Λύνοντας τα μάγια της εικόνας με τη γραφή

Λύνοντας τα μάγια της εικόνας με τη γραφή

Μαρία Γιαγιάννου, «R.I.F. – O θάνατος στο φέισμπουκ», εκδ. Στερέωμα 2022

Τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα μια μεταβατική εποχή, σαν τη δική μας, όπου η ολοένα εντεινόμενη βιομηχανοποίηση και η μαζική μετακίνηση του πληθυσμού στις πόλεις έκανε να φαντάζουν γραφικά τα προτεσταντικά ήθη στα βάθη της αμερικάνικης επαρχίας, ο νομικός και ποιητής Έντγκαρ Λη Μάστερς, δεινός μελετητής της Παλατινής Ανθολογίας, επινόησε ένα νεκροταφείο για να αποτυπώσει τη ματαιοδοξία, την υποκρισία, τις αγκυλώσεις και τα άδοξα πάθη τών ζωντανών, πάθη που οδηγούνταν κατά κανόνα από την αντίθεση μεταξύ της πραγματικής επιθυμίας και της επιβεβλημένης περσόνας του καθενός στο κλειστό κοινωνικό περιβάλλον που ζούσαν. Η Ανθολογία του Σπουν Ρίβερ είναι μια ανθολογία μονολόγων νεκρών, γραμμένων στη μορφή του επιτύμβιου επιγράμματος: κάθε ένας από τους ήρωες σπάει τη σιωπή για να μας αφηγηθεί την ιστορία του κορυφωμένη και συμπυκνωμένη στον τρόπο που πέθανε. Αν ίσως είχε χαρεί τη ζωή του, η αφήγηση δεν θα αποκτούσε τόσο επείγοντα και δραματικό χαρακτήρα. Και όντως υπάρχουν ποιήματα, που μεταδίδουν γαλήνη και νηφαλιότητα. Eίναι τα ελάχιστα εκείνα που αντιστοιχούν σε ήρωες και ηρωίδες που έζησαν με πληρότητα τη ζωή τους έχοντας δραπετεύσει από το Σπουν Ρίβερ ή έχοντας επιστρέψει αφού πρώτα γύρισαν τον κόσμο. Στην πλειονότητά τους όμως, τα πρόσωπα του Μάστερς, που αντανακλούν τόσο γνώριμα πρότυπα και σ’εμάς, μιλούν για να καταθέσουν το αδιέξοδο στο οποίο παγιδεύτηκαν, τα ασφυκτικά διλήμματα που τους οδήγησαν στον θάνατο: σαν να εναποθέτουν μια απεγνωσμένη ελπίδα διάσωσης σ’ αυτή την ύστατη εξομολόγηση, επιχειρώντας μια τελευταία φορά να φέρουν τον χρόνο πίσω και να επανέλθουν στη ζωή.
Έχει ενδιαφέρον να αναρωτηθεί κανείς γιατί ο Μάστερς επινοεί αυτή την ιδέα του νεκροταφείου και των μονολόγων σε μορφή επιτύμβιων επιγραμμάτων –που μπορεί να φαίνεται μακάβρια– αντί να φωτίσει την ίδια την κωμόπολη σε ενεστώτα χρόνο και τους κατοίκους της να μας απευθύνουν την εξομολόγησή τους από τον επάνω κόσμο ενόσω παραμένουν ζωντανοί. Ο λόγος είναι αφηγηματικά προφανής: Ο θάνατος είναι ο χώρος του ανεπίστρεπτου. Ο θάνατος στερεί κάθε ελπίδα. Η εξομολόγηση ενός νεκρού προσώπου κάνει ακόμα πιο σπαρακτικό το πεπρωμένο του καθώς τίποτα μα τίποτα δεν μπορεί να το μεταστρέψει.
Σε μια παράξενη όσο και συμπτωματική, πνευματική συνάντηση με το σύμπαν του Μάστερς –εφόσον αγνοούσε την Ανθολογία του Σπουν Ρίβερ όταν συνέλαβε το βιβλίο το 2017–,1 η Μαρία Γιαγιάννου αξιοποίησε συνειδητά την ιδέα του θανάτου και της πινακοθήκης των νεκρών στοχεύοντας σε μια στοχαστική και εξίσου σκωπτική αλλά λιγότερη ιδεολογικοποιημένη αποτύπωση των συνεπειών της δικής μας τεχνολογικής μετάβασης. Της μετάβασης από τον υλικό κόσμο στον εικονικό, από τη ζωντανή, ίσως ελλειματική, αλλά πραγματική επαφή με τους συνανθρώπους μας στην καθολικοποιημένη αλλά φασματική ανθρώπινη παρουσία – της μετάβασής μας, με άλλα λόγια, σ’ ένα νέο ολοκληρωτισμό που καθοδηγεί η παντοδυναμία των ολοένα εξελισσόμενων κοινωνικών δικτύων. Παρά την υπερσύγχρονη κι ελκυστική όψη τους, θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς πως τα κοινωνικά αυτά δίκτυα μοιάζει, εντέλει, να αναπαράγουν πιστά την αστική ιδεολογία της εποχής Μάστερς έχοντάς την απλώς ρετουσάρει μ’ ένα πετυχημένο ψηφιακό lifting. Από την πλατεία του χωριού, ο πόλεμος του φαίνεσθαι, η ταξικότητα και η τοξικότητα μετατίθεται στα timelines μας... Από την άποψη αυτή, βρίσκω ιδιαίτερα εύστοχο το ότι στο βιβλίο της Μαρίας Γιαγιάννου τη θέση του Σπουν Ρίβερ παίρνει το ίδιο το facebook ως νεκροταφείο και των κατοίκων του Σπουν Ρίβερ τα προφίλ των χρηστών του facebook ως νεκρών.

Ο Θάνατος στο facebook, σύμφωνα με τον τίτλο, αποτυπώνεται σε μια υβριδική δομή, όπου αφηγηματικά μέρη εναλλάσσονται με ποιητικές συνθέσεις εν είδει επιτύμβιων επιγραμμάτων, που συνομιλούν με τη σύλληψη του Μάστερς. Αν βέβαια στο Σπουν Ρίβερ διακρίνει κανείς μια πρόθεση κοινωνικής καταγγελίας, το βιβλίο της Γιαγιάννου εμφορείται από διάθεση συμφιλίωσης και παιχνιδιού. Προέχει μια διαλεκτική παρατήρηση της μάγευσής μας και της ηθελημένης παγίδευσής μας στον φασματικό τούτο κόσμο. Κάτι που διακρίνει ριζικά τις δύο οπτικές.

«Το προφίλ μας στο φέισμπουκ, γράφει η Γιαγιάννου, είναι μια life mask που θα γίνει death mask πριν το πάρουμε είδηση. Σαν τα αιγυπτιακά φαγιούμ του 1ου και 2ου αιώνα μ. Χ.: ζωγραφίζονταν κατά τη διάρκεια της ζωής για να τοποθετηθούν πάνω στο πρόσωπο μόλις ο άνθρωπος θα πέθαινε». Συμπυκνώνοντας ιδανικά τη συνύπαρξη απουσίας / παρουσίας στον ίδιο ακριβώς τόπο, η μάσκα γεννά έναν μυστηριακό τρόμο. Είναι «το σύμβολο και η έκφανση αυτού που είναι ταυτόχρονα εκεί και όχι εκεί… απ’ όπου τα μυστικά της ύπαρξης και της μη ύπαρξης καρφώνουν το βλέμμα τους πάνω στην ανθρωπότητα με τερατώδη μάτια»,2 όπως διαβάζουμε στο βιβλίο του Walter Ong Διόνυσος: Μύθος και λατρεία.
Έχουμε νιώσει όλοι την ίδια μακάβρια ανατριχίλα της συνύπαρξης απουσίας / παρουσίας όταν «σκοντάφτουμε» σε προφίλ νεκρών, φροντισμένων με αγάπη από τον κόσμο των οικείων προφίλ που μπορούμε να επισκεφτούμε όπως αληθινά μνήματα, εναποθέτοντας σαν λουλούδια λίγα λόγια ενθύμησης και φιλίας κι αφήνοντας τη νοσταλγία και τη συγκίνηση για τον άλλοτε αγαπημένο να μας κατακλύσει. Υπό αυτή την έννοια, είναι πράγματι θεμιτό να σκεφτούμε το facebook ως «σκευοφυλάκιο μνήμης», «τόπο επιτύμβιων στηλών ανθεκτικότερων από τις μαρμάρινες, ο οποίος ολοένα θα πυκνώνει στον άπλετο Κυβερνοχώρο», όπως χαριτωμένα προτείνει η συγγραφέας.
Γρήγορα όμως καταλαβαίνουμε ότι δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτό. Δεν πρόκειται μόνο για τη μνήμη ή καλύτερα, το μνημείο των άλλων αλλά κυρίως για το δικό μας. Πίσω ή κάτω από αυτό το μνημείο, κοιμάται ένας άλλος, φυσικός και όχι εικονικός, υλικός, σωματικός, ανοιχτός εαυτός.
Για να φωτίσει καλύτερα το κοντράστ, η Μαρία Γιαγιάννου επιστρατεύει το θέατρο: Κρύβει στο βιβλίο της μια μυστική σκηνή. Κάτω από την επιγραφή «Ενθάδε κείται» που κρεμά στο πάνω μέρος της κάθε αυλαίας / σελίδας, οι προβολείς πέφτουν σε πρόσωπα ομιλούντα εν ώρα ερμηνείας – στο μεταίχμιο μεταξύ ζωής και θανάτου, πρόσωπα που θα μπορούσαν να ανήκουν στον Καθέναν (μας).

«Ποιος χαράκτης, μνημείο, στερεώνει το όνομα
του Καθενός στη μαύρη λίμνη;
Εκείνος λάμπει πια σβηστός σ’ ετούτο το άσβεστο
Ηρώον.
Με τους νεκρούς στο φως ν’ ανέρχονται, έτσι κι εσύ,
Καθένας,
εν οθόνη, είσαι στοιχείο ηρωικό.
Αναπαύσου μνημοθετημένος σ’ αυτή την ατοπία.
Μνημείο της καθαρής μνήμης,
της αδιατάρακτης θύμησης του Καθενός.
Μνημείωση του αιώνιου, του άσβεστου Τώρα,
στης αφθαρσίας το ηλεκτρονικό προσκέφαλο
υποκλινόμαστε.»

Το παιχνίδι με τη ρητορεία και τον επικήδειο στόμφο αποδίδει ένα αυτοσαρκαστικό μειδίαμα για τη θυσία του παρόντος στον βωμό του άσβεστου Τώρα, για την ακύρωση του σώματος προς χάριν του μνημείου της θύμισής του. Άραγε αναπνέει ακόμα κανείς μας στης αφθαρσίας του το ηλεκτρονικό προσκέφαλο; Έχει μείνει καθόλου ζωή πέρα από το ασφυκτικό μας προσωπείο, πίσω από την οθόνη όπου αντικρύζουμε τον εαυτό μας ως στοιχείο ηρωικό; μοιάζει σα να ρωτά η συγγραφέας.
Είναι εκεί για να απαντήσει το alter ego της, η «Αλίκη μέσα από τον καθρέφτη», που καθοδηγεί ολόκληρη την δραματουργική χειρονομία. Ως άλλη αφηγήτρια, η Αλίκη μας παίρνει από το χέρι, καθώς βουτά (κι εμείς μαζί της) στον μαύρο καθρέφτη του υπολογιστή της για να μας περάσει από την άλλη μεριά (της οθόνης αλλά και της αφήγησης). Στον δρόμο συναντά κάποιους από τους πρωταγωνιστές της ψηφιακής μας α-τοπίας: τον «Μιθριδάτη», τον «Καθένα», το «Καμάκι», τον «Κληρονόμο», τον «Μη συγγραφέα», την «Προηγούμενη γενιά καλλιτεχνών», την «Δολοφόνο χαρακτήρων», «Εκείνη που φοβόταν το απέραντο», το «Πρόσωπο που δεν υπήρχε», τον «Καπνιστή», τον «Προφήτη Μαρκ» και τέλος, το «Εγώ», όπου το συγγραφικό είδωλο επιστρέφει στην κάτοχό του αναβαπτισμένο: την Αλίκη που κλείνει τους λογαριασμούς της με τον ψηφιακό κόσμο έχοντας ξαναβρεί την ανεκτίμητη αξία του μολυβιού.

*

Τρία είναι, λοιπόν, τα στρώματα θεμάτων που συγκροτούν το πρωτότυπο όσο και ακατάτακτο κείμενο του βιβλίου: πρώτον, η νέα έννοια συλλογικότητας που αναδύεται μέσω των κοινωνικών δικτύων, η οποία με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, μάς συνέχει όλους – ακόμα κι αυτούς που απέχουν από αυτήν ή την στερούνται... Δεν θα αρκούσε όμως μια σημειολογική προσέγγιση για τη δημιουργία ενός αμιγώς λογοτεχνικού βιβλίου. Οι εκδόσεις Στερέωμα επιλέγουν να εντάξουν το βιβλίο στη σειρά «Ελληνική πεζογραφία» – και καλά κάνουν. Γιατί κέντρο του είναι η γραφή: ο στοχασμός πάνω στη φόρμα είναι τόσο δεμένος με το περιεχόμενο που δεν μπορείς να τον διακρίνεις. Η περιέργεια για τον «θάνατο στο facebook » δεν λειτουργεί στην πραγματικότητα παρά ως ανασκαπτικό εργαλείο για τη διερεύνηση μιας αρχετυπικής έννοιας του θανάτου που συμπυκνώνεται στη λειτουργία του Προσωπείου –αυτό είναι το δεύτερο θέμα– και κυρίως του πώς το Προσωπείο στο facebook συνδέεται (και ενδεχομένως ακυρώνει, για να είμαστε πιο ακριβείς) την ίδια τη γραφή –αυτό είναι το τρίτο. M’ αυτή την έννοια, το facebook εκτός από αντανάκλαση της νέας κοινωνικής μας συνθήκης, γίνεται στην πραγματικότητα ένα είδος μετωνυμίας της γραφής – μιας γραφής όμως που, ενώ επιφανειακά συνδέεται με τη ζωή και την ανθρώπινη παρουσία, λειτουργεί στο βάθος ως χώρος θανάτου και απουσίας. Έτσι, το βιβλίο θα μπορούσε ίσως να ονομάζεται ‒γιατί όχι;‒ και «Ο θάνατος της γραφής (στο φέισμπουκ)». Σ’ αυτό το συμπέρασμα θα μπορούσε να οδηγεί και η κλιμάκωση του νοήματος στους τίτλους των κεφαλαίων από την έννοια του πένθους στον κυβερνοχώρο (Ποιος ζει, ποιος πεθαίνει – Συμπεριφορές πένθους) ως τον Θάνατο του στίχου (Mεταλογισμός, Metaverse) περνώντας από τα διακειμενικά Πεθαίνω σαν τώρα και Η γραφή εν τάφω.
Με την επικράτηση της φεϊσμπουκικής, πένθιμα οριοθετημένης γραφής, σύντομης, «αυθόρμητης» και λειτουργικής, επιστρέφουμε σε μια εποχή αναδίπλωσης στο πρόσωπο και την, εφήμερη όμως αυτή τη φορά, αυθεντία. Η αντιστικτική αναφορά του βιβλίου της Μ.Γ. στον Ρολάν Μπαρτ είναι αναπόφευκτη, όχι μόνο γιατί, στη ριζοσπαστική οπτική του, η γέννηση του κειμένου προϋποθέτει τον «Θάνατο του συγγραφέα». Αλλά γιατί στην ουσία, το βιβλίο αφομοιώνει στη φόρμα του το ίδιο «πιστεύω»: πριμοδοτεί τη γλώσσα έναντι του περιεχομένου. Ταυτόχρονα, αφήνεται στον πειρασμό της γραφής να το οδηγήσει, να ανασύρει κρυφά δεδομένα και συνειρμούς, να ανοίξει παρενθέσεις, να γοητευτεί απ’ τον ρυθμό, να σαγηνευτεί απ’ τις λέξεις. Δομημένο σε μια διακεκομμένη μορφή με σύντομα στοχαστικά αποσπάσματα που μαιευτικά παράγουν το ένα το άλλο, το βιβλίο ζητά πάνω απ’ όλα να αντλήσει χαρά και ηδονή από την εξέλιξή του, την πορεία, την ολοκλήρωσή του. Απώτερος σκοπός της ύπαρξής του είναι, όπως και της μπαρτικής γραφής, «η απόλαυση του κειμένου». Και μ’ αυτό τον τρόπο, καταθέτει εμπράγματα τη θέση του απέναντι σε μια γραφή εργαλειακή: «Όταν κανείς διαβάζει ένα βιβλίο έχει τον χρόνο να ξεχάσει όμορφα τον συγγραφέα, να τον αφήσει να βυθιστεί στη λήθη και να πάρει ο ίδιος τα ηνία, να οδηγήσει με την αναπαραστατική του φαντασία την άμαξα της αφήγησης μέχρι το τέρμα. (...) Όταν όμως διαβάζεις μια ανάρτηση, συνεχίζει, δεν έχεις τον χρόνο να ξεχάσεις τον συντάκτη της. (...) Τόσο λόγω μορφής όσο και λόγω περιεχομένου, στο φέισμπουκ καμία φωνή δεν χάνει την προέλευσή της».
Ίσως γιατί η φωνή έχει γίνει, κατά κάποιο τρόπο, το άλλοθι του προσώπου. Της κατασκευής και της μνημείωσής του. Κάτι που δεν ξεκίνησε βέβαια απ’ τα κοινωνικά δίκτυα – τα κοινωνικά δίκτυα όμως, λόγω της έμφασης στην εικόνα, το αποθεώνουν. Πλέον κατακλυζόμαστε από μια ατελείωτη χασμωδία λέξεων και φωνών η οποία έχει ακριβώς τη ρίζα της στην κατάργηση των ορίων συγγραφέα και αναγνώστη αλλά και στη διεύρυνση των πεδίων της γραφής. Όσο περισσότερο όμως υποχωρεί το αίτημα της επεξεργασίας, του φίλτρου, της επιμέλειας που ζητά το πεδίο του βιβλίου σε αντιπαράθεση εντέλει μ’ εκείνο των κοινωνικών δικτύων, τόσο περισσότερο πολλαπλασιάζονται οι «συγγραφείς» – αντί να βαθαίνουν οι «αναγνώστες», που ήταν την εποχή του Μπαρτ το πραγματικό ζητούμενο. Πώς, άραγε, από τον «Θάνατο του συγγραφέα» που θεμελίωσε τη δεκαετία του 1960 μια απελευθερωτική προσέγγιση της γραφής οπισθοχωρούμε σήμερα σ’ αυτή την αστικής κοπής ανάκτηση της «περσόνας», σ’ αυτόν τον καρκινικό πολλαπλασιασμό προσωπείων; Πώς να διασωθούμε σ’ αυτόν τον εικονικό κόσμο, πώς να σταθούμε απέναντι στο εικονικό μας αυτομνημείο – παρότι μένουμε αναπόφευκτα δέσμιοί του; Το βιβλίο της Μαρίας Γιαγιάννου δίνει με την ύπαρξή του μια υλική απάντηση. Γράφοντας και παίζοντας με τη γραφή! Μόνο η λογοτεχνία και το παιχνίδι μπορούν να μας απελευθερώσουν από την ακαμψία ενός εικονικού Προσωπείου. Να μας οδηγήσουν έξω από την επικράτεια του θανάτου, που συντηρεί η μνημείωσή μας στο κοινωνικό πεδίο εντός ή εκτός της οθόνης. Να μας αποδώσουν εκ νέου στη χαρά της ζωής.






1. Την ίδια περίοδο επεξεργαζόμουν με τον Κωνσταντίνο Τζήκα τη μετάφραση επιλεγμένων ποιημάτων από την Ανθολογία του Σπουν Ρίβερ που ενέταξα στη διασκευή Spoon River Quartet εν όψει της παράστασης που ανέβηκε στο Θέατρο Σταθμός τον Νοέμβριο του 2020. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κάπα. Βλ. σχετικό άρθρο μου στον Χάρτη #17 (Μάιος 2020): «Το θέατρο αντίδοτο στον φόβο του θανάτου. Spoon River. Κι η σκόνη μου ακόμα γελάει. Η ανατρεπτική ποίηση του Edgar Lee Masters σε νέα μετάφραση με προορισμό τη σκηνή.»

2. Walter F. Ong, Dionysus: Myth and Cult, αγγ. μτφ. R.B. Palmer, Indiana University Press, 1965, σ. 91.


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: