Περί τυφλότητας και θεατρικής σκηνής

Ο Καμιλέρι ως Τειρεσίας
Ο Καμιλέρι ως Τειρεσίας

Ο Σικελός Τειρεσίας

Όταν φεύγουν οι Μεγάλοι, μας αφήνουν ορφανούς. Έτσι νιώθουμε οι Ιταλοί από τις 17 Ιουλίου 2019, όταν έφυγε από τη ζωή ο Αντρέα Καμιλέρι, ο Μέγας Αφηγητής που ήξερε να γοητεύει με το λόγο και την ειρωνεία του, με την ατάραχη και βραχνή (από το πολύ τσιγάρο) φωνή του. Η αφηγηματική του φλέβα κατέληξε, αρχικά ως πειραματική δοκιμασία και divertissement, στη συγγραφή αστυνομικών βιβλίων με πρωταγωνιστή το διάσημο επιθεωρητή Σάλβο Μονταλμπάνο, που γνώρισε ξεχωριστή επιτυχία και τον έκανε πασίγνωστο. Ύστερα ο Μονταλμπάνο μπήκε στα σπίτια των Ιταλών χάρη στην τηλεοπτική σειρά, που για πολλούς ήταν το σημαντικότερο ραντεβού της Δευτέρας (12 εκατομμύρια τηλεθεατών μόνο το 2018).
Εκτός από τον πατέρα του Μονταλμπάνο, ο Καμιλέρι ήταν ακάματος τεχνίτης του λόγου: έγραψε πάμπολλα βιβλία και δοκίμια (στα πλαίσια της ιστορίας, της βιογραφίας, της φιλοσοφίας και της ιστορίας τέχνης), δούλεψε για πολλά χρόνια στην τηλεόραση και κυρίως στο θέατρο, που παρέμεινε η μεγάλη του αγάπη: ήταν σκηνοθέτης (από το 1949 σκηνοθέτησε περισσότερα από 100 έργα), σενιαριογράφος και καθηγητής θεατρολογίας.
Στα 93 του χρόνια αποφάσισε να κατεβεί στο Αρχαίο Θέατρο Συρακουσών για το one man show Συνομιλία με τον Τειρεσία (11.6.2018), μια βραδιά sold out (πολύ υψηλό share και στην τηλεοπτική μετάδοση, στις 5.3.2019 στη Rai Uno).
Με δάνειο από το γνωστό incipit του Μόμπυ Ντικ, ο μονόλογος αρχίζει ως εξής: «Λέγε με Τειρεσία», και το κοινό ανατρίχιασε από τη συγκίνηση. Είναι γνωστό ότι ο Καμιλέρι τα τελευταία χρόνια τυφλώθηκε – συνθήκη που δεν τον εμπόδισε να συνεχίσει με το γράψιμο, χάρη σε πιστούς συνεργάτες/βοηθούς του. Σε πολλές συνεντεύξεις ο συγγραφέας μίλησε για το χάρισμα της τυφλότητας: «Από τότε που είμαι τυφλός, βλέπω πιο καθαρά, νιώθω ελεύθερος», επειδή οι άλλες αισθήσεις ξύπνησαν, πιο ανεπτυγμένες, και τα όνειρα χρωματίστηκαν φανταχτερά.
Σ’όλο τον μονόλογο προβάλλεται μια αμφίβολη κι αινιγματική ταύτιση, επειδή ο Καμιλέρι, καθώς οδηγεί τους θεατές σε μια δαιδαλώδη και γοητευτική περιδιάβαση στους άπειρους Τειρεσίες της λογοτεχνίας, μιλάει σε πρώτο πρόσωπο: παίζει τον Τειρεσία (ο οποίος διεκδικεί την αυτοπροσώπως παρουσία του σήμερα, για τη σωστή αφήγηση περί της λογοτεχνικής του ζωής) και ταυτόχρονα τον εαυτό του, όπως διαφαίνεται στο εξής χωρίο:

«Από τότε που ο Δίας ή όποιος άλλος αντ’αυτού αποφάσισε να μου αφαιρέσει πάλι την όραση, αυτή τη φορά στα ενενήντα μου, ένιωσα την ανάγκη να καταλάβω τί είναι η αθανασία και μονάχα εδώ μπορώ να τη διαισθανθώ. Μονάχα επάνω σε αυτές τις αρχαίες αθάνατες πέτρες». (Andrea Camilleri, Conversazione su Tiresia, Sellerio, Παλέρμο 2019, σ. 55)

Πίσω από το μυθολογικό προσωπείο μιλάει ο τυφλός Καμιλέρι, που σε αρχαίο θέατρο της αγαπημένης του Σικελίας εκτίθεται στα μάτια των θεατών, χωρίς να τους βλέπει: έχασε την όραση αλλά ανέπτυξε ένα οξύτερο βλέμμα και το προσφέρει σ’ εμάς, τους μη-βλέποντες. Στο κείμενο/εξομολόγηση/διαθήκη του, ο Καμιλέρι χρησιμοποιεί τον αρχαίο μύθο ως πρόφαση για να παρουσιάσει τον εαυτό του απογυμνωμένο: τον τυφλό σώμα του Μεγάλου Αφηγητή μάς προειδοποιεί ότι η ανθρωπότητα χρειάζεται μια ανατροπή του βλέμματος. Οι τυφλοί είμαστε εμείς.

Σε παρόμοιο συμπέρασμα είχε καταλήξει ο Πορτογάλος Ζοζέ Σαραμάγκου στο εξαιρετικό του μυθιστόρημα Περί τυφλότητος (1995), όπου επινοεί μια εφιαλτική δυστοπία. Μια αιφνίδια κι ανορθολογική επιδημία τυφλότητας μαστίζει μια κοινωνία, με αποτέλεσμα οι αξίες, η ηθική, ο νόμος και ο πολιτισμός να καταρρέουν. Μεταξύ στους τυφλωμένους, κυριαρχούν μόνο το ένστικτο επιβίωσης και το πρωτόγονο δίκαιο του ισχυρού. Το νόημα της φιλοσοφικής παραβολής του Πορτογάλου συγγραφέα βρίσκεται στην τελευταία σελίδα: «Νομίζω ότι δεν τυφλωθήκαμε, νομίζω ότι είμαστε τυφλοί. Τυφλοί που βλέπουν. Τυφλοί που δεν βλέπουν κι ας βλέπουν».
Επομένως, αν ο κίνδυνος της τυφλότητας, έστω και συμβολικής, είναι τόσο επίκαιρος, αξίζει να αναρωτηθούμε περί της ποιότητας του βλέμματος που διαθέτει ο θεατής στο θέατρο. Η ετυμολογία της ίδιας λέξης θέατρο αναφέρει στο παιχνίδι του θεάσθαι (επίπεδο του θεατή) και του θεαθναι (επίπεδο του ηθοποιού, που εκτίθεται στα βλέμματα των άλλων). Στο θέατρο ασκούμε ένα πολιτισμένο βλέμμα: στην αρχαία Αθήνα η κοινωνία-πόλις που γέμιζε τις κερκίδες καθρεφτιζόταν, συν-έπασχε και εκπαιδευόταν. Σήμερα βέβαια το βλέμμα, από την πλατεία προς τη σκηνή κι αντίστροφα, κινείται υπό διαφορετικές προσδοκίες και πολιτιστικές συντεταγμένες. Ωστόσο η παρουσία ενός τυφλού στο θέατρο προκαλεί ένα πολύ ενδιαφέρον βραχυκύκλωμα.

Τι συμβαίνει όταν πίσω από τον φακό βρίσκεται ένας μη-βλέπων; Ο Σλοβένος Εvgen Bavčar είναι από τους πρωτοπόρους της λεγόμενης τυφλής φωτογραφίας που διεκδικεί το δίκαιο της εικόνας και για αυτούς που έχασαν το φως

Το διαφορετικό βλέμμα του τυφλού.

Πριν προχωρήσουμε στο πλαίσιο του θεάτρου, θα ήθελα να θυμίσω δυο εξαιρετικά παραδείγματα. Ο καλλιτέχνης της εικαστικής φωτογραφίας με το φακό του συλλαμβάνει το φως και ανακαλύπτει πτυχές της πραγματικότητας που τον περιβάλλει, συνήθως αόρατες στις μη-καλλιεργημένες και βιαστικές ματιές μας. Τι συμβαίνει όταν πίσω από τον φακό βρίσκεται ένας μη-βλέπων; Ο Σλοβένος Εvgen Bavčar είναι από τους πρωτοπόρους της λεγόμενης τυφλής φωτογραφίας που διεκδικεί το δίκαιο της εικόνας και για αυτούς που έχασαν το φως (βλ. https://www.kathimerini.gr/993106/article/epikairothta/ellada/h-texnh-ths-tyflhs-fwtografias, https://www.kathimerini.gr/896710/article/politismos/eikastika/fwtografizontas-sto-skotadi). Ανατρέποντας τον δυτικό οπτικοκεντρισμό κατά τον οποίο η όραση είναι το πιο διανοητικό κι αξιόπιστο μέσο πρόσβασης στη γνώση, ο Bavčar θεωρεί πως η αλήθεια πηγάζει από το σκοτάδι και ο τυφλός διαθέτει το «ελληνικό βλέμμα του Τειρεσία», δηλαδή εκείνο το τρίτο μάτι ικανό να προσπεράσει τα σύνορα του ορατού. Άραγε η όρασή μας δεν είναι παντοδύναμη όσο πιστεύουμε;

Άλλη περίπτωση. To 2004 έξι τυφλά θιβετιανά παιδιά κατορθώνουν την αναρρίχηση του Lhakpa Ri, μιας από τις κορυφές των Ιμαλαΐων, με επικεφαλής τον ορειβάτη Erik Weihnenmayer, τον πρώτο αλπινιστή με προβλήματα όρασης που έφτασε στην κορυφή του ‘Εβερεστ. Mαζί τους και η σκηνοθέτις Lucy Walker, η οποία ακολουθεί όλη την άνοδο με βιντεοκάμερα. Αυτή η απίθανη ιστορία έγινε ένα περίφημο ντοκιμαντέρ, το Blindsight (2006),

που απέσπασε πολλά βραβεία. Κατά την παράδοση του Θιβέτ, ο τυφλός είναι απόβλητος και παρίας της κοινωνίας, επειδή η αναπηρία του θεωρείται τιμωρία για τις αμαρτίες προηγούμενης ζωής. Ο άθλος των παιδιών έχει κάτι επικό και συμβολικό μαζί: η κατάκταση της κορυφής αποτελεί μια λύτρωση κι εξέγερση εναντίον των στερεοτύπων, καθώς και μια μετατροπή προοπτικής. Πάνω στη «στέγη του κόσμου» απλώνεται ένα εξαιρετικό πανόραμα-θέαμα που εμείς οι θεατές, μακρινοί voyeurs, μπορούμε να δούμε (έστω και στην οθόνη). Παραδόξως τα παιδιά, που είναι μέσα στο τοπίο, φαίνεται να είναι εκτός, επειδή δεν βλέπουν. Ωστόσο, νιώθουν τον χώρο και το θέαμα διαφορετικά, με τις άλλες αισθήσεις. Ο θρίαμβος δεν διεξάγεται στο να είσαι ο παντοδύναμος κατακτηκής που κυριαρχεί τον ορίζοντα, αλλά σε μια ολοσωματική και σφαιρική αισθησιακή εμπειρία συμμετοχής και συμ-πονίας με το βουνό και τη φύση. Τα τυφλά παιδιά δείχνουν πόσο αδύναμη είναι η συνθήκη του (απλώς) βλέποντος ή θεατή, ο οποίος περιορίζεται στη μονόδρομη και ασφυκτική αίσθηση της όρασης.

Η παγίδα της παντοδυναμίας της οράσεως.

Ο Michel Foucault έδειξε τους τρόπους με τους οποίους η εξουσία εξάσκησε τη δύναμη μέσω της λειτουργίας του βλέμματος: στα δυτικά συστήματα τιμωρίας και πειθάρχησης το Πανοπτικόν προϋποθέτει έναν χώρο όπου ο επιτηρούμενος, πλήρως ορατός, ανά πάσα στιγμή μπορεί να ιδωθεί αλλά όχι να δει όποιον τον επιτηρεί. Κλεισμένος στην αδιάκοπη κι ασφυκτική απειλή ενός συστήματος τα «πάντα-βλέποντος», καταλήγει να ελέγχει ο ίδιος τον εαυτό του κι έτσι εξασφαλίζεται η τήρηση της τάξης.
Το τυφλό άτομο στην κοινωνία μας βρίσκεται σε μια παρόμοια συνθήκη: μπορεί να ιδωθεί αλλά όχι να δει, το σώμα του είναι ευάλωτο κι εκτεθειμένο στο μονόδρομο και παν-οπτικό βλέμμα της κοινωνίας. Παραδόξως ωστόσο μέσα στο σκοτάδι του, μπορεί να βρει την ελευθερία μιας άλλης αντίληψης της πραγματικότητας.
Στη «θεαματική εποχή» μας οι τεχνολογίες φαίνεται να είναι στη θέση να ικανοποιούν την κάθε μας δίψα και περιέργεια να δούμε (βιντεοκλήσεις, χάρτες Google, εμπειρίες αυξημένης πραγματικότητας...). Ξεκινώντας από μια παθητική στάση κατανάλωσης εικόνων, όλοι έχουμε γίνει παραγωγοί εκατομμύριων εικόνων: κάθε μέρα είμαστε θεατές και συνάμα μέρος του θεάματος που εξελίσσεται γύρω μας. Σ’αυτή την οπτικο-υπερτροφία χρειάζεται επιγόντως μια καινούρια εκπαίδευση τού βλέμματος. Το θέατρο, αυτό το σύστημα του εξημερωμένου και πολιτισμένου βλέμματος, μπορεί να συνεισφέρει; Πολλές σημαντικές θεατρικές εμπειρίες προσφέρουν ενδιαφέρουσες προτάσεις.

Όπως ο μυθολογικός Θησέας, ο θεατής προχωράει σε μονοπάτια, σταυροδρόμια και περάσματα ενός σκοτεινού χώρου-λαβύρινθου, αναζητώντας έναν εσωτερικό Μινώταυρο.

Η μετατόπιση του βλέμματος  

Να σταθούμε μια στιγμή σε μια οικεία περίπτωση: το θέατρο στο ραδιόφωνο. Χρησιμοποιώντας μία μόνο αίσθηση του ακροατή, το θέατρο εισέρχεται στο σπίτι του και τον κάνει να φαντάζεται μια ολόκληρη παράσταση. Ο ακροατής δηλαδή είναι ένας «προσωρινά τυφλός» θεατής, που όμως δεν παύει να απολαμβάνει τη μαγεία του θεάτρου.
Τα τελευταία χρόνια όλο και πιο συχνά ο θεατής πάει στο θέατρο και ζει μια εμπειρία «τύφλωσης». Σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις (Μιλάνο, Γένοβα, και στην Αθήνα το 2013-2014 στο θέατρο Badminton) έχουν μεγάλη επιτυχία τα δρώμενα Διάλογοι στο Σκοτάδι: μια μικρή ομάδα βλεπόντων καλείται να διασχίσει στο απόλυτο σκοτάδι, με την καθοδήγηση τυφλών συνοδών, έναν κλειστό χώρο ειδικά διαμορφωμένο να προσομοιάζει ηχητικά, απτικά και οσφρητικά σε συνθήκες μιας σύγχρονης πόλης. Δημιουργείται ένα παιχνίδι ρόλων: ο βλέπων γίνεται για λίγο τυφλός, τελείως αποπροσανατολισμένος, αδύναμος και πνιγμένος από το σκοτάδι. Ο μη-βλέπων συνοδός του κινείται με άνεση, προειδοποιεί, οδηγεί, διδάσκει μια άλλη αντίληψη του περιγύρω κόσμου.
Όσο για παραστάσεις ή δρώμενα για προσωρινά μη-βλέποντες θεατές, δύο είναι κυρίως οι τυπολογίες. Σε μια πρώτη σκοπός είναι μια ριζική και ανησυχητική εμπειρία, όπως συνέβαινε στην παράσταση του Τζιανφελίτσε Φακέτι (Gianfelice Facchetti), Nel mondo dei + (2009) στο Ινστιτούτο Τυφλών του Μιλάνου. Παντού απόλυτο σκοτάδι. Καθοδηγούμενοι σε μια αίθουσα της οποίας αγνοούν σχήμα και διαστάσεις, οι θεατές διστάζουν, μεταξύ του φόβου να σκοντάφτουν και της πίστης προς τους άγνωστους συνοδούς (είναι οι τυφλοί του Ινστιτούτου). Συνήθως το κοινό στις παραστάσεις καλείται να βλέπει και να κρίνει, εδώ αισθάνεται αμηχανία, αποπροσανατολισμό, είναι έρμαιο των άλλων και γίνεται παθητικό όν. Πράγματι το θεατρικό κείμενο του Φακέτι πέφτει επάνω του από άγνωστες αποστάσεις, ηχεί στο κενό, γλιστράει σε λογοπαίγνια που μοιάζουν να αφαιρέσουν κάθε στήριγμα, και ο θεατής βουλιάζει σε μια άχαρη κι ενοχλητική αίσθηση αδυναμίας.
Μια δεύτερη και πιο ευχάριστη προοπτική μάς ταξιδεύει στη Λατινική Αμερική, πολύ ευαίσθητη σε αυτό το θέμα (μήπως μεγάλο στίγμα άφησε η προσωπικότητα του Μεγάλου Τυφλού, του Μπόρχες;) και πολλές θεατρικές ομάδες προτείνουν εμπειρίες a ciegas (στα τυφλά) που έχουν ένα τελετουργικό στοιχείο: σε απόλυτο σκοτάδι ο θεατής μυείται στα μυστικά του «αυτού που βλέπεις όταν δεν βλέπεις», όπως υπόσχεται το Teatro Ciego [Τυφλό θέατρο] στο Μπουένος Άιρες. Ο θεατής συνεργάζεται στη μάχη απέναντι στις προκαταλήψεις και μαθαίνει μια άλλη οπτική. Πρωτοποριακή είναι η δραστηριότητα του Κολομβιανού δραματουργού και ανθρωπολόγου κοσμοπολίτη Eνρίκε Βάργκας (Vargas), που μετά από πολύχρονες έρευνες και πειράματα, ίδρυσε στη Βαρκελώνη το 2004 το Teatro de los Sentidos. H σκηνή γίνεται ο απολύτως σκοτεινός χώρος που ο θεατής «ταξιδεύει» και ζει εκ των έσω, με ήχους, αρώματα, γεύσεις. Η προϋπόθεση είναι να τυφλωθεί κανείς, ή καλύτερα να απομακρύνει την κυριαρχία της όρασης, και να βρει μια άλλη αισθητήρια γλώσσα για να γνωρίζει τον κόσμο. Παραδειγματικό είναι το έργο El hilo de Ariadna (O μίτος της Αριάδνης, πρώτο μέρος μιας τριλογίας, 1993): όπως ο μυθολογικός Θησέας, ο θεατής προχωράει σε μονοπάτια, σταυροδρόμια και περάσματα ενός σκοτεινού χώρου-λαβύρινθου, αναζητώντας έναν εσωτερικό Μινώταυρο. Χωρίς φως, ο ταξιδιώτης-θεατής πρέπει να παραδοθεί «στο αόρατο νήμα των διαισθήσεων», μαθαίνοντας να αποκωδικοποιήσει το σκοτάδι με το σώμα: τα χέρια αγγίζουν, η μύτη προειδοποιεί, τα αυτιά «ακούν» τη σιωπή. «Ο θεατής επιστρέφει στις ρίζες του και μυρίζει, αισθάνεται σαν να ήταν η πρώτη φορά. (…) Το έργο κινείται μεταξύ παραδόξων κι επιστρέφει σε χαμένες διαδρομές. Για να δεις, πρεπει να κλείσεις τα μάτια σου. Για να ακούσεις, η σιωπή είναι απαραίτητη. Για να συναντήσεις, πρέπει να χαθείς», εξηγεί ο Βάργκας στην παρουσίαση. Το σώμα γίνεται πηγή γνώσης, αρκεί να αποδεχτούμε έστω και για λίγο μια τύφλωση και να απομακρυνθούμε από την κυριαρχία της όρασης.
Αυτού του είδους εμπειρίες ανατρέπουν το συνηθισμένο ρόλο του θεατή, που καλείται να ξεντυθεί το πολιτισμένο του βλέμμα για να ανακαλύψει τις άλλες αισθήσεις υποτιμημένες και πνιγμένες από την όραση. Επιπλέον, στη στιγμή που νιώθει χαμένος, συμμερίζεται την εμπειρία με τους άλλους και με τους πραγματικούς τυφλούς και τότε, στο σκοτάδι, πραγματοποιείται μια συμφιλίωση και μια καινούρια ισότητα, μακριά από προκαταλήψεις και αισθήσεις ανωτερότητας.

Ο τυφλός ηθοποιός Τζιανφράνκο Μπεράρντι στην παράσταση «Άμλετ take-away»
Ο τυφλός ηθοποιός Τζιανφράνκο Μπεράρντι στην παράσταση «Άμλετ take-away»

O τυφλός ηθοποιός και η τυφλωμένη κοινωνία μας  

Ευτυχώς η ευαισθητοποίηση στο θέμα κέρδισε έδαφος. Στις ανακοινώσεις της θεατρικής σεζόν αρχίζουμε να διαβάζουμε τη σημείωση «παράσταση με συνθήκες καθολικής προσβασιμότητας», δηλαδή με δυνατότητα ταυτόχρονης διερμηνείας στη νοηματική γλώσσα, τιτλισμούς, ακουστική περιγραφή. Σε τέτοιες στιγμές, που ευελπιστούμε να γίνουν σύντομα συστηματικές και διαδεδομένες, το θέατρο πετυχαίνει το ρόλο του ως κίνητρο της δημοκρατικής πράξης και συνειδήσης.
Τι συμβαίνει όμως όταν το κοινό των βλεπόντων από τις πολυθρόνες της πλατείας παρακολουθεί μια παράσταση με τυφλούς ηθοποιούς; Στην αρχή μοιάζει με μια ανισόρροπη σχέση, όπου ο θεατής αποτελεί το ενεργές στοιχείο επειδή είναι αυτός που βλέπει, καθώς ο ηθοποιός κατέχει την εύθραυστη (επιφανειακά) θέση του εκτεθειμένου στο αλλονού βλέμμα. Αλλά, όπως σημειώναμε στην αρχή σχετικά με την περίπτωση Καμιλέρι, η παράσταση βάζει τον θεατή σε στοχασμό. Με θαυμασμό βλέπει τον μη-βλέποντα ηθοποιό να κινείται πάνω στη σκηνή με μια αναπάντεχη ασφάλεια και ελευθερία, καθώς προσφέρεται στα μάτια του κοινού ως θέαμα. Η ενέργεια του βλέπειν παύει να είναι το αποκλειστικό «προνόμιο» της όρασης και η επικοινωνία να είναι μονόδρομη: ο θεατής ανακαλύπτει διαστάσεις και πτυχές μιας ευρύτερης γνωριμίας της πραγματικότητας.
Στην Ιταλία το βραβείο για τον καλύτερο ηθοποιό του έτους 2018 (βραβείο UBU) απονεμήθηκε ομόφωνα στον Τζιανφράνκο Μπεράρντι (Gianfranco Berardi), σαραντάρη τυφλό ηθοποιό, για την παράσταση Amleto take-away. Πάνω στη σκηνή ο Τζιανφράνκο πηδάει, τρέχει, κατρακυλάει, τραγουδάει, ουρλιάζει και παίζει έναν σύγχρονο Άμλετ χαμένο στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία του θεάματος. Δίπλα του, η αδιάκριτη παρουσία της Gabriella Casolari στο ρόλο του σιωπηλού υπηρέτη-αμπιγιέρ ή καλύτερα του φύλακα-αγγέλου που προσφέρει τα σκηνικά αντικείμενα, κατευθύνει τα βήματά του, υπαγορεύει παύσεις και κατευθύνσεις, δημιουργώντας μια τρυφερή αντίθεση με τη σωματική δύναμη του Mπεράρντι.

«Αν δεν είχα χάσει την όραση, δεν θα είχα κάνει ποτέ μου τον ηθοποιό. Απλά, θα ζούσα και σήμερα σαν τυφλωμένος στην εκτυφλωτική κοινωνία μας», λέει ο Mπεράρντι, που αγαπάει να παίζει με τις λέξεις. Το θέμα της παράστασής του είναι προσωπικό και συλλογικό και o Μπεράρντι όπως ο Άμλετ δεν έχει απαντήσεις και είναι σε διαρκή αναζήτηση. Σε έναν κόσμο-βιτρίνα που ζητάει διαρκώς την επίδειξη, το υπαρξιακό αμλετικό ερώτημα μετατρέπεται στο «να ζει κανείς ή να μη-FB;». Τα selfie, οι φωτογραφίες, οι εικονικοί φίλοι και οπαδοί λειτουργούν ως εγγύηση ύπαρξης: με βλέπεις, άρα υπάρχω. Ένα σκεπτικό που συμπεριλαμβάνει το ίδιο θεατρικό γίγνεσθαι: σε κάποια φάση, με την πλάτη στηριγμένη σε κινητό σκηνικό και τα χέρια δεμένα στις δυο άκρες μιας μικρής ανοιχτής κουρτίνας, ο Μπεράρντι γίνεται ένας Χριστός στον σταυρό ή ένας Προμηθέας Δεσμώτης. Το θέατρο, με τη σκληρότητα της διαρκούς έκθεσης και θυσίας απέναντι σε ένα άγνωστο κοινό, είναι χαρά και κόπος, ιδρώτας κι αγωνία.
Ο τυφλός Μπεράρντι που κυριαρχεί τόσο δυναμικά τη σκηνή προκαλεί τον ναρκισσιστικό σύγχρονο οπτικοκεντρισμό: μάς καλεί να ανατρέξουμε από τη θεαματική τυραννία και από τα ομοιώματα του φαίνεσθαι στις πρωταρχικές μας ρίζες, για να αισθανθούμε πάλι τους κραδασμούς της (πραγματικής) ζωής. Χωρίς φως στα μάτια, όλα γίνονται πιο καθαρά.