« Λόγος εγέννησε λόγον … »

Έργο του Αριστείδη Πατσόγλου
Έργο του Αριστείδη Πατσόγλου

Άννα Μαρίνα Κατσιγιάννη, «Η σχεδία του λόγου. Μελέτες για την κινητικότητα των λογοτεχνικών έργων», Gutenberg 2023

Στο πρό­σφα­το πό­νη­μά της, Η σχε­δία του λό­γου. Με­λέ­τες για την κι­νη­τι­κό­τη­τα των λο­γο­τε­χνι­κών έρ­γων, η ερευ­νή­τρια-κα­θη­γή­τρια στο Τμή­μα Φι­λο­λο­γί­ας του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Πα­τρών, Άν­να Μα­ρί­να Κα­τσι­γιάν­νη, πα­ρου­σιά­ζει, στο κα­λαί­σθη­το πυ­κνο­γραμ­μέ­νο έρ­γο της, δε­κα­ο­κτώ με­λέ­τες για αντί­στοι­χα θέ­μα­τα της Νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας, που εξε­τά­ζο­νται από τη σκο­πιά του γνω­στι­κού αντι­κει­μέ­νου της Γε­νι­κής και Συ­γκρι­τι­κής Γραμ­μα­το­λο­γί­ας.
Με­λε­τώ­νται λο­γο­τε­χνι­κά φαι­νό­με­να που άπτο­νται της Νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας με αντί­στοι­χα ξέ­να ή δια­χρο­νι­κά, ή ακό­μη και ζη­τή­μα­τα που σχε­τί­ζο­νται με άλ­λες μορ­φές της Τέ­χνης, προ­σεγ­γί­ζο­ντας την ιστο­ρία, τη θε­ω­ρία και την κρι­τι­κή της λο­γο­τε­χνί­ας, μέ­σω της σύ­γκρι­σης. Η «σύ­γκρι­ση» δεν εκλαμ­βά­νε­ται από τη συγ­γρα­φέα, ως ένα απλό μέ­σο για να δι­καιο­λο­γη­θεί η λο­γι­κή του αι­τί­ου-αι­τια­τού ενός λο­γο­τε­χνι­κού φαι­νο­μέ­νου και να επι­βε­βαιω­θεί κα­τά συ­νέ­πεια η «στεί­ρα» με­θο­δο­λο­γία της ιστο­ρι­κής προ­σέγ­γι­σης, που οδη­γεί τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές στη σχο­λα­στι­κή και αδιέ­ξο­δη με­λέ­τη προ­τύ­πων, πη­γών και επι­δρά­σε­ων, υπο­βαθ­μί­ζο­ντας μ’ αυ­τόν τον τρό­πο συ­χνά τα λο­γο­τε­χνι­κά κεί­με­να, σε «τεκ­μή­ρια» νο­μι­μο­ποί­η­σης της σύ­γκρι­σης· η Α. Μ. Κα­τσι­γιάν­νη χρη­σι­μο­ποιεί τη συ­γκρι­τι­κή με­λέ­τη προ­κει­μέ­νου να διε­ρευ­νή­σει:

α) τις ανα­λο­γί­ες που πα­ρου­σιά­ζουν τα κεί­με­να που με­λε­τά με άλ­λες τέ­χνες ή τε­χνι­κές, με δια­πι­στω­μέ­νες ιστο­ρι­κές σχέ­σεις· ασχο­λεί­ται δη­λα­δή με κεί­με­να που πα­ρου­σιά­ζουν ανα­λο­γί­ες, θε­μα­τι­κές, μορ­φο­λο­γι­κές, αφη­γη­μα­τι­κές, ρη­το­ρι­κές, υφο­λο­γι­κές, χω­ρίς να έχουν με­τα­ξύ τους ιστο­ρι­κά στε­νές δια­πι­στω­μέ­νες σχέ­σεις, ή –σε ευ­ρύ­τε­ρη κλί­μα­κα– που ανή­κουν σε εθνι­κές ή μη πα­ρα­δό­σεις, ασύμ­πτω­τες μέ­σα στο χρό­νο·

β) το φαι­νό­με­νο της «μί­μη­σης» ή της επί­δρα­σης, σύμ­φω­να με την κρι­τι­κή προ­σέγ­γι­ση των από­ψε­ων των E. Auerbach και E.R. Curtius που προσ­διό­ρι­σαν τις σχέ­σεις πρό­σλη­ψης στα νέα λο­γο­τε­χνι­κά και πο­λι­τι­σμι­κά συμ­φρα­ζό­με­να, με βά­ση την έν­νοια της «τύ­χης» ή του απο­τε­λέ­σμα­τος ενός λο­γο­τε­χνι­κού φαι­νο­μέ­νου, τό­σο ποιο­τι­κά όσο και πο­σο­τι­κά, πό­τε και πως δη­λα­δή ανα­δει­κνύ­ε­ται η «επι­τυ­χία» ενός λο­γο­τε­χνι­κού φαι­νο­μέ­νου·

γ) τη συμ­βο­λή της θε­ω­ρί­ας της λο­γο­τε­χνί­ας που ενι­σχύ­ει τον προ­σα­να­το­λι­σμό της συ­γκρι­τι­κής έρευ­νας, προσ­δί­δο­ντάς μια άλ­λη διά­στα­ση, αυ­τή του τρό­που συ­γκρό­τη­σης ενός λο­γο­τε­χνι­κού κει­μέ­νου, ενώ ταυ­τό­χρο­να διευ­κο­λύ­νει κι εμπλου­τί­ζει τη Συ­γκρι­τι­κή Γραμ­μα­το­λο­γία.

Με βά­ση αυ­τές τις αρ­χές ή τα δε­δο­μέ­να, η Α. Μ. Κα­τσι­γιάν­νη εξε­τά­ζει πολ­λά κεί­με­να νε­ο­ελ­λη­νι­κής και κυ­πρια­κής λο­γο­τε­χνι­κής σύν­θε­σης, θέ­το­ντάς τα σε δια­λο­γι­κή προ­ο­πτι­κή προ­κει­μέ­νου να τα «ερ­μη­νεύ­σει», απο­φεύ­γο­ντας κά­θε γε­νί­κευ­ση ή κα­τη­γο­ριο­ποί­η­σή τους, προ­βάλ­λο­ντας κυ­ρί­ως συ­γκρι­νό­με­να δε­δο­μέ­να, που ανα­δει­κνύ­ουν τις με­θο­δο­λο­γι­κές ση­με­ρι­νές απαι­τή­σεις στις λο­γο­τε­χνι­κές σπου­δές. H συγ­γρα­φέ­ας ακο­λου­θεί την αντί­λη­ψη του Bakhtin για τη «δια­λο­γι­κό­τη­τα», δη­λα­δή ότι η γλώσ­σα εγ­γρά­φε­ται σ’ ένα ευ­ρύ και δυ­να­μι­κό πε­δίο «ανταλ­λα­γών», που αξιο­λο­γι­κά και ιδε­ο­λο­γι­κά εί­ναι ήδη φορ­τι­σμέ­νες με στοι­χεία του πα­ρελ­θό­ντος. Συ­νε­πώς όλες οι χρη­σι­μο­ποιού­με­νες λέ­ξεις-έν­νοιες απο­κτούν τη στιγ­μή της πραγ­μά­τω­σής τους μια νέα ση­μα­σία, ση­μα­το­δο­τούν ένα γε­γο­νός που επα­να­δρα­στη­ριο­ποιεί το πα­λαιό ση­μα­σιο­λο­γι­κό του φορ­τίο και δια­τυ­πώ­νει νέα συμ­φρα­ζό­με­να, δη­μιουρ­γώ­ντας και­νούρ­για δε­δο­μέ­να, ανοί­γο­ντας άλ­λους προ­σα­να­το­λι­σμούς. Οι λέ­ξεις που πά­ντα με­τα­φέ­ρουν ση­μα­σί­ες του πα­ρελ­θό­ντος που έχουν εγκι­βω­τι­σθεί, ανα­νε­ώ­νο­νται κι εμπλου­τί­ζο­νται όπως και οι ει­κό­νες που προ­κύ­πτουν, εκ­φρά­ζο­ντας νέ­ες αξί­ες και και­νούρ­γιους ιδε­ο­λο­γι­κούς ορί­ζο­ντες. Συ­νε­πώς η τέ­χνη του λό­γου, η λο­γο­τε­χνία, εμ­φα­νί­ζε­ται να εί­ναι μια «σχε­δία λό­γου», που διαρ­κώς κι­νεί­ται μες στο χρό­νο, συ­νο­μι­λώ­ντας διαρ­κώς με τη νέα πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που εμ­φα­νί­ζε­ται κι ως και­νού­ρια «ετε­ρό­τη­τα». Στην ου­σία έχου­με ένα συ­νε­χή «δια­κει­με­νι­κό» διά­λο­γο όπου συμ­φύ­ο­νται σ’ αυ­τό ετε­ρο­γε­νείς φω­νές, γλώσ­σες, πο­λι­τι­σμι­κές ει­κό­νες, λό­γοι, μορ­φές, δη­μιουρ­γεί­ται ένα εί­δος «δια­κει­με­νι­κό­τη­τας» που σε τε­λι­κή ανά­λυ­ση διευ­κο­λύ­νει και επι­τρέ­πει, τό­σο τη δια­δι­κα­σία της απορ­ρό­φη­σής όσο κι αυ­τή του με­τα­σχη­μα­τι­σμού των κει­μέ­νων σε ανα­νε­ω­τι­κά πρω­τό­τυ­πα λο­γο­τε­χνι­κά κεί­με­να.

Στις δε­κα­ο­κτώ λοι­πόν με­λέ­τες της, που χω­ρί­ζο­νται σε πέ­ντε ει­δι­κές ενό­τη­τες (Καλ­λι­τε­χνι­κοί υβρι­δι­σμοί – Η συ­ναί­ρε­ση των τε­χνών, Όψεις του λυ­ρι­σμού – Μού­σα πε­ζό­μορ­φη, Εκλε­κτι­κές συγ­γέ­νειες, Δια­πο­λι­τι­στι­κές σχέ­σεις. Τό­ποι της δι­χο­τό­μη­σης και γέ­φυ­ρες της γρα­φής, Ιστο­ρι­κή ποι­η­τι­κή: λο­γο­τε­χνία και τρέ­λα), η Α. Μ. Κα­τσι­γιάν­νη με­λε­τά διά­φο­ρα θέ­μα­τα του 19ου και 20ού αιώ­να της εθνι­κής μας λο­γο­τε­χνί­ας. Πρό­κει­ται για ερ­γα­σί­ες που γρά­φτη­καν από τη δε­κα­ε­τία του ’80 μέ­χρι και πρό­σφα­τα, δη­μο­σιεύ­θη­καν ή ανα­δη­μο­σιεύ­θη­καν σε διά­φο­ρους τό­μους ή πε­ριο­δι­κά, με αφορ­μή εξει­δι­κευ­μέ­νες επι­στη­μο­νι­κές εκ­δη­λώ­σεις (συ­νέ­δρια ή αφιε­ρώ­μα­τα τις πιο πολ­λές φο­ρές), όπως προ­κύ­πτει από την πα­ρά­θε­ση, «Οι πρώ­τες πα­ρου­σιά­σεις των με­λε­τών» στο τέ­λος του τό­μου.
Η Α. Μ. Κα­τσι­γιάν­νη έχο­ντας ποι­κί­λα θε­ω­ρη­τι­κά συ­γκρι­τι­κά ερ­γα­λεία, κυ­ρί­ως όμως, αυ­τό της θε­ω­ρί­ας της λο­γο­τε­χνί­ας, επι­χει­ρεί να δώ­σει ή μάλ­λον να ανα­δεί­ξει τη δι­κή της κρι­τι­κή μα­τιά σε διά­φο­ρα θέ­μα­τα που σχε­τί­ζο­νται με ζη­τή­μα­τα ερ­μη­νειών νε­ο­ελ­λη­νι­κών κει­μέ­νων, ανι­χνεύ­ο­ντάς τα υπό την σκιά της ευ­ρω­παϊ­κής λο­γο­τε­χνί­ας. Γνω­ρί­ζει πο­λύ κα­λά –εδώ της αξί­ζουν έπαι­νοι για­τί το επι­ση­μαί­νει έμ­με­σα συ­νε­χώς, σε όλες τις με­λέ­τες της– πως κά­θε λο­γο­τε­χνι­κό κεί­με­νο εί­ναι «δια­κεί­με­νο» ενός άλ­λου λο­γο­τε­χνι­κού κει­μέ­νου, και συ­νε­πώς προ­σπα­θεί να δει, να δια­κρί­νει, να ανι­χνεύ­σει, όχι τό­σο το αρ­χι­κό, το πρω­το­γε­νές «υλι­κό», όσο με ποιο τρό­πο δια­μορ­φώ­νε­ται το νέο και κε­ντρί­ζει το εν­δια­φέ­ρον του ανα­γνώ­στη. Στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση εξε­τά­ζει πως στοι­χεία της ευ­ρω­παϊ­κής λο­γο­τε­χνί­ας ή τέ­χνης υιο­θε­τή­θη­καν, ή αφο­μοιώ­θη­καν, από τη νε­ο­ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία σε μια δε­δο­μέ­νη στιγ­μή. Αυ­τή η απο­δε­δειγ­μέ­νη πλη­ρο­φό­ρη­ση συμ­βάλ­λει στην έρευ­να ώστε να κα­τα­νοη­θούν κα­λύ­τε­ρα πολ­λά θέ­μα­τα της λο­γο­τε­χνι­κής μας ιστο­ρί­ας.
Έχο­ντας αυ­τά τα εφό­δια-κί­νη­τρα, η Α. Μ. Κα­τσι­γιάν­νη ασχο­λεί­ται με το φαι­νό­με­νο του «βα­γκνε­ρι­σμού» στην νε­ο­ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία, δη­λα­δή ποιοι συγ­γρα­φείς ασχο­λή­θη­καν και για­τί, πως και για­τί ο υπερ­ρε­α­λι­στής Εμπει­ρί­κος κα­τα­πιά­στη­κε με το μύ­θο της «Ρω­σί­ας» σε ορι­σμέ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του έρ­γα, πως εμ­φα­νί­στη­κε κι αντι­με­τω­πί­στη­κε η «πε­ζό­μορ­φη μού­σα», δη­λα­δή ο πε­ζός λυ­ρι­σμός ακό­μη και στον κα­τ’ εξο­χή λυ­ρι­κό Πα­λα­μά ή Κα­βά­φη, αλ­λά κι άλ­λων Ελ­λή­νων ποι­η­τών στα τέ­λη του 19ου ή στις απαρ­χές του 20ού αιώ­να.
Η Α. Μ. Κα­τσι­γιάν­νη ανα­ζη­τά πά­ντα τις ευ­ρω­παϊ­κές επιρ­ρο­ές με όσα κεί­με­να ασχο­λεί­ται ή με­λε­τά, ακό­μη και της ποί­η­σης του «εθνι­κού» Άγ­γε­λου Σι­κε­λια­νού, κι εύ­στο­χα επι­ση­μαί­νει την υβρι­δι­κή (;) τά­ση του προς την συμ­βο­λι­κή ποί­η­ση του Μο­ρίς ντε Γκε­ρέν αλ­λά και της έν­νοιας του μυ­στι­κι­σμού που άντλη­σε από το ποι­η­τι­κό έρ­γο του Πολ Κλο­ντέλ, όπως και τις διά­φο­ρες φά­σεις των αντι­στοι­χιών (σύ­γκλι­ση/από­κλι­ση) με­τα­ξύ του Κυ­πρί­ου Νί­κου Νι­κο­λα­ΐ­δη και του Ιρ­λαν­δού Όσκαρ Ουάιλντ, κα­θώς και τις πολ­λα­πλές με­τα­πλά­σεις ή εκ­δο­χές του μύ­θου του Ίκα­ρου στη νε­ο­ελ­λη­νι­κή ποί­η­ση. Εξε­τά­ζει επί­σης, και κα­τά τη γνώ­μη μας εί­ναι εξαι­ρε­τι­κά ση­μα­ντι­κή και πρω­τό­τυ­πη η προ­σφο­ρά της, στην υβρι­δι­κή τουρ­κο­κυ­πρια­κή ποί­η­ση, με­λε­τώ­ντας την εμ­φά­νι­σή της ενώ πε­ρι­πλα­νά­ται διε­ρευ­νη­τι­κά στην ανί­χνευ­ση της θε­μα­τι­κής των Τουρ­κο­κυ­πρί­ων ποι­η­τών που ζουν στην ελεύ­θε­ρη Κύ­προ ή στη δια­σπο­ρά, κυ­ρί­ως στην Ευ­ρώ­πη. Με­λε­τά επι­πλέ­ον και τα ποι­η­τι­κά στοι­χεία που θα μπο­ρού­σαν να θε­ω­ρη­θούν γέ­φυ­ρες προ­σέγ­γι­σης των βαλ­κα­νι­κών λο­γο­τε­χνιών, ανα­δει­κνύ­ο­ντάς τα, «δεί­κτες της κοι­νής κλη­ρο­νο­μιάς και ταυ­τό­τη­τας», κά­τι σαν προ­έ­κτα­ση της βαλ­κα­νι­κής ιδέ­ας του Ρή­γα και του οι­κου­με­νι­κού ορά­μα­τος της Δελ­φι­κής Ιδέ­ας του Άγ­γε­λου Σι­κε­λια­νού. Τέ­λος η Α. Μ. Κα­τσι­γιάν­νη εξε­τά­ζει το θέ­μα της τρέ­λας στη νε­ο­ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία –άλ­λη μια πρω­το­τυ­πία– σε δύο καί­ριους συγ­γρα­φείς: στον Κω­στή Πα­λα­μά με αφορ­μή ένα σχε­διά­γραμ­μά του για μια σα­τι­ρι­κή μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή επο­ποι­ία, Το Γέ­νος των Λο­ξών, που έμει­νε άγρα­φη και τη «γλωσ­σι­κή δια­τά­ρα­ξη» στο ποι­η­τι­κό έρ­γο του Γιάν­νη Σκα­ρί­μπα, που κα­τα­λή­γει να με­τα­τρα­πεί σε μέ­σο δη­μιουρ­γι­κής πα­ρέμ­βα­σης με «υπο­νο­μευ­τι­κά νο­ή­μα­τα».
Κοι­νός πα­ρο­νο­μα­στής των δε­κα­ο­κτώ αυ­τών ερ­γα­σιών εί­ναι η τά­ση της Α. Μ. Κα­τσι­γιάν­νη να δια­κρί­νει τη σύν­δε­ση της νε­ο­ελ­λη­νι­κής ή κυ­πρια­κής λο­γο­τε­χνι­κής πα­ρα­γω­γής με την ευ­ρω­παϊ­κή πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κό­τη­τα, το­νί­ζο­ντας κι απο­δει­κνύ­ο­ντας ότι η πα­ράλ­λη­λη ανά­πτυ­ξη των τε­χνών συμ­βάλ­λει στην «επι­μει­ξία» των ει­δών και στο με­τα­σχη­μα­τι­σμό εν­νοιών, τύ­πων και ταυ­το­τή­των, θέ­ση που ενι­σχύ­ει τη σύγ­χρο­νη τά­ση ότι η λο­γο­τε­χνία, όπως κι άλ­λες μορ­φές της Τέ­χνης, πρέ­πει να εκλαμ­βά­νε­ται ως ένα ιστο­ρι­κά με­τα­βλη­τό φαι­νό­με­νο. Και οι δε­κα­ο­κτώ ερ­γα­σί­ες της Α. Μ. Κα­τσι­γιάν­νη εγ­γρά­φο­νται ως μια ση­μα­ντι­κή συμ­βο­λή στην ανά­λυ­ση κι ερ­μη­νεία ει­δι­κών θε­μά­των της νε­ο­ελ­λη­νι­κής και κυ­πρια­κής λο­γο­τε­χνί­ας, αφού φω­τί­ζο­νται με νέα στοι­χεία, συ­χνά λε­πτο­με­ρή, που δί­νουν στον ανα­γνώ­στη την αί­σθη­ση ότι τε­λι­κά το νό­η­μα εί­ναι κά­τι που πα­ρα­μέ­νει στα­θε­ρό κα­τά την πρό­σλη­ψη ενός λο­γο­τε­χνι­κού έρ­γου ενώ η δο­μή του, εί­ναι κά­τι που με­τα­βάλ­λε­ται.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: