Για την έκθεση του Π. Κόκκαλη «Νύ(μ)φες»

Για την έκθεση του Π. Κόκκαλη «Νύ(μ)φες»

Με τον αμφίσημο, ευρηματικό τίτλο, Νύ(μ)φες, ο Πάνος Κόκκαλης μάς μυεί στον αινιγματικό κόσμο της τελευταίας του εικαστικής δουλειάς. Οι νύμφες στις πανάρχαιες παγανιστικές δοξασίες, ως εκφάνσεις της Μεγάλης Μητέρας, της Φύσης, αντιπροσωπεύουν την πηγαία ζωτικότητα, την αρχετυπική αρμονία με τον κόσμο των ενστίκτων και τη θάλλουσα αυθεντικότητα ενός ηδονικού βιταλισμού. Αντίστοιχα, οι νύφες στο αισθητικό κοσμοείδωλο του ευρωπαϊκού εξπρεσιονισμού όσο και στο γνήσιο οραματικό ιδίωμα του εν λόγω δημιουργού αντιπροσωπεύουν μετωνυμικά τη δυσπραγία που ελλοχεύει, δυνάμει επιβεβλημένων κοινωνικών επιταγών και ανελαστικών αστικών συμβάσεων.
Ο ιδιοφυής εικαστικός ξεναγεί τον θεατή στα ενδότερα της χαίνουσας ιδιοσυγκρασίας της Γυναίκας, όταν εκείνη εκφαίνεται δέσμια των υπαγορεύσεων στερεοτυπικών κοινωνικών μηχανισμών. Η γονιμοποιός σχέση των έργων με το νεωτερικό ρεύμα του Εξπρεσιονισμού ενεργοποιεί σε επίπεδο τεχνοτροπίας έντονες χρωματικές κηλίδες και έκκεντρες, τεθλασμένες γραμμές, με την ταυτόχρονη έκφραση ηχηρών κοινωνικών μηνυμάτων: Η αλλοτρίωση του υποκειμένου από συμβατικές κοινωνικές πρακτικές, η πάσχουσα ψυχοσύνθεση και η υπαρξιακή δυσφορία εικονοποιούνται από τη χρήση χρωμάτων, όπως το κόκκινο της αιμορροούσας συνείδησης, το μωβ της οδύνης και το μελανό του ολέθρου. Οι αδρά παλλόμενες γραμμές αποτυπώνουν τον κλυδωνισμό της υποκειμενικότητας των γυναικείων φιγούρων, διηνεκώς χειμαζόμενων από άκαμπτες κοινωνικές νόρμες, οι οποίες εργαλειοποιούν τεχνηέντως την έμφυλη υπόσταση και παραχαράσσουν την ιδιοπροσωπία του εσαεί ταλανιζόμενου Ανθρώπου.

Για την έκθεση του Π. Κόκκαλη «Νύ(μ)φες»

Η διαβρωμένη ψυχοσωματική υπόσταση της γυναικείας μορφής αποτυπώνεται απτά και ανάγλυφα στον καμβά του ταλαντούχου εικαστικού, ο οποίος συναρμόζει στη χρωματική του παλέτα τη χρήση κολλάζ stencil και τεχνικών της σύγχρονης mec art: ένθετα δαντελωτά νυφιάτικα υφάσματα και λαϊκότροπα μοτίβα της παραδοσιακής κεντητικής τέχνης κωδικοποιούν παραδεδομένες κοινωνικές πρακτικές, οι οποίες διαχρονικά απεργάζονται την αυταξία της γυναικείας οντότητας. Επιπρόσθετα, η επιδέξια χρήση του κάρβουνου αποδίδει τη ζοφερή μελανότητα του εσωτερικού τοπίου και την κρημνώδη αποσάρθρωση των έκθετων γυναικείων μορφών σε στενά νατουραλιστικά συμφραζόμενα. Η μετωπική –οιονεί βαλσαμωμένη– σωματική πόζα και ο μαρμάρινος χρόνος των γυναικείων βλεμμάτων συμβολοποιούν τη στάσιμη ψυχική φόρμα, η οποία ανακαλεί την αρχέτυπη σεμνύτητα των επιτύμβιων γλυπτικών αναθημάτων. Στον καμβά αναφαίνεται, επιπλέον, εύγλωττα η ανοικείωση του γυναικείου ερωτισμού και η μετατροπή του εγκάθειρκτου γυναικείου σώματος σε αποκείμενο. Ο αβυσσαλέος οντολογικός κραδασμός και η ανομολόγητη σήψη των ανθρωπόμορφων απεικασμάτων εικονοποιούνται με πολτοποιημένα σωματικά μορφώματα και κραυγαλέα δονούμενες πινελιές. Εν γένει, οι απροσωποποιημένες φιγούρες του Π. Κόκκαλη εκφαίνονται σε πλήρη ψυχοσωματική αγκύλωση και καθίζηση, υποστασιοποιώντας το ερεβώδες δράμα κλασικών λογοτεχνικών ηρωίδων, όπως η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη και η Μαντάμ Μποβαρύ.

Για την έκθεση του Π. Κόκκαλη «Νύ(μ)φες»

Καταληκτήρια, η τελετουργία των γραμμών και των χρωμάτων στο απαστράπτον εικαστικό σύμπαν αποδίδει με καινοτόμες εικαστικές τεχνικές την προαιώνια τραγικότητα της Γυναίκας και αποκαθαίρει μυσταγωγικά από τη βάσανο της αλλοτρίωσης, με τη συναίρεση μοτίβων τόσο του δυτικού συλλογικού φαντασιακού όσο και της αγωνιώδους παράδοσης της μοντέρνας Ευρωπαϊκής Ζωγραφικής.