Ένας προφήτης της σημερινής δεινής πνευματικής κατάστασης

Ο Δ.Τ. Α. στο βομβαρδισμένο Βελιγράδι (Ιούνιος 1999)
Ο Δ.Τ. Α. στο βομβαρδισμένο Βελιγράδι (Ιούνιος 1999)


Όταν ξέσπασε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, στις 24/2/2022, τον Δημήτρη Άναλι (1938-2012) σκέφτηκα, με τα «προφητικά» μηνύματα των τριάντα οκτώ κειμένων που περιλαμβάνει το έργο του Επίκαιρα εσωτερικού και εξωτερικού, γραμμένο απευθείας στα ελληνικά, που εκδόθηκε ένα χρόνο μετά τον θάνατό του, το 2013 [1]. Πρόκειται για είκοσι έξι άρθρα που δημοσιεύθηκαν ως επιφυλλίδες σε διάφορα αθηναϊκά ημερήσια έντυπα ή περιοδικά, στο χρονικό διάστημα 2003-2005 και δώδεκα άλλα, μικρά αλλά σημαντικά πάντα κείμενα, που ενώ γράφτηκαν το ίδιο διάστημα, θεωρήθηκαν μάλλον «προκλητικά» για την τότε «επίσημη ελληνική» στάση στο ζήτημα της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας, η οποία άρχισε το 1991 και ολοκληρώθηκε μετά τη στρατιωτική εισβολή των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, το 1999.[2]

Η σκέψη μου ανέτρεξε στον Άναλι, γιατί, εκτός από διακεκριμένος γαλλόφωνος ποιητής και συγγραφέας, υπήρξε δοκιμιογράφος, κριτικός, εξαιρετικός μεταφραστής – του οφείλουμε την ελληνική απόδοση δύο ποιητικών συλλογών: του Γάλλου ποιητή, Υβ Μπονφουά (Yves Bonnefoy), δύο επίσης συλλογών του γαλλόφωνου άραβα ποιητή Άδωνι (Adonis) και ένα πεζό κείμενο του Ζυλιέν Γκρακ (Julien Gracq). Υπήρξε όμως και δεινός αναλυτής της σύγχρονης γεωστρατηγικής, ιδίως για την περιοχή των Βαλκανίων, αφού η διδακτορική του διατριβή, Βαλκάνια 1945-1960. Η κατάληψη της εξουσίας,[3] το 1978, κρίθηκε ως η πρώτη σημαντική ανάλυση αυτής της περιοχής στη γαλλική γλώσσα, γεγονός που τον ανέδειξε ειδικό σύμβουλο του ΥΠΕΞ στο Παρίσι (1986-88), καθηγητή Γεωστρατηγικής στο Κέντρο Διπλωματικών και Στρατηγικών Σπουδών στη Γαλλία, ενώ διετέλεσε συνεργάτης της ελληνικής πρεσβείας στο Παρίσι, το κρίσιμο για τα εθνικά μας θέματα διάστημα 1995-1997, αλλά και, επί σειρά ετών, μέλος του Διεθνούς Συμβουλίου Επιτήρησης της Ομάδας Δικαιωμάτων των Μειονοτήτων (1978-1998).

Το αν επέλεξα τελικά, στο ειδικό αυτό αφιέρωμα για τον λογοτέχνη Δ. Τ. Άναλι, να μην ασχοληθώ με το λογοτεχνικό του έργο,[4] αλλά με τον ειδικό αναλυτή γεωστρατηγικής και μάλιστα αυτόν που υπερασπίστηκε την άκομψη διάλυση ενός κράτους, με όσα δεινά κι αν επέφερε στην περιοχή μας, είναι για δύο λόγους. Ο πρώτος, γιατί θαύμασα, όταν διάβασα τα είκοσι οκτώ του κείμενα, τη στάση του να υπερασπιστεί το διεθνές δίκαιο, που αφορούσε στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο και αυτήν του ΝΑΤΟ στην πρώην Γιουγκοσλαβία, και ο δεύτερος, γιατί κρίνω, πως ως ελεύθεροι πολίτες, δεν θα πρέπει να δεχόμαστε με ακρισία όσα μας επιβάλλονται, αλλά να παραθέτουμε και διαφορετικές απόψεις προκειμένου να αποκαθίσταται η αλήθεια, χωρίς να ξεχνούμε παλιές αδικίες και χωρίς να παραβλέπουμε ειδικά συμφέροντα που συνήθως μια εισβολή, με τη στρατιωτική επέμβαση ενός ισχυρού κράτους, επιβάλλει σ’ έναν ασθενέστερο με διάφορους προσχηματικούς λόγους.

Βαθύς γνώστης της ιστορίας των βαλκανικών λαών αλλά και των ξένων συμφερόντων στην εύθραυστη αυτή περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης, ο Άναλις αιφνιδιάστηκε, όχι τόσο από την ωμή στρατιωτική επέμβαση της Δύσης σε μια χώρα πολυπολιτισμική όπως η Γιουγκοσλαβία, αλλά από την ασέβεια προς τους ιστορικούς δεσμούς εκ μέρους των Ευρωπαίων, που βρήκαν την ευκαιρία να επωφεληθούν από τη διάλυση ενός κυρίαρχου κράτους, το οποίο, επί σειρά ετών, κρατούσε λεπτές ισορροπίες, τόσο για τη δική του ενότητα ως κρατική υπόσταση, όσο και για τις σχέσεις του σ’ έναν κόσμο διχασμένο ανάμεσα σε δύο βασικά ιδεολογικά και στρατιωτικο-πολιτικά μπλοκ, αφού ακολουθούσε τη δική του πορεία, αρνούμενο να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ ή στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας. Κι αυτό, γιατί, κατά τον Άναλι, κυρίως «η Ευρώπη, όπως άλλωστε κι όλος ο κόσμος, είναι πρώτα πολιτισμός και μετά γεωγραφία, οικονομία και γεωστρατηγική, κι αυτό έχουμε συχνά την τάση να το ξεχνάμε».[5]

Επηρεασμένος από τον ελληνο-ρωμαϊκό ανθρωπισμό, όπως αυτός αναπτύχθηκε από την ευρωπαϊκή λογοτεχνική παράδοση, από την Αναγέννηση μέχρι τις μέρες μας, και βασιζόμενος στη λογική του Διαφωτισμού, που επέτρεψε την απαλλαγή του ατόμου από τη δέσμευση του κοσμικού χαρακτήρα της θρησκείας και την ανάπτυξη της ελευθερίας της γνώσης, ο Άναλις θεωρεί ότι η ορθοδοξία στάθηκε ανίκανη να σώσει τη Μέση Ανατολή και τα Βαλκάνια από τον τουρκοεξισλαμισμό (σ. 19), όπως και ο καθολικισμός ή ο προτεσταντισμός τη Δύση από το σύγχρονο καταναλωτισμό, που αργά αλλά σταθερά οδηγεί τον κόσμο σε μια κοινωνία χωρίς πνευματική υπέρβαση, επιβάλλοντας κοινωνικούς και πολιτικούς κανόνες που διαταράσσουν τη σχέση πνεύματος και ύλης, με αποτέλεσμα η ζωή να γίνεται σχεδόν αβίωτη. Αντίθετα πιστεύει πως στις μέρες μας μόνο το Ισλάμ εκφράζει μια σχετική αντίσταση στην καπιταλιστική δυτική μανία, ακόμη και στα Βαλκάνια, όπου κρίνει πως παρά «το φρικτό του παρελθόν» στην περιοχή, «έχει ένα σκοτεινό μέλλον»,[6] εκφράζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο τις αμφιβολίες του για τη αντιμετώπιση του ισλαμικού κινδύνου από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Φθάνει στο σημείο μάλιστα να επικρίνει, κυρίως, τη γαλλική διανόηση, την οποία γνωρίζει πολύ καλά, κατακρίνοντας την «νέα υψηλή ραπτική» όπου «Νέοι φιλόσοφοι», συγγραφείς, πανεπιστημιακοί (οι ίδιοι συνήθως), αλλά και τραγουδιστές και ηθοποιοί, προσπαθούν τα τελευταία χρόνια να παίξουν έναν πνευματικό και πολιτικό ρόλο, χάρη στη δημοσιότητά τους, […] εναντίον δαιμονοποιημένων εχθρών»,[7] με αποτέλεσμα να δικαιολογούν λεηλασίες πνευματικών διπλωματικών χώρων της Γιουγκοσλαβίας στη χώρα τους, όχι γιατί θεωρούσαν τη Γιουγκοσλαβία εχθρό της Δύσης, αλλά γιατί απέβλεπαν σε οικονομικά συμφέροντα εις βάρος της. Ο Άναλις αντιλαμβάνεται έγκαιρα την τεχνολογική υπεροχή της Δύσης, αλλά δεν υποτιμά καθόλου και τον πόλεμο υπέρ βωμών και εστιών και συμπεραίνει: «Οι σύγχρονες μάχες κερδίζονται στις πόλεις και, όταν οι πόλεις αντιστέκονται, οι θυσίες είναι τεράστιες και η ενδεχόμενη νίκη του εχθρού εκ των προτέρων υποθηκευμένη.»[8]

Η ανάλυσή του πηγαίνει σε βάθος και αντιλαμβάνεται ότι, από τις αρχές του 20ού αιώνα, από την απόλυτη βία που επέβαλαν οι γενοκτονίες προέκυψαν δύο νέα φαινόμενα: η τρομοκρατία και οι ανθρωπιστικές οργανώσεις, δύο οντότητες ανεξέλεγκτες, που όχι μόνο παίζουν σημαντικό ρόλο στις διεθνείς σχέσεις, αλλά και εμπιστεύονται σχεδόν στα τυφλά οι λαοί.[9] Κι ακριβώς, ενώ η βία και ο φόβος, κοινώς η τρομοκρατία ποτέ δεν επιλύει κανένα πρόβλημα, η πολιτική των ανθρωπιστικών οργανώσεων, με το ηθικό πρόσχημα της φιλανθρωπίας, κρύβοντας πολύ καλά, τις περισσότερες φορές, την εικόνα των επικίνδυνων «ελεφάντων εξουσίας» που τις χρηματοδοτεί, επιβάλλει με τη σειρά της νέα δεδομένα, συχνά εξίσου καταπιεστικά στο όνομα ορισμένων αρχών που ανατρέπουν πολλά παραδοσιακά ταμπού, αποσταθεροποιούν καταστάσεις και ισχυροποιούν νέες θέσεις με τη συνδρομή των ΜΜΕ, που ο φίλος του Αυστριακός συγγραφέας Πέτερ Χάντκε[10] δεν διστάζει να τα χαρακτηρίσει ως «Τέταρτο Ράιχ» (σ. 51).

Ο Άναλις, με αφορμή τις διάφορες επεμβάσεις της Δύσης στο τέλος του 20ού και στις απαρχές του 21ου αιώνα, σωστές ή λανθασμένες, διακρίνει ένα οξύμωρο ρόλο και αδυνατεί να κατανοήσει τη λογική του, οπότε θέτει ρητορικά το ερώτημα σχετικά με το πού στοχεύουν οι ΗΠΑ πρωταγωνιστώντας σ’ αυτό το «περίεργο παιχνίδι».
Είναι αδύνατον οι πολιτικοί, οι στρατιωτικοί και οι διπλωμάτες των ΗΠΑ να κάνουν διαρκώς τόσο χονδροειδή λάθη, πολλά από τα οποία ελάχιστα διαφέρουν από εγκλήματα. Επομένως, το μόνο που απομένει είναι, για παράδειγμα, η συγκριτική ανάλυση με βάση τους πρώτους αιώνες μ.Χ., όπου οι χριστιανοί άλλαξαν τον κόσμο και κατήργησαν την πολιτική δημοκρατία, τις επιστήμες, τη φιλοσοφία, τη ζωγραφική, τη γλυπτική και την αρχιτεκτονική, για να εγκαταστήσουν τον αληθινό Θεό. Τότε οι ορδές των Βανδάλων και των Ούννων βοήθησαν το έργο αυτό. Φαίνεται πως η Ουάσιγκτον θέλει να καταστρέψει τον «παλιό κόσμο» και να φτιάξει στη θέση του έναν άλλο, τον «καλό». Αυτό ήταν ανέκαθεν, εξάλλου, το βαθύ «πιστεύω» της και παραμένει.[11]

Έχοντας αυτές τις ξεκάθαρες αντιλήψεις, ο Άναλις διαπιστώνει ότι το Κυπριακό δεν λύνεται, παρά τις προσπάθειες και τις πιέσεις, κυρίως των ΗΠΑ, να δοθεί μια φιλοτουρκική λύση, ότι οι επεμβάσεις, πάντα των ΗΠΑ σε διάφορα μέρη του πλανήτη (Βιετνάμ, Κύπρος, Ιράκ, Χιλή, Γιουγκοσλαβία, Αφγανιστάν), δεν αποφέρουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, ότι παντού επικρατεί μια αστάθεια που συνεχώς χειροτερεύει, ότι, τελικά, η υλική και η ηθική ευημερία την οποία υπόσχονται, μέσω μιας άνευ προηγουμένου προπαγάνδας, καταλήγει σε έναν ολοκληρωτικό αυταρχισμό με ψευτοδημοκρατικό μανδύα, ενώ ταυτίζεται με την άποψη του Σύριου ποιητή Άδωνι πως στις μέρες μας «Η πρωτόγονη εγωπάθεια μαστίζει ένα μεγάλο μέρος των πολιτών, ο αυτισμός και η παρανομία θεωρούνται ‘φυσικές καταστάσεις’ κι ελλοχεύουν κινδύνους εξίσου σοβαρούς με την ξένη, ισλαμική κυρίως, τρομοκρατία».[12]

Κι όλη αυτή η περίεργη κατάσταση, υποστηρίζει ο Άναλις, οφείλεται στον πρωτεύοντα ρόλο των θρησκειών[13] που συνέβαλαν και στη διαμόρφωση της παγκοσμιοποίησης και του πολιτισμικού πνεύματός της, αφού η μεταβολή των κοινωνιών αποτελεί σύνθετο πρόβλημα, που δεν λύνεται ούτε με τη θεωρία της κοινωνικής δυναμικής του Κοντ (Compte) ούτε με τον εξελικτισμό του Σπένσερ (Spencer). Κρίσιμος παράγοντας, προκειμένου να κατανοήσουμε την κοινωνική μεταβολή, είναι η συγκριτική οπτική ανάμεσα σε όμοιους κοινωνικούς τύπους, ενώ η θρησκεία με τους «μύθους της» αποτελεί τη βασική αρχή της κοινωνικής συνοχής. Όσο πιο πίσω ανατρέχει κανείς στον χρόνο, τόσο ευκολότερα παρατηρεί ότι αυξάνεται η δύναμη των θρησκευτικών πεποιθήσεων, γιατί η θρησκεία έχει τη δυναμική να απορροφά τη συλλογική συνείδηση, μπορεί να αλλάζει περιεχόμενο ανάλογα με την εποχή, αλλά δεν μπορεί ποτέ να μεταβάλει τις αιτίες που τη γέννησαν, οι οποίες είναι παντού και πάντοτε ίδιες.

Ο ισλαμισμός διαθέτει φανατικούς οπαδούς πιστούς όσο καμιά άλλη θρησκεία, αλλά όχι μέλλον στον σημερινό κόσμο, όπως διαμορφώνεται. Ο ιουδαϊσμός, που ανοίχτηκε σε όλες τις κοινωνίες, αποτελεί εξαίρεση και δεν καθοδηγείται από τον φανατισμό, αλλά από μια βαθιά σοφία με ορίζοντες. Εβραίοι, όπως ο Μαρξ, ο Φρόιντ, ο Αϊνστάιν και χιλιάδες άλλοι, υπήρξαν οι βασικοί δημιουργοί του αιώνα που πέρασε. Η ορθοδοξία, που προτίμησε τον καλόγερο από τον στρατιώτη, τον θεολόγο από τον φιλόσοφο,
έπαιξε και παίζει μικρό ρόλο, αντίθετα με τον καθολικισμό, που θεώρησε τον καλόγερο στρατιώτη της κοσμικής εξουσίας. Δεν είναι τυχαίο ότι η ορθοδοξία έκλεισε όλα τα πανεπιστήμια, ενώ ο καθολικισμός δημιούργησε όλα τα ευρωπαϊκά.

Και καταλήγει:

Αλλά η μεγάλη και, σχεδόν, αποκλειστικά επιτυχημένη θρησκεία είναι ο αγγλο-αμερικανικός προτεσταντισμός, που οικειοποιήθηκε το «αυξάνεστε και πληθύνεσθε και κατακυριεύσατε την γην» και δημιούργησε δική του χώρα, τις ΗΠΑ, όπου θρησκεία και κράτος αποτελούν μια μόνη και αδιαίρετη δύναμη. Εν ονόματι, δε, του μόνου Θεού, του δικού της – και όχι του δολαρίου, όπως πολλοί νομίζουν.[14]

Είναι γνωστό, όπως έχει συχνά διατυπωθεί από πολλούς διανοούμενους, το εύλογο ρητορικό ερώτημα πως οι ΗΠΑ, ένα κράτος που διακρίνεται από πολυεπίπεδη ανάπτυξη κι αυτοχαρακτηρίζεται ειρηνικό και δημοκρατικό, βρίσκονται συνεχώς σε εμπόλεμη ετοιμότητα και το αποδεικνύουν επεμβαίνοντας στρατιωτικά σε διάφορες χώρες; Πιθανόν η τάση αυτή να οφείλεται στην προετοιμασία της αποδοχής του πολέμου σαν ιδέα που αναπτύσσεται, και υποσυνείδητα στους ανήλικους τελευταία, μέσω των ηλεκτρονικών παιχνιδιών. Η κοινωνία συνηθίζει στην ιδέα του πολέμου και στις στρατηγικές του, ενώ από την άλλη πλευρά, η εκμάθηση της Ιστορίας διαμορφώνει συχνά, στους μελλοντικούς πολίτες, μια ιστορική συνείδηση που στηρίζεται στη δυναμική των όπλων κι όχι των δίκαιων θέσεων.

Όλα τα παραπάνω μου ήρθαν στο νου όταν ξέσπασε η ρωσική εισβολή πριν από λίγους μήνες στην Ευρώπη, για το πόσο προφητικός υπήρξε για τη σημερινή κατάσταση, στους συλλογισμούς του, ο Άναλις. Προέβλεψε και ανέλυσε με διαφάνεια, βασιζόμενος σε άλλες εισβολές (της Κύπρου και της Γιουγκοσλαβίας βασικά), που αφορούσαν άμεσα τα συμφέροντα ή και την κρατική μας υπόσταση ακόμη. Διέκρινε πως όσο η πολιτική «ηθική» στηρίζεται, και μάλιστα με τη συνδρομή της σύγχρονης τεχνολογίας, στην παραπληροφόρηση, στην άγνοια ή στη διαστρέβλωση/αποσιώπηση της ιστορίας, αλλά και στην υλιστική απληστία, στο όνομα μιας θρησκείας/ιδεολογίας που έχει μετατραπεί σήμερα σε καταφύγιο φοβισμένων οπαδών/πιστών, δεν πρόκειται να υπάρξει γαλήνη στον πλανήτη μας.
Ο Άναλις κατανόησε ως έμπειρος πολιτικός αναλυτής πως όποιος δεν προσπαθεί ν’ αλλάξει μια λανθασμένη κατάσταση, την υφίσταται. Φυσικά αναζήτησε τη λύση μέσω της αναζήτησης μιας ταυτότητας που, αν και πηγάζει από το παρελθόν, είναι συνήθως διαφορετική, αλλοιωμένη. Κι αυτό το χρεώνει στο γεγονός πως οι σημερινοί λαοί, εξαντλημένοι, ο καθένας από τις περιπέτειες της προσωπικής και της «εθνικής» του ιστορίας, αν και αντιστέκονται με τα λιγοστά μέσα που διαθέτουν ή που άλλοι παράγοντες ή υποψήφιοι κυρίαρχοι τους επιβάλλουν, παραδίδονται σιγά σιγά, ο ένας μετά τον άλλο (πολίτες και λαοί), στη δικτατορία της κατανάλωσης, υπομένοντας καρτερικά το πολιτικό, ιδεολογικό και κυρίως πνευματικό αδιέξοδο. Σκύβουν το κεφάλι σε μια ανύπαρκτη λειτουργικά κοινωνία, η οποία, με τάσεις αυτοκαταστροφής και βαρβαρότητας –σαν τις ταινίες που πλέον παράγονται λίγο πολύ παντού ανά τον κόσμο–, αδυνατεί να λυτρωθεί.
Βαθιά πικραμένος και στωικά σκεπτόμενος, ο Άναλις, «διχασμένος μεταξύ ποίησης και διεθνούς πολιτικής, μεταξύ προβολής του ελληνισμού και μιας κριτικής ματιάς έναντι της σύγχρονης πατρίδας του»[15] όπως αναφέρει και η Αντιγόνη Βλαβιανού στο σύντομα αλλά ουσιώδες εισαγωγικό σημείωμά της στην έκδοση του τελευταίου του έργου Επίκαιρα εσωτερικού και εξωτερικού. Στην ουσία, ο Άναλις μας άφησε ως παρακαταθήκη τη συνεχή κριτική επαγρύπνηση για την τρέχουσα πραγματικότητα, την εγρήγορσή μας έναντι του καταναλωτικού εφησυχασμού, την βαθιά μας πίστη στο όραμα του ελληνισμού που, όπως στον Σεφέρη,[16] δεν εκφράζεται από τα κρατικά σύνορα, αλλά από την πνευματική του μαχητικότητα, κάτι που ομολογεί και στον φίλο του Σύριο ποιητή, τον Άδωνι: « Οι πατρίδες μας, οι χώρες που μας είδαν να γεννιόμαστε, παραμορφώνονται και οι ίδιες […]. Σιγά σιγά εντάσσονται σ’ ένα σύνολο που μετατρέπεται σε τυχερό παιχνίδι. […] Το καλύτερο γίνεται έμβλημα· τα υπόλοιπα αμνησία.»[17]
Μας υπενθυμίζει –ως βαθύς γνώστης και οπαδός του Διαφωτισμού, δηλαδή ως θιασώτης της προόδου στην οικονομία, την επιστήμη και τον πολιτισμό– ότι δεν υπάρχει πιο ανήθικη πράξη από το να εκφράζει κάποιος, καθισμένος στην πολυθρόνα του σαλονιού του, την ηθική υπεροχή μιας πολεμικής επέμβασης, από δυτικούς ή από αριστερούς. Για τον Άναλι, στοχαστή και ανθρωπιστή, ο πόλεμος είναι επιτρεπτός μόνο για να αντιμετωπιστεί ένας άμεσος κίνδυνος από ξένο παράγοντα, δηλαδή για να προστατευθούν αθώες ζωές, να διατηρηθούν οι αναγκαίες συνθήκες για την αξιοπρεπή διαβίωση ενός πολίτη και να διασφαλιστούν τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα. Στην ουσία, δικαιολογεί μόνο τον αμυντικό πόλεμο κι αυτό διαφαίνεται από δύο σημαντικά κείμενα που κλείνουν το τελευταίο του έργο: την «Ανοιχτή επιστολή στους Δικαστές του Διεθνούς Δικαστηρίου, που είναι επιφορτισμένο να δικάσει τα εγκλήματα πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία» και το «Γράμμα στον Σέρβο στρατιώτη». Δύο άρθρα που αναδεικνύουν πως ο Άναλις δεν ήταν προκατειλημμένος από επιθυμίες ή ιδεοληψίες ή από πρόχειρες νεόκοπες επιστημονικές θεωρίες που καλύπτουν αλλότριους σκοπούς, αλλά από αναλυτική και ηθική διαύγεια, προσόν σπάνιο στις μέρες μας. Ως πραγματικός ειρηνιστής, επιμένει και κρίνει την ιστορική συγκυρία αμερόληπτα, ως ανθρωπιστής ισορροπιστής, προβάλλει την ιστορική αλήθεια με ορθολογικά επιχειρήματα. Κι αυτό διαφαίνεται από το μότο που προβάλλει στο πρώτο του κείμενο, μια φράση-σκέψη, από το έργο Η Ελευθερία, προς τί; (La Liberté, pourquoi ?) του Ζορζ Μπερνανός (Georges Bernanos) του γνωστού και βαθιά θρησκευόμενου Γάλλου συγγραφέα αλλά και δεινού διανοητή, που αντιτάχθηκε στον ναζισμό και σε κάθε μορφή αυταρχισμού, καθώς και στην πνευματική ευρωπαϊκή διαφθορά, μαχόμενος μια ζωή για να προσφέρει λύσεις στην απόγνωση του κόσμου, γεγονός που τον καθιέρωσε ως έναν από τους πιο πρωτότυπους και ανεξάρτητους Ρωμαιοκαθολικούς συγγραφείς της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα. Αναφέρει λοιπόν ο Άναλις, ως μότο του άρθρου του που απευθύνεται στους Δικαστές του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης: «Όποιος αποδέχεται αδιάφορα την αλήθεια και το ψεύδος είναι ευάλωτος σε κάθε μορφή τυραννίας.»[18] Φράση σημαντική και προφητική συνάμα για τις μέρες μας, που έχουν κυριολεκτικά κατακλυσθεί από ανεξέλεγκτες πληροφορίες-ειδήσεις. Η επιλογή αυτής της σκέψης πιθανόν να έγινε γιατί ο Άναλις, όπως κι ο Μπερνανός, συμμεριζόταν την άποψη του Νίτσε, ο οποίος, έναν αιώνα νωρίτερα, μιλούσε για «επαναξιολόγηση των αξιών» που θα ερχόταν με το τέλος του ευρωπαϊκού πολιτισμού και για τις αστικές αξίες που απορρέουν από μια ηθική του σκλάβου, ο οποίος –αν και εξαρτώμενος από πολλές υλικές, οικονομικές, εθνικές, θρησκευτικές και άλλου είδους δεσμεύσεις– θα παρίστανε και θα εμφανιζόταν πάντα ως ελεύθερος διανοητής.

Πνεύμα ανεξάρτητο, άριστα καταρτισμένο, ο Άναλις προσέχει τις κρίσεις του, ελέγχει τα γραπτά του, διατυπώνει πάντα ελεύθερα τη γνώμη του χωρίς δογματισμό, αποβλέπει στον ελεύθερο διάλογο, αποζητά την αλήθεια πίσω από τις όποιες «τυμπανοκρουσίες», παραμένει πιστός στις έννοιες του ανθρωπισμού και, κυρίως, τάσσεται με την πρόοδο της σκέψης και της επιστήμης, χωρίς να αγνοεί και τη συνεισφορά του θρησκευτικού ή εθνικού παρελθόντος, το οποίο, ενώ σέβεται και αναγνωρίζει, ταυτόχρονα το αποδοκιμάζει όταν εναντιώνεται στην κοινή λογική που προέρχεται από τον ορθολογισμό. Σαν γνήσιος προφήτης, λοιπόν, στις μέρες μας, κρούει τον κώδωνα κινδύνου προκειμένου να αποφευχθούν νέες συμφορές.


 

 

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: