Lux in tenebris : Η λιτανεία της σιγής στους πίνακες του Στέλιου Πετρουλάκη

«Το πορτοκαλί φόρεμα», 2018, λάδι σε μουσαμά 140x120 εκ.
«Το πορτοκαλί φόρεμα», 2018, λάδι σε μουσαμά 140x120 εκ.

Ο δια­πρε­πής τε­χνο­κρι­τι­κός E. H. Gombrich, στο «κλα­σι­κό» βι­βλίο του Σκιές (Shadows, 1995)[1] πα­ρα­θέ­τει τη διε­ρώ­τη­ση του Κι­κέ­ρω­να, ανα­φο­ρι­κά με το «πό­σα βλέ­πουν οι ζω­γρά­φοι στις σκιές (...) που εμείς δεν βλέ­που­με».[2] Ο Στέ­λιος Πε­τρου­λά­κης (γενν. 1977), στην τε­λευ­ταία του ει­κα­στι­κή δου­λειά, πα­ρα­λαμ­βά­νο­ντας το νή­μα από προ­γε­νε­στέ­ρους ομο­τέ­χνους του, ανα­βιώ­νει την μα­κραί­ω­νη πα­ρά­δο­ση της πε­ρί­τε­χνης και πάλ­λου­σας φω­το­σκί­α­σης στον ει­κα­στι­κό χώ­ρο. Ο ζω­γρα­φι­κός του φα­κός συλ­λαμ­βά­νει με ασπαί­ρου­σα αι­σθα­ντι­κό­τη­τα τη γυ­ναι­κεία μορ­φή in tenebris, σε –απρό­σι­τες στο κοι­νό βλέμ­μα– στιγ­μές ιδιω­τι­κό­τη­τας και ακραγ­γί­ζει με τρυ­φη­λό­τη­τα στιγ­μές του εσώ­τε­ρου βί­ου της. Στην ει­κα­στι­κή μυ­θω­δία του Πε­τρου­λά­κη, η μυ­στη­ρια­κή χοϊ­κό­τη­τα των σκου­ρό­χρω­μων γυ­ναι­κεί­ων μορ­φών απο­δί­δε­ται με στιλ­πνή πλα­στι­κό­τη­τα και ανε­πι­τή­δευ­τη απλό­τη­τα, ενώ η απα­στρά­πτου­σα στο­χα­στι­κό­τη­τα της μορ­φής τους ενα­γκα­λί­ζε­ται τη γα­λή­νια εν­δο­στρέ­φεια της στά­σης τους. Ο υπό­κω­φος ψί­θυ­ρος του μύ­χιου και η χα­μη­λό­φω­νη στίλ­βη του άδη­λου υπο­βάλ­λο­νται μυ­στα­γω­γι­κά στον θε­α­τή με τους ιρι­δι­σμούς που εκ­πέ­μπει το τερ­πνό γυ­ναι­κείο σώ­μα: η λε­πταί­σθη­τη πλημ­μυ­ρί­δα των θερ­μών χρω­μά­των ανα­θάλ­λει αντι­στι­κτι­κά στη σκιά του γρι­φώ­δους γυ­ναι­κεί­ου πε­ρι­γράμ­μα­τος. Η πυρ­ρό­χροη αί­γλη που απο­πνέ­ουν οι σιω­πη­λές γυ­ναι­κεί­ες μορ­φές κα­ταυ­γά­ζει τον πε­ριρ­ρέ­ο­ντα σκη­νι­κό χώ­ρο, απ’ όπου ανα­φέγ­γει η μυ­θο­ποί­η­ση στιγ­μιό­τυ­πων του κοι­νού κα­θη­με­ρι­νού βί­ου.
Ταυ­τό­χρο­να, ο ιδιο­φυ­ής ει­κα­στι­κός εγκολ­πώ­νε­ται με το πι­νέ­λο του την πλού­σια πα­ρά­δο­ση της εγ­γύ­τη­τας (‘intimisme’) στη ζω­γρα­φι­κή, με την οποία μυού­μα­στε έκ­θαμ­βα στη θάλ­λου­σα γε­ω­γρα­φία του πρω­ταρ­χι­κού Εαυ­τού: Ο ζω­γρα­φι­κός χώ­ρος ρευ­στο­ποιεί­ται, απο­δί­δο­ντας αι­νιγ­μα­τι­κά εσώ­τα­το Εί­ναι. Με αυ­τόν τον τρό­πο, ο ρευ­στός εξω­τε­ρι­κός χώ­ρος απο­τυ­πώ­νει πτυ­χές της ζεί­δω­ρης εν­δο­σκό­πη­σης του γυ­ναι­κεί­ου υπο­κει­μέ­νου. Η στο­χα­ζό­με­νη μορ­φή απο­τυ­πώ­νε­ται με φαιά και γαιώ­δη χρώ­μα­τα, ιχνη­λα­τώ­ντας την αψι­μυ­θί­ω­τη σα­γή­νη και την απέ­ριτ­τη θελ­κτι­κό­τη­τα του ερ­μη­τι­κού γυ­ναι­κεί­ου σώ­μα­τος. Οι «τρέ­μου­σες φω­τα­ψί­ες» και η προ­σή­λω­ση «εις εαυ­τόν» των γυ­ναι­κεί­ων προ­σώ­πων συμ­βο­λο­ποιού­νται τε­λε­τουρ­γι­κά από τον χρω­στή­ρα του τα­λα­ντού­χου ει­κα­στι­κού. Συ­νο­λι­κά, το ηδυ­πα­θές γυ­ναι­κείο σώ­μα ει­κο­νο­γρα­φεί­ται με ρό­δι­νες απο­χρώ­σεις και πορ­φυ­ρές αδρές πι­νε­λιές, σε στιγ­μές απα­ρα­σά­λευ­της πε­ρι­συλ­λο­γής και ετα­στι­κής ενα­τέ­νι­σης.

«Σκηνή εργαστηρίου», 2015 λάδι σε μουσαμά 130x110 εκ.
«Σκηνή εργαστηρίου», 2015 λάδι σε μουσαμά 130x110 εκ.

Το μο­τί­βο του χλο­ε­ρού φύλ­λου που απο­δί­δε­ται με νευ­ρώ­δεις πι­νε­λιές κα­τέ­χει δε­σπό­ζου­σα θέ­ση στη μυ­θο­λο­γία του ζω­γρά­φου: Απο­δί­δει τη γε­νε­σιουρ­γό έκλαμ­ψη του στο­χα­ζό­με­νου υπο­κει­μέ­νου, χαρ­το­γρα­φώ­ντας την αει­θα­λή, λαν­θά­νου­σα πνευ­μα­τι­κό­τη­τα της αν­θρώ­πι­νης ύπαρ­ξης. Η αδιά­λει­πτη πα­ρου­σία του χλω­ρού πυ­κνό­φυλ­λου φυ­τού, πα­ρα­πέ­μπο­ντας συ­νειρ­μι­κά στην ομώ­νυ­μη αλ­λη­γο­ρι­κή νου­βέ­λα του Β. Βα­σι­λι­κού «Το φύλ­λο» (1961), ει­κο­νο­ποιεί τη ζέ­ου­σα εν­δο­χώ­ρα του όντος και την ανέ­σπε­ρη ευ­φο­ρία του έσω Εγώ. Κα­τά συ­νέ­πεια, στη Σκη­νή ερ­γα­στη­ρί­ου, ο καλ­λι­τέ­χνης απο­τυ­πώ­νει στον κα­θρέ­φτη όχι το εί­δω­λο του χλω­ρού φύλ­λου, όπως θα ήταν ανα­με­νό­με­νο, αλ­λά ξαφ­νιά­ζει το θε­α­τή, αφού ανα­πα­ρι­στά στη θέ­ση αυ­τή το ίδιο του το πρό­σω­πο, εστιά­ζο­ντας ιλιγ­γιω­δώς το βλέμ­μα του στον απο­δέ­κτη. Με το τέ­χνα­σμα αυ­τό αί­ρε­ται ο ψευ­δαι­σθη­σια­κός μη­χα­νι­σμός ανα­πα­ρά­στα­σης και ανα­κα­λού­νται αντί­στοι­χες αυ­το­α­να­φο­ρι­κές βλεμ­μα­τι­κές απο­στρο­φές του Ρέ­μπραντ.

«Διαβάζοντας ΙΙ», 2018, λάδι σε ξύλο 30x25 εκ.
«Διαβάζοντας ΙΙ», 2018, λάδι σε ξύλο 30x25 εκ.

Έτσι, ο Πε­τρου­λά­κης θέ­τει στον «επί­μο­νο» θε­α­τή του το κρί­σι­μο ζή­τη­μα, όχι μό­νο της ανα­πα­ρα­στα­τι­κό­τη­τας στην Τέ­χνη, αλ­λά και της ίδιας της φαι­νο­με­νο­λο­γί­ας της πρό­σλη­ψής της. Η Τέ­χνη εί­ναι απλά μία μί­μη­ση της Φύ­σης; Η καλ­λι­τε­χνι­κή διερ­γα­σία απο­τε­λεί ένα υπο­κα­τά­στα­το, ένα υπο­δε­έ­στε­ρο μι­μη­τι­κό αντί­γρα­φο του φυ­σι­κού κό­σμου; Ο θε­α­τής –εν τέ­λει– με τι έρ­χε­ται αντι­μέ­τω­πος, όταν αντι­κρύ­ζει ένα έρ­γο Τέ­χνης; Εάν στον εν λό­γω πί­να­κα εκλά­βου­με την αντα­νά­κλα­ση του καλ­λι­τέ­χνη στον κα­θρέ­φτη ως μία μορ­φή αβυσ­σώ­δους δο­μής, μί­ας κα­το­πτρι­κής mise en abyme, ο δη­μιουρ­γός κα­τα­θέ­τει το κλει­δί της θέ­α­σης και απο­κρυ­πτο­γρά­φη­σης όχι μό­νο του έρ­γου του, αλ­λά και της πεμ­πτου­σί­ας του καλ­λι­τε­χνι­κού φαι­νο­μέ­νου: Με πλοη­γό τη σι­βυλ­λι­κή ζω­γρα­φι­κή επι­φά­νεια, ο μυού­με­νος δια­βλέ­πει όχι το θα­μπό απεί­κα­σμα μί­ας δια­φεύ­γου­σας εξω­τε­ρι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, αλ­λά θε­ώ­με­νος κα­τά­μα­τα το εί­δω­λο του Εγώ, πε­ρι­η­γεί­ται ευ­φο­ρι­κά έν­δον, βυ­θο­σκο­πώ­ντας τα θο­λά κοι­τά­σμα­τα του εσώ­τα­του Εί­ναι.
Κα­τα­λη­κτή­ρια, ο Στέ­λιος Πε­τρου­λά­κης με την τε­λευ­ταία του ει­κα­στι­κή κα­τά­θε­ση απο­τυ­πώ­νει λι­τά και με ενάρ­γεια τις εναρ­μό­νιες ανταύ­γειες της βιω­μέ­νης εσω­τε­ρι­κό­τη­τας και την ατε­λεύ­τη­τη ευ­φρό­συ­νη συ­νο­μι­λία του Εγώ με τον πε­ρι­βάλ­λο­ντα Κό­σμο.

«Νυχτερινό», 2019, λάδι σε μουσαμά 142x185 εκ.
«Νυχτερινό», 2019, λάδι σε μουσαμά 142x185 εκ.