Στην πλατεία

Στην πλατεία

Κάθο­μαι στην πα­λιά οι­κο­δο­μή ακρι­βώς πά­νω από την ψη­στα­ριά του Τζί­μη. Έχω απί­στευ­τη θέα. Βλέ­πω όλα τα πό­στα της πλα­τεί­ας σαν σε πιά­το. Αρι­στε­ρά την πι­τσα­ρία, με τα κα­ρό τρα­πε­ζο­μά­ντι­λα και τις ψά­θι­νες κα­ρέ­κλες. Δε­ξιά το σα­ντουι­τσά­δι­κο του Μπί­λη με τα ψη­λά σκα­μπό στη σει­ρά, μπρο­στά από την μπά­ρα. Πί­σω ακρι­βώς η κρε­πε­ρί του Γιώρ­γου, το κα­φε­νείο του κυ­ρί­ου Λά­μπρου και στο βά­θος το πε­ρί­πτε­ρο του Μη­τσά­ρα με τα γνω­στά κρουα­σα­νά­κια για πρω­ι­νό. Τέ­τοιες στιγ­μές νιώ­θω ότι εί­μαι στον Πα­ρά­δει­σο και αρ­κε­τές φο­ρές τσι­μπάω τον εαυ­τό μου για να ξυ­πνή­σω. Φυ­σι­κά ο ύπνος μου ακο­λου­θεί το ρυθ­μό των ζώ­ων. Με την δια­φο­ρά ότι κοι­μά­μαι αρ­γά και ξυ­πνάω με το πρώ­το φως της αυ­γής. Πί­νω νε­ρά­κι από την βρύ­ση που στά­ζει, κοι­τάω τους κά­δους γε­μά­τους κα­λού­δια και τον κό­σμο που αρ­χί­ζει το ψά­ξι­μο. Προη­γού­νται οι οι­κο­γέ­νειες. Η με­λα­ψή κυ­ρία με το ανά­πη­ρο παι­δά­κι έρ­χε­ται πρώ­τη και πά­ντο­τε προ­τι­μά την ιτα­λι­κή γεύ­ση. Ο παπ­πούς με το μάλ­λι­νο παλ­τό, χει­μώ­να-κα­λο­καί­ρι, κοι­τά­ζει κλε­φτά προς τα πά­νω. Με έχει εντο­πί­σει. Του κου­νάω το χέ­ρι και τον αφή­νω στη συ­νέ­χεια απε­ρί­σπα­στο να βοη­θή­σει το έρ­γο τής κα­θα­ριό­τη­τας στην ψη­στα­ριά. Εί­ναι συ­νή­θως τυ­χε­ρός. Παίρ­νει τους με­ζέ­δες και τα­κτι­κά τους το­πο­θε­τεί σε μια λα­δό­κολ­λα που προη­γου­μέ­νως έχει επι­με­λώς κα­θα­ρί­σει. Τα τυ­λί­γει με διά­θε­ση και στρί­βει στο λο­ξό δρο­μά­κι πί­σω από την Εφο­ρία. Με­τά έρ­χε­ται το σκου­πι­διά­ρι­κο. Στο με­τα­ξύ έχω κα­τέ­βει και παίρ­νω κα­φέ στου κυ­ρί­ου Λά­μπρου. Κα­λύ­τε­ρο άν­θρω­πο δεν έχω συ­να­ντή­σει στη ζωή μου. Ανοί­γει τη μη­χα­νή, μου σερ­βί­ρει τον πρώ­το κα­φέ και ύστε­ρα την κα­θα­ρί­ζει. Κα­μιά φο­ρά μου βά­ζει και γά­λα. Όπο­τε έχει υπό­λοι­πο εκτός ψυ­γεί­ου.

-Για να μην σε κό­ψει το εσπρε­σά­κι, μου λέ­ει και γε­λά­ει δυ­να­τά.

Ανοί­γω τα χεί­λη μου, σκύ­βω το κε­φά­λι σε έν­δει­ξη υπο­τα­γής και κου­νώ τα χέ­ρια μου σε διά­στα­ση. Από ευ­χα­ρί­στη­ση αδειά­ζω τα τα­σά­κια από τα μαρ­μά­ρι­να τρα­πέ­ζια. Τα βά­ζω σε σα­κού­λα και τρέ­χω να τα πα­ρα­δώ­σω στο αμά­ξι του δή­μου. Με­τά χά­νο­μαι στην φω­λιά μου. Το φως της ημέ­ρας εί­ναι έντο­νο και τα μά­τια μου υπο­φέ­ρουν. Όλη τη μέ­ρα σκα­λί­ζω τους τοί­χους με τα νύ­χια μου και ξύ­νο­μαι. Με έχουν κα­τα­φά­ει οι ψύλ­λοι. Τι­νά­ζω τα πό­δια μου και πέ­φτουν κά­τω. Τους κοι­τώ να κά­νουν γκέ­λες και προ­σπα­θώ να τους εξη­με­ρώ­σω. Μά­ταια. Άγρια πλά­σμα­τα. Δεν ανα­γνω­ρί­ζουν κα­λο­σύ­νη μα ού­τε και από φο­βέ­ρες παίρ­νουν χα­μπά­ρι. Μέ­νουν πά­νω σου και όσο κι αν εσύ τους προ­γκάς επι­μέ­νουν στην συμ­βί­ω­ση. Η μό­νη λύ­ση εί­ναι να μπεις στο νε­ρό. Κλεί­νεις τα μά­τια, σφίγ­γεις τη μύ­τη και χώ­νε­σαι με βα­θιά ανα­πνοή με­τρώ­ντας μέ­χρι το δέ­κα. Το κά­νεις τρεις-τέσ­σε­ρεις φο­ρές και ύστε­ρα ανα­κου­φί­ζε­σαι. Το πρό­βλη­μα εί­ναι με­τά με τα ρού­χα, γι’ αυ­τό και το απο­φεύ­γω. Άλ­λω­στε πρέ­πει να έχει κα­λό και­ρό και το σι­ντρι­βά­νι να εί­ναι γε­μά­το. Πού τέ­τοια τύ­χη. Τα μέ­τρα λι­τό­τη­τας αφή­νουν άδεια τη λί­μνη.

Τα χρυ­σό­ψα­ρα τα έφα­γα λί­γο προ­τού τα τι­νά­ξουν. Ήταν υπέ­ρο­χα. Ωμά, πα­σπα­λι­σμέ­να με λι­γά­κι αλά­τι και πα­τα­τού­λες τη­γα­νι­τές από το σου­βλα­τζί­δι­κο του σταθ­μού. Όνει­ρο και υγιει­νό. Γε­νι­κά προ­σέ­χω τη δια­τρο­φή μου. Πο­τέ δεν σα­βου­ριά­ζω και επι­πλέ­ον έχω με­νού. Μία έως δύο φο­ρές την βδο­μά­δα ψη­στα­ριά, μία έως δύο πί­τσα και σά­ντουιτς, το Σάβ­βα­το κρέ­πα και την Κυ­ρια­κή μα­γει­ρευ­τό στα συσ­σί­τια της ενο­ρί­ας. Εκεί συ­να­ντώ και την κυ­ρία Κλε­ο­νί­κη. Εί­ναι η μα­γεί­ρισ­σα. Τη ρω­τώ για τα παι­διά της και πά­ντα μου δί­νει λί­γο πα­ρα­πά­νω. Απο­φεύ­γω όμως τα ρε­βί­θια και γε­νι­κά τα όσπρια. Με χα­λά­νε και λό­γω έλ­λει­ψης απα­ραί­τη­των υπο­δο­μών εί­ναι δύ­σκο­λο να τρέ­χω σε τουα­λέ­τα. Συ­νή­θως τα κά­νω πά­νω μου και ύστε­ρα μυ­ρί­ζω λε­βά­ντα όλη τη μέ­ρα. Ανα­γκα­στι­κά. Τό­τε κα­τε­βά­ζει σα­κου­λές η όμορ­φη. Το με­γά­λο μω­ρό της φο­ρά­ει το ίδιο νού­με­ρο πά­νες με μέ­να. Ευ­τυ­χώς αλ­λά­ζω πριν το βρα­δι­νό μου.

Αυ­τό εί­ναι το χά­πε­νινγκ της πλα­τεί­ας. Για τους άλ­λους βε­βαί­ως, για μέ­να ρου­τί­να. Συ­νή­θως τρώω με­τά τα με­σά­νυ­χτα. Δεν θέ­λω νω­ρί­τε­ρα για­τί πει­νάω ξα­νά. Φυ­σι­κά ελα­φρά και πά­ντα στο χέ­ρι. Δεν κά­θο­μαι για­τί έτσι πα­χαί­νω. Σπά­νια βρί­σκω και φί­λους. Να κά­θο­μαι μό­νος μου δεν μου αρέ­σει. Άσε που εί­ναι επι­κίν­δυ­νο. Όπο­τε το τολ­μώ με κλω­τσά­νε και ανα­γκά­ζο­μαι να φω­νά­ζω. Αυ­τό μου κά­νει φα­ρυγ­γί­τι­δα. Επώ­δυ­νο και σε κρί­σεις στή­νο­μαι με τις ώρες στα επεί­γο­ντα. Τα μά­τια μου εί­ναι ασυ­νή­θι­στα και τα ολο­ή­με­ρα στους για­τρούς με εξο­ντώ­νουν. Νο­μί­ζουν ότι έχω φαρ­μα­κείο και με φορ­τώ­νουν με συ­ντα­γές. Τις παίρ­νω και τις γλεί­φω. Έχουν απο­τέ­λε­σμα, αλ­λά η κρί­ση κά­νει μέ­ρες για να υπο­χω­ρή­σει. Όπως και να έχει έχω μά­θει να απο­φεύ­γω τον συ­νω­στι­σμό. Πε­ρι­μέ­νω λοι­πόν μέ­χρι να χτυ­πή­σει το ρο­λόι της μη­τρό­πο­λης δώ­δε­κα. Με­τά ση­κώ­νο­μαι όρ­θιος. Προ­τάσ­σω το κε­φά­λι μου και ανοί­γω τα χέ­ρια σε διά­στα­ση. Το πα­νω­φό­ρι μου θυ­μί­ζει φτε­ρά και τα κου­νάω με έντα­ση. Εντο­πί­ζω την τρο­φή και πε­ρι­μέ­νω την ώρα. Αυ­τή δεν αρ­γεί. Ξε­χύ­νο­μαι σαν γλά­ρος σε σκου­πι­δό­το­πο. Από την οι­κο­δο­μή κα­τε­βαί­νω στο δρό­μο και ανε­βαί­νω πά­νω στους κά­δους. Κρά­ζω και κου­νάω φτε­ρά. Η πλα­τεία φω­νά­ζει: Ο γλά­ρος – ο γλά­ρος… και όλοι αγκα­λιά­ζουν τα πιά­τα τους. Έχω όμως εντο­πί­σει, από πριν τη λεία μου. Πε­τώ και αρ­πά­ζω την τρο­φή από το πιά­το του αδύ­να­του κρί­κου. Την βά­ζω στο στό­μα και τρέ­χω. Ακούω βρι­σιές και απει­λές μα κα­νείς δεν με έχει κυ­νη­γή­σει πο­τέ. Να πά­ρει δα­γκω­μέ­νο το φαϊ του πί­σω; Μέ­χρι τη φω­λιά μου το έχω κα­τα­βρο­χθί­σει. Ύστε­ρα πέ­φτω και κοι­μά­μαι σαν που­λά­κι.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: