Αυτιστικός Θεός

Scheuchzer: Αδάμ και Εύα («Physica Sacra Ficus Folium Nuditatis»)
Scheuchzer: Αδάμ και Εύα («Physica Sacra Ficus Folium Nuditatis»)

Δημήτρης Μαύρος, «Αυτιστικός Θεός», Gutenberg 2020

Mauros vasilias


Koyaanisqatsi: ινδιάνικη λέξη που σημαίνει (μέσες-άκρες), ζωή σε κρίσιμη αστάθεια, ζωή χωρίς ισορροπία, ζωή διασαλευμένη, φθίνουσα, τραυματισμένη στον κορμό, ίσως και στη ρίζα της.
Η αποκατάσταση της διαταραγμένης σχέσης κόσμου και ιστορίας και η επιδίωξη της ισοπολιτείας μεταξύ μύθου και λόγου βρίσκεται στην απαρχή κάθε ποιητικού εγχειρήματος που αξίζει τ’ όνομά του. Στη βιβλική της εκδοχή τούτη η επαναφορά στον απολεσθέντα παράδεισο μπορεί να επιτευχθεί μόνο εν σχήματι σωτηριολογικής ακεραιότητας ενώ στην ησιόδεια παράδοση η πεντάπρακτη πτώση από το χρυσό στο σιδηρό γένος είναι πορεία με το μάτι καρφωμένο στην αφετηρία της. Σ’ αυτή την παράδοση εντάσσεται πλαγίως και ο Αυτιστικός Θεός του Δημήτρη Μαύρου, επικαλούμενος Κάτεργα αντί Έργων — και παρά τις υπόκωφες αναφορές στο παρένθετο ηρωικό γένος (που ανακόπτει προσωρινά την κάθοδο), κάθε του επανορθωτική κίνηση παίρνει τον χαρακτήρα ναυαγοσωστικού ελιγμού. Εξαρκείται στην περισυλλογή των ευρισκόμενων θραυσμάτων και στην εκ νέου συνάρθρωσή τους κατά τρόπο ώστε οι ρωγμές να είναι πέρα για πέρα εμφανείς. Σε κάθε περίπτωση όμως, ησιόδεια ή βιβλική, η αναμόχλευση των παθών επιβάλλει την επίσκεψη στις πηγές και διαρκές φαγοπότι με όσους ποιητές καταποντίστηκαν ως προϋπόθεση της αναδύσεώς τους. Με άλλα λόγια και παρά την ανησυχητική φημολογία, αλλού ισχύουσα μα εδώ ασύστατη, η κανιβαλική πρακτική στην επικράτεια των γραμμάτων είναι απαραίτητη για την μετενσάρκωση του στιχηρού αποθέματος. Αρκεί ο ποιητής να το έχει χωνέψει καλά και να μπορεί να διαχειριστεί τα απόβλητά του. Οι περιστάσεις φυσικά διαφέρουν - και η διαπίστευσή τους επίσης. Ο Μαύρος προτιμά το νόστιμον ήπαρ και, σε μιά πεζή εκδοχή, ο Οδυσσέας του Τζόις, ο αξιότιμος κ. Λεοπόλδος Μπλουμ, καταβροχθίζει μια νεφραμιά πριν καταφύγει στην αποχωρητήρια περισυλλογή — ενώ στην ποιητική της προβολή η αποστακτήρια Κένωσις του Χάρολντ Μπλουμ επιτυγχάνεται μέσω μίας εξάφυλλης τελετουργίας. Ανεξαρτήτως συνθηκών πάντως, η εξαγνιστική απόσβεση της οφειλής έπεται της δυσχερούς της αναγνωρίσεως:

Και πώς να εντοπίσω
Πού να υπολογίσω όλα μου τα χρέη
Σ’ όσους πέφτοντας
Προστέθηκαν στα σύμβολά μας;

Με τούτη την επιλογική παραδοχή ξεκινά και η αναμέτρηση του Δημήτρη Μαύρου με τον μυθικό του πρόγονο και αργιλώδη γενάρχη όλων μας, τον κόκκινο Αδάμ. Αφορά την πατρότητα του αρχέτυπου κειμένου, μίας Αδαμιάδας που ο ένας γράφει και ο άλλος υπεξαιρεί, παραποιεί και υπογράφει, επικαλούμενος όσα διαμφισβητούμενα κληρονομικά δικαιώματα νομιμοποιούνται με το ξίφος. Έτσι θεμελιώνεται άλλωστε κάθε ποιητική δυναστεία. Υπό την διαιτησία ενός αυτιστικού θεού που, δωροδοκούμενος από τον ποιητή με την υπόσχεση να αφεθεί στην ησυχία του χωρίς να απαιτείται η παρέμβασή του στο εξελισσόμενο κοσμικό παίγνιο, κλείνει τα μάτια στις κλεψίτυπες επανεκδόσεις της ήδη προβληματικής εναρκτήριας αφήγησης και γυρίζει την πλάτη σε παρεφθαρμένα αποσπάσματα συνασπισμένα σ’ ένα εκτεταμένο και διαρκώς αναπτυχούμενο χωρίο από κείνα που οι φιλόλογοι, βαδίζοντας σε τόπους αφάτους, αποκαλούν μες την απελπισία τους ultra locus desperatus, ήγουν μία ενδιάμεση περιοχή διαφιλονικούμενης κυριαρχίας στολισμένη με τα διάσπαρτα μέλη ενός ερειπωμένου ναού. Για την ανασύστασή του, μεταξύ σκοποφιλικής αναστύλωσης και λαθραίας υποκατάστασης, ο Μαύρος θα επιδοθεί σε αδίστακτες δοσοληψίες με όσα παρεμφερή υλικά ανακαλύψει παραπεταμένα (στην αμμουδιά του χρόνου), θα προχωρήσει σε κρυπτογαμικές παρασπονδίες (σιαμαίας ετυμολογίας) και θα υποπέσει σε προμελετημένα ολισθήματα (στην αγκαλιά του Wittgenstein) — θέλοντας όχι μονάχα να περισώσει εν σχήματι κιβωτού την απώλεια, που άλλοι την αποτιμούν ως Χαμένο Κέντρο και άλλοι ως Χαμένο Παράδεισο — αλλά και να προσδώσει μορφή στην μελλοντική της, ήδη επελθούσα, εκφορά:

Κάμερες παντού, πανόραμα / κρανίου, κρανίου τόπος κι εξορία […] σπασμένος κώδικας, γυμνόφτερνος σε φρέσκια πίσσα, / χαμένη ρέπλικα σκιάς σ’ επίπεδη, τσουρουφλισμένη χώρα

Οι προσημάνσεις αυτές, της αυριανής παλινοστήσεως στην πόλη των Λαβδακιδών, στην ελιοτική ενδοχώρα ή σε ποικίλης καταγωγής βιβλι(α)κές υποτυπώσεις, αποτελούν προοίμιο της αναχώρησης αλλά, καθώς οι ευκαιρίες ζυγίζονται υποχρεωτικά με τους αντίστοιχους κινδύνους, στα εχέγγυα ασφαλούς πλεύσεως περιλαμβάνεται και ο υπολογισμός του αναγκαίου έρματος. Ο ποιητής αποσκοπεί στην ανάκτηση μίας τραυματικής δωρεάς υποκείμενης σε διαρκείς εκπτώσεις και κάθε του αναφορά προσιδιάζει στα όπλα που παρέχονται από το κατακείμενο, αποσπασματικό κληροδότημα. Η χρήση του παραδοτέου οπλισμού εντούτοις, όση εξοικείωση κι αν έχει κανείς μαζί του, μπορεί να γίνει δυσχερής χωρίς την αναγκαία αποφόρτιση και στον ανηφορικό εναγκαλισμό με τη μοίρα-φύρα, θα χρειαζόταν ελαφρότερη πανοπλία, όσο κι αν ο Μαύρος δεν δείχνει να λαχανιάζει. Παράφορα συμπιληματικός, ολοκληρώνει το σώμα-σφάλμα μίας θριαμβικής απώλειας με τη μέθοδο του αρχιτεκτονικού εκλεκτικισμού αναγορευμένου σε προσωποπαγές ύφος. Όλα τα μέσα υπηρετούν τον σκοπό του: κλεψίτυπες μετεμφωνήσεις και δάνειες παλιμφωνήσεις, προκλητικές παρατυπώσεις και ασύμμετρες προτυπώσεις, πλάγιες αναφορές και μεταποιημένα παραθέματα, δόλιες αμφιλογίες και παραπλανητικά σήματα καπνού από αδύναμες, μόλις διακρινόμενες, φρυκτωρίες και παραμελημένα καμινοβίγλια. Για αυτό και προειδοποιεί με σκωπτικό ήθος: Παρά τις αναπροσαρμογές που αποτόλμησα, το ποίημα παραμένει ενίοτε απαιτητικό και έπειτα από κάθε του ενότητα υπάρχουν για τη βοήθεια του αναγνώστη κάποια συσκοτιστικά σχόλια.
Κάτω, βαθιά, στη σκοτεινάγρα του βυθού, κρύβονται μαργαριτάρια δυνάμει εκτυφλωτικά μα εκτός από φευγαλέες αναλαμπές τα περισσότερα απ’ αυτά δεν φαίνονται, κλειστά στα όστρακά τους, εφόσον ο Μαύρος αποφεύγει την προμήθεια διαρηκτικού, έστω, φακού — και χρειάζεται ειδικών απαιτήσεων ηλάγρα για να ανασυρθούν στην επιφάνεια. Έτσι προκύπτει μία ποίηση που διαβάζεται μεν εσωτερικά, τουλάχιστον από τον αναγνώστη που είναι επαρκώς εξοικειωμένος με τις καταδύσεις στον παροξυσμικό μοντερνισμό, αλλά σε κάποια σημεία της (πλην των εμμέτρων) η απαγγελία της έρρυθμης πλην δύσληπτης κατάστρωσης παρουσιάζει τις δυσχέρειες ακροάσεως ορισμένων μουσικομαθηματικών συνθέσεων των επιγόνων του Alban Berg. Τα άλματα που διαστίζουν με φρενήρη ρυθμό το κείμενό του ανακόπτονται μόνο εκ παραδρομής. Η εξαίρεση, αυτονομημένη ακόμα και από τον προσωπικό του ναυπηγικό κανόνα, χάνει τη σφοδρότητά της, ο πλεονασμός των εκπλήξεων υπονομεύει τον επιδιωκόμενο αιφνιδιασμό και η ζηλοτυπική ζώνη αγνότητας εμποδίζει το άνοιγμα των ποιητικών σκελών του βιβλίου στη δημόσια απόλαυση. Ο Μαύρος βέβαια αντισταθμίζει τις συνέπειες της αποκλείουσας στρατηγικής του με μια πλούσια και πολυέξοδη παρέλαση. Εισάγοντας στον θίασό του, άλλοτε ως ευανάγνωστες παρεπωνυμίες (Πολίτης Κάιν), άλλοτε ως προφανείς ειρωνικές ελλειπωνυμίες (Μασρέλ, ουστ) και άλλοτε ως επισεσυρμένες κρυπτωνυμίες (Im cummmings), όσες φιγούρες λείπουν από την κοινόχρηστη τράπουλα και επιστρατεύονται τώρα μαζί με υπηρετικούς βαλέδες (Kalvin Klein) ή κυριαρχικούς ρηγάδες (Πούσκιν) για να συμπληρώσουν την πολυχρωμία ενός θεατρικού βεστιαρίου. Κρυμμένες ανάμεσά τους βρίσκονται και οι δάνειες επισυνάψεις της μορφής ― απ’ όπου εντέλει θα προκύψει ο Μαύρος Αδαμίδης. «Το πρωταγωνιστικό αυτό προσωπείο», σημειώνει ο Σάββας Κοκκινίδης στο περιοδικό Φρέαρ, «δεν είναι ούτε μονοδιάστατο ούτε διαυγές και στέρεο· ολόκληρο το αφήγημα ―ορθότερα η ποιητική αυτή πράξη― διαρρηγνύεται σε πολλαπλά οπτικά επίπεδα, του αφηγητή ποιητή, του σχολιαστή μεταγραφέα, των φασμάτων ιστορικών και βιογραφικών προσώπων της ‘πραγματικής’ ζωής και μίας σχιζοειδούς, παραμορφωμένης απεικόνισής της». Το πιστοποιητικό ασυλίας που εξασφαλίζει αυτή η προσέγγιση το εκδίδει άλλωστε ο ίδιος ο Μαύρος, όχι φυσικά στ’ όνομά του αλλά σ’ εκείνο του Norman Bates, η νόσος του οποίου, σε γλώσσα επιστημονικού εγχειριδίου, περιγράφεται ως διασχιστική διαταραχή λεξιλογικής ταυτότητας!

Το τέλος με βρίσκει να βυζαίνω λέξεις ξέπνοος που
Στο τέλος ήταν η Γλώσσα κι γλώσσα ήταν <,> Εγώ και Εσύ ήταν δεν.

Με τέτοιο χρονοδιάγραμμα φυγών στην ημερήσια διάταξη της Εγω-σύνης, μοιραία, εκεί που αθροίζονται τα πεπρωμένα / στήνουν αλλιώτικα την αλφαβήτα — και ούτως ή άλλως τη διαβάζουν κατά το δοκούν. Είναι υπόθεση ενός εκάστου και του δαχτύλου που τους δείχνει, ούτος ο ένας, ούτις κανένας. Κατά το όνομα λοιπόν μορφώνεται και η χάρη. Ιδίως η οβιδιακά διαφεύγουσα, μέσω των παραθλάσεων στους ζωγράφους, των μετατονισμών στους μουσικούς και των μυθικών αναπτυχώσεων στους ποιητές: Προσωπικά, κάθε μέρα που ξυπνάω, ανάλογα με τα κέφια μου, διαλέγω και μια παρανάγνωση. Η αντιστοιχούσα εντούτοις στα σαλόνια πρακτική παρουσιάζει ορισμένα προβλήματα στις χειραψίες: Πότε δε συστήνονταν ως mr. Albert και Mersault / Και πότε ως Marcel και Tom και Ez και— Έτσι, με την ευρεία αντιποίηση της ονομαστικής αρχής, ο Μαύρος αποφεύγει την εξονυχιστική συναλλαγή με την ταυτότητα του λέοντα (Έλιοτ ή Πάουντ) που βρυχάται στα σωθικά του. Παρακάμπτει τη στρατιά των ετερωνύμων του Πεσόα και δεν έχει ανάγκη τον κύκλο των ψευδωνύμων του Κίρκεγκορ. Με τον Δανό φιλόσοφο εντούτοις τον συνδέει κάτι βαθύτερο: η πεποίθηση ότι στον καιρό της ευκολογραφίας η αποστολή του έγκειται στο να κάνει παντού δυσκολίες και η συναφής προσδοκία ότι μόνο κρυπτόμενος θα ανακαλυφθεί. Ισχύουσα μέχρι τουλάχιστον ο ίδιος ν’ αποφασίσει να αποκαλυφθεί και μεριάζοντας τη μεταβατική κουρτίνα του Ρεμπό, το Je est un autre που έχει ως προμετωπίδα στον Αυτιστικό Θεό, να συστήσει ευθαρσώς τον εαυτό του ως Άλλο Εγώ. Όπως ο Κίρκεγκορ συγκαλεί τα ψευδώνυμά του σ’ ένα αποκαλυπτήριο συμπόσιο in vino veritas, ο Μαύρος, κάποτε, σαν έρθει η ώρα (που ελπίζω να μην αποφύγει), θα κληθεί να εκφωνήσει τις εντυπώσεις ενός σωσμένου ενώπιον των προσωπείων μίας in vitro veritas. Το γυαλί θα σπάσει και η αλήθεια, όπως κι αν την ονοματίζουν, θα πεταχτεί γυμνή στην καταιγίδα απ’ τη σουίτα του ξενοδοχείου, τον κλειστό κήπο ή την καλύβα που ’πιασε φωτιά.

Από το 5 αντιστρόφως
Εάν μετρήσω ώς το 0
Κι αν δεν χαθείς μες στο λυκόφως
Μιας σουίτας του Σοπέν
Στην τσέπη μου κλειδί και πάμε.
Και θ’ αφεθώ, δε θα θυμάμαι
Για λίγες μέρες, δυστυχώς
Για τόσο φτάνει ο μισθός.
Μας κυνηγά ο ξενοδόχος.
Ας σεργιανίσουμε τη γη,
Ας τρέξουμε, έρχεται βροχή.
―Δεν πλήρωσα, εντάξει; ―Εξόχως.
Κι ας φτιάξουμε κήπο κλειστό,
Περίκλειστο φτερουγισμό.

Τόση δα όμως φτάνει και πριν καταντήσει αρμένικη βίζιτα, η των ονομάτων επίσκεψις, ας περάσουμε στον χαρακτήρα του οικοδεσπότη. Ο Μαύρος είναι ορκισμένος απόστολος της ποιητικής τρομοκρατίας. Δυσάρεστα κοφτερός, ανταποκρίνεται με μεγάλη ακρίβεια στο σκίτσο του Έρνστ Γιούνγκερ για τον καβαλάρη της ξοφλημένης αριστοκρατίας που έχει αξιοσημείωτη μετοχή στις αναστατώσεις του καιρού του. Μόνο που δεν καλπάζει στο λιθόστρωτο αλλά σπινθηρίζει στα υπόγεια. Ανήκει στα σαρκοβόρα που ευδοκιμούν στον αέρα της συνωμοτικής κλειστότητας. Φοράει τον μανδύα του Σεν Ζιστ και φέρει το ξιφίδιο του Λέο Νάφτα. Ως λειτουργός του δαιμονικού υψίστου επιδίδεται σε ασκήσεις φιληδονίας υπό το σκήπτρο του θανάτου και ενδίδει στον αισθησιασμό της αβύσσου. Εκεί εντούτοις, παράδοξα και συναρπαστικά, ξαναβρίσκει την αμεσότητα της καθημερινής βιωτής. Είναι νέος και μπουκάροντας φουριόζος μες στον κόσμο, παρότι εξόχως ιδιοσκελής, ίσως και δυσαρμονικός με το βηματισμό της γενιάς του, δεν έχει κόψει τις γέφυρες μαζί της. Μπορεί να διατηρεί (ολίγον επισκέψιμο) λογαριασμό στο παλιομοδίτικο Facebook αλλά μετέρχεται το πληκτρολόγιο με πάθος εφαψία και στέλνει (κάποτε ψευδεπώνυμα) ηλεκτρονικά μηνύματα με τις ανεξακρίβωτες συντεταγμένες σύγχρονου ναυαγού. Η γλώσσα του, πάντοτε ανυπότακτη αλλά εδώ περιπαικτικά ευθύβολη και αυτεπίστροφα αιχμηρή, φιλοξενεί με άνεση τρέχοντα σχήματα μίας αθρόας προφορικότητας και αγγλικές σφηνοειδείς εκφράσεις — ενώ παράλληλα μεταξύ πένθους για την χαμένη του παιδικότητα και αλμυρού βένθους, στο [μισο]σβήσιμο, αναλαμπή της έσω λίμνης πριν έρθει το blackout, δηλώνει βλέποντας το [FA]D[E] OUT:

Ανήξερος, ξερός,

αφασικός του τύπου Wernicke, χαμένος στα εδάφια του κόσμου, μες στες πολλές ασκήσεις κι ικεσίες, όσο μπορώ ελπίζοντας, ως που να γίνω ένας ξένος φορτικός, δικός μου,

πως αν μ’ ανοίξουνε τον θώρακα θα βρούνε ψαύοντας,
μια βυθισμένη Guernica              καμένη μια Ατλαντίδα.

Εν μέσω παρομοίων σπαραγμάτων, με τόσα ερείπια στο στέρνο, ξυλάρμενος στο παλαιόθεν γνωστό μας πέλαγος που ανθίζει νεκρούς, είναι αναμενόμενο η αρχιτεκτονική ενότητα του Αυτιστικού Θεού να συντελείται στο ημιτελές. Πρότυπα της αισθητικής του non finito υπάρχουν πολλά και ευλόγως διαφέροντα. Τα ημιτελή του Σολωμού αποτελούν λαμπρό επίλογο του Sturm und Drang ενώ εκείνα του Μιχαήλ Αγγέλου στην οροφή της Cappella Sistina επιστέφουν την όψιμη Αναγέννηση ως πρόλογο του μπαρόκ. Στο ολοκληρωμένο έργο ενεδρεύει ο βαθύς φόβος μπροστά στη συνέχεια της ζωής που αποδεικνύεται κατ’ εξακολούθησιν ρωγμώδης, δραστικά ανακόλουθη και συνεπώς απρόβλεπτη, με τα νώτα εκτεθειμένα στην εμβολή του τυχαίου. Η προθεσιακά πλήρης εξεικόνιση της ζωής (ή μίας ιδέας για τη ζωή), αντιστοιχούσα επιστημονικά στην ακαδημαϊκή ξηρογραφία της πραγματείας, κυριαρχούσα εικαστικά στην επιβλητικών διαστάσεων ταπισερί και εντασσόμενη λογοτεχνικά στο κάδρο των μεγάλων αφηγήσεων, μία παρόμοια εξεικόνιση, είναι ξένη στον ποιητή που συμπλέει, κάπως απρόθυμα ομολογουμένως, με την ακανόνιστη περιοδικότητα μίας περιπόλου ελαφράς εξαρτύσεως.

Βαδίζω ως έγγιστα· μπορώ μα
Όσο κι αν θέλω να πατήσω
Γερά, βαρύς, βαρύς στο χώμα
Χωρίς βαρύτητα θα ζήσω
Κι είτε θα γκρεμιστώ σε κώμα
Είτε στη γη μου θα σε χτίσω.

Η ίδια αμφιθυμία μεταξύ παραδοχής και εναντιώσεως στην αρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής, συγκροτεί τις προϋποθέσεις μίας ύπαρξης αρτιωμένης δια των ελλείψεών της ακριβώς και δίνει τον τόνο στην επικών προδιαγραφών ανιστόρηση της Εύας ―μούσας, μητέρας και γυναίκας. Η προτομή της, συνομιλώντας με την κόγχη από την οποία έχει αποσπαστεί, εκτίθεται ακρωτηριασμένη σε χρονικές αναβαθμίδες από το βαθύτατο παρελθόν ως το εγκάρσιο παρόν, αρχικά ως Μη Εύα και καταληκτικά ως Μη εύα. Τούτη η πρόσπτωση από το κεφαλαιώδες στο πεζογράμματο αρχικό της προαιώνιας τροφού, διαστίζει ολόκληρη την ποιητική του Μαύρου. Με άλλους όρους μάλιστα, προικίζει με ένταση και την πανταχού παρούσα στο έργο του πάλη του έπους με το χρονικό — ενώ η μεταξύ τους τρικυμισμένη σχέση ορίζεται από την επιδιαιτησία της γενεαλογίας, η οποία, αμφίρροπη ούσα, δίνει κατά περίπτωση στο βέλος της διαφορετική φορά. Το έπος αναπέμπει τον ύμνο του προς το μέλλον και η γενεαλογική γραμμή του είναι ανιούσα. Τεντώνει τη χορδή του τόξου προς τα πίσω για να χτυπήσει μπροστά, είναι παρατακτικό, σαν την απαρίθμηση των καραβιών στην Ιλιάδα, και επομένως οριζόντιας εκτάσεως. Το χρονικό αντιθέτως είναι οπισθοβατικό είδος και η κατιούσα γενεαλογία του παραπέμπει στο παρελθόν. Μιλά καθέτως για γεγονότα νεκρόληκτα, χωρίς διαδοχή. Είναι βιβλίο ιστορικά κλειστό και η επιστροφή στις σκωληκόβρωτες και κονιοτραφείς σελίδες του δεν έχει άλλη έξοδο παρά στο συντελεσμένο. Ο Μαύρος από τη μεριά του υιοθετεί αρχικά τον κυκλικό χρόνο του έπους. Ανατρέχει σε συμβάντα τόσο ανοιχτά στην αναστροφή των επιπτώσεών τους ώστε συχνά το αιτιατό προηγείται του αιτίου. Κατ’ αυτά, ο προγενέστερος Αδάμ (χέρι χασάπη και μπαλτάς […] στου χειρουργού τα δάχτυλα νυστέρι), αποτιμά το έργο του μεταγενέστερου Αρμάου αλλά – προς ένα νενικήμεθα, προς μια σειρά ματ[αι]ωμένες κατανύξεις, που υποστρέφουν τελικά, εν επιγνώσει του ποιητή, στο χρονικό.

Εάν μυθικός πρόγονος του Μαύρου είναι ο Αδάμ, κατοπτρικά ορατός είναι ο σχεδόν συγκαιρινός του Δημήτρης Αρμάος στον οποίο και αφιερώνεται, δίκην θυσιαστικού αναθήματος, ο Αυτιστικός Θεός. Η σύνθεση αυτή συγκρίνεται αβίαστα ως προς το Ανάστημα Ορθίου στο οποίο θητεύει ο Αρμάος αλλά και ως προς την ύπτια θέαση των πιο ιδιόσχημων, γεωμετρικά περίπλοκων και εκθαμβωτικά ξώμακρων ποιητικών αστερισμών. Ο Μαύρος άλλωστε έχει γράψει για τις Βίαιες Εντυπώσεις του Αρμάου τη διεισδυτικότερη μελέτη που έχω διαβάσει, αν και εδώ προτιμά να δώσει τη σκυτάλη στον Αδάμ που – τον χαρακτηρίζει οικουμενικό ποιητή, γιατί αξιοποίησε ολόκληρη την προγενέστερη ποιητική παράδοση σε μια παλίμψηστη γλώσσα, προερχόμενη από κάθε σύσκια γωνιά των ελληνικών. Ο Μαύρος δεν έχει διόλου λιγότερες φιλοδοξίες από τ’ αδίστακτο ιδίωμα του Αρμάου και με τον διαπιστευτήριο στην πνευματική αγορά Αυτιστικό Θεό, ήδη τις εκπληρώνει — με τη μελαγχολική εγκαρτέρηση του πεπτωκότος και την πικρή επίγευση μιάς, έτσι κι αλλιώς, ολέθριας νίκης:

Θα ριχτώ σε μια παρτίδα σκάκι με τον εαυτό μου
Όπου το εγώ βαστάει κάτι απ’ το εσύ
Και δεν τ’ αφήνει από τα μάτια μας
Αλλά δε θα ’μαι εγώ, δε θa ’μαι εσύ
Κι αυτός ο κάποιος που δεν είσαι με σκοτώνω
Γιατί στο νύχτωμα, το ξέρω,
Κάτω θα κείται κάποιος βασιλιάς,
Κι είτε Μαύρος είτε Λευκός
Δικός μου θa ’ναι.

Ο ποιητής που υπερβαίνει τη στατική σχέση μάζας και ισχύος με την δυναμική της ταχύτητας προς το άπειρο είναι ταυτόχρονα γλύπτης και μουσικός. Η ύλη του δεν είναι διόλου αδρανής ούτε προβάλει μια ογκομετρική αξίωση υπεροχής ώστε να χρειαστεί απλώς να τη δαμάσει, μα συνιστά υπογείως δρώσα ενέργεια στην οποία επιδίδεται η προσδόκιμη στην φύση της αρμονική μορφή ενώ με την ίδια χειρονομία απονέμεται και η συντριβή της. Ο επιτάφιος λόγος του Αυτιστικού Θεού ευθυγραμμίζεται, δια της τεθλασμένης, προς αυτή την προοπτική και είναι απόκρημνος γιατί μερικά λατομεία αντί να φωλιάζουν στα σπλάχνα των βουνών βρίσκονται στην κορυφή τους. Τα μάρμαρα μοιάζουν να κατεβαίνουν από τον ουρανό, χωρίς την ετοιμοπαράδοτη μορφή του μωσαϊκού νόμου αλλά με την ακατέργαστη ακόμα δριμύτητα που εγκαλεί την αληθεύουσα σμίλη στον αγώνα εναντίον της λήθης:

Χωθήκαμε απ’ την ίδια χαραγματιά της ύλης
Χαθήκαμε στο ίδιο μαρμαρογλυφείο

Μα — αν δεν χωθείς και δεν χαθείς, πώς θα βρεθείς; Μόνο το αποτέλεσμα μίας σπάταλης περιπλάνησης νέμεται από τον δημιουργό και η νομή με την τριπλή σημασία της λέξης, (κατοχή, κάρπωση των προσόδων και διανομή), αφού εγκαθιδρύσει πυρηνικά τον νόμο της τον επιβάλλει σε μεγάλη ακτίνα με την έκδοση ενός νομίσματος που στη μία του όψη φιλοξενεί την μυθική εγγύηση κάποιας υπέρτατης αρχής και στην άλλη φέρει τη μορφή του δημιουργού. Ο αργυραμοιβός αναγνώστης δαγκώνοντάς το θα διαπιστώσει πως το νόμισμα του Δημήτρη Μαύρου είναι σπάνιο και αυθεντικό.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: