Μια πρώτη γνωριμία με την σκέψη του Κώστα Αξελού

—————————————————————
( ΓΙΑ ΕΝΗΛΙΚΕΣ ΑΡΧΑΡΙΟΥΣ ΣΤΗΝ ΑΝΟΙΧΤΗ ΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ΠΛΑΝΗΤΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ )
—————————————————————

Κώστας Αξελός, «Το παιγνίδι του κόσμου», μτφρ. Κατερίνα Δασκαλάκη, Εστία 2018

Μια πρώτη γνωριμία με την σκέψη  του Κώστα Αξελού

Το Παιγίδι του κόσμου, το οποίο δικαίως, αν και αμήχανα, θεωρήθηκε το οpus magnum του Κώστα Αξελού,[1] όχι τόσο για την έκτασή του όσο για την πυκνότητα των νοημάτων του, είναι καρπός του παιγνιδιού της σκέψης, όπως συγκρατημένα  ο Αξελός αποκαλεί  τον άθλο της συγγραφής του, και κατέχει δεσπόζουσα θέση στην εργογραφία του φιλοσόφου.
Μιλώ για άθλο γιατί στο Παιγνίδι του κόσμου, ο Αξελός περιπλανώμενος στην δυσπρόσιτη ήπειρό του υπό συνεχή και ασυνεχή διαμόρφωση όντος/είναι, χαρτογραφεί την σπειροειδή διάταξη της ολότητας του κόσμου και των ενδοκοσμικών ολοτήτων που φτιάχνουν άνθρωποι και πολιτισμοί, με την κίνησή τους σε συγκεκριμένους χρονο-τόπους, εντός του. Απ΄αυτή την άποψη, το έργο του, όπως από τις πρώτες σελίδες του αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης, βρίσκεται στους αντίποδες του έργου τού Μ. Heidegger ή του E. Cioran.
Από την χαρτογράφηση του κόσμου και των κόσμων εντός του, και από τις επάλληλες ανιχνεύσεις των τρόπων εκτύλιξης του διαμορφούμενου είναι τους προκύπτει η δυναμική οντολογία που εκθέτει ο Αξελός, στο έργο αυτό, πριν από πενήντα ολόκληρα χρόνια.
Πρόκειται για την πρώτη καινοτόμο Μεταφυσική πραγματεία της πλανητικής εποχής, όπως αποκαλεί ο συγγραφέας την φάση που διαδέχθηκε την εποχή της μοντερνικότητας. Και δεν θα άντεχε την πολυμέτωπη αποδόμηση του μεταδομισμού, αν η ανοιχτή σκέψη που την συνέλαβε και την συγκρότησε δεν είχε την δύναμη να αποδώσει, με τα δικά της σημάδια, σύμβολα, αρχές, έννοιες και μεταφορές, τη δυναμική ενός κόσμου, που ύστερα από πέντε αιώνες μοντερνικότητας, φαίνεται να υπέκυψε στην κυριαρχία της Τεχνικής, αυτοτιθέμενος σε ένα καθεστώς κατάρρευσης και συγχρόνως αναδιαμόρφωσης.
Το παράδοξο αυτό καθεστώς πτώσης και μαζί ανόρθωσης που διανύει ο κόσμος της πλανητικής εποχής των τελευταίων πενήντα χρόνων, ανίσχυρο να ανακόψει την προϊούσα ισοπέδωση του Υποκειμένου της ποιητικής σκέψης, γίνεται το έναυσμα για τις αντιστάσεις του στην αλόγιστη χρήση της Τεχνικής.
Γιατί, πολλά χρόνια τώρα, η θετικιστική εργαλειακή λογική του know-how συνδέει την ποίηση με την καλλολογία και την σκέψη με κατηγορίες, έννοιες, μεθόδους οργάνωσης και παραγωγής αγαθών κόστους δυσανάλογου προς το υπερκέρδος που αποφέρουν, και με τον τρόπο αυτό, παραβλέπει ή αποκλείει ποιότητες που η αξία τους δεν είναι της τάξης μεγέθους που καθιερώνει το χρήμα ως μέτρο πάντων .
Σε μια τέτοια συνθήκη, σημαίνοντες στοχαστές είναι μοιραίο να μην κατανοούνται στην εποχή τους, αλλά σε κατοπινές περιόδους, όταν το επερχόμενο που διαβλέπουν στα γραπτά τους έχει γίνει πραγματικότητα. Ακραίο παράδειγμα μεταξύ άλλων, ήταν η περίπτωση του Τζιορντάνο Μπρούνο (1548-1600) που χρειάστηκε να καεί στην πυρά ως αιρετικός για την ιδέα του απείρου και των πολλαπλών κόσμων του σύμπαντος ή του Τζιαν Μπαττίστα Βίκο (1678-1744) που αγνοήθηκε επειδή αντιπαρέθεσε την κυκλικότητα του χρόνου στο ρεύμα του καιρού του που συνέδεσε την Ιστορία με την γραμμική εξέλιξη. Τέτοια είναι και η περίπτωση του Κώστα Αξελού που παρακάμπτεται στο μέτρο που αντιπαραθέτει την αρχέγονη ποιητική σκέψη στην τεχνογνωσία στην οποία οδήγησε η οντοθεολογία, επιστρατεύοντας μάθηση, γνώση, συνείδηση και επιστήμη.
Η οντοθεολογία οδήγησε στην τεχνογνωσία, περιθωριοποιώντας τη δυνατότητα της σκέψης να δημιουργεί σημάδια και σύμβολα, σημασίες και νοήματα που προχωρούν πέραν της τεχνικής επεξεργασίας κατηγοριών, μεθόδων και εννοιών εργαλειακού και λογιστικού χαρακτήρα.
Υπ’ αυτή την έννοια, αν η τεχνοεπιστήμη προωθεί την παραγωγή εμπορευματοποιημένων υλικών αγαθών και την κατανάλωσή τους, με τη μεσολάβηση του χρήματος, η ποιητική σκέψη με τις αποκαλύψεις της, δημιουργεί όσα αναγκαία ενισχύουν τη θέληση για ζωή, καθιστώντας μας παίκτες ικανούς να ριχτούμε στο παιγνίδι του κόσμου ως κυβευτές που διακινδυνεύουν την ευόδωση των εγχειρημάτων δημιουργίας και θέσμισης, εν γνώσει τους ότι υπάρχουν και οι ίδιοι ως παίγνια.
Όλα όσα ενισχύουν τη θέληση για ποιητικά εγχειρήματα που αναμετριώνται με την τύχη και την πιθανότητα να μην ευοδωθούν, η τεχνογνωσία τα απαξιώνει ως δευτερεύοντα ή περιττά, επειδή απειλούν τον χρηματιστηριασμό που a priori τα αποκλείει. Ετσι, σθένος, φρόνημα συντονισμός των ψυχικών και εγκεφαλικών λειτουργιών που καλλιεργεί η παιδεία θυσιάζονται στον βωμό της κατάρριψης ποικίλων ρεκόρ αγοράς και πωλήσεων. Αποτέλεσμα είναι η καλή έκβαση του παιγνιδιού της ζωής και του κόσμου που παίρνει τη μορφή αγώνα, παραγωγής, θέσμισης και δημιουργίας να ανατίθεται στις ασήμαντες μετριότητες, αποκλείοντας τους υψηλού κινδύνου σημαίνοντες και άριστους κυβευτές.
Αλλά τι είναι και τι συμβολίζει το παιγνίδι (την παιδιά, ludus) του κόσμου και των ανθρώπων; Για τον Αξελό, το παιγνίδι του κόσμου και των ανθρώπων είναι και συμβολίζει την περιπλάνησή τους σε διεργασίες που κινητοποιεί στο γίγνεσθαί του το Παρμενίδειο εόν.
Υπ΄αυτή την έννοια, η σκέψη που ρίχνεται στο παιγνίδι του κόσμου, αντλεί τη δυναμική της από την κίνησή της στην τροχιά της ιστορικότητάς της με τη μορφή ενός συνεχούς και ασυνεχούς γίγνεσθαι.
Στο Παιγνίδι του κόσμου, ο συγγραφέας, παρακολουθεί, από τη σωστή εγγύτητα / απόσταση, το κύβευμα του κόσμου που συστήνει μια διαφοροποιημένη και συγχρόνως διαφοροποιητική ενότητα . Εντός της, τα κυβεύματα των ανθρώπων θέτουν σε διακινδύνευση το ένα το άλλο, με ήττες και νίκες που τους επιφυλάσσονται ταυτοχρόνως ή εναλλάξ, κατά τον χρόνο του γίγνεσθαι. Μέσα στον τρισδιάστατο (παρελθον-παρόν-μελλον) του χωροχρόνου του κόσμου ενθυλακώνονται το άπειρο, η αιωνιότητα το τετραδιάστατο συνεχές της ζωής.

Για να περιπλανηθούμε με άνεση μέσα στο έργο, χρειάζεται να σταθούμε στην ιστορική συνθήκη εκκόλαψης και συγγραφής του. Θα εννοήσουμε, έτσι πόσο επίκαιρο είναι, για εμάς, σήμερα.
Από το 1950 και μέχρι τον θάνατό του, ο Αξελός σκέπτεται και γράφει ως να ζει ήδη σε ένα κόσμο που δεν είναι-πια, και την ίδια στιγμή, δεν είναι-ακόμη, καθώς αυτό που διέβλεπε να επέρχεται, διέκοπτε τη συνέχειά του με ό,τι εξακολουθούσε να υπάρχει, ενώ είχε παρέλθει.
Πράγματι, στο κλίμα ψυχοσωματικής και πνευματικής αποστέγνωσης που προκαλούσε και προκαλεί η εργαλειακή ορθολογικότητα, σε συνδυασμό με τη μυθοποίηση του καταναλωτισμού και την ηθική του πλαστού γοήτρου που ανέδειξε, τίποτα δεν έδειχνε, μέσα την δεκαετία του 1960, τον κίνδυνο να φραγεί η άλλοτε ανοδική και άλλοτε καθοδική σπείρα που διαγράφει ο λόγος στη μακραίωνη ιστορία του. Γέννημα, ωστόσο, της πρώτης φιλοσοφίας που εξελίχθηκε σε μεταφυσική γενική (Metaphysica generalis) και ειδική (Metaphysica specialis) και σε οντοθεολογία, με κύρια βλέψη την κυριαρχία και τη συγκρότηση μιας λογικής της κυριαρχίας, η Τεχνική χωρίς αυτεπίγνωση, χωρίς γνώση, δηλαδή, της ουσίας της, φαίνεται να επιδιώκει ένα τελειωτικό, ει δυνατόν, πλήγμα στη μάθηση , στην γνώση και στην συνείδηση του τι, του γιατί και προς τι που συμπληρώνουν την γνώση του πώς από όπου η ίδια προέκυψε.
Ο Αξελός διαβλέπει τα σημάδια της εντεινόμενης τεχνοποίησης που μετατρέπει τους ανθρώπους σε ομοιώματα του εαυτού τους, κενώνει το περιεχόμενό τους, μουμιοποιεί τη μορφή τους, και τους ξεριζώνει από τη μόνη γη της επαγγελίας που διαθέτουν: την παγκόσμια χωρο-χρονική Ιστορία. Καθώς ο κίνδυνος αυτός απειλεί ολόκληρο τον πλανήτη, ο στοχαστής φιλόσοφος ζητά να διεγείρει αντιστάσεις στην υπερχρήση της Τεχνικής που εξαφανίζει την απορητική σκέψη με αποτέλεσμα τον εκβαρβαρισμό, που εξοικειώνει τους κυβευτές –θεατές και δράστες ανίερων βεβηλώσεων– με την κτηνωδία.
Αυτή είναι η βλέψη του συγγραφέα, όταν, στο Παιγνίδι του κόσμου, εξηγεί το τι, γιατί, και προς τι του κυβεύματος, ανανεώνοντας εκείνη τη φιλοσοφική παράδοση που του εξασφάλισε τις προϋποθέσεις για την ευόδωση του εγχειρήματός του και τον τρόπο που του επιτρέπει να υλοποιήσει την βλέψη του. Και βέβαια, ο Αξελός δεν ήταν ο μόνος. Στην ισοπέδωση της τεχνοποιημένης πραγματικότητας αντιστέκονται σκεπτόμενοι θεωρητικοί, επιστήμονες, ποιητές και φιλόσοφοι, δημιουργοί ενός λόγου ικανού να προσανατολίσει τον μαζοποιημένο άνθρωπο της μεταπολεμικής κοινωνίας, προβάλλοντας ως δύναμη κρούσης την ενοποιητική και διαφοροποιητική τριάδα του λέγειν –νοεῖν τε– και είναι. Για τέτοιου είδους σπουδαία πνεύματα, ο Χέγκελ έλεγε ότι καταδικάζουν τους επιγόνους τους να εξηγήσουν το έργο τους.
Αυτή είναι και η θέση της γράφουσας, θιασώτη, της ανοιχτής –εναδικής, τριαδικής, κυκλικής– σκέψης, η οποία αναλαμβάνει, εδώ, με μια κατά το δυνατόν ευσύνοπτη διαδικασία, να δείξει σε ένα εν προόδω ολόγραμμα, το εγχείρημα του Αξελού να υπερβεί την παραδεδομένη οντοθεολογία , προβληματοποιώντας τις λογικές, τις μεθόδους και τις θεματικές του λόγου και της φύσης, του θεού και του κόσμου, του ανθρώπου και της παγκόσμιας ιστορίας του.

Σε αντίθεση με τον Χάιντεγκερ, ο Αξελός διανοίγει την παραδεδομένη απορητική, θέτοντας ερωτήματα που κάνουν την άγρυπνη σκέψη να αναζητήσει, μέσα από τις βιωματικές και πολιτικές εμπειρίες αγώνων και αστοχιών της, απαντήσεις που φωτίζουν το μη είναι ως μη –είναι –ακόμη, ως δυνατόν-είναι, δηλαδή.

Το πρώτο που χρειάζεται να επισημάνουμε είναι ότι στο Παιγνίδι του κόσμου, ο συγγραφέας του ακολουθεί τα ίχνη του Καντ και του Χέγκελ που διείδαν τον κίνδυνο του μηχανικισμού της εποχής τους να εξαφανίσει την ανθρωποδικία την οποία αντέταξαν στην θεοδικία και στην πολιτική θεολογία. Ετσι, ο Αξελος αντί να αντιπροτάξει στο είναι εν τω γίγνεσθαι το δέον-είναι, μας αποκαλύπτει το δυνατόν-είναι με τη μορφή ενός μη –είναι– ακόμη που διανοίγει τον ορίζοντα της σκέψης επιτρέποντάς της να διείδει πέρα από τις σχηματοποιήσεις, τις αφαιρέσεις, τις ιδεολογικές μυστικοποιήσεις που ισοπεδώνουν την δυναμική της .
Το Παιγνίδι του κόσμου γράφεται στα μέσα της δεκαετίας του 1960, στη φάση δηλαδή της καπιταλιστικής υπερανάπττυξης και των καρναβαλικών συνεπειών της και εκδίδεται ένα μόλις χρόνο μετά τον Μάη του ’68 και τις ελπιδοφόρες θεσμικές αλλαγές που εκόμισε.
Το 1969, τίποτα δεν έδειχνε ότι η παγκόσμια ιστορία, αποτυπώνοντας άπειρες βιωματικές εμπειρίες, στο πέρασμα χιλιετηρίδων, οδηγούνταν σε μια κρίσιμη στροφή, ολοφάνερη, σήμερα ώστε να την βλέπουν ακόμη και οι πλέον δογματικοί και προκατειλημμένοι.
Με αυτή την στροφή την οποία ταύτισε με καταστροφή, ο Χάιντεγγερ (1889-1967) επιβεβαίωνε, την κατάληξη της φιλοσοφίας, ύστερα από την μακραίωνη ανάπτυξή της στο κλειστό σύστημα της τεχνικής. Τη βεβαιότητά του ότι μόνη διαφυγή της φιλοσοφίας από τον ισόπεδο κύκλο της ήταν η επιστροφή της στον Παρμενίδη, ο Γερμανός φιλόσοφος την στήριξε στην άποψη ότι ο μηδενισμός ως ουσία και ως συμβεβηκός της μοίρας των λαών της Δύσης, ήταν το στίγμα της αποκτήνωσης που φέρουν στο κύτταρό τους ανώτεροι πολιτισμοί, καθώς βαθμιαία αποκόβονται από τις εποικοδομητικές δυνάμεις του πνεύματος.
Στην άποψή του συνηγόρησε εν πολλοίς το ότι ο Γερμανός φιλόσοφος υπήρξε άμεσος κληρονόμος του αριστοτελικού πλατωνισμού, τον οποίο ο Θωμάς Ακινάτης – γενάρχης της μεσαιωνικής φιλοσοφίας της Δύσης, επεξεργάσθηκε με τρόπο ώστε να εξοβελίσει το γίγνεσθαι από την μεταφυσική θεοδικία, μετατρέποντας το παρμενίδειο εόν σε όν.[2]  Αποτέλεσμα ήταν, για πέντε και παραπάνω αιώνες, τόσο για τη μεσαιωνική όσο και τη νεότερη φιλοσοφία, ο κόσμος ως δημιούργημα του θεού να παραμένει σταθερός, στατικός και αναλλοίωτος. Και χρειάστηκε η απορία του Καντ (1724-1804) σχετικά με τις αντινομίες και τις αντιφάσεις που αντικρούουν το σταθερό και αναλλοίωτο της φύσης για να καταστεί το είναι στο γίγνεσθαί του αντικείμενο της χεγκελιανής φιλοσοφίας και της επεξεργασίας μιας μη τυπικής λογικής , όργανο μιας δυναμικής οντο-γνωσιοθεωρίας.Για τον Χέγκελ (1770-1830) η διαλεκτική (κριτική) άρνηση είναι θετική εφ᾽όσον καθιστά δυνατές τις υπερβάσεις και τους μετασχηματισμούς που έχει σαν αποτέλεσμα. Με τη σειρά τους, ο Μαρξ (1818-1883) και ο Νίτσε (1844-1900) ακολουθούν την χεγκελιανή παράδοση, και εστιάζουν το κύβευμά τους ο ένας στην επιστημονική εξήγηση και ο άλλος στην ερμηνευτική κατανόηση, αντιμετωπίζοντας και οι δυο, ωστόσο, τον κόσμο και τον άνθρωπο υπό την οπτική γωνία που μετατρέπει το βάθος του χώρου, που όριζε η γραμμική προοπτική ή αλλιώς perspectiva artificialis, σε βάθος χρόνου. Ο Χάιντεγκερ σε μια προσπάθεια να υπερκεράσει την χεγκελιανή παράδοση, αρνείται την θετικότητα της διαλεκτικής άρνησης, με αποτέλεσμα να αναγάγει την στροφή σε καταστροφή μέσω της λήθης που επέρχεται κατά το χρεών.
Κινούμενος, με βάση την τυπική αρχή του αποκλεισμού του τρίτου, στον στενό και συσκοτιστικό ορίζοντα που συνεπάγεται ο διαχωρισμός του οντικού (της Φύσης) από το οντολογικό (την Ιστορία ή την ύπαρξη) ακινητοποιώντας τον χρόνο, ο Χάιντεγγερ θεωρεί την καταστροφή και τον μηδενισμό της αναπότρεπτα ώστε μόνον ένας θεός να μπορεί να μας σώσει. Αυτά δηλώνει στο Σπήγκελ το 1966, λίγο πριν από τον θάνατό του, ενώ στο κείμενό του «Die Technik und die Kehrre», είχε ήδη κάνει σαφές ότι η μόνη διέξοδος ήταν η συμφιλίωση με το μοιραίο.

Ο Αξελός, «παραγκωνίζοντας φιλικά» τον Χάιντεγκερ, στο Παιγνιδι του κόσμου που γράφει, στο ίδιο διάστημα, αντιτάσσεται στη στροφή/καταστροφή, αντιπαραθέτοντας στη χαϊντεγκεριανή λήθη που παίρνει τη μορφή αναγκαστικής απόκρυψης, το «αμνημόνευτο» και «το προ αμνημονεύτων», αυτό δηλαδή που δεν μνημονεύεται και δημιουργεί έτσι προσκόμματα στην αναζήτηση της αλήθειας.
Για τον Χάιντεγγερ, η στροφή/καταστροφή αντλεί την δήθεν αναγκαιότητά της από την αδράνεια της βούλησης. Ο Αξελός, ενώ γνωρίζει τον Χάιντεγκερ όσο λίγοι από τους Γάλλους μεταδομιστές που έθεσαν τη φιλοσοφία του ως αφετηρία των δικών τους αποδομήσεων, βλέπει, χωρίς πολεμική διάθεση, στο πρόσωπό του Γερμανού φιλοσόφου, έναν εθνικιστή, μηδενιστή, αθεϊστή, μη δημοκράτη που μοιρολατρικά παραιτείται από την αναζήτηση λύσεων του προβλήματος της κυριάρχισης της τεχνικής. Αν κάτι διατηρεί ο Αξελός από την επιδραστική ανάγνωση των έργων του Χάιντεγγερ, είναι η παράδοση της ποιητικής μεταφυσικής και του μυστικού και μεσσιανικού λόγου με τον οποίο αρθρώθηκε, κατά την δεκαετία 1918-1927, όταν μια σειρά έργων των Γερμανών και Αυστριακών Ερνεστ Μπλοχ, Σπένγκλερ, Ρόσενβεγκ , Λίο Στράους, Καρλ Κράους δημιουργούν ένα ρεύμα γλώσσας και ύφους που δεν άφησε αδιάφορο τον συγγραφέα του Είναι και χρόνος και κατοπινών κειμένων.[3]
Σε αντίθεση με τον Χάιντεγκερ, ο Αξελός διανοίγει την παραδεδομένη απορητική, θέτοντας ερωτήματα που κάνουν την άγρυπνη σκέψη να αναζητήσει, μέσα από τις βιωματικές και πολιτικές εμπειρίες αγώνων και αστοχιών της, απαντήσεις που φωτίζουν το μη είναι ως μη –είναι –ακόμη, ως δυνατόν-είναι, δηλαδή. Απαντήσεις που προσανατολίζουν με ψυχραιμία και θέρμη, ρεαλιστικά και ρομαντικά, όπως προτείνει ο ίδιος, την διακυβέρνηση, την διαβούλευση, την διαχείριση, με τρόπο γόνιμο και παραγωγικό. 

Έτσι, τον καιρό που το ρεύμα των Γάλλων μεταδομιστών, υπό την ενθουσιώδη επίδραση του Χάιντεγκερ, παύει να επενδύει σε ολιστικές προσεγγίσεις, με το έωλο επιχείρημα ότι είναι ολοκληρωτικής έμπνευσης, ο ίδιος ο Αξελός, διακινδυνεύοντας την περιθωριοποίησή του από το στερέωμα της Γαλλικής μεταμοντέρνας διανόησης, εμμένει στην χεγκελιανή παράδοση και την ηρακλήτεια καταγωγή της, στην οποία κινήθηκε από την εφηβεία και την τόσο ώριμη νεότητά του, πράγμα που αποτυπώνεται στις Φιλοσοφικές δοκιμές του που εκδίδονται το 1952, στην Αθήνα. Την ίδια παράδοση ανιχνεύει, στην πρώτη τριλογία των μεταφυσικών μελετών του (1956-1962) με το Ο Μαρξ, στοχαστής της τεχνικής, Ο Ηράκλειτος και η Φιλοσοφία και τα Arguments.
Η σύντομη διασταύρωσή του με τον Χάιντεγκερ γρήγορα γίνεται μια παρένθεση, μια και στις μεταφυσικές μελέτες του αυτής της πρώτης τριλογίας, ο Αξελός προβάλλει ως αντίστιξη στον χαϊντεγγεριανό φαταλισμό, τον Ηράκλειτο, φιλόσοφο του γίγνεσθαι του χρόνου και της κύβευσης, στο ένα άκρο, και στο άλλο, τον Μαρξ που ανέδειξε την τεχνική ως δύναμη όχι καταστροφής, αλλά απελευθέρωσης της ανθρώπινης ύπαρξης από τον μόχθο.
Από την ηρακλείτεια προ-φιλοσοφία στην μαρξική μετα-φιλοσοφία, μέσω μιας μακράς περιπλάνησης στην ακολουθία των μεθερμηνειών που δέχθηκε ο αριστοτελικός πλατωνισμός από τον Ακινάτη ώς τον Ντεκαρτ, και από τον Λάιιμπνιτς ώς τον Χέγεκλ, ο Αξελός αντιπαρατίθεται στον αδρανοποιητικό μηδενισμό της χαϊντεγκεριανής αποδόμησης, κομίζοντας νέες δυνατότητες να σκεφθούμε διαφορετικά απ΄ό,τι σκεφτόμαστε.[4] Ετσι, ενώ ο Χάιντεγκερ απέκλεισε την υπέρβαση της δογματικής μεταφυσικής και της λογικής της που έφερε σε πέρας η χεγκελιανή παράδοση και ενώ συμβιβάστηκε με την τεχνική ως δύναμη εξόντωσης της φιλοσοφίας για να χαθεί σε δρόμους που δεν οδηγούν πουθενά, ο Αξελός, με αταλάντευτη τη μνήμη της δικής του απαρχής που δεν χάνεται στη λήθη, αλλά στο προσωκρατικό « αμνημόνευτο» , διανοίγει και την αφηρημένη σκέψη και την τυπική λογική της και την συγκεκριμένη σκέψη και την διαλεκτική λογική της.
Προσανατολιζόμενος στο άνοιγμα των δυνατοτήτων της σκέψης να παρατείνει το τέλος της, θέτει σε επάλληλους κύκλους ερωτήματα που ο δογματισμός και ο φανατισμός, ο αλόγιστος ενθουσιασμός, η εφησυχαστική ή σαγηνευτική απελπισία δεν μας επέτρεπαν να θέσουμε.

Η ανοιχτή σκέψη δείχνει ότι είναι σε θέση να δίνει απαντήσεις που να μην ακυρώνουν, με την ασφυκτική βεβαιότητά τους, τις ριζικές απορίες από τις οποίες προέρχονται. Με τον τρόπο αυτό, συμβάλλει στη διάνοιξη του μεταφιλοσοφικού πεδίου, μακριά από τις πανηγυρικές επιτυχίες του μεταμοντέρνου ρεύματος και την πεισιθάνατη αδιαφορία που διαχέει η τεχνοεπιστήμη με τον θρίαμβό της, εφόσον στο δεδομένο πλαίσιο της εντεινόμενης τεχνοποίησης της πραγματικότητας, ο μηδενισμός αντιμέτωπος με τις ανησυχίες που προκαλεί, στη μανία του να διαχυθεί στον πλανήτη, ερωτοτροπεί με έναν νεκραναστημένο ψόφιο ρομαντισμό που τον εμφανίζει μελαγχολικό ή χαρούμενο, και αυτό-παρουσιαζόμενος ως αντιρεύμα, γίνεται μόδα σε Δύση και σε Ανατολή.
Κι ενώ η μεταμοντέρνα φιλοσοφία υποδέχεται τον ακραίο σχετικισμό του «όλα ισχύουν» που επιτρέπει το τίποτα, ο Αξελός, μοναχικός με δική του επιλογή που την κάνει μοίρα του, μακριά από όσους συνωστίζονται, φοβούμενοι την απομόνωση του περιθωρίου, αντί να κινηθεί στο πλαίσιο μιας επιστημολογίας που να δικαιολογεί και να νομιμοποιεί την βλέψη κυριαρχίας της μυθοποιημένης και μυθοποιητικής Τεχνικής και αντί να καταφύγει στον βιοποριστικό ακαδημαϊσμό, εκδίδει, το 1969, το Παιγνίδι του κόσμου, στο πλαίσιο της δεύτερης Τριλογίας του ( 1969-1977) που συμπληρώνει τα έργα Για μια προβληματική ηθική και Συμβολή στη Λογική.[5]
Τα τρία αυτά έργα της δεύτερη τριλογίας είναι μέρη του πολύπλοκου , πολυσκοπικού εγχειρήματος του Αξελού και δεν διαχωρίζονται ούτε ενώνονται μεταξύ τους. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το Παιγνίδι του κόσμου, λογικά, προϋποθέτει τη Συμβολή στη Λογική που εκδίδεται εφτά χρόνια μετά. Αλλά τίποτα δεν συμβαίνει λογικά μόνο. Συμβαίνει λογικά και παραλογικά, με τρόπο αινιγματικό, εντέλει, που μας κάνει να σκεφτούμε ότι αυτό που, στην πραγματικότητα, έπεται, λογικά , προηγείται. Κάτι ανάλογο ισχύει και για τη μελέτη Ο Ηράκλειτος και η φιλοσοφία που, ενώ λογικά προηγείται, εκδόθηκε μετά από τη μελέτη του για τον Μαρξ, φιλόσοφο της τεχνικής . Η Συμβολή στη λογική (αμετάφραστη ακόμη στα ελληνικά), έργο ύστερο ως προς το Παιγνίδι του κόσμου, εφόσον γράφεται κατά το διάστημα 1973-1976 και εκδίδεται οκτώ χρόνια αργότερα, στην πραγματικότητα είναι πρότερον. Ο Αξελός το θέτει πριν από το Παιγνίδι του κόσμου γιατί σ΄ αυτό εκθέτει τη λογική με την οποία οικοδόμησε το Παιγνίδι του κόσμου και αποκάλυψε την απειρία σχέσεων που απεργάζεται ο ιστορικός χρόνος. Κάτι ανάλογο κάνει και ο καλλιτέχνης, όταν για τους κανόνες που επινοεί και εφαρμόζει για να φτιάξει το έργο του, μιλά μόνον μετά την δημιουργία του. Κι αυτό γιατί λογική, κανόνες και δημιουργία είναι σε συνέργεια. Κάτι ανάλογο συμβαίνει με την επιστήμη της πολυπλοκότητας που παρακολουθεί και κατασκευάζει διαδίκτυα μιας απειρίας σχεδόν συνάψεων και δικτύων.

Το Παιγνίδι του κόσμου δεν παλινορθώνει ούτε αναμορφώνει την παραδεδομένη φιλοσοφία, χαϊντεγκεριανή ή χεγκελιανή, με σκοπό να ξαναμπεί η παλιά μηχανή στις ράγιες μήπως και γίνει πειστικότερη ή παραγωγικότερη.
Το ζήτημα είναι οι μεταμορφώσεις που επιτυγχάνει η ανοιχτή σκέψη κατά την εκτύλιξή της στον ιστορικό χρόνο και που την κάνουν ένα με τη ροή του. Οι μεταμορφώσεις αυτές είναι καρπός υπερβάσεων και παρε-γ-κλίσεων που επιχειρεί η ανοιχτή σκέψη για να αντικειμενοποιήσει απαγορευμένες ή κεκρυμμένες δυνατότητές της.
Προλαβαίνω, εδώ, να πω πως το έργο αυτό είναι το μοναδικό αρχιτεκτόνημα μιας ανοιχτής μεταφυσικής σκέψης στην καρδιά της πλανητικής εποχής, που καλεί τον αναγνώστη να το περιηγηθεί και να εννοήσει το γίγνεσθαι του κόσμου και του ανθρώπου στην σπείρα που σχηματίζουν σκάλες ανόδου και καθόδου, και μας επιτρέπει να δούμε από ψηλά, αλλά και από τα βάθη, τα επιτεύγματα (μεταμορφώσεις και μετασχηματισμούς) που πραγματοποιεί ο λόγος ως νοεῖν τε και λέγειν στη σχέση του με τον κόσμο, τη φύση, τον θεό και τον άνθρωπο, 3+1, στην ημιτονοειδή κινησή τους.

Κατά την έξοδό τους από το μεγαλειώδες κτίσμα που συστήνει αυτό το μνημειώδες έργο, οι αναγνώστες- επισκέπτες του ίσως αναρωτηθούν πώς μπόρεσε αν και μετέωρο να ορθωθεί, διατηρώντας την πλαστικότητα των όγκων του. Ισως ακόμη αναρωτηθούν αν η στατικότητά του αντέχει την ανέγερση κι άλλων επιπέδων της κλίμακας που θα διευρύνουν την ακτίνα θέασης, κάνοντας θεατές και δράστες του παιγνιδιού του κόσμου και του ανθρώπου, να αισθανθούν σαν πετούμενα πάνω από βουνά και κάμπους αυτού του μοναδικά ωραίου πλανήτη.
Ο Αξελος που διορατικά αφουγκράσθηκε αυτές τις απορίες ως ερωτηματικές επιφυλάξεις, εκθέτει την λογική του κυβεύματος του κόσμου και των κυβευμάτων των ανθρώπων στην συνεχώς αυξανόμενη πολυπλοκότητά τους,, στο έργο του Contribution à la Logique, που όπως ειπώθηκε παραπάνω, γράφει μεταξύ 1973- 1976, και εκδίδει το 1977 στο πλαίσιο της δεύτερης τριλογίας του, για να ανταποκριθεί στις βάσιμες, σε πρώτη ματιά, ανησυχίες του αναγνώστη.
Αυτή τη ανοιχτή σκέψη και τη λογική της, σήμα των ποιητικών κυβευμάτων της τέχνης, της επιστήμης, της φιλοσοφίας, ο Αξελός την επεξεργάστηκε, υπό την ώθηση μιας λιβιδικής, όπως την αποκαλεί, ενόρμησης για σκέψη. Οπως και η ενόρμηση για τον έρωτα και τον θάνατο, και η ενόρμηση για σκέψη έχει την έρεισή της στο Αυτό. Αλλά το Αυτό, ( id ) δεν είναι μόνον το φροϋδικό ασυνείδητο, είναι ο ίδιος ο κόσμος / που η σιωπή του μας υπαγορεύει λόγο και έργα καμωμένα με παλμό και θέρμη ψυχής.

ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.
Το παιχνίδι του κόσμου του Κώστα Αξελού

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: