O Γυάλινος Κόσμος - ένα έργο μνήμης

O Γυάλινος Κόσμος - ένα έργο μνήμης

ΣΚΗΝΗ 1

ΤΟΜ / ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Ταυ άλφα χι ύψιλον δέλτα άλφα κάπα ταυ ύψιλον λάμδα όμικρον ύψιλον ρο γάμα όμικρον σίγμα!
Τα-χυ-δα-κτυ-λουρ-γός!
Ταχυδακτυλουργός!

Ναι!
Πολύχρωμα μαντήλια από τις τσέπες μου
και τραπουλόχαρτα απ’ τα μανίκια μου μέσα
ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΩ!

Αλλά Όχι!
Εγώ δεν είμαι ένας συνηθισμένος Ταχυδακτυλουργός!
Εγώ δεν δίνω ψευδαισθήσεις που μοιάζουν με την Αλήθεια.
Εγώ πράττω αντίθετα!
Εγώ δίνω την Αλήθεια και μόνο την Αλήθεια με το ωραίο προσωπείο της Ψευδαίσθησης!
Ναι!

Και τώρα
τώρα
αν θέλω να αρχίσω, πρέπει αναπόφευκτα να πάω πίσω.

Γυρίζω τον Χρόνο προς τα πίσω λοιπόν.
Σε ένα στενό δρομάκι στο Σαιν Λούις.
Σε εκείνη την ταραγμένη περίοδο του τριάντα.
Τότε που η τεράστια μεσαία τάξη της Αμερικής έτρεχε να σπουδάσει σε Σχολές Τυφλών.
Τότε που όλοι
λες και τους είχαν προδώσει τα μάτια τους
ή λες και όλοι
είχαν προδοθεί από τα μάτια τους.
Και τώρα όλοι προσπαθούσαν να διαβάσουν με τα δάχτυλα
έτσι όπως κάνουν οι τυφλοί.

Η οικονομία υπό κατάρρευση.

Στην Ισπανία επανάσταση.
Και εδώ, εδώ μόνο φωνές, αναστάτωση και πανικός.
Στην Ισπανία η Γκερνίκα.
Και εδώ αναταραχή, μια βίαιη αναταραχή ακόμη και σε πόλεις ειρηνικές.
Πόλεις όπως το Σικάγο, το Κλήβελαντ ή το Σαιν Λούις.

Αυτό είναι το κοινωνικό πλαίσιο του έργου.

(μουσική)

Αλλά το έργο –πάνω απ’ όλα– είναι Τέχνη.
Και είναι ένα έργο Μνήμης.
Κι όπως τα πάντα στη Μνήμη, έτσι και το έργο φωτίζεται αχνά.
Είναι ένα έργο αισθηματικό.

Δεν έχει ρεαλισμό. Έχει Μαγεία.

Κι όπως τα πάντα στη Μνήμη, έτσι και στο έργο όλα μοιάζουν με Μουσική.

Εγώ
Εγώ είμαι δισυπόστατος.
Είμαι ο αφηγητής του έργου αλλά είμαι κι ένα από τα πρόσωπά του έργου.

Τα υπόλοιπα πρόσωπα είναι η Μητέρα μου, η Αμάντα.
Είναι η αδελφή μου, η Λώρα.
Είναι κι ένας καλεσμένος αλλά αυτός δεν εμφανίζεται παρά μόνο στις τελευταίες σκηνές. Αυτός είναι το πιο ρεαλιστικό πρόσωπο του έργου, είναι ένα πρόσωπο σταλμένο από την Πραγματικότητα.

Την Πραγματικότητα που εμείς εδώ σαν να την έχουμε ξεχάσει.
Αλλά επειδή, όπως κάθε Ποιητής, έτσι κι εγώ πάσχω από αδυναμία για τα Σύμβολα, θα τον κάνω κι αυτόν ένα Σύμβολο: αυτός είναι αυτό που περιμένουμε αλλά δεν έρχεται.
Αλλά αυτό που δεν έρχεται
α υ τ ό  είναι που μας κρατάει στη ζωή.

Α!
Υπάρχει κι ένα πρόσωπο ακόμη που δεν εμφανίζεται παρά μόνο σε μια φωτογραφία πάνω απ’ το τζάκι.
Αυτό το πρόσωπο είναι ο Πατέρας.
Πάει πολύς καιρός που μας άφησε.

Ο Πατέρας ήταν τηλεφωνητής αλλά ερωτεύτηκε Φωνές και Αποστάσεις μακρινές. Φωνές μέσα από τα σύρματα του τηλεφώνου. Και κάποια μέρα ο Πατέρας παράτησε την τηλεφωνική εταιρεία που δούλευε και πάει. Έγινε πουλί και πέταξε.
Η τελευταία φορά που πήραμε κάτι από αυτόν ήταν μια κάρτα που μας έστειλε από το Μαζατλάν κάπου εκεί στην ακτή του Ειρηνικού στο Μεξικό.
Δυο λέξεις μόνο: Γεια χαρά!
Κι ούτε διεύθυνση ούτε τίποτα.
Αυτά.
Όλα τα υπόλοιπα νομίζω ότι θα μας τα πει το ίδιο το έργο.

[…]

ΣΚΗΝΗ 3

ΤΟΜ
(στο πεζούλι της σκάλας κινδύνου)

Μετά το φιάσκο με την Εμπορική Σχολή
η μητέρα καταλήφθηκε ολόκληρη από μια κυριολεκτικά έμμονη ιδέα: την ιδέα ενός γαμπρού για τη Λώρα.
Κι αυτή η ιδέα
αυτή η εικόνα ενός γαμπρού για τη Λώρα
Στοίχειωσε το μικρό μας διαμέρισμα.
Μια ιδέα σαν αρχέτυπο οικουμενικό.

(εικόνα στην οθόνη: ένας νέος Άνδρας στην πόρτα ενός σπιτιού κρατάει μια ανθοδέσμη)

Και σχεδόν κάθε βράδυ κι ένας Υπαινιγμός γι’ αυτή την εικόνα
γι’ αυτό το φάντασμα
γι’ αυτή την ελπίδα.

Αλλά ακόμη και τα βράδια που κανένας απολύτως υπαινιγμός δεν γινόταν
το γεμάτο αγωνία πρόσωπο της μητέρας
και η δειλή –σχεδόν τρομαγμένη– συμπεριφορά της αδερφής μου ήταν
σαν μια καταχνιά
μια καταχνιά σαν καταδίκη
που είχε σκεπάσει απ’ άκρη σ’ άκρη το μικρό διαμέρισμα των Γουίνγκφιλντ.

Και κάποια στιγμή η μητέρα –η μητέρα που ήταν δεινή όχι μόνο στα λόγια αλλά και στις πράξεις– άρχισε να κινείται μεθοδικά προκειμένου να πετύχει τον σκοπό της.
Έτσι λοιπόν, προς το τέλος του χειμώνα και άμα τη αφίξει του έαρος
και καθώς έβλεπε ότι τα χρήματα δεν ήταν αρκετά για να καλλωπίσει «το κλουβί και το πουλάκι του»
η μητέρα ξεκίνησε μια τηλεφωνική εκστρατεία.

Έπρεπε πάση θυσία να βρεθούν συνδρομήτριες για τον «Σύντροφο της Ιδανικής Νοικοκυράς». Ήταν ένα από αυτά τα περιοδικά για μεσόκοπες κυρίες, περιοδικά στα οποία φιλοξενούνται σε συνέχειες οι τρυφερές φαντασιώσεις γυναικών που συγγράφουν και χρησιμοποιούν εκφράσεις όπως: «απαλά αλαβάστρινα στήθη», «σάρκα κατάλευκη σαν γάλα», «ονειροπόλα ηδυπαθή μάτια», «μέση δαχτυλίδι» και τα τοιαύτα.

(εικόνα στην οθόνη: Το εξώφυλλο ενός γυναικείου περιοδικού)

[…]

TOM
Άκουσέ με καλά!
Θαρρείς πως εγώ τρελαίνομαι για την αποθήκη;
Θαρρείς πως εγώ είμαι ερωτευμένος με τα Υποδήματα Κοντινένταλ και ότι το όνειρό μου είναι να περάσω πενήντα πέντε χρόνια εγκλωβισμένος εκεί μέσα με τις λευκές λάμπες φθορίου
και την πλαστική επένδυση στους τοίχους;
Άκουσέ με καλά!
Καλύτερα να πάρει κανείς ένα λοστό και να μου σπάσει το κεφάλι στα δύο και να δω τα μυαλά μου πεταμένα στο πάτωμα παρά να πηγαίνω εκεί που πηγαίνω κάθε πρωί.
Όμως πηγαίνω!
Και κάθε πρωί που εσύ έρχεσαι και με ξυπνάς με εκείνο το σιχαμένο, με εκείνο το καταραμένο «Και εγένετο Φως», το μόνο πράγμα που σκέφτομαι είναι ότι ζηλεύω πολύ, ζηλεύω πάρα πολύ, τους Νεκρούς και το σκοτάδι τους.
Όμως σηκώνομαι! Και πηγαίνω!
Για εξήντα πέντε σιχαμένα δολάρια το μήνα προδίδω ό,τι ονειρεύομαι να κάνω, ό,τι ονειρεύομαι να γίνω.
Κι άκου και κάτι ακόμα, μητέρα: αν σκεφτόμουν μόνο τον εαυτό μου, όπως μου λες ξανά και ξανά, ξέρεις πού θα ήμουνα αυτή τη στιγμή; Θα ήμουν μακριά, πολύ μακριά, θα ήμουν εκεί που είναι αυτός!

(δείχνει τη φωτογραφία του πατέρα του)

Θα ήμουν στο πιο μακρινό σημείο που μπορεί να φτάσει άνθρωπος!

(πάει να φύγει αλλά η Αμάντα τον πιάνει από το μπράτσο)

Μη με πιάνεις!

(ο Τομ ορμάει προς την Αμάντα, καλύπτει το πρόσωπό της με τα χέρια του, η Αμάντα οπισθοχωρεί ανασαίνοντας βαριά)

[…]

Καλά κάνεις και δεν το πιστεύεις γιατί είναι η πρώτη φορά που έχεις δίκιο.
Όχι, δεν πηγαίνω στο σινεμά!
Ήρθε η ώρα να μάθεις την αλήθεια.
Πηγαίνω σε χαμαιτυπεία
σε καταγώγια
είμαι άσχημα μπλεγμένος με ναρκομανείς και δολοφόνους
είμαι ο αρχηγός μιας συμμορίας κακοποιών
πληρώνομαι για να κάνω φόνους
είμαι ταχυδακτυλουργός και μέσα από μια θήκη βιολιού εγώ βγάζω ένα τεράστιο και καταστροφικό όπλο
είμαι εγώ που κάνω κουμάντο σε ένα σωρό μπουρδέλα
στην πιάτσα είμαι πασίγνωστος
είμαι «ο φονιάς Γουίνγκφιλντ», έτσι με φωνάζουνε
είμαι διχασμένος και κάνω διπλή ζωή
το πρωί είμαι ένα τίμιο ανθρωπάκι στην αποθήκη με τα υποδήματα
και τη νύχτα είμαι ο πρίγκιπας του υποκόσμου
πηγαίνω στο καζίνο και σκορπάω όλα μου τα λεφτά στον τζόγο
μεταμφιέζομαι και φοράω ψεύτικο μουστάκι
κρύβω με μαύρο ύφασμα το ένα μου μάτι και μεταμφιέζομαι σε πειρατή
καμιά φορά με φωνάζουν και Διάβολο, μητέρα!
Μπορώ να σου πω κι άλλα, κι άλλα, κι άλλα, αλλά δεν θέλω να χάσεις τον ύπνο σου για πάντα. Και καλό είναι να ξέρεις επίσης ότι έχω εχθρούς, εχθρούς που με μισούν και σχεδιάζουν να τινάξουν το σπίτι στον αέρα! Κι ούτε που φαντάζεσαι πόσο πολύ θα τρελαθώ από τη χαρά μου όταν σε δω να εκσφενδονίζεσαι σαν άσχημη μάγισσα ψηλά στους ουρανούς του Μπλου Μάουντεν κι από πίσω σου να τρέχουν και οι δεκαεφτά σου καβαλιέροι!
Μάγισσα!
Γλωσσοκοπάνα μάγισσα!

[…]

ΣΚΗΝΗ 5

ΤΟΜ / ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Aπέναντι από το σπίτι μας
μέσα σε ένα στενάκι τόσο δα
βρισκόταν το χορευτικό κέντρο «Ο Παράδεισος»
καμιά φορά η Μουσική σαν να έμπαινε μέσα στο σπίτι

στο χορευτικό κέντρο «Ο Παράδεισος» υπήρχε και μια μεγάλη γυάλινη μπάλα που κρέμονταν από το ταβάνι
πολύχρωμη μπάλα και σαν ουράνιο τόξο τα χρώματά της
και καμιά φορά μέσα στο σπίτι ήταν σαν να έμπαινε ακόμα και το Φως που έβγαινε από αυτή τη μεγάλη γυάλινη μπάλα

η ορχήστρα ακουγόταν να παίζει βαλς ή τανγκό
ένας αργός, ηδονικός ρυθμός
κάτι ζευγαράκια βγαίνανε έξω και ψάχνανε απόμερες γωνιές για τα φιλιά τους

φιλιά πίσω από κάδους
ή κάτω από τους στύλους του ηλεκτρικού

κι αυτά τα φιλιά λες και ήταν η ανταμοιβή για κάτι ζωές που περνούσαν έτσι
χωρίς καμιά αλλαγή
χωρίς καμιά περιπέτεια

αλλά η αλλαγή κι η περιπέτεια δεν θα καθυστερούσαν για πολύ ακόμη

στην Ισπανία βομβάρδιζαν την Γκερνίκα!
αλλά εδώ μόνο σουίνγκ και αλκοόλ
κέντρα χορευτικά και σινεμά
μπαρ και σεξ
κι όλα αυτά αιωρούνταν στο σκοτάδι σαν πολύφωτο που κυρίευε τον κόσμο φευγαλέα, απατηλά

μια αλλαγή πλανιόταν στην ατμόσφαιρα
μια αλλαγή που, αργά ή γρήγορα, θα έφτανε μέχρι εδώ…

[…]

ΣΚΗΝΗ 6

ΤΟΜ / ΑΦΗΓΗΤΗΣ

(καπνίζει)

Και κάπως έτσι λοιπόν, το επόμενο κιόλας βράδυ, ο Τζιμ ήρθε στο σπίτι για φαγητό. Με τον Τζιμ γνωριζόμασταν από το γυμνάσιο.
Ήταν ένα είδος ήρωα τότε.
Ιρλανδός κι είχε μια καρδιά μάλαμα. Κι ένα φως προβολέα σαν να έπεφτε διαρκώς επάνω στο πρόσωπό του. Πρώτος στο μπάσκετ, πρώτος στην τέχνη της Ρητορικής, πρόεδρος στην τάξη των τελειοφοίτων, επικεφαλής στη χορωδία του σχολείου, πρωταγωνιστής σε όλες τις οπερέτες.

Όταν περπατούσε, έδινε την εντύπωση ότι ήταν έτοιμος να πετάξει και σαν να μην ήταν απολύτως εξοικειωμένος με τον νόμο της βαρύτητας.

Έβλεπες τον έφηβο Τζιμ και νόμιζες ότι μέχρι τα τριάντα του θα έχει καταλάβει τουλάχιστον τον Λευκό Οίκο.

Όμως
Όμως μετά την εφηβεία λες και κάτι άλλαξε απότομα
ο ρυθμός του επιβραδύνθηκε
λες και τα φτερά του είχαν κοπεί.
Κι έξι μόλις χρόνια μετά το γυμνάσιο, ο Τζιμ βρέθηκε να κάνει μια δουλειά όχι και πολύ καλύτερη από τη δική μου.

Και μέσα εκεί
εκεί στη φριχτή αποθήκη
ο Τζιμ ήταν ο μόνος με τον οποίο αναπτύχθηκε κάποιου είδους φιλική σχέση μεταξύ μας.

Εγώ ήμουν μάλλον πολύτιμος για εκείνον: γιατί εγώ θυμόμουν τις παλιές του δόξες, μπορούσα να επιβεβαιώσω τους θριάμβους του στο μπάσκετ και στη Ρητορική!

Ο Τζιμ, από την άλλη, ήταν ο μόνος που γνώριζε ότι, όταν εγώ τις σπάνιες φορές που τύχαινε να μην έχουμε και πολλή δουλειά στην αποθήκη πήγαινα και κρυβόμουνα στην τουαλέτα, πήγαινα και κρυβόμουνα γιατί ήθελα, γιατί έπρεπε να γράψω ένα ποίημα.

Με φώναζε Σαίξπηρ!

Κι όλη αυτή η φιλική στάση του Τζιμ απέναντί μου άρχισε να επηρεάζει και τα υπόλοιπα παιδιά στην αποθήκη που μέχρι τότε με βλέπανε μάλλον με… καχυποψία. Μερικοί μάλιστα άρχισαν ακόμη και να μου χαμογελούν καμιά φορά.

Μου χαμογελούσανε έτσι όπως χαμογελάει κανείς όταν τύχει να δει στο δρόμο του ένα μικρό αδέσποτο κουτάβι.

Σαφώς και το γνώριζα ότι ο Τζιμ και η Λώρα γνωρίζονταν στο γυμνάσιο.
Η Λώρα θαύμαζε τον Τζιμ. Την είχα ακούσει πολλές φορές να μιλάει για τη φωνή του.
Ο Τζιμ, αντιθέτως, νομίζω ότι την Λώρα ούτε που την θυμόταν καν.
Όσο απαρατήρητη περνούσε εκείνη, τόσο εκείνος βρισκόταν πάντα στο επίκεντρο.

Όταν τον κάλεσα για φαγητό, χαμογέλασε και μου είπε: «Σαίξπηρ, ούτε που φανταζόμουν πως έχεις οικογένεια, πολύ παράξενο…»

[…]

ΤΟΜ

Κάνω σχέδια, Τζιμ.
Προετοιμάζομαι.
Κι έχω πάρει μια απόφαση…

[…]

Έχω βαρεθεί ακόμη και το σινεμά!

Ναι, ακόμη και το σινεμά! Κι όλα αυτά τα λαμπερά αστέρια που ζούνε και χαίρονται την περιπέτεια πάνω σε ένα λευκό πανί!
Κι εμείς τι κάνουμε;… εμείς πάμε στο σινεμά και βλέπουμε τους άλλους να ζούνε και να χαίρονται την περιπέτεια… κι εμείς… εμείς καθόμαστε ακίνητοι μέσα σε μια σκοτεινή αίθουσα και… απλώς κοιτάζουμε.
Κι όλα αυτά μέχρι να ξεσπάσει ένας πόλεμος ασφαλώς και να μοιραστεί… η περιπέτεια στις μάζες κι όχι μόνο στον… Κλαρκ Γκέιμπλ! Και τότε να βγούμε κι εμείς από τη σκοτεινή αίθουσα και να πάμε κι εμείς σε κάποιο εξωτικό νησί, να πάμε για σαφάρι, να πάμε για…
Μπούχτισα, Τζιμ. Μπούχτισα και βαριέμαι να περιμένω μέχρι να γίνει κάποιος πόλεμος.
Δεν θέλω άλλο να είμαι θεατής.
Γι’ αυτό σου λέω, πάει, το αποφάσισα: Θα φύγω!

[…]

Το ξέρω καλά, Τζιμ, ότι στα μάτια όλων σας είμαι ένας ονειροπαρμένος και τίποτε άλλο αλλά
αλλά αν ήξερες τι γίνεται μέσα μου!...
Βράζω ολόκληρος.
Καίω!
Και κάθε φορά που πάω και πιάνω ένα παπούτσι στο χέρι μου
στην αρχή σκέφτομαι πόσο σύντομη είναι η ζωή
και μετά κοιτάζω ξανά το παπούτσι
με ανατριχίλα το κοιτάζω το παπούτσι
και το μόνο πράγμα που σκέφτομαι τότε είναι ότι
τα παπούτσια είναι ωραία
μόνο στα πόδια ενός ταξιδιώτη.

[…]

ΣΚΗΝΗ 7
Φινάλε

ΤΟΜ / ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Όχι
Δεν πήγα στο φεγγάρι
Πήγα κάπου πολύ πιο μακριά

Πήγα στον Χρόνο

Γιατί ο Χρόνος
Ο Χρόνος το πιο μεγάλο Ρήγμα ανάμεσα σε δύο Τόπους.

Λίγο καιρό μετά, ο κύριος Μεντόζα με έδιωξε από τη δουλειά
Διέπραξα, βλέπετε, το ολέθριο σφάλμα να γράψω ένα ποίημα πάνω σε ένα κουτί παπουτσιών

και άφησα το Σαιν Λούις
έφυγα
τα πόδια μου κατέβηκαν για ύστατη φορά τα σκαλιά
τα σκαλιά από εκείνη τη σκάλα κινδύνου
και μετά άρχισα να γίνομαι σαν τον Πατέρα μου
και περπατούσα
περπατούσα
περπατούσα
γιατί μόνο η Κίνηση περιορίζει κάπως το Χάος

ταξίδεψα πολύ

οι πόλεις γύρω μου
οι πόλεις μέσα μου
στροβιλίζονταν σαν φύλλα νεκρά
φύλλα που είχαν αποκοπεί απ’ τα κλαδιά τους

κι ούτε που μου περνούσε ποτέ από το μυαλό να σταματήσω το περπάτημα

κάτι με κυνηγούσε πάντα
αλλά και κάτι εμφανιζόταν ξαφνικά μπροστά μου και σαν να με παρέλυε πάντα
άλλοτε μια μουσική που κάτι μου θύμιζε
άλλοτε ένα κομμάτι γυαλί διάφανο και λείο που κάτι μου θύμιζε

και περπατούσα νύχτα στις άγνωστες πόλεις λίγο πριν βρω συντροφιά

και πήγαινα σινεμά
κι έμπαινα στα μπαρ να πιώ
και κάπνιζα τσιγάρα
κι έβλεπα τις βιτρίνες των αρωματοπωλείων
βιτρίνες γεμάτες μπουκαλάκια γυάλινα
σε όλες τις αποχρώσεις όπως το ουράνιο τόξο

και μια νύχτα, όπως περπατούσα, ξαφνικά ένα χέρι στον ώμο μου
ήταν το χέρι της αδερφής μου

γυρνάω και την κοιτάζω μέσα στα μάτια
αχ Λώρα

Λώρα
Προσπάθησα να σε αφήσω πίσω μου
Αλλά
Αλλά είμαι
Πολύ πιο πιστός από ό,τι σκόπευα
Και θυμάμαι, Λώρα
Θυμάμαι
Έναν κόσμο να φωτίζεται με αστραπές

Σβήσε τα κεριά σου, Λώρα, σβήσ’ τα κι έχε γεια…

(η Λώρα σβήνει τα κεριά, απόλυτο σκοτάδι)

Τ Ε Λ Ο Σ

Η παρούσα απόδοση-μετάφραση του έργου βασίστηκε κατά κύριο λόγο στο κείμενο της πρώτης έκδοσης (Random House, Νέα Υόρκη 1945). Επίσης, ελήφθησαν υπ’ όψιν οι προσθήκες-παραλλαγές στους διαλόγους και τις σκηνικές οδηγίες της πρώτης παράστασης του έργου στη Νέα Υόρκη.