Μια ισχυρή προαναγγελία έκτακτου φυσικού γεγονότος

Giacinto Gimignani: «Αφροδίτη, Έρως και Χρόνος», 1681
Giacinto Gimignani: «Αφροδίτη, Έρως και Χρόνος», 1681

Αλεξία Καλογεροπούλου, «Δελτίο θυέλλης», εκδ. 24 Γράμματα 2022

Με ένα Δελτίο θυέλλης —τίτλος της νέας ποιητικής της συλλογής— η Αλεξία Καλογεροπούλου μας εισάγει στην ποιητική της αγωνία για τα πράγματα του κόσμου, σε συνάρτηση με τον απροσδιόριστο και ταυτόχρονα τόσο καταλυτικό για τη γένεση, την αύξηση και την τελευτή της ζωής, πεπερασμένο χρόνο. Έχουν προηγηθεί δύο ποιητικές της συλλογές Λέξεις στην άμμο (24 Γράμματα 1919) και Μεθεόρτια έθιμα (24 Γράμματα 2020), καθώς και η πρώτη συγγραφική της απόπειρα Είσαι το Κάρμα μου (Allegro/Εμπειρία εκδοτική), σε συνάρτηση με τις σπουδές της στην Ψυχολογία και στην Ανθρώπινη Επικοινωνία.
Το Δελτίο θυέλλης είναι στην κωδικοποιημένη γλώσσα της μετεωρολογίας μια ισχυρή προαναγγελία έκτακτου φυσικού γεγονότος, που φέρει την ένταση και τον κίνδυνο από την επερχόμενη έλευσή του, και που οι ειδήμονες προβλέπουν και προειδοποιούν τους ανθρώπους για τη λήψη μέτρων ασφαλείας με τη λειτουργία της διαδικασίας του επείγοντος. Το προοράν νοείται ως σωτήριος μηχανισμός της έλλογης κίνησης του ανθρώπου, βασικό στοιχείο υπεράσπισης της ζωής και της περιουσίας του, που συνυφαίνεται αφενός με τη νοητική λειτουργία και ωρίμανση, αφετέρου με τη συσσωρευμένη εμπειρία στη διάρκεια ανέλιξης του ανθρώπινου πολιτισμού. Η έννοια ωστόσο του προοράν διακρίνεται και από μιαν άλλη, βαθύτερη κατανόηση των πραγμάτων του κόσμου μέσα στον χρόνο, που επιτρέπει-κάποτε και με μια υπερβατική διάσταση-το αντίκρισμα της ζωής μακριά στον μέλλοντα χρόνο και την προετοιμασία των ανθρώπων για την αναμέτρηση μαζί του έχοντας τον κατάλληλο «εξοπλισμό».
Κάπως έτσι αναγιγνώσκεται το ποιητικό Δελτίο θυέλλης της Αλεξίας Καλογεροπούλου. Μια αιφνίδια ωρίμανση της ποιήτριας , η οποία μετακινεί τον ορίζοντά της από το προσωπικό και υποκειμενικό στοιχείο και το προσωπικό βίωμα στη σφαίρα των καθολικών ανθρώπινων εμπειριών. Η μετάβαση δεν είναι χωρίς κόστος. Το άνοιγμα και το άπλωμα στη θέαση των ανθρώπινων πραγμάτων, κάτω από το πρίσμα της στοχαστικής, κάποτε και φιλοσοφικής, ενατένισης, υποκρύπτει πάντοτε το βίωμα μιας «θυσίας» του ποιητικού υποκειμένου. Τι είναι εκείνο που θυσιάζεται και ποια η μορφή αυτής της θυσίας; Είναι η γνώση ως συνείδηση της περατότητας.

Στις απαρχές, τότε, δεν γνωρίζαμε ακόμα/τι θα πει θάνατος.

Έτσι προσδιορίζει η ποιήτρια το αφετηριακό σημείο της ανθρώπινης ζωής, ως μια ζωτική, υπαρξιακή άγνοια. την άγνοια του τέλους. Που συμπορεύεται με την άγνοια του χρόνου. Γύρω από αυτή την οριακή άγνοια πλέκεται η ευφορική εικονοποιΐα των απαρχών, της παιδικότητας και της άωρης νεότητας, σε μια πλησμονή χαράς, φυσικής ευδαιμονίας, εξωτισμού, ρομαντικής βίωσης της ζωής, πλέριας από θετικά συναισθήματα και προσδοκίες του καλού. Το κακό ξεφυτρώνει-σκύλος αιμοβόρος- μονάχα στα όνειρα και φεύγει με το φως της μέρας:

Προχωρούσαμε ανέμελα/κυλιόμασταν σε ξερόχορτα/με τη βεβαιότητα της αθανασίας
[...]
Οι πληγές έκλειναν γρήγορα/έτσι έδειχναν/στο βάθος έσκαβαν/μέχρι να βρουν αντίσταση/άλλοτε σκεπάζονταν επιπόλαια/με χώμα από χάδια/και σκέψεις/και τότε άνθιζε ένα λουλούδι/βιολετί ή κίτρινο/και τα ρολόγια μέτραγαν τον χρόνο [...] / τικ τακ τικ τακ /μα τότε δεν ακούγαμε/κανείς μας δεν άκουγε τους ήχους/μόνο στα όνειρα /κάπου-κάπου/ερχόταν ένας σκύλος αιμοβόρος/μας έπιανε απ’ το λαιμό/και γέμιζε ο τόπος αίμα… (σ. 11-12)

Ήδη, η ποιήτρια μας προετοιμάζει ανεπαίσθητα για τη συνείδηση του πεπερασμένου και χθόνιου της ύπαρξης. Άδολες στην αρχή λέξεις-φορτία υπαρξιακού άγχους, χώμα (από χάδια), τα ρολόγια, ο αιμοβόρος σκύλος στα εφιαλτικά όνειρα… είναι η ψυχική προετοιμασία για τη μετάβαση από την άγνοια στη γνώση και μαζί στην επίγνωση, δηλαδή στη «γένεση» μιας συνείδησης θνητότητας. Έκτοτε ο Χρόνος επιλέγεται ως ο βασικός ήρωας αυτής της σύνθεσης που διαρθρώνεται σε έξι χαλαρά επεισόδια (ενότητες), καθώς ανελίσσεται ή παλινδρομεί το χρονικό του χρόνου συνεπιφέροντας και τη ροή μιας διαυγούς ανάγνωσης της σύγχρονης στρεσογόνου κοινωνικής ιστορίας των ημερών και των έργων μας.

«Ήθελα όλα μου τα τραγούδια χαρωπά, υμνητικά των ημερών, ακόμα και κείνων που δεν έζησα, κι έριξα τη ζωή μας σ’εκείνη τη διάφανη τεράστια θάλασσα, όπου εκβάλλει η μεγάλη μοιρασιά που επιβεβαιώνει τις υπάρξεις», θα γράψει στο Χρόνου σκιά (Στίξις 2018), ένας εκλεκτός της ποίησης και της σκέψης, ο Γιώργος Δουατζής. Για να συμπληρώσει: «Όμως, έμπαιναν και θλιμμένοι στίχοι στον χορό να υπομνήσουν το μέγα όλον της ζωής, με άχθος, χαρές, λύπες, ζυμώσεις, καθόδους προς την άβυσσο, το τίποτα, το πουθενά και τρόμαξα…» (σ. 28-29).

Κάπως έτσι είναι και οι βηματισμοί της Αλεξίας Καλογεροπούλου στην «κατάγνωση» της πραγματικής ζωής. Η ματιά της είναι ωστόσο περισσότερο στραμμένη στις κοινωνικές καταστάσεις, στην κοινωνική πραγματικότητα, στις «συμφορές της θνητότητας» (σ. 20), που σαν ακούραστο εργαστήριο παράγει και αναπαράγει την ανθρωπολογία της «θύελλας», και λιγότερο στον έσω κόσμο και την αγωνία της ύπαρξης: Αδικίες, καταστροφές, πόλεμοι, διάλυση της φυσικής ισορροπίας, φτώχεια, απληστία και όλα τα συμπαρακόλουθα «ηθικά ανομήματα» των ανθρώπων. Οι εικόνες της αποσπασματικές, ρέουσες, εναργείς στις συνδηλώσεις τους δεν έχουν πατρίδες, ούτε χρώμα γεωγραφίας, φυλής, φύλου, αλλά αντιπροσωπεύουν πεταχτές, συμπεριληπτικές αναπαραστάσεις της καθολικής εμπειρίας της καταστροφής στον πλανήτη γη. Η παράθεσή τους επιλεκτική, αντιπροσωπευτική, αντλημένη από κάθε «πολεμικό μέτωπο». Εξαγγέλλονται από ηχηρά δελτία θυέλλης μαζί με τις αντίστοιχες οδηγίες επιβίωσης και ενέσιμο υλικό ψυχικής στήριξης και ενθάρρυνσης.
Την πρώτη αναγγελία θα συναντήσουμε στη δεύτερη ενότητα (σ. 21), όταν έχει ήδη αρχίσει να σχηματοποιείται μια συνείδηση δια-ταραχής, έκρηξης ατομικών και συλλογικών δεινών — η πραγματική συνθήκη του κόσμου, όπως την αντικρίζει και την αντιπαλαίει ο κάθε άνθρωπος, στην καίρια, μακρά διάρκεια της ενηλικίωσής του.

Προμηνύεται καταιγίδα/ κρατηθείτε στις θέσεις σας/όσο κι αν φοβηθείτε/μην σηκωθείτε/θα περάσει…/κι όλα θα γίνουν όπως πριν/…/μα θα ξεχάσω/…/και θα θεωρώ/ξανά αυτό που έχω /δεδομένο/μέχρι την έκδοση/νέου δελτίου θυέλλης. (σ. 21-22)

Θα ακολουθήσουν νέα δελτία πρόγνωσης «δύσκολου χειμώνα», που σταδιακά, προϊόντος του ποιητικού χρόνου, θα διεμβολίζουν με το ίδιο σκοτεινές «προφητείες» και θα διαταράσσουν τον φυσικό ρυθμό της κάθε εποχής. Η ποιήτρια ανασύρει από την καθημερινή βιωμένη εμπειρία του καθενός ανθρώπου και της ανθρωπότητας και παραθέτει, άτακτα και επαναλαμβανόμενα, καρέ-καρέ κινηματογραφικά ενσταντανέ από την παγκόσμια σύγχρονη γεγονοτολογία: σε ένα continuum διαρκούς εκπεσμού, φθοράς, παρακμής, ψευδαισθήσεων, εξαπάτησης. Ακόμα και η εποχική σημειολογία μπερδεύεται ως συννοσηρότητα μέσα στο νοσηρό πολιτισμικό τοπίο. όπου προεξάρχουσα συνιστώσα και τελικά συνισταμένη όλης της εκτροπής είναι ο ίδιος ο άνθρωπος.
Έτσι, στη δραματική ανέλιξη αυτού του πανεποπτικού «χρονικού τού χρόνου», βαίνει παράλληλα και ενοχικά η φυσιολογία και η ψυχολογία της ηθικής διάβρωσης του ανθρώπου-ως πολιτικά και κοινωνικά δρώντος υποκειμένου, σε κάθε κλίμακα και πεδίο δράσης-, διαμορφώνοντας τo αρχετυπικό universe, μια αδιατάρακτη ιστορικότητα της ανθρώπινης φύσης, που θητεύει στην ηθική ανεπάρκεια. Θύτες και θύματα— οι δύο παρατάξεις στην πολιτική αποτίμηση, στο δίπολο δύναμης και αδυναμίας, εξουσίας και υποτέλειας, αλλά και μαζικής πλαδαρότητας και υπαρξιακής ανασφάλειας και αιχμαλωσίας στο κακό, που λειτουργεί με την επαναληπτικότητα και τη δείνωση ενός κοινωνικού φαινομένου μέσα στην ανθρώπινη ιστορία. Τότε είναι που η ποιήτρια, με μιαν ομηρική και μιμνερική εικονοποιία, στοχάζεται τον φυσικό κύκλο των εποχών-της φύσης και της ανθρώπινης ιστορίας: γέννηση-ακμή-γήρανση-θάνατος-, μεταλλάσσοντας όμως την έννοια του βιολογικού θανάτου σε ψυχικό και ηθικό θάνατο, σε κοινωνική αν-αισθησία.

Κοίτα, κοίτα/τα φύλλα που πέφτουν/σιγά σιγά/μαραζώνουν και πέφτουν/σαν τις ανθρώπινες/ψυχές/που βυθίζονται/τακτικά στο σκοτάδι/ελλείψει φωτός/σαν τα ανθρώπινα σώματα που φθίνουν/και κουλουριάζονται κάτω από γέφυρες/και παγκάκια/ μην στέκεσαι εδώ, διαβάτη, δεν έχει τίποτα να δεις/δεν έχει θάρρος λαμπρό/δεν έχει ανέμελες στιγμές/μόνο σκοτάδι/μόνο συμπόνια/αν περισσεύει/δείξε/και ύστερα προχώρα/με βήμα βιαστικό/ να προσπεράσεις/κολλάει η δυστυχία /μεταδίδεται σαν/πανούκλα αλλοτινών /εποχών/μη σταθείς/μην κοιτάξεις/δεν θα μπορέσεις/ύστερα τον κόσμο/με το ίδιο βλέμμα/να δεις/προχώρα/εν δυο εν δυο… (σ. 23-25)

Η χρήση του δεύτερου προσώπου της προστακτικής βρίσκει αδιαμεσολάβητα τον στόχο της: τον διερχόμενο, μέσα από την ασπρόμαυρη οθόνη της δυστυχίας, περαστικό διαβάτη, τον άνθρωπο-θεατή. Και του προσφέρει: τη δυστυχία- θέαμα, τη δυστυχία-ασχήμια. Και ειρωνικά τον προτρέπει: μη σταθείς, μην κοιτάξεις. υπονομεύοντας το φαινομενικό νόημα της απαγόρευσης, με πρόθεση καταγγελτική: της απάθειας, της κοινωνικής αρτηριοσκλήρωσης, της πολιτικής υποκρισίας και ψευτιάς. Ένας κατάλογος κοινωνικών δεινών με πολιτική διάσταση και αιχμηρά νοούμενα, δύο ασυμφιλίωτοι μέσα στην ιστορία κόσμοι και αντίστοιχες ζωές: «η αχανής πινακοθήκη της high life low life», κατά την μπωντλερική «ταξικότητα» στο τεχνοκριτικό δοκίμιο του Γάλλου ποιητή, Le peintre de la vie moderne (Ο ζωγράφος της μοντέρνας ζωής, μτφρ. Ειρήνη Βλαβιανού, εισαγωγή-σημειώσεις: Κατερίνα Σχινά, εκδ. Παπαδόπουλος 2018).

περήφανα νιάτα/τιμημένα γηρατειά/ακούγεται ο λαοπλάνος/να δυναμώσουμε /το ηθικό/ενός περήφανου λαού/με θεατρινισμούς/και μπάντες/τι κι αν δεν έχει δουλειά/τι κι αν δεν έχει ασφάλεια/τι κι αν δεν έχει παιδεία/τι κι αν πεθαίνει/κάθε μέρα στην αφάνεια/οι φτωχοί είναι τεμπέληδες/ή μήπως οι πλούσιοι τυχεροί/…/ποιος ξέρει/περνά ο χρόνος/τικ τακ τικ τακ

Τα πάντα συντελούνται εν χρόνω. Η απαθής, ομοιόμορφη ροή του χρόνου σε αντίθεση με τα ποικίλα πρόσωπα του ενταγμένου στον ρυθμό του ανθρώπου. Και η σύγκλιση όλων των εποχών σε μία μόνον εποχή:

μια δύσκολη εποχή /με φόβο χωρίς έλεος/ένα κρεσέντο τρόμου/χωρίς κάθαρση-που να κρατηθώ/όλες οι χειρολαβές/που γνώριζα γλιστράνε-/τικ τακ τικ τακ… (σ. 28)

«Όποτε έχω μιαν επιθυμία, μοιάζω με ρολόι. Έχω την εντύπωση πως μέσα στο τικ τακ μου μπορώ να μιλώ όλες τις γλώσσες», θα γράψει σε επιστολή του ο Μποντλέρ. Και σ«Το Ρολόι» (Τα άνθη του κακού, μτφρ. Γιώργης Σημηριώτης):

Ρολόι: Απαίσια, αναίσθητη, τρομαχτική θεότη,
που φοβερίζει και μας λέει τ’ αχνό της δαχτυλάκι:
Μην το ξεχνάς! στην έντρομη καρδιά σου σε λιγάκι
οι άγριοι Πόνοι θα μπηχτούν όπως σε στόχο, …
[...]
Esto memor, ω άσωτε! Remember! Μην ξεχάνεις!
[...]
Θνητέ θεότρελε, οι στιγμές είναι ο ποταμός μου∙
μην τον αφήνεις να κυλά, χωρίς χρυσό να βγάνεις!

Μην το ξεχνάς πως ο Καιρός, παίκτης που δε δειλιάζει,
κερδάει σε κάθε χτύπημα δίχως ποτέ να κλέβει.
Μην το ξεχνάς! Η μέρα σβει κι η νύχτα όλο τρανεύει!
Το βάραθρο πάντα διψά και να, η κλεψύδρα αδειάζει!

Σε λίγο η Τύχη η θεϊκή, σημαίνοντας την ώρα,
κι η Αρετή η σεβάσμια, παρθενική μνηστή σου,
ακόμα κι η Μετάνοια, στερνή καταφυγή σου,
«Ψόφα, γέρο δειλέ» θα πουν, «αργά πια είναι τώρα!»

Η ακουστική αισθητοποίηση του ρολογιού-ο μηχανικός ήχος του χρόνου που αμείλικτα και σταθερά έρχεται και προσπερνά-είναι το κυρίαρχο μοτίβο στην ποιητική σύνθεση της Αλεξίας Καλογεροπούλου. Όλα πραγματώνονται υπό την απόλυτη εξουσία του. Θα μπορούσε να μιλήσουμε για μια σχέση περιεχομένου με το μποντλερικό Ρολόι. Αλλά στο Δελτίο θυέλλης, το περιεχόμενο και οι τεχνικές που αξιοποιεί η ποιήτρια για να καταστήσει τη φωνή της πιο ηχηρή και επιτακτική, έχουν στόχο κοινωνικό. Ηχούν ως ένα προεξαγγελτικό μανιφέστο ανάληψης δράσης, η επείγουσα αναγγελία ενός κοινωνικού momentum, όπου η ποιήτρια διερμηνεύοντας κοινές εμπειρίες και αισθήματα —το σκοτεινό εύρος της σύγχρονης και διαχρονικής ανθρώπινης δυστοπίας— επιζητεί να εικονίσει, να διεγείρει, να προκαλέσει τη δημιουργία μιας κοινής «συνείδησης επικινδυνότητας» του κόσμου μας. Τα υλικά της ποιητικής της γραφής δεν προέρχονται από την αστείρευτη πηγή της φαντασίας ή της μετάπλασης του πραγματικού. Ο τόνος της προθετικά εγερτικός, ο λόγος της παραινετικός, ήσυχα συν-αισθηματικός, ο στοχασμός της κατά το έλασσον οντολογικός, το βλέμμα της περισκόπιο που περιδιαβαίνει με πλήρη καθαρότητα το γίγνεσθαι στο λεκιασμένο παρόν, αλλά και στη σύνολη ανθρώπινη ιστορία (σ. 32 και 35).
Σε ποια πλευρά /της Ιστορίας να σταθώ;/ εδώ ή εκεί/εκεί ή εδώ/πού θα ισορροπήσω;/ θα διερωτηθεί η ποιήτρια στην πέμπτη ενότητα (σ. 32), αντιπαραβάλλοντας δύο εποχές — δύο διαφορετικούς κόσμους της ιστορίας. Την αγροτική ζωή, με περιγράμματα όμως της έσω αλήθειας της και όχι της ευδαίμονος, ειδυλλιακής, ωραιοποιημένης εικόνας- φιγούρες με μαύρα μαντήλια, ρυτιδιασμένα πρόσωπα, χαμόγελα που δείχνουν ψεύτικα δόντια, παραμορφωμένα χέρια, και δάχτυλα που γυρνάνε στο μπρίκι το κουτάλι… ένα τοπίο φολκλορικής αποτύπωσης σε φωτογραφικό στιγμιότυπο εξαστισμένου επισκέπτη. και η αλαζονική αφέλεια της ρητορικής του: ωραία είστε εδώ, απλά,/ ε, γιαγιά;/
Είναι ο αστός επισκέπτης, αυτός που θ’ αφήσει τα κάθε είδους απορρίμματα-το ρυπογόνο κεφάλαιο του αστικού πολιτισμού του για να επιστρέψει —μετά το μικρό διάλειμμα των διακοπών του— στη θλιβερή δυστοπία της: στο διαμέρισμα-κλουβί, στο καυσαέριο, στη θλιβερή πλατεία, στις βρόμικες πλάκες της και στα άσκοπα περιφερόμενα ανθρώπινα κορμιά χωρίς σθένος/κάποτε χωρίς νόημα/κι ο χρόνος περνάει/τικ τακ.
Η ποιήτρια δεν φαίνεται να βρίσκει την ισορροπία της σε κανέναν κόσμο, σε κανέναν πολιτισμό. Η νατουραλιστική της αποτύπωση, προϊόν μιας ορθολογικής και ευαίσθητης πρόσληψης της ιστορίας και των ανθρώπινων κοινωνιών, κάτω από τον «γκρίζο τους ουρανό» δεν της παρέχει καταφύγιο ούτε στο παρελθόν, πολύ περισσότερο στο σύγχρονο παρόν, στο οποίο και η ίδια μετέχει. Αλλά πού θα αναζητήσει και πού θα αποθέσει την ελπίδα της για το καλύτερο αύριο; Μια αγωνιστική δύναμη διαπερνά το κοινωνικό-πολιτισμικό κατηγορώ της και διατρέχει τη ραχοκοκαλιά τής όλης ποιητικής της σύνθεσης. Έτσι, σε μια θεατρική αποστροφή-πέντε στίχων της έκτης καταληκτικής ενότητας- θα φέρει ενώπιον των καταγγελτικών ερωτημάτων της νέας γενιάς, τη δική της ένοχη γενιά. Η ευθύνη πια για τον «καλύτερο κόσμο» βαραίνει —με τον όποιο τρόπο— τις πλάτες του καθενός…

τι έκανες σήμερα, μπαμπά;/έκανες τον κόσμο λίγο καλύτερο;/κι εσύ, μαμά;/ τι καλό έκανες σήμερα;

Με μια οξεία αίσθηση της σύγχρονής της πραγματικότητας αλλά και με μιαν αυτοκριτικά —ως πολίτης— ηθική βίωση της ζωής, η Αλεξία Καλογεροπούλου έχει αναχθεί σε καίριο σημείο της ποιητικής κοινωνικής λειτουργίας: την αφύπνιση μιας κοινής συνείδησης, τη σφυρηλάτηση ενός ήθους πολίτη και προπάντων ανθρώπου. Ο ποιητικός της λόγος απλός, ουσιαστικός, χωρίς υπερβολές, φωνασκίες ή ακρότητες, εκπέμπει νεανικό θάρρος, πειθώ, ειλικρινές αίσθημα και πίστη στο συλλογικά βέλτιον. «Τα ποιήματα», θα γράψει ο Ρίλκε, συμβαίνουν μόνο σε κείνους τους ανθρώπους οι οποίοι δίπλα και πίσω από τις συνηθισμένες, κοινές αισθήσεις, φυλάνε έναν αφανέρωτο θησαυρό αισθημάτων γιορτινών…»

Αυτόν τον αφανέρωτο θησαυρό μας αποκαλύπτει η λεπταίσθητη «θύελλα» της Αλεξίας Καλογεροπούλου, και μας καλεί σε μια πράξη μέθεξης, αρκεί μόνο να συνταυτίσουμε τα καθημερινά μας αισθήματα με κείνα των ονείρων.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: