Πάτρα: Ένα ταξίδι στο χρόνο

———— ≈ ————
Ε  Ι  Κ  Ο  Ν  Ο  Γ  Ρ  Α  Φ  Η  Σ  Η

Φωτογραφίες: Γιάννης Βλασταράς, Μπόρις Κιρπότιν, Νίκος Μολόχας, Καμίλο Νόλλας, Ξενοφώντας Παπαευθυμίου, Κώστας Σταυρόπουλος, Νίκος Τσούλας, Νίκος Τσακανίκας, Σωτήρης Τσακανίκας.
Αρχεία: Μιχάλη Δωρή, Χαράς Παπαδάτου, Δήμου Πατρέων, Εθνολογικού Μουσείου και χαρακτικά της εποχής.

———— ≈ ————

1A 1B 1C 1D 2B 2C 3A 3B 4A 4B 5A 5B 6A 6B 6C 7A 7B

 

 

[ Φωτ. 1] Η αρχιτεκτονική της φυσιογνωμία και το ύφος της διασώζονται ακόμα παρά τους όγκους τού μπετόν που χτίστηκαν τη δεκαετία του ’60. Συναντάς παντού στοιχεία τής πνευματικής της ανάπτυξης και δείγματα εμπορικής δραστηριότητας ( τα νεοκλασικά της κτίρια και οι πλατείες, το Δημοτικό Θέατρο, έργα του Τσίλλερ και του Χάνσεν, ένα Μουσείο πρόσφατα χτισμένο με πλούσια εκθέματα τής μακραίωνης ιστορίας τής Αχαΐας. Γραφικά, ατμοσφαιρικά είναι και τα στενά τής επάνω πόλης. 

[Φωτ. 2] Είναι συγκινητικό που ορισμένοι χώροι ή σημεία μιας πόλης επιμένουν να αντιστέκονται στη φθορά τού χρόνου και να της δίνουν νόημα ακόμα και σήμερα, ή να σημαίνουν κάτι. Τα Ψηλά Αλώνια, η πλατεία Γεωργίου του Α΄ με τα σιντριβάνια, ο Φάρος και οι σκάλες τής Αγίου Νικολάου· το λιμάνι, η περιοχή γύρω απ’ το Kάστρο. Μακρύτερα, το Γηροκομειό και η Αχάια Κλάους. Με εντυπωσιάζει η ταχύτητα με την οποία διογκώνεται η πόλη κι επεκτείνεται. Με τρομάζει η αποστασιοποίηση των ανθρώπων από τον κοινωνικό χώρο, οι γενιές που μεγαλώνουν αγνοώντας την ιστορία τού γενέθλιου τόπου.

[Φωτ. 3] Την πόλη αυτή για να την αγαπήσεις, πρέπει να βάλεις πρώτα τα σημάδια σου στις σκοτεινές γωνιές της και στις αυθαίρετα χτισμένες γειτονιές· να τη διασχίσεις απομεσήμερο τυλιγμένος στη σιωπή της και τη νύχτα βουλιαγμένος στις σκιές να τριγυρίσεις άσκοπα στους δρόμους της. Πρέπει ν’ αφήσεις ίχνη ύποπτα επάνω στο κορμί της, να φοβηθείς μεσάνυχτα τον ίσκιο σου, να βυθιστείς ως το λαιμό στη μοναξιά της. Πρέπει να ποτιστείς μέχρι το κόκκαλο με τη δυσώδη μυρωδιά του κόλπου της, την όξινη μα αισθησιακή οσμή που χρόνια ολόκληρα εξάπτει τις χιμαιρικές σου ονειρώξεις. Την πόλη αυτή για να την αγαπήσεις, πρέπει πρώτα να την αρνηθείς.

[Φωτ. 4] Οι δρόμοι που σε μπάζουν στις μεγάλες πολιτείες είναι ψυχροί κι αδιάφοροι. Κρύα γκαράζ και παραπήγματα, στημένα πρόχειρα τα πιο πολλά –παλιότερα με τσίγκους απ’ όπου μπαινόβγαινε ανεμπόδιστα o άνεμος– μάντρες παλιών αυτοκινήτων, κάτι παρατημένοι σκελετοί χωρίς καρότσες πάνω τους ή δίχως μούρη, μπετονιέρες και μπουλντόζες κίτρινες, τοίχοι μαυρισμένοι με σπασμένα τζάμια. Δυο μέτρα από τη θάλασσα κι ο αέρας ακόμα δροσερός μυρίζει λάδια και βενζίνα. Σε τέτοιους δρόμους ταιριάζει βροχερός καιρός για να νομίζεις πως ξεπλένουν οι βροχές τα λογής-λογής σιδερικά, πόρτες βγαλμένες, σκουριασμένες λαμαρίνες δίπλα σε άχρηστα υλικά, σπασμένα κεραμίδια και κομμάτια μάρμαρο.

[Φωτ. 5] Δρόμοι-ρουφήχτρες που σε πάνε και σε φέρνουν απ’ το τίποτα στο πουθενά, στόματα μέρα-νύχτα ανοιχτά που οδηγούν στα δαιδαλώδη άντερα της πολιτείας. Από τις πύλες της μπαίνουν αδιάκοπα άνθρωποι κι αυτοκίνητα και χάνονται δεξιά κι αριστερά στις σκοτεινές καταπακτές της· γλιστράνε στην κοιλιά της και την τρέφουν. Ποιος τους βλέπει τάχατες πού πάνε τόσοι άνθρωποι και χάνονται; Ποιος ξέρει αν η πολιτεία σαν τεράστια χοάνη δεν τους χωνεύει όλους στ’ άντερά της;

[Φωτ. 6] Αν θέλεις να μιλήσεις για μια πόλη σαν αυτή, πρέπει να έχεις στο μυαλό σου δυο: την Κάτω, τη χτισμένη εδώ κι ενάμιση αιώνα μέσα σε έλη, αμπέλια και βαλτόνερα που φτάναν τότε ως τη θάλασσα· τα ξεχερσώσανε, τ’ αποξηράνανε (ας πω καλύτερα, σχεδόν) και πάνω τους χαράχτηκε η νέα πόλη με τα μάτια της στραμμένα δυτικά. Προορισμένη εξαρχής να γίνει από βρώμικο παζάρι της Ανατολής η μόνη εμπορική διέξοδος του Νέου Βασιλείου προς τη Δύση. Μοιραία, το λοιπόν, θα ορθοτομούσε και τον Λόγο της. Τόπος για μεταπράτες αλλά παράλληλα και σταυροδρόμι Ιδεών. Η πόλη θα ’βγαινε από τις τρώγλες του Μεσαίωνα και θα ’μπαινε με τρόπο πανηγυρικό στις πύλες της Ευρώπης...

[Φωτ. 7] ...Γύρνα την πλάτη σου λοιπόν στη θάλασσα, πάρε το βλέμμα σου απ’ το νερό και κοίτα αυτή την πόλη—θέαμα— αν βλέπεις τίποτα πίσω απ’ τους όγκους του μπετόν που, τώρα πια, εξαφανίζει τα βουνά και σε πλακώνει...

8A 8B 9A 9B 9C 9D 10A 10B 10C 11A 11B 11C 12A 12B 13A 13B 13C 14A 14B 14C

 

 

Κάτω πόλη

[Φωτ. 8] Τα σπίτια μας είναι χτισμένα πάνω στο νερό και η ψυχή μας έτοιμη να ταξιδέψει. Μπροστά μας μια λουρίδα θάλασσα μας ξεγελάει νύχτα-μέρα ότι μπορούμε τάχα να ξεφύγουμε – μα έτσι να κάνουμε, φτάνουμε πάλι στην απέναντι στεριά. Στην πλάτη μας οι όγκοι των βουνών. Κι αυτοί που παραμένουν, τρέφουν πάντα την ίδια μυστική ελπίδα πως κάποτε θα φύγουν μακριά της. Φαίνεται πως στο αίμα μας κυλά η ίδια διάθεση φυγής του εξόριστου Πατρέα. Γιατί κι εκείνος, ο αυτοεξόριστος από τη Σπάρτη οικιστής μετά την κάθοδο των Δωριέων, τις ίδιες ψευδαισθήσεις έτρεφε με μας. Πως κάποια μέρα θα επέστρεφε στην πρώτη του πατρίδα.

[Φωτ. 9]  Σ' αυτή την πόλη, είναι όλα ρυθμισμένα σαν ωράριο μαγαζιών. Όλα, ζυγιασμένα· τα λόγια τους, τα βλέμματα. Ξέρουν ποιον θα συναντήσουν κι ακόμα ξέρουν τι θα πουν, πώς θα το πουν.
Όλοι οι δρόμοι χαραγμένοι κάθετα και οριζόντια με μαχαίρι, αποκλείουν κάθε σκέψη για παρέκκλιση εκ τής ορθής οδού, οδηγώντας με ακρίβεια στις πλέον απαρέγκλιτες ευθείες· σ’ εκείνες δηλαδή που συναντά κανείς και τα πραγματικά αδιέξοδα. Πολλές φορές μάλιστα πάω να πιστέψω πως σ’ αυτό το χωροταξικό αλφάδιασμα τής πόλης, όμοιο με τεράστια σκακιέρα, οφείλονται κι οι μετά ζήλου επιδόσεις της στο εμπόριο και στην πολιτική. Γιατί η ίδια ακριβώς ορθολογιστική αντίληψη που απαιτείται και στο σκάκι , την ίδια αυτή αντίληψη και τακτική απαιτούν και τα παιγνίδια — ιδίως τής πολιτικής· στοιχεία που εμείς τουλάχιστον, βαδίζοντας στην πολεοδομική αυτή σκακιέρα, καλλιεργούμε από τα γεννοφάσκια μας. 

[Φωτ. 10] Οι μέρες που ταιριάζουνε στις πόλεις δίχως μύθο είναι τα Σάββατα. Τα παρατεταμένα, των ταξιδιωτών · οι νύχτες τους, των πολιορκημένων εραστών. Μέρες και νύχτες αδειανές στο περιθώριο τού χρόνου.
Ποιος μεταγγίζει όμως και σε ποιόν, το ύφος και την αγωνία τής στέρησης; Κι όσο περνάει ο καιρός, βγαίνω συχνά στους δρόμους κι αναζητώ με αγωνία επάνω στο κορμί της πολιτείας τα λιγοστά σημάδια της που την κρατάνε ακόμα στη ζωή: νεκρές προσόψεις των σπιτιών, δέντρα που ανασαίνουν στις πλατείες, ένα κάστρο στοιχειωμένο τής πολιορκίας. Δυο-τρία πράγματα όλα κι όλα που τρέφουνε τον έρωτα σ’ αυτή την πόλη.

[Φωτ. 11] Περπατώντας στους δρόμους του Σαββάτου με το ρυθμό που εσύ επιθυμείς και σε όποια – επιτέλους! – κατεύθυνση εσύ θ’ ακολουθήσεις, χωρίς να αναγκάζεσαι στη μονοσήμαντη οπτική των μονοδρόμων, διαπιστώνεις πόσο ανιαρή και πόσο ασήμαντη είναι η εικόνα που έχεις στο μυαλό σου για την πόλη· η φευγαλέα εικόνα της των πέντε ημερών· η πνιγηρή των έξι δρόμων –έξι το πολύ– που τους διασχίζεις καθημερινά, καδραρισμένους με τον ίδιο πάντα τρόπο στο παρμπρίζ τού αυτοκινήτου.
Πόλη ακρωτηριασμένη κι απειλητική –κατ’ εικόνα της ζωής σου και ομοίωση– απ’ όπου βιάζεσαι να βρεις μια δίοδο ανοιχτή για ν’ αποδράσεις. Και με το δίκιο σου· γιατί οι πολιτείες στην ουσία είναι ανύπαρκτες αν δε τις συντηρεί η μνήμη των ανθρώπων, αν δεν μπορεί να ταξιδέψει μέσα τους o χρόνος. Αν ολοένα λιγοστεύουν (καληώρα!) τα σημάδια τους που αντανακλούν στους ζωντανούς το παρελθόν τους.

[Φωτ. 12] Πίσω σχεδόν από τις αποθήκες Μπάρυ είναι η εκκλησία τού Αγι-Ανδρέα των Αγγλικανών. Στο φράχτη της φύτρωναν κάτι νυχτολούλουδα που άνοιγαν αργά τις νύχτες τού καλοκαιριού κι έμενε η μυρωδιά γύρω απ’ τον πέτρινο περίβολο και στο στενό· δεν πήγαινε πιο κάτω. Πνιγμένη στα σκοτάδια και τα γερασμένα δέντρα της, δυο βήματα μονάχα απ’ τον καθημερινό ρυθμό τού δρόμου, σωπαίνει στη λιτή μεγαλοπρέπεια του γοτθικού ρυθμού της που φτάνει ως τα βάθη των αιώνων.
Περνούν τα χρόνια, τα δέντρα όλο μεγαλώνουν και βυθίζεται συνέχεια ο ναός στον πράσινο βυθό τους.

[Φωτ. 13] Αλλού, τέσσερις Σφίγγες-Κέρβεροι στέκουν ακόμα απειλητικές πάνω από τη ρημαγμένη πόρτα ενός σπιτιού. Ποιόν απειλούν και ποιος ακούει τάχατες τις απειλές τους; κι άλλωστε, τα αινίγματα εμείς τα ’χουμε λύσει από καιρό. Από τα πρόσωπα τού Ερμή διαλέξαμε το προσωπείο τού κερδώου• και ξοφλήσαμε. Το άλλο πρόσωπο το απεμπολήσαμε. Γι’ αυτό τις μνήμες και το παρελθόν τα ξεπουλάμε. Κι αν τύχει να ξεβράσει κάποτε η γη μας τίποτε θραύσματα ρωμαϊκά – σκηνώματα σεπτά τού παρελθόντος– τα κουκουλώνουμε γρήγορα-γρήγορα, θαρρείς και βγήκανε φαντάσματα από τάφους, και τα βάζουμε ξανά στο υγρό τους χώμα

[Φωτ. 14] Σπίτια τής μνήμης , σπίτια τής σιωπής, σημάδια αναφοράς μέσα στο πέλαγο τού χρόνου για κείνους που δεν είδαμε ποτέ, γι’ αυτούς που θα ’ρθουν και ποτέ δεν θα μας δούνε. Και κάποτε, όταν τα σώματα, τα πρόσωπα, τα σχήματα θα ’χουν φθαρεί, όταν τα λόγια θα ’χουν ξεχαστεί κι η μνήμη των ανθρώπων θα κατακάτσει επάνω τους σαν σκόνη, τότε οι νεκρές προσόψεις τους γίνονται σάρκες και ψυχή της πολιτείας.

Πάνω πόλη

15A 15B 16 17 18 19 20A 20B 21 22

 

 

[Φωτ. 15] Η άλλη πόλη είναι η επάνω, η χτισμένη δίπλα και γύρω στο μεγάλο Κάστρο· με ολοφάνερα τα ίχνη που έμειναν επάνω της από τα χρόνια τής Τουρκοκρατίας, αλλά κι ακόμα πιο βαθιά, των Ενετών. Αν κάνεις έτσι με το δάχτυλο και φύγει η σκόνη, θα δεις μπροστά στα μάτια σου ένα τζαμί εκεί που τώρα βρίσκεται ο ναός τού Παντοκράτορα. (Κι αν πεις και σκάψεις μάλιστα και πιο βαθιά, θα βρεις θεμέλια ενός παλιότερου ναού- σε Δία Παντοκράτορα, και κείνος, αφιερωμένος).

[Φωτ. 16] Σοκάκια χαραγμένα από τα τότε διακλαδίζονται το ίδιο άναρχα ακόμα. Δρόμοι διχαλωτοί, σαν σφήνες, λοξοί σαν S(ίγμα) τελικό ή Υ(ψιλον) που οι δυο του άκρες ανοίγουν δεξιά κι αριστερά σε ανεπάντεχα πλατώματα και στρογγυλεύοντας σαν ώμοι σχηματίζουν τα κοιλώματα του Β(ήτα) . Περνάνε σύρριζα μπροστά από σπίτια στριμωγμένα το ’να δίπλα στ’ άλλο, σταματάνε ξαφνικά στο συρματόπλεγμα κάποιας αυλής ή σε μια μάντρα πέτρινη που, ενώ απάνω της στηρίζονται τα πλίθινα ντουβάρια ενός σπιτιού, σε ξεγελάει για μια στιγμή πως είναι η προέκταση του τείχους.
Μπορεί και να ’ναι κιόλας! Πού το ξέρεις; Μπορεί από τα έγκατα της γης να ξεφυτρώνουν τα θεμέλια τού μεγάλου Κάστρου το ίδιο ανεξήγητα όπως η πρασινάδα μέσα από τις πέτρες, κι ανθεί την Άνοιξη και χύνεται σαν καταρράχτης απ’ τα τείχη. Όλα καμιά φορά μπορεί να γίνονται μ’ αυτά τα στοιχειωμένα Κάστρα...

[Φωτ. 17] Η νέα Ιστορία μιας πόλης με πλούσιο παρελθόν σαν τη δική μου, πρέπει ν’ αρχίζει απ’ τα Χαμάμ τής Μπουκαούρη, τα καθαρτήρια αυτά του σώματος αλλά και τής ψυχής. Λέω για τα τούρκικα Χαμάμ που λειτουργούν ακόμα όπως χτίστηκαν, πριν πεντακόσια τόσα χρόνια. Με μαρμαρένιες γούρνες, παράθυρα αψιδωτά και καγκελόφραχτα, πέτρινους τοίχους, πορτάκια χαμηλά που οδηγούν σέ θολωτούς θαλάμους. Μέσα σ’ αυτό το κτίριο, λοιπόν, δυο βήματα μονάχα απ’ τίς τάπιες και τίς πολεμίστρες τού μεγάλου Κάστρου, λούζονταν και ξεπλένονταν γενναία σώματα αγωνιστών απ’ τον ιδρώτα και τη σκόνη τού αγώνα

[Φωτ. 18] Αν γινόταν να ξανάρθουν στη ζωή για λίγο μόνο όσοι γεννήθηκαν στην πόλη αυτή και πια δε ζουν, όσους γνωρίσαμε στο παρελθόν και συνυπήρξαμε μαζί τους, τίποτα δεν θα τους θύμιζε τις παλιές εικόνες που ήξεραν : τους δρόμους, τα κτίρια, συνοικίες, ούτε καν την ίδια θάλασσα. Ακόμα   κι οι απέραντες εκτάσεις γύρω απ’ την πόλη (που τις είχαν ζήσει σαν αλάνες και χωράφια) τώρα θα τις έβλεπαν μετασχηματισμένες σε λεωφόρους ή περιοχές πυκνοκατοικημένες.
Πρώτα η Μεγάλη Περιμετρική διεύρυνε την πόλη και αγκαλιάζοντάς την προστατευτικά τής άλλαξε μορφή. Ενώ, η γέφυρα του Ρίου-Αντιρρίου έκανε αγνώριστη τη φυσιογνωμία της περιοχής...

[Φωτ. 19] …και πρόσφατα, η δεύτερη Περιμετρική, η Μικρή : Σαν να τραβήχτηκε ένα πέπλο κι έδειξε μια άλλη οπτική της πολιτείας. Ένα κρυμμένο σκηνικό. Κι όπως ανοίγεις ξαφνικά μια πόρτα και μπαίνεις σε απόκρυφο δωμάτιο σπιτιού, έτσι αποκαλύφτηκε μπροστά στα μάτια ολονών μία ακόμα πτυχή της Ιστορίας . Το Ρωμαϊκό Υδραγωγείο, απομεινάρι προαιώνιας εποχής, βαθαίνει τη συνείδηση στο χρόνο. Τα αρχαία ίχνη ορθώνονται επιβλητικά διεκδικώντας το μερίδιο που δικαιούνται στην παλίμψηστη ζωή της πόλης. Όλα μοιάζουν με καινούριο πίνακα ζωγραφικής που διαπιστώνεις με έκπληξη ότι το πίσω απ’ το ‘τελάρο’ – η αφανής και άγνωστη πλευρά του Δασυλλίου – είναι το ίδιο όμορφη κι ακόμα περισσότερο με τη γνωστή ως τώρα πρόσοψη. Ευφρόσυνη και σαγηνευτική. Οι πόλεις μεγαλώνουν και αλλάζουν. Όπως αλλάζει μεγαλώνοντας ένα παιδί – παιδί δικό σου.

[Φωτ. 20] Πάντως, αν κάποτε βουλιάξει από το βάρος της αυτή η πόλη και πνιγεί στα βρώμικα νερά των οχετών της, τουλάχιστον η Πάνω μπορεί και να σωθεί· γιατί μοιάζει με τρίγωνο πανάκι καραβιού, κι αρκεί να σηκωθεί ένα αεράκι μόνο, να τη σπρώξει ως τη θάλασσα κι εκείνη v’ ανοιχτεί σαλπάροντας στο πέλαγος και να φύγει μακριά. Για ρίξτε μια ματιά στο χάρτη . Είναι στ’ αλήθεια ένα κομμάτι τρίγωνο που για λοξή πλευρά του έχει τις απαλές γραμμές των πέρα λόφων (αυτές που σβήνουνε σαν κύματα στο βάθος). Κάθετη σαν κατάρτι καραβιού κι αμετακίνητη στο χρόνο η γραμμή τής Γερμανού. Κι η βάση του τριγώνου φυτεμένη ολόκληρη στις παρυφές των δώθε λόφων που πάνω τους σηκώνουνε δοξαστικά σαν κύλικα την πόλη. Στην πιο ψηλή κορφή μπηγμένο το μεγάλο Κάστρο: ένα φλάμπουρο σ’ ενετική γαλέρα.

[Φωτ. 21] Ας μείνουν, το λοιπόν, από το παρελθόν αυτά, αρκούν στην Ιστορία. Κι απ’ το παρόν, μόνο το βλέμμα των ανθρώπων να σωθεί κι είναι αρκετό αυτό για τη δική μου ιστορία. Το απορημένο βλέμμα τους που κλείνει πλέον μέσα του την ήρεμη παραδοχή του κόσμου και, φυλάγοντας στο βάθος τους μια υποψία ακόμα αγωνίας, σε κοιτούν σαν να ’σουν απ’ αλλού, σαν έναν ξένο κι όχι κάτοικο τής ίδιας πόλης. Λέω για κείνη τη ματιά που κρύβει σε μιαν άκρη της την έκπληξη ή τη λαχτάρα τής πρώτης επαφής μα και το φόβο πως είναι καταδικασμένη κιόλας να χαθεί. Κι αν δεν το καταλάβατε καλά, μιλώ για μία σπίθα τής ζωής που πάει να ξεχαστεί. Γι’ αυτό γυρίζω και ξαναγυρίζω εδώ. Γιατί ο έρωτας είναι ένας τρόπος να ξαναγλιστράς κάθε φορά στη ζεστασιά της μήτρας· ο μόνος, ίσως.

[Φωτ. 22] Κατεβαίνοντας τα οχτακόσια τόσα σκαλοπάτια που ενώνουν από τέσσερις μεριές (ή μήπως έπρεπε να πω χωρίζουνε;) την Πάνω με την Κάτω Πόλη, κοιτάζω πίσω μου ξανά και με το βλέμμα χαράζω μια γραμμή σαν τα παιδιά που παίζουνε στο χώμα. Αυτό είναι δικό μου, λέω μέσα μου. Και βάζω στη δικιά μου τη μεριά τούς ξεχασμένους μύθους και τα σημάδια των θεών, τα φανερά ακόμα ίχνη εραστών τής περασμένης νύχτας ανάμεσα σε δυό συστάδες δέντρα· τις αλλαγές, μετά, των εποχών και τις οσμές τους μία-μία χωριστά: βρεγμένο χώμα τού φθινόπωρου, τη μυρωδιά της πέτρας ύστερα που την ξεραίνει ο ήλιος τού καλοκαιριού, ένα ανοιξιάτικο αεράκι κατεβαίνοντας σαν χείμαρρος απ’ το στενό των Εισοδίων, την υγρασία τέλος μουχλιασμένου τοίχου το χειμώνα. Όλα στη δική μου τη μεριά.
Και Κάτω, την αποθέωση σχεδόν της απουσίας και τη λήθη, αφού οι εποχές εγκλωβισμένες στον πυθμένα των οδών εξαφανίστηκαν σιγά-σιγά κι αυτές κάτω απ’ την άσφαλτο.

Σε συνοικίες αδιέξοδες

23A 23b 23c 24A 24B 25A 25B 25C 26

 

 


[Φωτ. 23] Eκείνον τον καιρό, αλλού γεννιόντουσαν τα όνειρα: στο έμπα της μεγάλης πόλης, μακριά της, σε χωματόδρομους ακρωτηριασμένους, σε γούπατα πίσω απ’ τα εργοστάσια, σε αλάνες κι αδιέξοδα, όπου οι άνθρωποι έφταναν απ’ τα χωριά τους νύχτα και κουρασμένοι απ’ το μακρύ ταξίδι στοιβάζανε τα πράγματά τους κι απάνω τους κοιμούνταν όπως-όπως. Κι εκεί που είχαν κοιμηθεί την πρώτη νύχτα, εκεί τ’ άλλο πρωί χτίζαν τα σπίτια τους.
Εκεί γεννιούνταν και τα όνειρα. Σε γειτονιές αυτόνομες, σε συνοικίες χαοτικές και ανεξέλεγκτες, έξω απ’ τα όρια της πόλης που αργότερα θα την πολιορκήσουν. Κι αυτή, χωρίς καμιά αντίσταση, θα τους παραδοθεί. Σε γειτονιές-λαβύρινθους που είναι από μόνες τους ένα μυστήριο: κάτι παράξενο αναδύεται από μέσα τους, οδυνηρό κι ηδονικό μαζί σαν αμαρτία κι εκεί που δένεσαι μαζί τους, εκεί και τις μισείς· και φεύγεις για να τις κρατήσεις μέσα σου για πάντα.

[Φωτ. 24] Ίσως αυτοί οι δρόμοι οι στενοί με τα σπίτια τους τόσο κοντά κι απέναντι το ένα στ’ άλλο (έτοιμα νύχτα-μέρα v’ αρπαχτούνε, να πέσει το ’να πάνω στ’ άλλο και να το πλακώσει διεκδικώντας μια παλάμη τόπο) ίσως, λέω, αυτοί οι δρόμοι-σκηνικά να προκαλούν και τούς θεατρικούς καυγάδες των ανθρώπων. Κι όμως μονάχα εδώ έχεις τη βεβαιότητα ότι οι άνθρωποι σε νοιάζονται και σε πονάνε. Ανάμεσα σε τούτο το μικρόκοσμο νιώθεις στ’ αλήθεια να σε περιβάλλει ένα αίσθημα οικειότητας, ένα κέλυφος θαρρείς, που μέσα του ζεστάθηκε μια σχέση κομμένη και ραμμένη στα δικά σου χούγια : τα ρευστά και σκόρπια. Των αντιφάσεων και των παλινδρομήσεων, τού ήξεις και αφήξεις, τής δίχως λόγο ευφορίας και της δυσθυμίας σου, του ενθουσιασμού σου που σε κάνει v’ αποδέχεσαι με θαυμασμό ό,τι πρωτύτερα με βδελυγμία είχες απορρίψει. Μια σχέση μ’ άλλα λόγια αντιφατική, κι αυτό αλήθεια είναι.
Αλλά και τί μ’ αυτό; Καλύτερα να είμαστε από εδώ περαστικοί· να αγαπιόμαστε αλλά από μακριά κι αλάργα.

[Φωτ. 25] Χρόνια και χρόνια η πόλη μεγαλώνει δίπλα στο λιμάνι της. Κι οι άνθρωποι μαζί της. Ξένοι και δικοί. Τρέφουν τη φαντασία τους με μακρινά ταξίδια, στήνουν αφτί στον άνεμο κι ακούν το πέλαγο που δέρνεται σαν το κορμί, σαν την ψυχή τ’ ανθρώπου. Νύχτα και μέρα αφουγκράζονται τα κύματα και σχεδιάζουν τη φυγή τους. Γιατί οι πόλεις που πλαγιάζουν δίπλα στα λιμάνια, σού φουσκώνουν τα μυαλά με ταξίδια νοερά, σε ξεσηκώνουν με την παράξενη εκείνη προσμονή τού αγνώστου και την ίδια ώρα σε δένουν δυο και τρεις φορές σφιχτά στις μαντεμένιες δέστρες τής προβλήτας τους. Σε κρατάνε να μη φύγεις μακριά κι αν φύγεις, μην ξεχάσεις να γυρίσεις πίσω.

[Φωτ. 26] Δεν ξέρω αν στο παρελθόν η πόλη αυτή κατάφερνε να δίνει σάρκα στις επιθυμίες των κατοίκων της. Έτσι λένε. Τώρα όμως τις συνθλίβει.

— Γιατί λοιπόν δε φεύγεις; Αφού πνίγεσαι! Τα τρένα, δίπλα σου, σου δίνουν τη διέξοδο σε μια φυγή. Γιατί δε φεύγεις, το λοιπόν;
— Μ’ αρέσει η μυρωδιά της! Να γιατί. Κι άλλωστε όπου κι αν πήγαινα, αναζητούσα πάντα κάτι απ’ την πόλη αυτή· και ξαναγύριζα.

Υπάρχουν πολιτείες ωραιότερες –και μάλιστα πολλές με απελευθερώνουν– μα πάντα θέλω να ξαναγυρνάω εδώ· γιατί η γενέθλια πόλη (άθλια ή όχι) είναι η ζωή του καθενός μας.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: