου του,[6] ούτε είναι τυχαίο, επίσης, ότι ο ποιητής Άναλις, ταυτίζοντας την αλήθεια του ποιητικού λόγου με την αλήθεια της ανθρώπινης μοίρας,[7] θεωρεί την ποίηση κατεξοχήν τόπο εφεύρεσης[8] της ελευθερίας του ανθρώπου. Πέραν αυτού, «[…] τα πάντα ξαναγίνονται», κατ’ αυτόν, «ζήτημα πλεύσης»,[9] δηλαδή, περιπλάνησης.

Ας πιάσουμε, όμως, το νήμα από την αρχή.

Ολοκληρώνοντας τις εγκύκλιες σπουδές του στην Αναργύρειο και Κοργιαλένειο Σχολή των Σπετσών, ο νεαρός Άναλις ταξιδεύει το φθινόπωρο του ’56 με τρένο για το Παρίσι μέσω Μονάχου. Τα ομιχλώδη τοπία της Αυστρίας και τα νερά του Ρήνου στη Γερμανία θα του αποκαλύψουν δυο απρόσμενες πηγές πολιτισμού «που αγνούσ[ε] και τις οποίες η ψυχή [τ]ου διψούσε»,[10] παραπέμποντάς τον, συγχρόνως, στα κείμενα των Hölderlin και Novalis ή επιστρέφοντάς τον στη μορφή του Ηράκλειτου, αντιστοίχως. Ο δεκαεπτάχρονος Άναλις δεν θα ανακαλύψει μόνο για πρώτη φορά ότι «εί[ν]αι ευρωπαίος»,[11] αλλά και την εκλεκτική του συγγένεια με την ομίχλη, που θα αναζητήσει κατόπιν στα ομιχλώδη περίχωρα του Παρισιού, στήνοντας επί ώρες το καβαλέτο του ανάμεσα σε «βουβά σπίτια και […] χέρσα εδάφη».[12]

Εκείνη την εποχή, διχάζεται ακόμη ανάμεσα στην ποίηση και τη ζωγραφική, καθώς και ανάμεσα στη γαλλική και την ελληνική γλώσσα. Εν τω μεταξύ, παρακολουθεί διαδοχικά σπουδές Νομικής και Φιλολογίας στη Σορβόνη, διαβάζει μανιωδώς από Lorca μέχρι Camus, Γερμανούς ρομαντικούς και Poe, μυείται στην πρωτόγνωρη μουσική των Bach, Vivaldi και Mozart, μαγεύεται από τη μεγάλη ιταλική και γαλλική ζωγραφική στο Λούβρο, ταξιδεύει από Λονδίνο ώς Άμστερνταμ, Γενεύη και Λωζάννη και, κυρίως, γνωρίζει και μαθητεύει κοντά στον Jean Cocteau, «l’artiste total»,[13] όπως τον χαρακτηρίζει, ενώ συνεχίζει να γράφει και να ζωγραφίζει.

Ένα χρόνο μετά, το καλοκαίρι του ’57, εκδίδει μια βραχύλογη συλλογή ποιημάτων στα ελληνικά, με τίτλο Lied και εξώφυλλο φιλοτεχνημένο από τον ζωγράφο Τσίγκο. Η πρώτη αυτή συλλογή, εστιασμένη στην αρχετυπική μορφή του Οιδίποδα, μαρτυρεί ήδη την «ελληνική» σκέψη τού Άναλι σε όποια γλώσσα κι αν γράφει. («Σ’ όποια γλώσσα και να γράψω, γράφω ελληνικά. Δηλαδή, σκέπτομαι ελληνικά»,[14] θα δηλώσει ο ίδιος αρκετά χρόνια μετά.) Ελληνική ελέγχεται και η έμπνευσή του όταν ζωγραφίζει, καθώς εγκαταλείπει σταδιακά τα μουντά τοπία του Bορρά και στρέφεται προς πρόσωπα και σώματα εμπνευσμένα από την αρχαία Ελλάδα. Άλλωστε, στο Παρίσι συναναστρέφεται πλέον πολλούς Έλληνες ζωγράφους και γλύπτες (τον Δαμιανάκη, τον Γραμματόπουλο, τον Σκλάβο, τον Γαΐτη και τη γυναίκα του Γαβριέλα Σίμωσι), με αρκετούς από τους οποίους θα δεθεί με βαθειά φιλία και θα συνεργαστεί σε προσεχείς εκδόσεις.

Λίγους μήνες μετά, τον Ιανουάριο του ’58, ο Άναλις εκδίδει τη δεύτερη ποιητική συλλογή του στα γαλλικά, Le prince des lys (Ο πρίγκιπας των κρίνων), με σχέδια δικά του στο εξώφυλλο και στις εσωτερικές σελίδες του βιβλίου. Στη συλλογή αυτή, που θα χαιρετιστεί με ενθουσιασμό από τη γαλλική κριτική, δίπλα στην πολυπαθή μορφή του Οιδίποδα, εμφανίζεται δυναστική η μορφή του πολυπλάνητου Οδυσσέα. Παράλληλα, ο Άναλις συναναστρέφεται τους Tristan Tzara και André Breton, ενώ γνωρίζει τους ζωγράφους Γιάννη Τσαρούχη και Αλέκο Φασιανό, με τους οποίους συνδέεται με μεγάλη φιλία. Επιστρέφοντας, δε, το καλοκαίρι στην Ελλάδα, «ανάμεσα στο καφενείο Brazilian τα μεσημέρια και στο καφενείο Βυζάντιον τα βράδια», έχει την τύχη να συναναστραφεί τον ζωγράφο Ακριθάκη και τους ποιητές Εμπειρίκο, Εγγονόπουλο, Καρούζο και Ελύτη, ζώντας «στιγμές που μόνο […] η φλωρεντινή Αναγέννηση θα μπορούσε να [τ]ου προσφέρει»,[15] όπως ομολογεί ο ίδιος.

Αλλά οι στιγμές αυτές θα σβήσουν στις αρχές της δεκαετίας του ’60, ενώ ο νεαρός Άναλις –διχασμένος πάντα μεταξύ ποίησης και ζωγραφικής, ελληνικής και γαλλικής γλώσσας– θα θελήσει να εγκαταλείψει τις σπουδές του στη Νομική, πραγματοποιώντας το παλιό του όνειρο να ταξιδέψει ανά τον κόσμο. «Οδυσσέας δεν είναι όνομα, είναι ιδιότητα»,[16] διαπιστώνει ευφυώς ο Δημήτρης Καλοκύρης σε ένα κείμενό του για τον ποιητή Άναλι. Για καλή τύχη του δεύτερου, ο Cocteau τον αποτρέπει να μπαρκάρει στο πρώτο πλοίο, λέγοντάς του ότι «υπάρχει ένας κομφορμισμός του αντικομφορμισμού και ότι το να αρνηθεί τα πτυχία και τους τίτλους είναι λιγότερο γενναίο από το να τα κατακτήσει».[17]

Ο Άναλις έχει εκδώσει, εν τω μεταξύ, άλλη μία ποιητική συλλογή στα ελληνικά με σχέδιά του, Τα χέρια (1958), ενώ πολλαπλασιάζει τα ταξίδια του στη Βενετία, τη Γενεύη και τη Λωζάννη και, συγχρόνως, στρέφεται για πρώτη φορά με ενδιαφέρον προς την πολιτική χάρη στην επιβλητικά χαρισματική μορφή του De Gaulle. Η ζωγραφική συνεχίζει να τον απασχολεί, καθώς περνάει σε μεγάλων διαστάσεων έργα, αλλά ένα χρόνο μετά (το ’61) θα την εγκαταλείψει οριστικά, καταστρέφοντας σχεδόν όλα του τα έργα σε μια έξαρση ψυχολογικής κρίσης από αδήριτη εσωτερική ανάγκη διαχωρισμού του τί είναι από το τί δεν είναι.[18]

Στο εξής, θα εστιάσει στην ποίηση όλη την αναζήτηση τάξης στη σκέψη και τη ζωή του, γιατί, κατ’ αυτόν, «η ποίηση είναι ακριβολογία και είναι τραγικό λάθος να νομίζει κανείς ότι ολοκληρώνεται “ποιητική αδεία”».[19] Ενώ, όμως, εκδίδει άλλη μία ποιητική συλλογή στα ελληνικά το ’62, τα Νεοελληνικά ποιητικά αναγνώσματα για μαθητές με εξώφυλλο του Γραμματόπουλου –όπου, μεταξύ άλλων, διαφαίνεται σαφώς η επίδραση του Σολωμού στο έργο του–, εκκολάπτεται ήδη μέσα του ένας νέος διχασμός, καθώς περνάει επιτυχώς τις εισαγωγικές εξετάσεις και εγγράφεται διαδοχικά στα Πανεπιστήμια της Γενεύης και της Λωζάννης για σπουδές Ιστορίας και Πολιτικών Επιστημών, αντιστοίχως.

Έπεται μια δεκαετία, σχεδόν – η περίφημη «χρυσή δεκαετία των ’60» (The Golden sixties)–,[20] κατά τη διάρκεια της οποίας ο Άναλις διανύει μια κοσμική περίοδο της ζωής του ανάμεσα στο Παρίσι, τη Γενεύη και τη Λωζάννη, ενώ τα καλοκαίρια μεταβαίνει στο Cadaquès της Καταλωνίας, όπου, εκτός από τον Man Ray, γνωρίζει και δένεται στενά το ’63 με τον περιβόητο Salvador Dalí, ο οποίος θα του μάθει «να βλέπει με ουσιαστικό τρόπο τη ζωή».[21] Επί τρία χρόνια, επισκέπτεται κάθε καλοκαίρι τον Dalí στο Cadaquès, στον οποίο θα συστήσει και τον φίλο του Κώστα Αξελό, ενώ το ’64 ταξιδεύει στη Σικελία, όπου θαμπώνεται από την εικόνα μιας «άθικτης Μεγάλης Ελλάδας».[22]

Διανύοντας, όμως, μια περίοδο συγγραφικής σιωπής στη ζωή του, κατά την οποία συντάσσει ένα θεατρικό έργο και δυο μυθιστορηματικά αφηγήματα που αφήνει ανέκδοτα ή ημιτελή, ο Άναλις σκέπτεται να εγκαταλείψει τις σπουδές του στις Πολιτικές Επιστήμες και να αφοσιωθεί αποκλειστικά στην ποίηση. Για δεύτερη φορά, η καλή του τύχη θα τον οδηγήσει κοντά στον Ezra Pound, που θα συναντήσει την ίδια χρονιά στο Rapallo της Ιταλίας. Ο ηλικιωμένος πλέον ποιητής –αν και διανύει τη βουβή περίοδο των τελευταίων χρόνων τη ζωής του– τον καλεί στο μικρό σπίτι του στον λόφο της πόλης, όπου, μέσα από παρατεταμένες σιωπές, του μιλάει για τέχνη. Η φράση του Pound «ένας ποιητής που δεν γνωρίζει την Οικονομία και την Πολιτική της εποχής του είναι κατά το ήμισυ ποιητής»,[23] συγκλονίζει τον Άναλι, που αποφασίζει να συνεχίσει τις σπουδές του στη Γενεύη και τη Λωζάνη, διαβάζοντας συγχρόνως πυρετωδώς κλασικούς και σύγχρονους συγγραφείς, αλλά και ταξιδεύοντας ανά τον κόσμο.

Όλα αυτά έως το πραξικόπημα του ’67, που θα τον επιστρέψει στα έδρανα του Πανεπιστημίου της Γενεύης για να ενταχθεί δυναμικά στο μαχητικό κίνημα εναντίον της Χούντας των Συνταγματαρχών. Αντιθέτως, το κίνημα του Μάη του ’68, ένα χρόνο μετά, φαντάζει στα μάτια του δευτερευούσης σημασίας και τον αφήνει μάλλον αδιάφορο, διαβλέποντας ήδη πίσω από τα επαναστατικά του συνθήματα τον υποκριτικό αριβισμό μιας «γενιάς από Rastignacs [που διψούν] για χρήμα και εξουσία».[24]

Την ίδια χρονιά, παίρνει το πτυχίο του στις Πολιτικές Επιστήμες και αρχίζει να δημοσιεύει πολιτικά άρθρα στον ελβετικό τύπο, ενώ το ’70 ξεκινάει διδακτορική διατριβή για τα Βαλκάνια στα μεταπολεμικά χρόνια και, συγχρόνως, εκδίδει στα γαλλικά την 5η ποιητική συλλογή του, Panoréa, που θα μεταγράψει ο ίδιος στα ελληνικά με τίτλο Ουρανούπολη και θα εκδώσει ένα χρόνο μετά με ένα σχέδιο του Paul Delvaux.

Παρόλο που το ’71 εκδίδει την 6η ποιητική συλλογή του στα γαλλικά με τίτλο La Minuterie du sommeil (Το χρονόμετρο του ύπνου), ο Άναλις δεν έχει κόψει ακόμη τον ομφάλιο λώρο με την ελληνική γλώσσα, καθώς, εκτός του ότι μεταφράζει εαυτόν ο ίδιος, συνεχίζει παράλληλα να γράφει και να εκδίδει ποίηση απευθείας στα ελληνικά, χάρη, βεβαίως, και στις συνεργασίες που του προσφέρονται με ζωγράφους, όπως ο Δέρπαπας, ο Φασιανός και ο Ακριθάκης. Έτσι, το ’72 θα δημοσιεύσει στις εκδόσεις Τραμ τον Ήλιο των ποταμών με προμετωπίδα του Δέρπαπα, ενώ το ’74 θα εκδώσει τη συλλογή Το στοιχειωμένο νησί με σχέδια του Φασιανού, που θα μεταφράσει ο ίδιος στα γαλλικά και θα εκδώσει δέκα χρόνια μετά ( ’84) με σχέδια του ζωγράφου Veliskovic.

Εν τω μεταξύ, από το ’72 επιστρέφει μόνιμα στο Παρίσι, όπου, εκτός από τον φιλόσοφο Κώστα Αξελό, συναναστρέφεται τους συγγραφείς Βασίλη Βασιλικό και Άρη Φακίνο, ενώ συντάσσει τη διατριβή του για τα Βαλκάνια που θα υποστηρίξει το ’74. Το πραξικόπημα στην Κύπρο το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, όμως, επιβεβαιώνει τις φιλοβαλκανικές απόψεις του έναντι της εξωτερικής πολιτικής της Αμερικής και τον ωθεί να συντάξει μέσα σε λίγους μήνες το πολιτικό βιβλίο Chypre, Opération Attila (Κύπρος, επιχείρηση “Αττίλα”[25]), που θα κυκλοφορήσει, φευ, τέσσερα χρόνια μετά, μαζί με την έκδοση της διατριβής του Les Balkans 1945-1960. La prise du pouvoir (Βαλκάνια 1945-1960Η κατάληψη της εξουσίας).[26]

Έκτοτε, παρά το γεγονός ότι η ποίηση συνιστά κεντρικό άξονα στο έργο του,[27] ο Άναλις επιμερίζει την πνευματική δράση του, αφιερώνοντας σημαντικό μέρος της συγγραφής του σε πολιτικά άρθρα και βιβλία. Άλλωστε, από το ’74 διατηρεί μόνιμη στήλη στην εφημερίδα Le Monde, όπου συνεργάζεται με τους Roland Jaccard, Tahar Ben Jelloun και François Bott, ενώ δημοσιεύει δοκίμια και στις Nouvelles Littéraires. Παράλληλα, το ’76 ιδρύει με τον Φασιανό ένα τριμηνιαίο περιοδικό τέχνης, με τον τίτλο Moments, το οποίο –αν και βραχύβιο– θα συγκεντρώσει σημαντικά κείμενα και έργα ανθρώπων του λόγου και της τέχνης.[28]

Το ’76 χρονολογείται και η συνεργασία του με τον Αλέξη Ακριθάκη, που θα αποδώσει δύο εκδόσεις, στα ελληνικά και τα γαλλικά, με τίτλο Πανιά για περιπλάνηση – Αποσκευή με εικοσιδύο πλάνες.[29] Οι περίφημες χειρ(απ)οσκευές του Ακριθάκη συνάδουν με τη σύλληψη της ποίησης από τον Άναλι ως αφορμή περιπλάνησης και πλάνης ενός περιφερόμενου διαβάτη. (Όποιος περιπλανάται πλανάται. Ποτέ ο καθιστός και ακίνητος.) Από την εμπειρία της περιπλάνησης διαπνέεται και η επόμενη διπλή έκδοση του Άναλι το ’78, με τίτλο Απουσία τεκμηρίων, μάρτυρας ο άνεμος[30] και κολλάζ της γλύπτριας Γαβριέλας Σίμωσι, –η οποία, μάλιστα, θα εμπνευστεί από την επόμενη ποιητική συλλογή του ποιητή στα ελληνικά, Η σκιά που χτίζει (1978), την κατασκευή ενός εξαιρετικής αναπαραστατικής δύναμης γλυπτού με τον ίδιο τίτλο (1979).

Εκτός από ορισμένες άλλες συνεργασίες του με Έλληνες καλλιτέχνες, όπως ο Καράς και η Τζολάκη, με τους οποίους θα εκδώσει μερικά δίγλωσσα βιβλία τη διετία ’80-’81,[31] εδώ σταματάει περίπου η αμφίδρομη γλωσσική πορεία του Άναλι από τα ελληνικά στα γαλλικά και αντιστρόφως, με μόνη εξαίρεση τη μεταγραφή της συλλογής του Η σκιά που χτίζει στα γαλλικά, αρκετά χρόνια μετά (το ’93), που συνιστά, όμως, ένα είδος δεύτερης γραφής. Ο ίδιος, βεβαίως, συνεχίζει να επιστρέφει στην Ελλάδα, περιπλανώμενος και πλανώμενος συγχρόνως, καθώς αναμειγνύεται και στην ελληνική πολιτική ως Σύμβουλος για ζητήματα Δυτικής Ευρώπης, αλλά, επί της ουσίας, εστιάζει πλέον σε μιαν Ελλάδα εκτός εποχής (La Grèce hors saison), όπως μαρτυρεί και ο τίτλος του βιβλίου που εκδίδει το ’82, με κείμενά του που πρωτοδημοσιεύτηκαν στη Monde.

Επιστρέφει στην Ελλάδα, επίσης, κομίζοντας έργα Γάλλων ποιητών και συγγραφέων, τα οποία μεταγράφει στα ελληνικά προσθέτοντας μια νέα διάσταση στο έργο του: τη λογοτεχνική μετάφραση. Θα ξεκινήσει το ’81, με την ελληνική έκδοση της συλλογής τού Yves Bonnefoy Πέρασμα και ακινησία της ροής,[32] θα συνεχιστεί το ’84 με την έκδοση των ποιητικών συλλογών του ιδίου Χθες βασίλευε η ερημιά – Αντι-Πλάτων – Αφοσίωση,[33] και θα ολοκληρωθεί την ίδια χρονιά με τη μετάφραση[34] της συλλογής δοκιμίων του Julien Gracq Τα στενά νερά.[35] Ο Άναλις έχει γνωριστεί προσωπικά και με τους δύο από τη δεκαετία του ’70, περνώντας συχνά «τα μεσημέρια [του] με τον Bonnefoy και τα βράδια [του] με τον Gracq […] στη brasserie του Lutécia».[36] Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, θα γνωρίσει, επίσης, τον Κορνήλιο Καστοριάδη, αλλά θα μαγνητιστεί κυρίως από την προσωπικότητα του Julio Cortazar, με τον οποίο θα συνδεθεί με δυνατή φιλία ώς τον θάνατο του Αργεντινού συγγραφέα το ’84.

Ακολουθούν χρόνια έντονης επαγγελματικής δραστηριότητας του Άναλι ως συνεργάτη στην Υπηρεσία Ενημέρωσης του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών και ειδικού σε θέματα γεωστρατηγικής και μειονοτήτων των Βαλκανίων, που καταλήγουν στην έκδοση του βιβλίου του Les Minorités dans les Balkans (Οι μειονότητες στα Βαλκάνια) το ’87, στο οποίο προβλέπει με ακρίβεια την επερχόμενη κρίση στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Τίποτε δεν αναχαιτίζει, όμως, πλέον τον ποιητικό οίστρο του, καθώς το ’88 εκδίδει τη συλλογή Terre derrance (Γη της περιπλάνησης), πρώτο βιβλίο της τριλογίας του με γενικό τίτλο Δρόμοι της περιπλάνησης,[37] στην οποία θα ενταχθούν μέσα στα επόμενα χρόνια οι συλλογές Pays exclusif (Χώρα αποκλειστική) το ’91 και Lombre qui bâtit (ως δεύτερη γραφή της Σκιάς που χτίζει) το ’93.

Συγχρόνως, παρά την καταξίωσή του από τη γαλλική κριτική και το τιμητικό αφιέρωμα στο περιοδικό Flache (τχ. 15) του Μουσείου Rimbaud το ’90, ο Άναλις καταπιάνεται ως ακάματος εργάτης του λόγου με την αντίστροφη πορεία της μετάφρασης, μεταγράφοντας στα γαλλικά την Αποκάλυψη του Ιωάννη (’91), ενώ τα ταξιδιωτικά του κείμενα Majestueuses îles grecques (Μεγαλοπρεπή ελληνικά νησιά) το ’93 και Sanaa Aden το ’95 –μετά από ταξίδι του στην Υεμένη, όπου γνωρίζει και συνδέεται φιλικά με τον φιλόσοφο Edgar Morin– εγγράφονται στην ίδια ατραπό περιπλάνησης που έχει επιλέξει από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 ως μόνη εκδοχή βιώσιμης ελευθερίας.

Αυτό μαρτυρούν το αποσπασματικό δοκίμιό του Silencieuse fraternité (Σιωπηρή αδελφοσύνη) το ’96, με σχέδια Veliskovic και, κυρίως, το πολιτικό βιβλίο του Chronique dun peuple assiégé (Χρονικό ενός πολιορκημένου λαού – Γιουγκοσλαβία 1993-1996), που θα μεταφραστεί αμέσως στα ελληνικά,[38] αλλά θα του κοστίσει μίσος και, πρωτίστως, πλήρη απομόνωση από την ιντελιγκέντσια στο Παρίσι. Θα του χαρίσει, όμως, την πολύτιμη φιλία του Αυστριακού συγγραφέα Peter Handke, με τον οποίο συνταξιδεύει συχνά πλέον στο Βελιγράδι.

Αποκαρδιωμένος από την «υστερική […] άγνοια των Γάλλων διανοουμένων»[39] έναντι των Σέρβων , ο Άναλις επιστρέφει οριστικά στην Ελλάδα το ’98, όπου μεταφράζει ποιήματα του φίλου του Σύρου ποιητή Άδωνι, επανεκδίδοντάς τα σε βελτιωμένη μεταφραστική εκδοχή το 2006.[40] Με τον ίδιο ποιητή θα ανταλλάξει το ’98 φιλοσοφικές επιστολές –κατόπιν προτροπής του κοινού φίλου τους Peter Handke–, που θα εκδοθούν το 2001 στο Παρίσι με τίτλο Amitié, Temps et Lumière (Φιλία, Χρόνος και Φως) και θα μεταφραστούν πρώτα στα γερμανικά από τον Peter Handke και κατόπιν στα ελληνικά.[41]

Παρά τα σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει πλέον, ο Άναλις θα εκδώσει το 2002 στο Παρίσι τη συλλογή Hommes de lautre rive / Άνθρωποι της άλλης όχθης,[42] ενώ, κατά τη διάρκεια τής ανάρρωσής του, θα εργαστεί με αξιοθαύμαστο σθένος, ολοκληρώνοντας την πρώτη συλλογή διηγημάτων που επεξεργαζόταν από καιρό, με τίτλο LAutre royaume (2003) (Το άλλο βασίλειο[43]).

Συγχρόνως, η πολυετής αναζήτηση τάξης μέσω του ποιητικού λόγου τον στρέφει στον αισχύλειο έμμετρο λόγο, τον οποίο καταπιάνεται να μεταφράσει, μεταγράφοντας επί τεσσεράμισι χρόνια στα γαλλικά το σύνολο των τραγωδιών του Αισχύλου (2004) ως ένα είδος χρέους έναντι του «μεγάλο[υ] δασκάλο[υ] [τ]ου», ο οποίος, ως «μαθηματικός της αλήθειας, […] αγγίζει με κάθε τραγωδία του μια αιώνια πτυχή του ανθρώπου».[44] Με τον ίδιο τρόπο, όμως, που «ο Αισχύλος λέει αυτά που όλοι κοιτάγανε, [αλλά] κανείς δεν έβλεπε», κατά τον Άναλι, «ο ποιητής βλέπει αυτά που οι άλλοι [απλώς] κοιτάνε».[45]

Αυτά τα κοιτάσματα ενορατικής όρασης θα καταθέσει στο βιβλίο του Éloge de la proie (Εγκώμιον του θηράματος, 2005), εν είδει αποσπασματικού δοκιμιακού λόγου, καθώς και στα πολιτικά άρθρα που δημοσιεύει σταδιακά στον ημερήσιο αθηναϊκό τύπο τη διετία 2003-2005, αλλά θα εκδοθούν ένα χρόνο μετά τον θάνατό του με τίτλο Επίκαιρα εσωτερικού και εξωτερικού.[46]

Αυτές τις αιώνιες πτυχές της ανθρώπινης ιστορίας που αγγίζει η αισχύλεια τραγωδία θα θελήσει να ψηλαφίσει και ο Άναλις, γράφοντας το 2009 (παρά τη σοβαρά κλονισμένη υγεία του που τον καταβάλλει, το θεατρικό έργο Jours de juillet / Μέρες του Ιούλη) –τελευταίο βιβλίο που πρόλαβε να δει τυπωμένο με εικονογράφηση Milos Sobaïc–, όπου πραγματεύεται αθέατες πλευρές του ισπανικού εμφυλίου πολέμου.

Από την Ισπανία που λάτρεψε ώς τη Γαλλία όπου έζησε τα πιο γόνιμα χρόνια της ζωής του, από τα ομιχλώδη βορινά τοπία ώς τα άνυδρα νησιά του Αιγαίου, από τα μουσεία της Ιταλίας και τα νερά του Ρήνου ώς την έρημο της Υεμένης, ο «γλωσσικά δι-γενής και πολιτισμικά δη-μήτριος»[47] ποιητής, μεταφραστής, δοκιμιογράφος και πεζογράφος Δημήτρης Άναλις θα καταργήσει, τα τελευταία χρόνια της ζωή του, τους εσωτερικούς του διχασμούς, αποδεχόμενος την έρημο ως μόνη αλήθεια: «Ο δρόμος της ποίησης, ύστερα από μερικά σταυροδρόμια, μ’ έβγαλε μπροστά σε μιαν έρημο. Αυτή την έρημο, αυτό το κενό ανάμεσα σε ανθρώπους και τόπο, προσπάθησα να γράψω.»[48]

Είναι η ερημιά του πλου ενός ανέστιου και «άπατρι»[49] ποιητή –τεκμήριο υψίστης ελευθερίας και, συγχρόνως, μιας σκοτεινής μοίρας– που ενδύεται το εμβληματικό προσωπείο του Οδυσσέα και γίνεται ο «Κανένας».[50] Είναι η ερημιά του μεγάλου «κοσμικού ψύχους» που ενσαρκώνει η αιώνια ακινησία της τελευτής, όπως υποδηλώνει και ο τίτλος της τελευταίας ποιητικής συλλογής του Άναλι Prélude au nouveau froid du monde (Πρελούδιο στο νέο κοσμικό ψύχος, 2012),[51] που μετέφρασε ο Handke στα γερμανικά και κυκλοφόρησε σε δίγλωσση έκδοση (γαλλικά και γερμανικά) λίγους μήνες μετά τον θάνατο του πρώτου. Είναι, τέλος, η ερημιά του άλλου τόπου, «της άλλης όχθης», της άλλης γλώσσας· μια ερημιά στον πληθυντικό για όποιον υπήρξε εκ γενετής «άνθρωπος της άλλης όχθης»· ευχή και κατάρα μαζί για όποιον κουβαλάει μέσα του την πατρίδα του ως χώρα αποκλειστική που τον κατοικεί.

Αντί κατακλείδας, επιθυμώ να παραθέσω, σε ανέκδοτη χειρόγραφη μετάφραση του Άναλι που βρήκα στα κατάλοιπά του, το πρώτο ποίημα από την ομώνυμη ποιητική του συλλογή και με αυτούς τους στίχους να κλείσω:

Pays exclusif

Cet homme a tellement saigné, crié,
Que personne n' a plus voulu
Ι' écouter
Alors, il s' est mis a parler t
ουt haut
Seul, dans une insoutenable solitude.
Il faut dire qu'il s'etait battu, et qu'il
Εn avait νu et senti, ρour toute une vie.
Seul, il n'est mis a ecrire aux morts
Εt, peut-être, a ceux qui νiendraient
Apres lui, a ecouter surtout le vent
Dans les branches et I'herbe, le νοΙ des oiseaux
Εt leurs chants, les voix desordonnées des enfants
Qui jouent parmi les rumeurs du soir.

Toute la saison il s'est absenté du monde
Pour ne pas déserter son mur de lumière.



Χώρα αποκλειστική

Ένα τείχος από φως

Ο άνθρωπος αυτός τόσο μάτωσε, φώναξε
Που κανείς πια δεν θέλησε να τον ακούσει
Τότε βάλθηκε να μιλάει δυνατά
Μόνος, σε μιαν αβάσταχτη μοναξιά.
Πρέπει να πούμε ότι είχε πολεμήσει κι ότι
Είχε δει και νιώσει για μιαν ολόκληρη
Ζωή. Μόνος, βάλθηκε να γράφει στους νεκρούς
Και ίσως και σ’ αυτούς που θα ‘ρθουν
Ύστερα απ’ αυτόν, κυρίως ν’ ακούει τον άνεμο
Μες στα κλαδιά και το χορτάρι, το φτερούγισμα
Των πουλιών και το τραγούδι τους, τις ανάκατες
Φωνές των παιδιών που παίζουν
Ανάμεσα στη βοή του απόβραδου.
Όλο τον καιρό απουσίασε απ’ τον κόσμο
Για να μην εγκαταλείψει το φως του τείχους του.

Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό Νέα Εστία (τχ. 1859, Οκτώβριος 2013, σσ. 464-473). Αναδημοσιεύεται εδώ με ορισμένες βελτιωτικές τροποποιήσεις και τις θερμές ευχαριστίες μου προς τον Νίκο Καραπιδάκη, διευθυντή της Ν.Ε., για την άδεια αναδημοσίευσής του.
Για όλες τις μεταφράσεις τίτλων, στίχων ή αποσπασμάτων από κείμενα του Δ.Τ.Α. που δεν έχουν μεταφραστεί ελληνικά ευθύνεται η υπογράφουσα.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: