«Λευκά Κτήρια»

Μετάφραση: Σάββας Κοκκινίδης
«Λευκά Κτήρια»


«Παι­δί θαύ­μα» της ει­κο­νο­κλα­στι­κής τρο­χιάς του αμε­ρι­κα­νι­κού μο­ντερ­νι­σμού, ο ποι­η­τής Harold Hart Crane συ­μπα­ρέ­συ­ρε στον άξαφ­νο και τα­χυ­καή του βίο κά­ποιες από τις τολ­μη­ρό­τε­ρες αξιώ­σεις του ιστο­ρι­κού κι­νή­μα­τος.
Γεν­νη­μέ­νος στο Γκά­ρε­τσβιλ του Οχάιο το 1899, θ’ αρ­χί­σει να γρά­φει ποί­η­ση ολο­κλη­ρω­μέ­νου ύφους και «θρα­σύ» πει­ρα­μα­τι­σμού ήδη από την πρώ­ι­μη εφη­βεία του, συ­νε­χί­ζο­ντας τη λο­γο­τε­χνι­κή και κο­σμο­θε­ω­ρη­τι­κή του ωρί­μαν­ση με τη με­τα­κό­μι­σή του στη Νέα Υόρ­κη λί­γο πριν ενη­λι­κιω­θεί. Εκεί συλ­λέ­γει, συλ­λαμ­βά­νει κι ανα­πτύσ­σει τις πρώ­τες ορι­στι­κές από­πει­ρες του ποι­η­τι­κού του πλά­νου, επι­στέ­γα­σμα των οποί­ων εί­ναι η πρώ­τη του ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή, τα Λευ­κά Κτή­ρια του 1926.
Η συλ­λο­γή αυ­τή,στο με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της ολο­κλη­ρω­μέ­νη ήδη χρό­νια πριν, στα­χυο­λο­γεί για πρώ­τη φο­ρά τις δυ­νά­μεις και τη λο­γο­τε­χνι­κή διεισ­δυ­τι­κό­τη­τα του Κρέιν, εμπε­ριέ­χο­ντας κά­ποια από τα κεί­με­να εκεί­να που θα πα­ρέ­με­ναν ως αρι­στεί­ες της σύ­νο­λης κα­τά­θε­σής του. Ήδη πριν την έκ­δο­ση των Λευ­κών Κτη­ρί­ων, ο Κρέιν έχει συλ­λά­βει και προ­κα­τα­γρά­ψει τις πρώ­τες νύ­ξεις της επό­με­νης, και ύστα­της, ποι­η­τι­κής του από­πει­ρας, της επι­κής σύν­θε­σης Η Γέ­φυ­ρα, βι­βλί­ου που θα εκ­δο­θεί το 1930.
Βε­βλη­μέ­νος όσο και εκ­στα­τι­κός μιας άστα­της και ορ­μη­τι­κής ζω­ής, θα συ­νε­χί­σει τις πε­ρι­πλα­νή­σεις του και τον αγώ­να επι­βί­ω­σης για λί­γο διά­στη­μα ακό­μη, κα­τα­λή­γο­ντας για κά­ποιους μή­νες στο Με­ξι­κό, προ­τού εν­δώ­σει τε­λι­κά στην κό­πω­ση και τη βα­θιά φθο­ρά της ψυ­χο­σύν­θε­σης και του πνεύ­μα­τός του. Αυ­το­κτο­νεί τον Απρί­λιο του 1932, λί­γο πριν κλεί­σει τα 33 του χρό­νια, πη­δώ­ντας από το κα­τά­στρω­μα του πλοί­ου με το οποίο επέ­στρε­φε στις ΗΠΑ· η σο­ρός του δεν θα βρε­θεί πο­τέ, χα­μέ­νη για πά­ντα στον Με­ξι­κα­νι­κό Κόλ­πο.
Με το πέ­ρα­σμα των δε­κα­ε­τιών, και την επι­κύ­ρω­ση του Μο­ντερ­νι­σμού ως φαι­νο­μέ­νου αιχ­μής για την πα­γκό­σμια λο­γο­τε­χνία, ο Κρέιν θα κα­τα­ξιω­θεί ως ένα από τα λα­μπρό­τε­ρά του ονό­μα­τα, πλάι στις πα­ρου­σί­ες των Έλιοτ, Στί­βενς, και Πά­ουντ.

«Λευκά Κτήρια»


Από­σπα­σμα Κή­που

Το μή­λο στο κλω­νά­ρι εί­ναι η επι­θυ­μία της,–
Πε­ρί­λα­μπρη αιώ­ρη­ση, μί­μος του ήλιου.
Το κλω­νά­ρι ανά­σα­νε μα­ζί της, κι η φω­νή της,
Άφω­να ευ­φρα­δής στο κύρ­τω­μα και το ύψω­μα
Κλά­δου επί κλά­δου πά­νω της, της θο­λώ­νει τα μά­τια.
Εί­ναι αιχ­μά­λω­τη του δέ­ντρου και των πρά­σι­νων δα­κτύ­λων του.

Και έτσι τε­λι­κά ονει­ρεύ­ε­ται τον εαυ­τό της δέ­ντρο,
Στην κα­το­χή του ανέ­μου, συ­μπλέ­κο­ντας τις νε­α­ρές της φλέ­βες,
Κρα­τώ­ντας την προς τον ου­ρα­νό και το γορ­γό του γα­λά­ζιο,
Πνί­γο­ντας τον πυ­ρε­τό των χε­ριών της στην ακτι­νο­βο­λία.
Δεν έχει μή­τε μνή­μη, μή­τε φό­βο, μή­τε ελ­πί­δα
Πέ­ρα από τη χλόη και τους ίσκιους στα πό­δια της.


Δεί­κτης

Το ίδιο σι­γη­λά που ένα κά­το­πτρο γί­νε­ται πι­στευ­τό
Οι πραγ­μα­τι­κό­τη­τες ει­σβάλ­λουν αθό­ρυ­βα...

Δεν εί­μαι έτοι­μος για με­τά­νοια·
Ού­τε ν' αντι­τα­χθώ σε τύ­ψεις. Για­τί η νυ­χτο­πε­τα­λού­δα
Δεν γέρ­νει πε­ρισ­σό­τε­ρο απ’ την ακό­μα
Πα­ρα­κλη­τι­κή φω­τιά. Και ρί­γος
Στις λευ­κές νι­φά­δες που πέ­φτουν
Τα φι­λιά εί­ναι–
Το μό­νο που αξί­ζει κά­θε χά­ρη.

Πρέ­πει να γί­νει γνώ­ση–
Αυ­τό το ξέ­σκι­σμα και τ' άναμ­μα,
Αλ­λά μό­νον απ' αυ­τόν που
Ξο­δεύ­ει ξα­νά τον εαυ­τό του.

Εις δι­πλούν και εις δι­πλούν
(Πά­λι το κα­πνι­σμέ­νο εν­θύ­μιο,
Αι­μάσ­σον εί­δω­λο!) κι ακό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο.
Μέ­χρι η διαυ­γής λο­γι­κή να κερ­δη­θεί
Άφω­να όπως ένα κά­το­πτρο
Γί­νε­ται πι­στευ­τό.

Τό­τε, στα­γό­να την καυ­στι­κή στα­γό­να, μία τέ­λεια κραυ­γή
Θα ηχή­σει κά­ποια μό­νι­μη αρ­μο­νία,–
Αδυ­σώ­πη­το πα­ρα­στρά­τη­μα για όλους εκεί­νους που πα­τούν
Τον δεί­κτη της νιό­της τους μέ­σα στο γέρ­μα.


Βό­ρειο Λα­μπρα­ντόρ

Μια γη γερ­τού πά­γου
Κυ­κλω­μέ­νη από ασβε­στώ­δη τό­ξα ου­ρα­νού,
Σπρώ­χνει αθό­ρυ­βα τον εαυ­τό της
Προς την αιω­νιό­τη­τα.

«Δεν έχει έρ­θει κα­νείς εδώ να σε κερ­δί­σει,
Ή να σου αφή­σει το αμυ­δρό­τε­ρο κοκ­κί­νι­σμα
Στα στρα­φτα­λί­ζο­ντά σου στή­θη;
Δεν έχεις κα­θό­λου μνή­μες, Ω Σκο­τει­νά Λα­μπρή;»

Απο­σιω­πη­μέ­νη απ' τον πα­γε­τό, υπάρ­χει μό­νο η εναλ­λα­γή των στιγ­μών
Που τα­ξι­δεύ­ουν προς την κα­μία Άνοι­ξη–
Κα­μία γέν­νη­ση, κα­νέ­νας θά­να­τος, κα­νέ­νας χρό­νος ή ήλιος
Ν' απα­ντή­σει.


Ανά­παυ­ση των πο­τα­μών

Οι ιτιές έφε­ραν έναν βρα­δύ ήχο,
Ένα μι­νου­έ­το που ο άνε­μος κού­ρευε πά­νω στο υδρό­με­λι.
Δεν μπο­ρού­σα πο­τέ να θυ­μη­θώ
Εκεί­νο το καυ­τό, στα­θε­ρό ίσω­μα των βάλ­των
Μέ­χρι ο χρό­νος να μ’ έχει φέ­ρει στη θά­λασ­σα.

Ση­μαί­ες, πα­ρά­σι­τα. Κι ανα­πό­λη­ση από­κρη­μνων κοι­λο­τή­των
Όπου τα κυ­πα­ρίσ­σια μοι­ρά­ζο­νταν την τυ­ραν­νία
Του δει­λι­νού· μ' έσυ­ραν σχε­δόν στον άδη.
Και χε­λώ­νες μα­μούθ να σκαρ­φα­λώ­νουν θει­ι­κά όνει­ρα
Πα­ρα­δο­μέ­να, κα­θώς ηλιό­λα­σπη τα ξά­νοι­γε
Κυ­μα­τι­στά...

Πό­σα θα αντάλ­λα­ζα! Το μαύ­ρο φα­ράγ­γι
Κι όλες τις μο­να­δι­κές φω­λιές στους λό­φους
Όπου οι κά­στο­ρες μα­θαί­νουν ρα­φή και όδο­ντα.
Η λί­μνη που ει­σχώ­ρη­σα κά­πο­τε κι έφυ­γα γρή­γο­ρα–
Θυ­μά­μαι τώ­ρα τη με­λω­δι­κή από ιτιές ακτή της.

Και τέ­λος, σ' αυ­τή την ανά­μνη­ση όλα τα πράγ­μα­τα θω­πεύ­ουν·
Με­τά την πό­λη που επι­τέ­λους προ­σπέ­ρα­σα
Αλειμ­μέ­νος χο­χλώ­δεις αλοι­φές και κα­πνι­σμέ­να βέ­λη
Ο μου­σώ­νας διέ­σχι­σε το δέλ­τα
Στις πύ­λες του κόλ­που... Εκεί, πέ­ρα από τις τά­φρους

Άκου­σα άνε­μο να ξε­φλου­δί­ζει σαπ­φεί­ρι­νος, όπως το κα­λο­καί­ρι αυ­τό,
Και οι ιτιές δεν θα μπο­ρού­σαν να φέ­ρουν πιο στέ­ρεο ήχο.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: