Το θέατρο αντίδοτο στον φόβο του θανάτου

Spoon River / Κι η σκόνη μου ακόμα γελάει

——————————————————————————
H ανατρεπτική ποίηση του Edgar Lee Masters σε νέα μετάφραση με προορισμό τη σκηνή

Το θέατρο αντίδοτο στον φόβο του θανάτου

Το δώρο του Τώρα

Αυτή η πρωτόγνωρη περίοδος που διανύουμε είναι ένα σημείο τομής του χρόνου. Για όλους, ανεξαρτήτως ιδιότητας, καταγωγής, ηλικίας, ο χρόνος δεν μπορεί παρά να χωρίζεται σε Πριν και Μετά, εφόσον η ζωή (μας), όπως τη γνωρίζαμε, έχει διακοπεί. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για το Μετά, μόνο για το Τώρα, που εμποτισμένο απ’ όλο το Πριν προσπαθεί να ψηλαφίσει, ίσως και να προκαταβάλει, σενάρια του Μετά. Το Μετά πάντα διαφεύγει, μένει αχανές και απροσδιόριστο. Αλλά η, έστω εξαναγκασμένη, απόσταση από το Τώρα όπως ήταν Πριν –ένα εξαντλητικό κυνήγι του χρόνου– και η ακινητοποίηση σ’ ένα Τώρα εσωτερικό, χωρίς ορατό ορίζοντα εξόδου, παρά τις ανυπολόγιστες υλικές, κοινωνικές, οικονομικές, ανθρωπιστικές συνέπειές της σε παγκόσμια κλίμακα, είναι, παραδόξως, κι ένα ανέλπιστο πνευματικό δώρο. Γιατί, όπως κάθε απόσταση, μπορεί ιδανικά να μας βοηθήσει να δούμε καλύτερα, να τοποθετηθούμε καλύτερα, να απομακρύνουμε ό,τι επίπλαστο, φτιαχτό, φλύαρο στην αναζήτηση μιας ευθείας και αδιαμεσολάβητης σχέσης με τον εαυτό. Αυτή η απόσταση, έχει, κατά κάποιο τρόπο, τη δυνατότητα να επιδράσει πάνω μας όπως η τέχνη, το θέατρο και η ποίηση. Με τη διαφορά ότι δημιουργός και αντικείμενο ταυτίζονται, είμαστε εμείς και η ίδια μας η ζωή. Κι όπως στην τέχνη βέβαια, το περιεχόμενο μπορεί να ερμηνευτεί, να φτάσει στο αποδέκτη, αλλά μπορεί και όχι.
Η διακοπή κάθε δραστηριότητας ήρθε σε μια στιγμή δημιουργικού πυρετού στον χώρο του θεάτρου: ένα πολύβουο σύμπαν που δουλεύει αδιάκοπα σε ρυθμούς που υπερβαίνουν κάθε κανονικότητα, ένα σύμπαν που δεν ικανοποιείται ποτέ από τον εαυτό του. Το ίδιο συνέβη και στην ομάδα του Spoon River – σ’ εμένα και τους συνεργάτες μου, ηθοποιούς και δημιουργικούς συντελεστές της παράστασης πάνω στα διάσημα ποιήματα του Edgar Lee Masters, με προγραμματισμένη πρεμιέρα στις 27 Απριλίου. Όλα πάγωσαν την πιο κρίσιμη στιγμή. Αλλά, όσο κι αν μας δοκιμάζει αυτή η αναστολή, δεν υπάρχει τίποτα ίσως που να την εκφράζει καλύτερα από τα ποιήματα του Spoon River, μονoλόγους προσώπων που μιλούν για τη ζωή τους αφού έχουν πεθάνει.
Αυτά τα πρόσωπα μιλούν για να αποκαλύψουν αυτό που πραγματικά ήταν. Μιλούν για να αποκαταστήσουν μια αποσιωπημένη ταυτότητα, με τρόπο που μόνο η απόσταση από τη ζωή επιτρέπει. Η μία εκδοχή αυτής της απόστασης είναι ο θάνατος. Η άλλη, το πρόσωπό μας στον καθρέφτη, η αναπαράσταση, το ίδιο το θέατρο.
Τώρα έχουμε την πολύτιμη δυνατότητα να ξανασκεφτούμε το θέατρο (και τη ζωή μας), όχι ως δράση (μηχανική, αυτοματοποιημένη, δράση από κεκτημένη ταχύτητα), αλλά ως αφήγηση που πρέπει να επινοηθεί εκ νέου, ως επιστροφή στο προσωπικό μας κείμενο: αυτό είναι το δώρο του Τώρα.

Ποίηση με θεατρική θερμοκρασία
Δημοσιευμένη το 1916, η Ανθολογία του Spoon River είναι από τα κορυφαία έργα της αμερικάνικης λογοτεχνίας του 20ού αιώνα. Γραμμένοι με τη μορφή του επιτύμβιου επιγράμματος, οι απέριττοι αυτοί μονόλογοι σε κερδίζουν αμέσως με την αφοπλιστική, ωμή τους ειλικρίνεια και την παραδοξότητά τους – όπως και τα επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας απ’ όπου ο Masters, αφοσιωμένος μελετητής της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, εμπνεύστηκε αυτή την ιδιαίτερα πυκνή ποιητική φόρμα. Είναι οι φωνές των κατοίκων μιας μικρής πόλης στην Αμερική των αρχών του 20ού αιώνα –αντρών και γυναικών, κατατρεγμένων και ισχυρών, συζύγων και εραστών, συντηρητικών κι ελευθεριακών, θρησκευόμενων και «αμαρτωλών»–, όλων δέσμιων μιας κοινωνικής επιφάνειας που δεν μπόρεσε να θεραπεύσει τα μυστικά και τις βαθιές εσωτερικές ρωγμές, που τους οδήγησαν στο θάνατο.

O Edgar Lee Masters (HΠA, 1868–1950)

Με άλλα λόγια, ένας χορός νεκρών. Ενώ η αφήγηση διαδραματίζεται νοητά σ’ ένα κοιμητήριο, το κοιμητήριο της επινοημένης κοινότητας που φέρει και τον τίτλο της ανθολογίας. Αντί όμως για τόπος αιώνιας σιωπής, το Spoon River είναι ένας τόπος λυτρωτικής έκθεσης. Η σιωπή σπάζει από την ανάγκη ομιλίας που μαρτυρούν τα λεγόμενα και φυσικά, από το περιεχόμενό τους: γιατί αν τα πραγματικά επιγράμματα εξαίρουν τις αρετές και την καλοσύνη των κάποτε ζωντανών, τα επινοημένα αυτά επιγράμματα έχουν σκοπό να αποκαλύψουν το σκοτάδι του καθενός, να το φέρουν στο φως.
Η θεατρικότητα αυτών των προσωπογραφιών είναι προφανής, κάτι που εξηγεί τις πολυάριθμες διασκευές της Ανθολογίας στην Αμερική, και μάλιστα με στοιχεία μιούζικαλ, με πρώτη αυτή στο Broadway το 1963 και τελευταίες, πολύ πρόσφατα, εκείνη του 2011 στο νεκροταφείο του Brooklyn (Green-Wood Cemetery, The Spoon River Project) και του 2014 στο Tορόντο από το «Soulpepper theatre».
Δεν πρόκειται όμως απλώς για μια πινακοθήκη προσώπων εποχής. Η Ανθολογία του Σπουν Ρίβερ είναι, πολύ περισσότερο, ένα κριτικό πορτρέτο της σύγχρονης δυτικής κοινωνίας που, αντιστικτικά, φλερτάρει με την ουτοπία. Κάθε φωνή φέρει ένα ολόκληρο πλέγμα κοινωνικών σχέσεων μέσα της, είναι, κατά κάποιον τρόπο, προϊόν της ενέργειας της κοινότητας πάνω στο άτομο, όπως εκφράζεται μέσω των στερεοτύπων, των επιταγών, των ενοχών που του γεννά. Πίσω από τα πάθη και τις διαρκείς ματαιώσεις που καταθέτει μέσα από τα πρόσωπά του, ο Edgar Lee Masters αναρωτιέται πόσο ευτυχέστερος θα μπορούσε να είναι ο καθένας, πόσο πιο αντίστοιχη με τις πραγματικές του κλίσεις η ζωή του καθενός, πόσο πιο δίκαιη εντέλει μια κοινωνία αν δεν εγκλωβιζόταν στην υποκρισία των θεσμών που τη συγκροτούν, του πολιτικού συστήματος και του Τύπου, της εκκλησίας, της δικαιοσύνης και πάνω απ’ όλα του γάμου, ως θεμέλιου όλων των παραπάνω.
Αλλά όλοι αυτοί, οι κάποτε ζωντανοί, δεν θα μπορέσουν ποτέ να επιστρέψουν για να «διορθώσουν» τη ζωή που έζησαν. Εμείς;

Μετάφραση, δραματουργία, σκηνοθεσία: Αξεδιάλυτα δεμένα

Ανακάλυψα το έργο χάρη στη, χρονολογούμενη από τέλη της δεκαετίας του ’60, μετάφραση του έργου από τον Σπύρο Αποστόλου (Edgar Lee Masters, Ανθολογία του Σπουν Ρίβερ, μτφ. Σπύρος Αποστόλου, Gutenberg 1995), που μου χάρισε ο εκδότης Γιώργος Δαρδανός ως αντίδωρο για την παράστασή μου πάνω στα ποιήματα της Μάτσης Χατζηλαζάρου, στην Άνδρο, μετά από πρόσκλησή του το 2013. {Μάτση Χατζηλαζάρου, Σβήσε το πρόσωπό μου και ξαναρχίζουμε. Σκηνοθεσία - δραματουργική επιμέλεια: Δήμητρα Κονδυλάκη. Με τη Δέσποινα Παπάζογλου. Σκηνικά - Κοστούμια: Φωτεινή Γεωργίου. Φεστιβάλ Φιλίππων-Θάσου (Αυγ. 2012), Θέατρο του Νέου Κόσμου (Οκτ. 2012), Knot gallery (Ιαν. 2013), Άνω Άγιος Πέτρος Άνδρου (Αύγ. 2013)}, Σαν να υπήρχε η διαίσθηση στη χειρονομία εκείνη ότι τα ποιήματα του Spoon River θα γίνονταν το όχημα για να συνεχίσω τη σκηνική έρευνα πάνω στη δραματοποίηση της ποίησης, κάτι που με απασχολεί πάντα. Πώς μπορεί, δηλαδή, ένας λόγος μεγάλης πυκνότητας ζωντανέψει και να αποκτήσει απεύθυνση και σκηνική δραστικότητα πέρα από αναγνωστικά και άνευρα αφηγηματικά κλισέ.
Το πρώτο ποίημα που διάβασα ανοίγοντας τον πληθωρικό τόμο της Ανθολογίας στην καλαίσθητη, δίγλωσση ελληνική έκδοση, που από τότε με συνοδεύει πάντα, ήταν αυτό της ΜΑΡΓΚΑΡΕΤ ΦΟΥΛΕΡ ΣΛΑΚ:

Θα είχα γίνει διάσημη σαν την Τζορτζ Έλιοτ
Αν δεν τα ’φερνε αλλιώς η μοίρα
Κοιτάξτε με στη φωτογραφία όπως με έβγαλε ο Πένιγουιτ
πώς κρατώ το πηγούνι στα χέρια, κοιτάξτε τι βαθυστόχαστο βλέμμα
τι μάτια γκρίζα και διεισδυτικά.
Είχα όμως κι εγώ το κλασικό πρόβλημα:
Να μείνω μόνη, να παντρευτώ ή ελεύθερα στον έρωτα να δοθώ;
Τότε θαμπώθηκα από τον Τζων Σλακ, τον πλούσιο φαρμακοποιό
και παγιδεύτηκα από την υπόσχεση ότι θα έχω ελεύθερο χρόνο
για το μυθιστόρημά μου
και τον παντρεύτηκα και γέννησα οκτώ παιδιά
και πού πια χρόνος για γράψιμο.
Έτσι τέλειωσαν όλα για μένα τελικά
Όταν τρυπήθηκα με μια βελόνα
ενώ έπλενα τις πάνες του μωρού
και πέθανα από τέτανο, θάνατο αλήθεια ειρωνικό
Ακούστε την κραυγή μιας φιλόδοξης ψυχής
Η καύλα είναι η παγίδα της ζωής!

Φιγούρα του παραδοσιακά γυναικείου διχασμού ανάμεσα στο πνεύμα και το σώμα, την τέχνη και τη δημιουργία οικογένειας, η Μάργκαρετ Φούλερ Σλακ ενσαρκώνει το δίλημμα ανάμεσα στην αυθεντική επιθυμία και το κοινωνικά «αναμενόμενο», που λύνει εντέλει δραστικά η παρέμβαση του τυχαίου. Στον μικροπυρήνα αυτής της αφήγησης περιέχονται όλα τα συστατικά του τραγικού: η δράση, η εσωτερική σύγκρουση, η μοίρα ως καταλύτης – κάτι που συμβαίνει στα περισσότερα ποιήματα. Ήμουν σίγουρη ότι αυτό το ποίημα ήταν για τη σκηνή, ότι έπρεπε να ακουστεί ζωντανά, ότι το θέατρο ήταν ο φυσικός του χώρος. Αλλά η μετάφραση αισθανόμουν ότι το κρατά εγκλωβισμένο σ’ ένα παρελθόντα χρόνο. Για να μιληθεί τώρα, το ποίημα έπρεπε να μεταφραστεί απ’ την αρχή από το αγγλικό πρωτότυπο – κάτι που επιχειρήσαμε με τον Κωνσταντίνο Τζήκα, από την αρχή συνοδοιπόρο μου στη μετάφραση και τη δραματουργία του Spoon River.
Από τα διακόσια δώδεκα ποιήματα της Ανθολογίας, επιλέξαμε είκοσι επτά: μονολόγους που συμπυκνώνουν τη ζωή του κάθε αφηγούμενου σ’ ένα κεντρικό γεγονός και απαντούν στο ερώτημα πώς το «βλέμμα των άλλων» ερεθίζει και βαθαίνει τα κρυφά, ιδιωτικά τραύματα.
Αναζητήσαμε μια γλώσσα, κοφτή και άμεση, κατά τον τρόπο του επιγράμματος, που να πατάει αβίαστα στο σημερινό τρόπο ομιλίας και αντίληψης χωρίς να προδίδει την ποιητική σύσταση του έργου. Μας ενδιέφερε το κοντράστ μιας σύγχρονης γλώσσας με την ατμόσφαιρα εποχής των αφηγήσεων. Προσπαθήσαμε ν’ απαλείψουμε ηθογραφικές αποχρώσεις που θα τις καθήλωναν στην εποχή που γράφτηκε το έργο μεταφράζοντας με μεγαλύτερη ελευθερία [Π.χ. Να μείνω μόνη, να παντρευτώ ή ελεύθερα στον έρωτα να δοθώ αντί του Να μείνω ανύπαντρη, να παντρευτώ ή να τραβολογιέμαι (« Should it be celibacy, matrimony or unchastity ? ») και Η καύλα είναι η παγίδα της ζωής! αντί του Το γενετήσιο είναι η κατάρα της ζωής! («Sex is the curse of life!») στο προηγούμενο ποίημα]. Επίσης, μας ενδιέφερε μια ουδετερότητα στην απόδοση των ταφικών ή νεκρικών στοιχείων [π.χ. Πάνω στο μάρμαρο («They have chiseled on my stone the words»), που απομακρύνει τον κίνδυνο μιας γραφικότητας του «μακάβριου», μιας φετιχοποίησης του θανάτου (αντί του «στην ταφόπετρά μου»)], κλπ.

Όπως χαρακτηριστικά στον ΚΑΣΙΟΥΣ ΧΙΟΥΦΕΡ:

Πάνω στο μάρμαρο χάραξαν τις λέξεις:
«Η ζωή τού ήταν ευνοϊκή κι όλα μέσα του τόσο ταιριασμένα
που η ίδια η φύση θα μπορούσε να κηρύξει στον κόσμο όλο
αυτός ήταν άνθρωπος».
Όσοι με γνώρισαν, χαμογελούν
με την κενή αυτή ρητορική.
Το επίγραμμά μου θα ’πρεπε να είναι
«Η ζωή τού ήταν αντίξοη
κι όλα μέσα του τόσο διχασμένα
που έγινε ο εαυτός του ένα πεδίο μάχης
στο οποίο και έπεσε».
Ζωντανός δεν κατάφερα τις κακές γλώσσες να εμποδίσω
Τώρα που έχω πεθάνει σ’ ένα γελοίο επίγραμμα
πρέπει να υποταχθώ.

Προφανώς, η βασική ερμηνευτική συνθήκη του συνόλου παραμένει «χορός νεκρών», κάτι που υποβάλλει ένα διαρκές αίσθημα ανησυχίας και προϋποθέτει παραμόρφωση κάθε ρεαλιστικού χαρακτηριστικού. Αλλά το «νεκρός» απλώνεται και σ’ άλλες περιοχές, όχι μόνο στο βιολογικό θάνατο: είναι ο χωρίς ζωή. Με ολόκληρο και ακέραιο το περιεχόμενο του «χωρίς ζωή», άνευρος, άβουλος, άτολμος, άοσμος, ανέραστος, όπως λόγου χάριν ο Τρέινορ ο Φαρμοκοποιός, ένας σχεδόν άφυλος χαρακτήρας, που το «πείραμα» της μοναξιάς τον σκότωσε. Εδώ η επιλογή της μετάφρασης, αντί του «σκοτωμένος», γίνεται επί τούτου «έχασε τη ζωή του» (« Killed while making an experiment »), επιτείνοντας την αμφισημία του «unwedded».

Μονάχα ο χημικός γνωρίζει κι αυτός ακόμα, όχι πάντα
ποια θα είναι η αντίδραση υγρών και στερεών
Ποιος όμως να προβλέψει
πώς θα αλληλεπιδράσουν άντρας και γυναίκα
ή τι παιδιά θα βγουν.
Καλοί άνθρωποι ήταν ο Μπέντζαμιν Παντιέ και η γυναίκα του,
αλλά σατανικοί ο ένας για τον άλλο
Εκείνος οξυγόνο, εκείνη υδρογόνο
και ο γιος τους καταστροφική φωτιά.
Εγώ, ο Τρέινορ ο φαρμακοποιός, των χημικών ουσιών συνθέτης
έχασα τη ζωή μου πάνω σ’ ένα πείραμα.
Έζησα ανύπαντρος.

Το θέατρο αντίδοτο στον φόβο του θανάτου

Σ’ ένα παράλληλο σύμπαν όμως, ίσως το πνεύμα να παραμένει ζωντανό και να παρακολουθεί τις ζωές μας, προτού χαθούν, τωρινές και παλαιότερες. Τα πορτρέτα είναι ζωντανά πρόσωπα αλλά διατηρούν κάτι από την ακαμψία του επιγράμματος και από τη γοητεία του βαμπίρ: η ματαίωση της επιθυμίας τροφοδοτεί έναν κύκλο που μεταδίδεται αενάως από τους προγόνους στους απογόνους και στοιχειώνει μ’ αυτόν τον τρόπο και την κοινωνία των ζωντανών. Στην ποιητική γλώσσα, η διάψευση φτάνει να διαβρώνει ολόκληρο το φυσικό περιβάλλον των ηρώων, κάτι που η μετάφραση καλείται να αποδώσει όσο το δυνατόν πιο γλαφυρά. Ενδεικτικός είναι ο παραλληλισμός της μητέρας με τον Κηπουρό και της ανατροφής των παιδιών σε κατεστραμμένους γάμους με «τα φυτά που μεγαλώνουν σε υπόγεια», από την ΚΥΡΙΑ ΤΣΑΡΛΣ ΜΠΛΙΣ:

Ο αιδεσιμότατος Γουάιλι με συμβούλεψε να μην τον χωρίσω
για χάρη των παιδιών.
Και ο δικαστής Σόμερς το ίδιο τον συμβούλεψε κι αυτόν.
Έτσι βρεθήκαμε σε αδιέξοδο.
Δύο από τα παιδιά πήραν το μέρος του και κατηγορούσαν εμένα
Και τ’ άλλα δύο πήραν το μέρος το δικό μου κατηγορώντας τον αυτόν,
Και λυπόντουσαν τον γονιό που υποστήριζαν.
Και όλα μας τα παιδιά τα βασάνιζε η ενοχή που ήταν αναγκασμένα να διαλέξουν
Και υπέφεραν που δεν μπορούσαν να υπολογίζουν
εξίσου αυτόν κι εμένα.
Κι ο κάθε κηπουρός γνωρίζει πως τα φυτά που μεγαλώνουν σε υπόγεια
ή κάτω από τις πέτρες, φυτρώνουν στραβά και κιτρινίζουν και αρρωσταίνουν εύκολα.
Και καμιά μητέρα δεν θα άφηνε το μωρό της να βυζάξει
από το στήθος της μολυσμένο γάλα.
Αλλά παπάδες και δικαστές μας λένε να ανατρέφουμε τα παιδιά μας
στο μισοσκόταδο, μακριά απ’ το φως του ήλιου
εκεί όπου δεν έχει ζεστασιά, μόνο υγρασία και κρύο –
Παπάδες και δικαστές!

Αντίστοιχα, λειτουργεί η μεταφορά του θανατηφόρου κισσού για τη δηλητηριασμένη αγάπη και εκείνη των τρυφερών κλαδιών που, «μπλεγμένα, σάπισαν», για την ψυχή που έμεινε μετέωρη, από τη Λουίζ Σμιθ. «Μην αφήνεις την εμμονή να σκαλίσει τον κήπο της ψυχής σου» («Do not let the will play gardener to your soul»), αποδόθηκε το « Do not let the will play gardener to your soul», αντί του «Μην αφήνεις την πεθυμιά ν’ ανθοκομίσει την ψυχή σου» (στη δημοσιευμένη μετάφραση του ποιήματος), μια πιο σφιχτή φράση, που αποκαλύπτει τη σκληρότητα και το πείσμα της εμμονής στη μορφή του Κηπουρού-Δημιουργού.

Ήμασταν αρραβωνιασμένοι με τον Χέρμπερτ οχτώ χρόνια
όταν η Άναμπελ επέστρεψε στο χωριό από τη Σχολή
κι εκείνος με παράτησε, άμοιρη Λουίζ!
Αν είχα αφήσει άθικτη την αγάπη μου γι’ αυτόν
μπορεί να είχε ανθίσει, να είχε γίνει θλίψη νοσταλγική
ποιος ξέρει ; – που θα με γιάτρευε με το άρωμά της
Αλλά τη βασάνισα, τη δηλητηρίασα
την τύφλωσα κι έγινε μίσος –
θανατηφόρος κισσός αντί γι’ αγράμπελη
κι η ψυχή μου έμεινε μετέωρη
και τα τρυφερά κλαδιά της έτσι μπλεγμένα, σάπισαν.
Μην αφήνεις την εμμονή να σκαλίσει τον κήπο της ψυχής σου
εκτός κι αν είσαι σίγουρος πως δεν σε οδηγεί σε λάθος δρόμο.

Μέσα από αυτά τα λίγα ποιήματα που παρέθεσα ενδεικτικά και παρά την ιδιαιτερότητα της κάθε ιστορίας, μπορεί κανείς να φανταστεί αυτούς τους ήρωες ως ένα άχρονο χορό, αιχμαλωτισμένο σ’ ένα παράλληλο, ονειρικό σύμπαν απ’ όπου παρατηρούν και σχολιάζουν τη ζωή τους – μη όντας πια εδώ. Μη έχοντας δηλαδή το πολύτιμο προνόμιο της ζωής που έχουμε όλοι μας. Έχοντας όμως πλήρη επίγνωση της σκιάς που ρίχνει η συλλογική στην ατομική περιπέτεια κι ακόμα περισσότερο, της ματαιότητας κάθε προσπάθειας που σχετίζεται με το φαίνεσθαι και την κοινωνική επιφάνεια.
Μετάφραση, δραματουργία και παράσταση αξεδιάλυτα δεμένα επιχειρούν να φωτίσουν αυτούς τους δύο αυτούς κόσμους σε διαρκή μάχη και αντιπαράθεση – τον κόσμο των ζωντανών, την εποχή όπου τοποθετείται το έργο (1890-1910), και των νεκρών, όπως αντανακλώνται αντίστοιχα στον διάλογο ρεαλιστικής και ονειρικής θεατρικής σύμβασης, κίνησης και ακινησίας, ρευστής ζωής και κατασκευασμένης εικόνας. Δύο κόσμους που μπορούν να ιδωθούν και ως όψεις του εαυτού: ύλη και φάσμα, σώμα και πνεύμα – όψεις αντίθετες όσο και συμπληρωματικές.
Ειδικά σήμερα, που ζούμε σ’ ένα καθεστώς γενικευμένης διάχυσης του φόβου για τον θάνατο, η παράσταση, που για πρώτη φορά στην Ελλάδα αντλείται από αυτό το συγκλονιστικό ποιητικό υλικό, θα έχει εντέλει πετύχει τον στόχο της αν συλλάβει και αναπαραστήσει με χάρη τη φυσική σύνδεση, το κανάλι μεταξύ των δύο κόσμων, που ο τρόπος ζωής μας και η ασυμφιλίωτη σχέση μας με το φυσικό γεγονός του θανάτου, συστηματικά αποκρύπτει, όπως εξομολογείται στη σαγηνευτική αφήγησή της η κυρία που ακολουθεί.

Ήμουν η χήρα ΜακΦάρλαν,
Υφάντρα όλου του χωριού.
Λυπάμαι εσάς που είστε ακόμα στον αργαλειό της ζωής
με το τραγούδι σας καθώς περνάτε τη σαΐτα
κι όλο αγάπη θαυμάζετε το εργόχειρό σας.
Κάποτε θα μισήσετε τον εαυτό σας όταν αντικρύσετε την αλήθεια.
Επειδή το υφαντό της ζωής υφαίνεται
σε σχέδιο κρυμμένο κάτω από τον αργαλειό –
Ένα σχέδιο που ποτέ δεν βλέπετε!
Κι εσείς υφαίνετε χαρούμενοι, όλο τραγουδώντας και τραγουδώντας,
Κρατάτε τις κλωστές της αγάπης και της φιλίας
για ευγενικές μορφές, πορφυρές και χρυσοποίκιλτες.
Χρόνια μετά, με άλλα μάτια θα δείτε
ότι έχετε υφάνει ένα πανί χλωμό σαν το φεγγάρι
Τώρα όμως γελάτε με την καρδιά σας, γιατί η Ελπίδα το σκεπάζει
με μορφές ωραίες και αγαπημένες.
Αλλά ο αργαλειός διακόπτεται ξαφνικά! Και ιδού το σχέδιο!
Είσαι μόνη σου στο δωμάτιο! Έχεις υφάνει ένα σάβανο!
Και το μίσος γι’ αυτό σε τυλίγει μέσα του!


Υστερόγραφο

«Nascentes morimur»:«Αρχίζουμε να πεθαίνουμε από τη στιγμή της γέννησής μας». Ίσως αντίδοτο στον φόβο του θανάτου να είναι μόνο η ίδια του η αποδοχή. Η κατάφαση στην αμφισημία της ύπαρξης. Που θα μας επιτρέψει να ΖΗΣΟΥΜΕ.

ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΘΕΑΤΡΟΥ ΕΝΑ ΣΥΝ ΕΝΑ ΙΣΟΝ ΕΝΑ / ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΑΘΜΟΣ / Κι η σκόνη μου ακόμα γελάει… Βασισμένο στην Ανθολογία του Spoon River  του Edgar Lee Masters. Σύλληψη - Σκηνοθεσία Δήμητρα Κονδυλάκη. Μετάφραση - Δραματουργική σύνθεση Κωνσταντίνος Τζήκας - Δήμητρα Κονδυλάκη. Ηθοποιοί: Γιώργος Γιαννακάκος, Αντώνης Γκρίτσης, Κατερίνα Μαούτσου, Δέσποινα Σαραφείδου / Δημιουργική ομάδα συνεργατών: Σκηνογράφος Λουκία Μάρθα.  Ενδυματολόγος Φωτεινή Γεωργίου.  Συνθέτης πρωτότυπης μουσικής Τηλέμαχος Μούσας. Βοηθός σκηνοθέτη Στεφανία Γεωργιλέα. Η πρεμιέρα ήταν προγραμματισμένη για 27 Απριλίου 2020. (Επιχορηγούμενη παράσταση από το ΥΠ.ΠΟ. για το 2019-2020.)