Ο ονοματοθέτης των παρωνυμίων

Μετάφραση: Ελένη Βλάχου
Ο ονοματοθέτης των παρωνυμίων

Πρελούδιο


Τότε που ήμαστε παλιάτσοι, παιδιά και αντικείμενα – πριν ξεπετάξουμε προσωπικότητες, ατομικές ελπίδες και συλλογικές τύψεις, πριν συμφιλιώσουμε όλες τις εκφάνσεις των αντικρουόμενων υπάρξεών μας – υπήρχαν τέσσερις Ντόνοβαν στο σχολείο μας: ο Ντόνοβαν Μίτσελ, ο «Ντόνι Μπλάνκο», ο βιαστής· ο Ντόνοβαν Μανίκα, ο «Ντόνι Ντάρκο», το γρηγορότερο παιδί του εκπαιδευτηρίου· ο Ντόνοβαν Λατρέλ, που δεν έζησε πολύ, ο οποίος, παρότι έτρεφε ελπίδες να πάρει το όνομα Ντόνι Μπράσκο ή Ντι Ελ, μόλις συνειδητοποίησε ότι δεν υπήρχαν Ντόνι για χόρταση, το όνομα που πήρε ήταν ο Χοντρός. Και ο κύριος Ντόνοβαν, ο καθηγητής των αγγλικών – για συντομία, κύριος Ντι.

1.

Ο Ντόνι Μπλάνκο ήταν το λευκό παιδί με τα λεφτά της αποικιοκρατίας που κρατούσαν από την άφιξη του Ντιέγκο Σάο[1] στη Ναμίμπια. Οι γονείς του είχαν συμφέροντα σε ορυχεία βαθύτερα κι από την Κόλαση του Δάντη, συμμετείχαν σε αναρίθμητα διευθυντικά συμβούλια εταιρειών και είχαν στην κατοχή τους ιδιωτικούς κυνηγότοπους μεγάλους σαν περιφέρειες, πανοραμικές εκτάσεις γης με ηλιοβασιλέματα άγριας ομορφιάς, που το μόνο που τους έλειπε ήταν η Μέριλ Στριπ κι ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ για να τους προσφέρουν το ρομάντζο τους α λα Πέρα από την Αφρική. Επειδή πλήρωναν κάποιους φόρους τους, αντί να τους καταχωνιάζουν σε χρηματοκιβώτια για φορολογικούς παραδείσους στην Καραϊβική, η οικογένεια Μίτσελ – οι Λος Μπλάνκος – θεωρούνταν οι Ναμιμπιανοί άριστοι. Τους επιτρεπόταν να εκφέρουν τη δισεκατομμυριούχα άποψή τους επί παντός, γαμώ τη μου, επιστητού: επί των ομιλιών του Σερ Κεν Ρόμπινσον στον κύκλο ομιλιών TED, της ασφάλειας των συνόρων και της κυκλοφορίας των ανθρώπων, των πανδημιών, των ονείρων· των κοινωνικών δικτύων, της κλιματικής αλλαγής ή των διατροφικών αναγκών του αετονύχη επιχειρηματία της σύγχρονης εποχής. Οι Λος Μπλάνκος έφταναν ακόμα και στο να προτείνουν μεθόδους ανατροφής για το μεγάλωμα μελλοντικών μεγιστάνων. Τα χρήματά τους είχαν χαρίσει σε αυτούς θέση προφήτη – εγώ ήμουν άπιστος. Για μένα, το μόνο που είχαν οι γονείς του Μπλάνκο ήταν χρήματα – ήξεραν να παίζουν το στημένο καπιταλιστικό παιχνίδι με τον ίδιο τρόπο που ο θείος μου πάντοτε κατάφερνε να γίνεται τραπεζίτης όποτε παίζαμε Monopoly. Σε οτιδήποτε άλλο, ειδικά όσον αφορά το γιο τους, τον οποίο αποκαλώ ακόμα και σήμερα βιαστή επειδή είναι, τους έβρισκα οικτρά ανεπαρκείς.

Απεχθανόμουν τους Μπλάνκος εξαιτίας του προνομίου τους. Αλλά τους μίσησα ειδικά επειδή μπόρεσαν να χρησιμοποιήσουν τη φτώχεια μου για να συγκαλύψουν τον Ντόνι Μπλάνκο.

*

Πέρα από την παρουσία του στο σχολείο μας – το νούμερο ένα στη Ναμίμπια – οι γονείς του Μπλάνκο πίστευαν ότι η καλύτερη παιδεία ήταν τα ταξίδια. Οι δικοί μας γονείς, άνθρωποι κυρίως της μεσαίας τάξης, που με κόπο κι αγωνία χρηματοδοτούσαν την κάθε χρονιά φοίτησής μας στο ιδιωτικό σχολείο, πίστευαν ότι η καλύτερη παιδεία ήταν η παιδεία. Σε αντίθεση με τον Μπλάνκο, η δική μας κοινωνική ανέλιξη ήταν πρόσφατη και προσπαθούσαμε να προσαρμοστούμε στην πλούσια ατμόσφαιρα με το παχύ γκαζόν, τα αποδυτήρια με ντουζιέρες (και ζεστό νερό ικανό να τρέχει μέχρι το τέλος του κόσμου), και εργαστήριο πληροφορικής πλουσιότερο σε Mac κι από τον Σκρουτζ Μακ Ντακ. Εμείς δεν κάναμε συλλογή από σφραγίδες στα διαβατήριά μας σαν τους υπόλοιπους φιλοτελιστές ταξιδιώτες με τα διπλωματικά διαβατήρια οι οποίοι απάρτιζαν τον υπόλοιπο μαθητικό πληθυσμό – εμείς ήμασταν τα υποζύγια του ακαδημαϊκού χώρου με μία και μόνη δουλειά: να διατηρούμε υψηλή βαθμολογία στις εξετάσεις και να κάνουμε τους γονείς μας χαρούμενους και περήφανους για τις θυσίες τους. Ο Μπλάνκο και οι όμοιοί του παρείχαν την απαραίτητη φινέτσα της υψηλής κοινωνίας που επέτρεπε στα δίδακτρα να αυξάνονται σε νέα ύψη κάθε χρόνο, σαν ρόλερ κόστερ σε λούνα παρκ. Ενώ εμείς μπαινοβγαίναμε στο απομονωμένο ουφάδικο ή πηγαινοερχόμασταν μεταξύ πληκτικών γάμων και κηδειών, κάθιδροι, σε πόλεις τόσο μικρές που το Google Earth ποτέ δεν ασχολήθηκε με το να τους δώσει συντεταγμένες, ο Μπλάνκο είχε συλλέξει επισκέψεις σε σαράντα χώρες πριν κλείσει τα δεκατέσσερα. Είχε μυρίσει τα καμμένα ελαστικά στο Γκραν Πρι του Μονακό, είχε ποζάρει με τον Χριστό τον Λυτρωτή στο Ρίο. Η καθηγήτρια των αγγλικών, η κυρία Μπρεϊθγουέιτ, που καμάρωνε τις περιηγητικές εκθέσεις του Μπλάνκο, πάντοτε έβαζε χαμηλότερους βαθμούς στα δικά μας γραπτά, χρησιμοποιώντας το κοινωνικά αποστασιοποιημένο κόκκινο στιλό της για να μας πει ότι έπρεπε να βάζουμε σε αυτές περισσότερα ταξίδια, ευρύτερους ορίζοντες, υψηλότερους ουρανούς, και μια πιο οξεία και ακονισμένη αίσθηση περιπέτειας. Σκέτα “Β” και αποθαρρυντικά “Γ” – αυτούς τους βαθμούς θα έπαιρνες έτσι και δεν είχες ταξιδέψει στην πρώτη θέση σε μια πτήση της British Airways με προορισμό το Άμστερνταμ ή την Βασιλεία. Ο Μπλάνκο προχωρούσε στα αγγλικά με “Α με τόνο” επειδή είχε δει τις Άλπεις, τις Άνδεις, τα Βραχώδη Όρη, την οροσειρά του Ινδικού Καυκάσου και τα Ιμαλάια. Σε μας έλεγαν ότι οι εκθέσεις μας με τα βίας ξέφευγαν από το επίπεδο ενός λήθαργου. Γράφαμε μόνο για τις πυρωμένες μέρες του Βορρά, την άμμο του Νότου και τις επαναλαμβανόμενες ιστορίες που μας έλεγαν οι ούμας και οι ούπας[2] μας, όταν καταδικαζόμασταν να μείνουμε μαζί τους για να περάσουμε τις μεγάλες διακοπές το Δεκέμβρη.[3]

Τη χρονιά που έδωσα στον Ντόνοβαν Μίτσελ το όνομα Ντόνι Μπλάνκο, η οικογένειά του είχε κάνει τον γύρο του ισπανόφωνου κόσμου. Είχαν περάσει από τη Νότια Αμερική για να καταλήξουν στην Ισπανία, μια χώρα που επισκέπτονταν μου φαίνεται για έκτη φορά. Μιλούσε ακατάπαυστα για τις γουάπας[4] στην Αρ-χε-ντίνα και στην Τσί-λε, τον κολομβιανό κούλο, με πολλά όμπρε και μουτσάτσο για τους φίλους που έκανε στο Μέ-χι-κο. Επέστρεψε από την Ισπανία με υπογεγραμμένες ποδοσφαιρικές φανέλες από τις κορυφαίες ομάδες της Μαδρίτης και της Καταλονίας – τα αναμνηστικά που ζηλεύαμε πιο πολύ απ’ όλα (στα αλήθεια δεν μας ένοιαζε μία για τα τοπία στις περιγραφικές του εκθέσεις, που η κυρία Μπρεϊθγουέιτ επέμενε να διαβάζει φωναχτά) – και επέμενε να λέει σε εμάς, τους υπόλοιπους αταξίδευτους καμπεσίνος να προφέρουμε σωστά το Μπαρ-θε-λόνα. Όπως είναι κατανοητό, μας ενοχλούσε όλους ο κωλο-πεντέχο. Σε μένα, που ήμουν περιζήτητος έμπορος επονείδιστων παρωνυμίων, το ετοιμόλογο παιδί που είναι ικανό να ψήσει τον διάολο στα ίδια του τα κάρβουνα, μου ανατέθηκε η υπόθεση του Μπλάνκο. Ανέλαβα το καθήκον μου, να ακολουθήσω τα επιστημονικά βήματα του Καρόλου Λινναίου, να επισημοποιήσω την εφηβική ταξινομία με τρόπο ώστε η κοινωνική τάξη, η γειτονιά, οι σωματικές παραμορφώσεις ή οι υφέρπουσες ανασφάλειες να ορίζονται εύκολα, με μεγάλη σοβαρότητα. Αν οι προηγούμενες δουλειές μου, να κάνω τη Ναόμι Νακουαφίλου “Ναι, Ακόμη” (μια από τις πολλές στιγμές έλλειψης διακριτικότητας), τον Ντανιέλ Σικόνγκο, “Τεκέ Ασήκωτο” (αυτό δεν χρειάζεται επεξήγηση), τη Λάιλα Μαντιόκα “Αρχιπροσφυγείο” (κρίμα, δεν ήταν πρόσφυγας, αλλά δεν ξέραμε τίποτε άλλο για τους Κονγκολέζους), και τον Γκότλιμπ Χέντριξ, “Αργώτλιμπ Χέντριξ” (ήταν ένα φτωχόπαιδο που ολοένα σταματούσε να φοιτά εξαιτίας του ότι αργούσε να πληρώσει τα δίδακτρα), είχαν γίνει δημοφιλείς ονοματολογίες – ακόμα και οι καθηγητές έλεγαν Πίρα, Πήτα και Μαυρούλη για να ξεχωρίζουν τον Καναδό, τον Ναμιμπιανό και τον Ουγκαντέζο Πήτερ –, τότε ο Ντόνοβαν Μίτσελ θα ήταν εύκολη περίπτωση. Κι όμως, δεν ήταν. Οι γονείς του Μπλάνκο ήταν, άμεσα ή έμμεσα, εργοδότες των περισσότερων από τους δικούς μας γονείς. Και το ξέραμε. Δεν θέλαμε να καλέσουν τις μαμάδες μας στα γραφεία ανθρωπίνου δυναμικού και να πετάξουν τις οικογένειές μας στο δρόμο επειδή το είχαμε παρατραβήξει με τα σχολικά πειράγματα. Δεν γνωρίζαμε αν η εταιρική εκδίκηση εκδηλωνόταν έτσι στον αληθινό κόσμο, αλλά δεν θέλαμε να χαντακώσουμε την ευημερία των οικογενειών μας. Σοφά καταστάλαξα στο Ντόνι Μπλάνκο. Νόμιζε ότι τον είπα έτσι επειδή ήταν λευκός. Δεν ήταν για αυτό. Ήταν ό,τι πιο ασφαλές και ύπουλο μπορούσαμε να τον πούμε. Επειδή ο συντελεστής Gini που απεικονίζει την ψαλίδα μεταξύ φτωχών και πλουσίων σε μια χώρα μας επέτρεπε να υπερτερούμε αριθμητικά των Μπλάνκο κατά δέκα προς έναν, και επειδή ήμαστε τόσο θυμωμένοι με το αγόρι αυτό που είχε αρκετά χρήματα ώστε να μας προσβάλλει χρησιμοποιώντας ξένες γλώσσες, το Ντόνι Μπλάνκο του έμεινε.

Μικροπρεπής εκδίκηση αλλά γλυκιά.

Βλέπετε, παρόλα τα χρήματά του, τους ιδιωτικούς δασκάλους και την αδιαφιλονίκητη και αντισυνταγματική θητεία της μητέρας του στον σύλλογο γονέων και κηδεμόνων του σχολείου μας, ο Μπλάνκο ήταν ελ ιμπέθιλ σουπρέμο. Είχε περάσει όλες τις τάξεις επειδή οι γονείς του έκοβαν υπέρογκες επιταγές για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Το γενναία προικοδοτούμενο καθολικό σχολείο μας που ξεκινούσε από το νηπιαγωγείο και έφτανε ως και την τελευταία τάξη του γυμνασίου[5] και, όπως ήταν αναμενόμενο, με τα οικονομικά του πιο αδιαφανή κι από τραπεζικό σκάνδαλο, δεν είχε ανοσία στα λεφτά των Μπλάνκο. Μετά από το όχι και τόσο ασήμαντο συμβάν του ότι ο Ντόνι Μπλάνκο στρίμωξε την Αλιάννα, με τον διευθυντή του σχολείου, τη μητέρα μου, τους γονείς του, και την Αλιάννα να συμφωνούμε να μην ξαναμιλήσουμε για αυτό, έψαξα ως άλλος Σέρλοκ το πλέγμα των χορηγιών Μιτσελέν: υπήρχε συσχετισμός μεταξύ της παρ’ ολίγον αποτυχίας του Μπλάνκο να προβιβαστεί στην πρώτη γυμνασίου και του νέου εξοπλισμού της πτέρυγας πληροφορικής της βιβλιοθήκης μας. Ο μουράτος, προχωρημένος εξοπλισμός του εργαστηρίου χημείας, επαρκής για πειράματα για ένα ή παραπάνω Βραβεία Νόμπελ, ήρθε ως επακόλουθο της εγγραφής του στην πρώτη γυμνασίου. Ο φθαρμένος, κιτρινισμένος από τον ήλιο τάπητας στο γήπεδο ποδοσφαίρου παραχώρησε τη θέση του σε ακριβό και αειθαλές γκαζόν στην δευτέρα γυμνασίου. Και στην τρίτη, μετά τον βιασμό, υποτροφίες του Εκπαιδευτικού Ιδρύματος Μίτσελ δόθηκαν σε όλους τους μαθητές με υψηλές επιδόσεις, σαν κομμουνιστικά φυλλάδια στις σοβιετικές δημοκρατίες. Οι βασικοί και οι αναπληρωματικοί των ομάδων μπάσκετ, χόκεϊ, νέτμπολ και ποδοσφαίρου μπορούσαν να πάρουν μέρος στις άλλοτε σπάνιες αθλητικές συναντήσεις εκτός συνόρων, στην Μποτσουάνα, τη Ζάμπια, τη Ζιμπάμπουε, τη Νότια Αφρική και την Μοζαμβίκη, χάρη στις χορηγίες των Μίτσελ και στις εταιρείες δημοσίων σχέσεων, για το υπόλοιπο της φοίτησής του στο σχολείο. Στην τάξη, διάβαζαν τους βαθμούς όλων φωναχτά κατ’ αύξουσα σειρά – για να είμαστε ανταγωνιστικοί, όπως μας έλεγαν –, αλλά τα διαγωνίσματα του Μπλάνκο τα άφηναν με το βαθμό γυρισμένο προς τα κάτω στο θρανίο του, άκρως απόρρητο, εμπιστευτικό, και πολύ πέρα από τις οικονομικές δυνατότητες οποιουδήποτε. Ενώ εμείς οι υπόλοιποι κάναμε ό,τι καλύτερο μπορούσαμε για να πάρουμε τους βαθμούς που χρειάζονταν για να αποθαρρύνουμε τους γονείς μας από το να ψάξουν για φθηνότερα σχολεία, βλέπαμε τον Μπλάνκο να εκτοξεύεται από τάξη σε τάξη κάθε χρόνο. Βρίσκαμε κάποια ανακούφιση στη γνώση ότι ο Ντόνι Μπλάνκο ήταν λευκός σαν το χιόνι, του παμπλούτου, αλλά πιο χαζός κι απ’ το χάνο.

Μόνο αργότερα έμελλε να γίνει εμφανής, και απεχθής, η πλήρης βαρύτητα του ονόματος που του είχα δώσει. Ακόμα και μέχρι σήμερα αναρωτιέμαι αν το άτομο που ονοματίζει το τέρας είναι εξίσου υπεύθυνο όσο κι αυτό που γυρνά το διακόπτη για να απελευθερώσει το ηλεκτρικό ρεύμα. Ακόμα νιώθω ότι, αν ήμουν πιο γενναίος και τον είχα πει Μα Γιατή (επειδή δεν μπορούσαμε να σκεφτούμε ένα λόγο να δικαιολογεί την ύπαρξή του) ή Πρηξομπάλη (μιας και ήταν τόσο σπαστικός), τα πράγματα θα είχαν εξελιχθεί αλλιώς.

Ίσως και όχι.

Η εμπειρία μου λέει ότι τα χρήματα αλλάζουν τη μοίρα των ανθρώπων για πάντα. Το κισμέτ των φτωχών είναι μια ζωή στο χάος. Οι πλούσιοι απλώς επιστρέφουν το κάρμα στην κουζίνα αν αυτό βγει ωμό ή παραμαγειρεμένο.

Στο γραφείο του διευθυντή, εξήγησα τι συνέβη μετά την προπόνηση του μπάσκετ, μπροστά στη σύναξη των γονέων. Πίστευα ότι βρισκόμουν καθ’ οδόν για να γίνω πληροφοριοδότης πρώτης κλάσης, σαν τον Ντάνιελ Έλσμπεργκ[6], ή ευσυνείδητος αντιρρησίας για τον οποίο σύντομα θα ανακοινωνόταν ότι ο Στίβεν Σπίλμπεργκ θα παρουσίαζε βιογραφικό ντοκιμαντέρ προϋπολογισμού εκατομμυρίων δολαρίων. Τους είπα τι είχα δει: ο Ντόνι Mπλάνκο βίασε την Αλιάννα στα αποδυτήρια των αγοριών. Θα ‘λεγες ότι η SETI[7], με τα δορυφορικά της αυτιά που σαρώνουν τον ήχο της σιωπής από τις πιο απομακρυσμένες γωνίες του ηλιακού συστήματος, θα είχε εντοπίσει τη σιγή που επικρατούσε στο δωμάτιο μετά την κατάθεσή μου. Αλλά θα μάντευες λάθος. Δεν υπήρξε καμία επιφυλακτικότητα.

Τα λεφτά μιλάνε.

– Μμμ. Προσπάθησε να τον διώξει;

Ήταν σταθερό το “όχι”, ή σεμνότυφο;

– Είστε σίγουρος ότι ήταν ο γιος μου κι όχι κάποιος άλλος;

– Είστε σίγουρος; Το αγόρι θα μπορούσε να πάει φυλακή για αυτό. Το καταλαβαίνετε; Πρέπει να είστε πέρα για πέρα βέβαιος.

Στην εξέτασή μου κινήθηκα σαν να έπαιζα στο Boston Legal:

Ναι, κυρία Μπλά – Μίτσελ, εννοώ –, προσπάθησε να τον διώξει.

Δεν ήταν σεμνότυφο, κυρία Μίτσελ. Ήταν αρκετά σθεναρό. (Λυπάμαι που το παραδέχομαι, αλλά ήμουν πολύ ικανοποιημένος που ήξερα τι σήμαινε σεμνότυφος).

Ο Ντόνι Μπλάνκο ήταν – συγγνώμη, ο Ντόνοβαν Μάικλ Ερλ Μίτσελ ήταν, κύριε.

Την αλήθεια σας λέω, κυρία Μίτσελ. Ο γιος σας το έκανε.

Και τότε ήρθε μια ερώτηση που δεν μπορούσα να απαντήσω.

– Εσείς τι κάνατε ενώ συνέβαινε όλο αυτό;

Όλοι ανακάθισαν στις καρέκλες τους.

– Καταλαβαίνω σωστά ότι τα είδατε όλα αυτά και δεν κάνατε τίποτα;

– Οπωσδήποτε φαίνεστε να είστε άτομο που αναλαμβάνει δράση. Η παράλειψη ή η αμέλεια σίγουρα θα προσέβαλλε κάποιον σας εσάς, ή θα σας καθιστούσε συνένοχο.

Στράφηκα στη μητέρα μου. Με κοίταξε, τρομαγμένη μπροστά σε αυτή τη νέα ανακριτική γραμμή των Μπλάνκο, που αντάλλαξαν ένα βλέμμα το οποίο δεν κατάφερα να ερμηνεύσω. Τα μάτια του κυρίου Βαν Ρόγιεν, του διευθυντή, έγιναν δύο σχισμές, ενώ τα μάτια των γονιών της Αλιάννα σάρωναν το πρόσωπό μου για να βρουν αποδείξεις συνενοχής.

Εγώ...ε… εγώ…

– Ναι;

Δεν έκανα τίποτα, κυρία Μίτσελ.

– Αλήθεια;

(Έκτοτε έχω εξισώσει το σταυροπόδι της κυρίας Μίτσελ, η οποία ξέπλεκε και έπλεκε ξανά τα πόδια της – χωρίς τα α λα Σάρον Στόουν συμπαρομαρτούντα – με την πεμπτουσία της ηθικής αγανάκτησης και δυσπιστίας).

Ε, κυρία Μίτσελ, ένιωσα, ε, υπερβολικά συγκλονισμένος.

– Αλλά είστε σίγουρος ότι το κορίτσι βιάστηκε;

Ε, μάλιστα, κύριε.

– Δεν ακούγεστε και τόσο σίγουρος τώρα.

Σίγουρος είμαι, κυρία.

Κοίταξα τη μητέρα μου. Το πουά της φόρεμα δεν άφηνε το βλέμμα της να φύγει από την αγκαλιά του.

– Αλλά δεν κάνατε τίποτα.

Όχι, κύριε. Ήμουν υπερβολικά σοκαρισμένος.

– Μου φαίνεται πολύ απίθανο να γνωρίζει κανείς ότι συμβαίνει τέτοιο έγκλημα αλλά να μην κάνει τίποτα για αυτό.

Όμως…Όμως… Όμως κάνω κάτι για αυτό τώρα, κυρία.

Μαμά;

Παρέμεινε σιωπηλή.

Αναρωτιέμαι αν υπάρχει κάποιο καταστατικό για τους περιορισμούς όσον αφορά την ντροπή. Δεν την συγχώρεσα ποτέ.

Είχα να μπω στο αποδυτήριο των αγοριών από τότε που ο προπονητής μας με είχε απαλλάξει από την προπόνηση. Απείχα από τότε που άρχισε να προτρέπει σε αυτοκτονία όποιον έχανε κάποιο λέι-απ. (Δεν είμαστε στο Σύγκρουση Τιτάνων[8], κύριε προπονητά! Δεν είστε ο Ντένζελ!) Από μια ντουζιέρα ξεπρόβαλλαν τα οπίσθια του Μπλάνκο, το κόκκινο σορτσάκι του κατεβασμένο (του είχαν δώσει άδεια από την ομαδική προπόνηση αντοχής, λόγω κόπωσης), καθώς έσπρωχνε τον καβάλο του προς την ανεβασμένη φούστα της Αλιάννα. Εγώ, αντικρίζοντας την σκηνή αυτή, αυτήν την εκτός διδακτικού ωραρίου δραστηριότητα που έκανε τους πάντες να κοκκινίζουν στην ώρα της σεξουαλικής αγωγής εντός σχολικού ωραρίου, είχα μείνει πλήρως έκπληκτος.

Τι στο – !

Γύρισαν προς το μέρος μου μόλις άκουσαν τον ήχο της εισβολής μου. Έστριψα πιο γρήγορα κι από τον Μάικλ Τζάκσον σε συναυλία επί σκηνής και βγήκα έξω. Ξαναπήγα στον πάγκο του γηπέδου, ντροπιασμένος (και τρομαγμένος) που είχα υπάρξει μάρτυρας. Δέκα ή δεκαπέντε λεπτά αργότερα, ο Μπλάνκο βγήκε από τα αποδυτήρια και πήγε καμαρωτός καμαρωτός στην πύλη του σχολείου. Μπήκε στο αστραφτερό Audi που τον περίμενε. Ίσως πέντε λεπτά αργότερα, η Αλιάννα βγήκε από τις τουαλέτες, στρώνοντας τα μαλλιά της, σκουπίζοντας το πρόσωπό της. Κοίταξε γύρω γύρω στο γήπεδο του μπάσκετ. Στη γρήγορη επαφή των ματιών μας κατάλαβα τη διαφορά μεταξύ απλής και μιας καίριας στιγμής, κάτι που η κυρία Μπρεϊθγουέιτ κοπίαζε προσπαθώντας να μας εξηγήσει στο μάθημα της Λογοτεχνίας: η απλή περνά ώσπου να ανοιγοκλείσεις τα μάτια, ξεχνιέται τόσο γρήγορα που μετά βίας καταγράφεται, αλλά η καίρια φθάνει πέρα από τα όρια του χρονικού της συμβάντος – η καίρια στιγμή έχει επιπτώσεις. Η Αλιάννα προχώρησε προς την πύλη και περίμενε να την παραλάβουν οι γονείς της με το σαφώς λιγότερο αστραφτερό Toyota Corolla τους.

Αργότερα μόνο, ενώ καθόμουν στην πύλη του σχολείου περιμένοντας την μητέρα μου, κατάλαβα ότι η καίρια στιγμή μπορεί να επιβραδυνθεί, να περιστραφεί τριακόσιες εξήντα μοίρες σα μια σφαίρα του χρόνου για να αποκαλύψει λεπτομέρειες νανοχιλιοστού οι οποίες χάνονται σε μια απλή στιγμή: μας είχαν εξηγήσει τη βιολογία και τη φυσική της διείσδυσης, αλλά από αυτό που είχε συμβεί μεταξύ του Μπλάνκο και της Αλιάννα έλειπε η χημεία της συναίνεσης. Θυμήθηκα τα χέρια του που πάλευαν με τους καρπούς της, τα πόδια της που έψαχναν να κρατηθούν στο πάτωμα, τη λεκάνη της να προσπαθεί να τον σπρώξει μακριά της, εκείνον να της λέει ότι δεν έτρεχε τίποτα κι ότι είχαν συμφωνήσει.

Τη θυμήθηκα να λέει όχι, όχι, όχι.

Ο κύριος και η κυρία Μπλάνκο έκαναν λάθος. Είχα κάνει κάτι: είχα πάει στο γραφείο του κυρίου Βαν Ρόγιεν και είχα μπουκάρει μέσα προσπερνώντας τη γραμματέα του για να αναφέρω τον Μπλάνκο. Μέσα σε μια ώρα, εγώ, η μαμά μου, η Αλιάννα και οι γονείς της και όλη η οικογένεια Μπλάνκο βρισκόμασταν έξω από το γραφείο του διευθυντή. Οι γονείς μπήκαν μέσα. Η Αλιάννα, ο Μπλάνκο κι εγώ έπρεπε να καθίσουμε χώρια και να περιμένουμε να παραθέσουμε τις αποδείξεις μας. Η σκυθρωπή και μπερδεμένη γραμματέας συνέχισε να μουρμουρίζει ότι έχει μια οικογένεια να φροντίσει ακόμα κι αν κανείς άλλος δεν το κάνει και, στα αλήθεια, αυτό ήταν εντελώς εκτός των καθηκόντων της. Ο Μπλάνκο πατούσε κουμπιά στο λεπτό σαν ξυράφι κινητό του με το πορτάκι, ενώ η Αλιάννα πίεζε και έτριβε νευρικά τα γόνατά της μεταξύ τους. Απέφευγε να με κοιτάξει.

Πρώτη κάλεσαν την Αλιάννα. Ο Μπλάνκο κι εγώ κοιταζόμασταν σαν να προκαλούσαμε ο ένας τον άλλον, μέχρι που απέστρεψε το βλέμμα με ένα απαξιωτικό ανασήκωμα των ώμων κι επέστρεψε στο τηλέφωνό του. Ίσιωσα την πλάτη. Ο Μπλάνκο την είχε άσχημα.

Τον κάλεσαν να μπει όταν η Αλιάννα βγήκε. Οι δυο μας καθίσαμε αντικριστά, αποφεύγοντας την όποια καίρια στιγμή συνάντησης των βλεμμάτων μας. Το φρεσκοσκουπισμένο χαλί, με τις ίνες που η ηλεκτρική σκούπα είχε ρουφήξει κόντρα να σχηματίζουν ρουφήχτερς, έμοιαζε να αποτελεί το επίκεντρο του ενδιαφέροντός της. Εγώ μπήκα τελευταίος.

– Είπατε ότι ακούσατε τον γιο μου να λέει ότι είχαν συμφωνήσει να το κάνουν “αυτό”. Σωστά;

Ε, ναι, κυρία Μίτσελ, αλλά δεν είμαι σίγουρος τι συμφώνησαν.

– Σίγουρα δεν θα ήταν η πρώτη φορά που έφηβοι μετάνιωσαν για τις επιλογές τους στα μισά αυτού που κάνουν.

Το καταλαβαίνω αυτό, κυρία Μίτσελ. Αλλά εκείνη είπε όχι.

Ο κύριος Βαν Ρόγιεν πήρε μια ανάσα, με τρόπο που φάνηκε επαγγελματικός, και με ευχαρίστησε για την διαβεβαίωσή μου. Περίμενα έξω ενώ φώναξαν την Αλιάννα και τον Μπλάνκο να ξαναμπούν. Με τη νύχτα να ξεγλιστρά κάτω από τα σκεπάσματα του απογεύματος, η γραμματέας γκρίνιαξε λίγο ακόμη. Η πόρτα άνοιξε δυο φορές, την πρώτη όταν το τετράγωνο εκτυπωτικό και φωτοτυπικό μηχάνημα ξέβρασε ένα πάκο έγγραφα που ο διευθυντής μάζεψε γρήγορα πριν επιστρέψει στο γραφείο του, και τη δεύτερη όταν η οικογένεια της Αλιάννα βγήκε έξω, και τους ακολούθησαν η μητέρα μου, η οικογένεια Μπλάνκο και ο κύριος Βαν Ρόγιεν. Όλοι, εκτός από τη γραμματέα, κοντοστάθηκαν. Ο κύριος Βαν Ρόγιεν έσπασε τη σιωπή λέγοντας ότι χαιρόταν που μια μικρή παρεξήγηση τελικά ξεκαθαρίστηκε, χε χε χε, συμβαίνουν αυτά ξέρετε με όλους αυτούς τους εφήβους μαζί χι χι χι, είναι αναπόφευκτο, χα χα χα, ναι, είναι αναπόφευκτο, χο χο χο.

Οι γονείς της Αλιάννα έγνεψαν προς όλους. Το κεφάλι της παρέμεινε σκυμμένο. Ο Μπλάνκο στεκόταν ισορροπώντας τη βαρεμάρα του στο ένα του πόδι, ενώ χτυπούσε κάτω το άλλο στο ρυθμό της ανυπομονησίας του. Ο κύριος και η κυρία Μπλάνκο έδωσαν σε όλους το χέρι. Όταν ήρθε η σειρά μου, ο πατέρας του Μπλάνκο έσφιξε το χέρι μου με υπερβολική δύναμη, ενώ η μητέρα του, που είχε απαλό χέρι, είπε ότι ήταν θαυμάσιο που άκουσε για τα ακαδημαϊκά, καλλιτεχνικά και αθλητικά ταλέντα μου από τον διευθυντή.

– Είναι καλό παιδί.

Το βλέμμα της μητέρας μου πήγε από την κυρία Μίτσελ πάλι σε εμένα και ένευσε καταφατικά.

- Παρεμπιπτόντως, είμαι σίγουρη ότι πρόκειται για ανοησίες πάνω στο παιχνίδι, αλλά γιατί φωνάζετε τον Ντόνοβαν “Ντόνι Μπλάνκο”;

(Ποτέ δεν είχα ξανακούσει κάποια να βάζει αόρατα εισαγωγικά με τη φωνή της, ενώ τα χέρια της παρέμεναν σταυρωμένα μπροστά της, με καράτια Καρτιέ να μετρούν τα δευτερόλεπτα).

Ένα παρατσούκλι είναι μόνο, κυρία Μίτσελ.

– Μμμ. Μάλιστα.

Ο διευθυντής έκανε “μμμ” και είπε ότι τέτοιου είδους παιδιάστικα πράγματα σίγουρα θα λάμβαναν τέλος κι έκανε “μμμ” και πάλι ενώ μας συνόδευε όλους μας προς την έξοδο, στο χώρο στάθμευσης και μέσα στα αμάξια μας. Η οικογένεια της Αλιάννα έφυγε γρήγορα με το αμάξι, πηγαίνοντας προς τα προάστια με τα χαμηλά σπίτια και τα χαμηλά εισοδήματα, προς τα οποία κατευθυνόμασταν κι εμείς. Η οικογένεια Μπλάνκο έφυγε προς τους λόφους. Καθ’ οδόν προς το σπίτι, ρώτησα τη μητέρα μου τι είχε συμβεί.

– Διευθετήθηκε.

Τα μάτια της εξακολουθούσαν να κοιτάζουν τον δρόμο.

Τι σημαίνει αυτό, μαμά;

– Σημαίνει ότι το κανονίσαμε.

Ένας κοφτερός τόνος διαπέρασε τη φωνή της, σηματοδοτώντας ότι κάτι ήταν res iudicata – αποφασισμένο, διακανονισμένο και τελεσίδικο, σίγουρα όχι κάτι που ήθελε να συζητήσει με τον δεκαεξάχρονο γιο της. Η μόνη φορά που χρησιμοποιούσε τη φωνή που δεν σήκωνε περαιτέρω συζήτηση μαζί μου ήταν όταν ρωτούσα για τον πατέρα μου: ο πατέρας σου είναι αυτό και μόνο, πατέρας σου. Όχι σύζυγός μου και σίγουρα όχι γονιός. Δεν έχω πολλά που μπορώ να σου πω για αυτόν. Ποτέ δεν μπόρεσα να αποσπάσω περισσότερες πληροφορίες. Όποιος κι αν ήταν, όπου κι αν ήταν, ότι κι αν έκανε – όλα αυτά ήταν μυστικά που η μητέρα μου κρατούσε σθεναρά μέσα της.

Τι πάει να πει κανονίστηκε;

– Ότι δεν είναι ανάγκη να το αναφέρεις ξανά.

Δεν με κοίταξε. Το είπε στο δρόμο μπροστά μας, που μας απομάκρυνε από ένα παρελθόν που δεν ήθελε να ξανασυζητήσουμε.

Τι να αναφέρω; Ότι ο Μπλάνκο είναι βιαστής;

– Δεν θέλω να λες τέτοια πράγματα δημοσίως. Είναι σαφές; Είπα ότι διευθετήθηκε.

Μαμά.

– Κοίτα να δεις, πρέπει να καταλάβεις ότι δουλεύω για αυτούς τους ανθρώπους. Προσφέρθηκαν να πληρώσουν τα δίδακτρά σου. Και τα δικά της.

Μαμά!

– Ναι;

Είπε όχι.

Η μητέρα μου στράφηκε προς το μέρος μου. Στην καίρια στιγμή που μεσολάβησε μεταξύ του να ανάψει το φλας και να στρίψει δεξιά, η μάσκα της έπεσε για μια στιγμή. Στο πρόσωπό της είδα την Αλιάννα. Είδα την απουσία του πατέρα μου.

– Το ξέρω.

2.

Πριν γίνει ο Ντόνοβαν Μίτσελ un archivo en blanco, ο Ντόνοβαν Μανίκα ήρθε στο σχολείο μας στη δευτέρα γυμνασίου. Έγινε αμέσως ο καλύτερος μαθητής του ανταγωνιστικού μας σχολικού συγκροτήματος. Ήταν Ζιμπαμπουανός και ήταν όλα αυτά που ο Μπλάνκο δεν ήταν: έξυπνος, ήσυχος, και το παιδί που έπαιρνε την υποτροφία για άτομα σε κατάσταση ένδειας, τα οποία χρηματοδοτούνταν από το Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Μίτσελ. Ο Μανίκα ήξερε τις πρωτεύουσες, το νόμισμα και την επίσημη γλώσσα όλων των αφρικανικών κρατών, αριστεύοντας στα πάντα, και στον στίβο και στη σχολική αίθουσα. Σαν άλλος Τένσινγκ Νοργκέι[9], οδηγούσε τη φήμη του σχολείου μας στην κορυφή κάθε Ολυμπιάδας μαθηματικών και θετικών επιστημών, σε διαγωνισμούς γενικών γνώσεων, τρέχοντας στην τελική ευθεία στη σκυταλοδρομία των αθλητικών συναντήσεων, αναπληρώνοντας τον χαμένο χρόνο όλων των άλλων, εξακοντίζοντας απογοήτευση και ντροπή σε όλους όσους προσπερνούσε καθ’ οδόν προς τη γραμμή του τερματισμού. Κάθε φορά που ανακοίνωναν το όνομα του Μανίκα στην ετήσια τελετή απονομής επαίνων, όλοι χειροκροτούσαν δυνατά. Η επιτυχία του ήταν δική μας και, λαμβάνοντας υπόψη πόσες δυσκολίες αντιμετώπιζε, κανείς δεν ζήλευε τα κατορθώματά του. Η ανταμοιβή για τις εξαιρετικές ικανότητές του ήταν αέναες κακουχίες – εκείνος μόνος του φρόντιζε τους τρεις αδερφούς του και τις δύο αδερφές του (επίσης υποτρόφους του ΕΙΜ), που φοιτούσαν τότε στο δημοτικό, ακολουθώντας τα βήματα του αδερφού τους και συλλέγοντας κάθε χάλκινο, αργυρό και χρυσό αστέρι στα τεφτέρια των καθηγητών. Παρότι ο Μανίκα έχαιρε του σεβασμού όλων μας, τον είπα Ντόνι Ντάρκο για να του δώσω να καταλάβει ότι είναι ζόρικη η βαρύτητα και όλους τους επηρεάζει εξίσου.

Ο Ντόνι Ντάρκο μού έκλεψε τον τίτλο του Κρεμμύδη.

Όταν είχα έρθει στο σχολείο, στην τρίτη δημοτικού, δεν έκανα εύκολα φίλους. Δεν μιλούσα αγγλικά, αφρικάανς ή γερμανικά. Με απέφευγαν. Οι πρώτες εβδομάδες ήταν εφιαλτικές. Ούτε κινιαρουάντα, ούτε σουαχίλι, ούτε καν λίγα γαλλικούλια[10] – σε όλα τα μαθήματα με περικύκλωνε ένας ακατάληπτος θόρυβος. Ήμουν μια τροπική ορχιδέα σε μια χώρα αειθαλών κάκτων. Αργά, και με πολλά γέλια από τα υπόλοιπα παιδιά για την προφορά μου, ο λάρυγγάς μου έμαθε κάποιες από τις κοινά ομιλούμενες γλώσσες. Η μόνη ώρα που απολάμβανα ήταν η φυσική αγωγή. Τα υπόλοιπα παιδιά μπορεί να μην καταλάβαιναν τα λόγια που έβγαιναν από το στόμα μου, αλλά ήξεραν ακριβώς τι έλεγε το σώμα μου όταν στοιχιζόμασταν για τους αγώνες.

– Είμαι πολύ γρήγορος για σένα. (Μπαμ!)

– Δεν μπορείς να με φτάσεις. (Πέντε μέτρα!).

– Μπορώ να σ’ αφήσω να με φτάσεις τώρα. (20 μέτρα!)

– Μπορώ να σ’ αφήσω να με προσπεράσεις ένα μέτρο. (45 μέτρα!)

– Μπορώ ακόμα και να σε κάνω να πιστέψεις ότι θα κερδίσεις τον αγώνα. (60 μέτρα!).

– Αλλά είμαι απλώς πολύ γρήγορος για σένα. (γραμμή τερματισμού!)

Κέρδισα τον σεβασμό τους επειδή τα παιδιά, όπως και οι περισσότεροι, ελκύονται από έμφυτες φυσικές δυνάμεις, όπως η γη, ο αέρας, η φωτιά, η δύναμη, η ομορφιά, η βία, και η ευγένεια. Έχουν σε εκτίμηση και φοβούνται την ταχύτητα.

Η ταχύτητα μού έδωσε γρήγορα φίλους και πολύ γρηγορότερα εχθρούς.

Από την πρώτη φορά που πέρασα τη γραμμή του τερματισμού, ένιωσα στα πόδια μου το μίσος του Μπλάνκο από τη δεύτερη θέση. Μέχρι τότε, εκείνος ήταν ο πιο γρήγορος της τρίτης τάξης. Μετά από μένα, ήταν άλλο ένα λευκό αγόρι που είχε ξεμείνει. Δεν είχα καταλάβει εντελώς τι ήταν αυτό που άρπαξα από τον Μπλάνκο, μέχρι που μου το στέρησε ο Ντάρκο. Το να είσαι ο Κρεμμύδης σε καθιστούσε αρχηγό στο ludus, φήμη που καταγραφόταν στα κατάστιχα της ιστορίας του σχολείου μας. Οι γρηγορότεροι δρομείς κάθε τάξης βραβεύονταν με κονκάρδες σε σχήμα κρεμμυδιού που λαμπύριζαν στις μπλούζες τους, ενημερώνοντας τους κοινούς πληβείους ότι εκείνους δεν τους κυβερνούσαν οι κοινοί νόμοι της Αργωμαϊκής Ειρήνης. Κοκορευόσουν πολύ, όσο λίγοι μπορούσαν να το κάνουν. Δεν υπάρχει λόγος να κλαις, φίλε μου, μια κονκάρδα-κρεμμύδι είναι μόνο. Ενώ το μυαλό του Μπλάνκο ήδη ζοριζόταν να συμβαδίσει με τον ρυθμό των μαθηματικών και των διαβασμάτων της τρίτης δημοτικού, του έκλεψα την αίσθηση ταυτότητας που είχε φτιάξει για τον εαυτό του με τα πόδια του. Έγινε αργός με παραπάνω από έναν τρόπους.

Μεταξύ απατεώνων τιμιότητα δεν υπάρχει, και έτσι διαιωνίζεται η ιστορία των εγκλημάτων από μαύρους εναντίον μαύρων: είσαι η ανάσα της ταχύτητας σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, αλλά αδυνατείς να αγωνιστείς σε εθνικούς αγώνες επειδή δεν έχεις την υπηκοότητα. Εστιάζεις στο να τα δίνεις όλα τον στίβο στις αθλητικές συναντήσεις των επαρχιών, γνωστοποιώντας σε όλους όσοι πηγαίνουν να εκπροσωπήσουν τη χώρα τους σε διεθνείς αγώνες ότι οι μεταναστευτικοί νόμοι τούς δίνουν ένα άδικο προβάδισμα. Στον αγώνα των εκατό μέτρων στη δευτέρα γυμνασίου, εσύ κι ο Μπλάνκο κάνετε διατάσεις στο τέταρτο και πέμπτο κουλουάρ, εκείνο των μεγάλων ταχυτήτων, κοιτώντας ο ένας τον άλλο. Τα καινούργια του παπούτσια με τα καρφιά γδέρνουν την επιφάνεια του στίβου. Τα δικά σου, φθαρμένα, σου τσιμπάνε τα δάχτυλα. Έρχεσαι σε θέση εκκίνησης και εισπνέεις μία, δύο, τρεις φορές. Μια εικόνα του εαυτού σου να περνά την γραμμή του τερματισμού με πάταγο και δόξα εμφανίζεται κιόλας μπροστά σου. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να κυνηγήσεις το όνειρό σου στο στίβο. Στις κερκίδες φωνάζουν το όνομά σου.

Κρεμμύδη!

Λάβετε θέσεις...

Τον λένε Ντόνοβαν Ελοτέριους Μανίκα.

Τρέχει ξυπόλυτος.

Το μόνο που ήξερες για αυτόν μέχρι τώρα είναι ότι είναι ο καινούργιος.

Οι φτέρνες του ανεβοκατεβαίνουν ενώ τρέχει στον έκτο διάδρομο, με εσένα να κοπιάζεις να τον προφτάσεις. Είσαι ξεθεωμένος από το τρέξιμο, με την ανάσα κομμένη από την απογοήτευση.

Εσύ κοιτάζεις, ενώ ο Μανίκα κρατά το κοκαλιάρικο χέρι του σηκωμένο στον αέρα.

“ΚΡΕΜΜΥΔΗ!”

Το βλέμμα σου διασταυρώνεται με του Μπλάνκο.

Μια καίρια στιγμή.

Μόνο ένας από τους δυο σας έχασε τον αγώνα: εκείνος είναι ακόμα ο Ντόνοβαν Μίτσελ. Ο Ντόνι Μπλάνκο. Πλούσιος. Πιο αργός από σένα.

Αλλά εσύ δεν είσαι πλέον ο Κρεμμύδης, δεν είχες τον τίτλο που σε καθιστούσε άπιαστο.

Είσαι μια φαρμακόστομη δευτεράτζα και τίποτα άλλο.

Ο Μπλάνκο σου χαμογελάει.

3.

Ο Χοντρός επέμενε να τον λέμε Αφροαμερικανό αντί για μαύρο. Το ‘παιζε ότι θύμωνε όταν αποκαλούσαμε “έγχρωμους” τους Ναμιμπιανούς Κόλορντ.[11] Δεν μπορούσε να αποδεχτεί ότι τα πράγματα ήταν διαφορετικά στην αφρικανική ήπειρο, ότι όπως κι αν αποκαλούσαν οι μαύροι τους εαυτούς τους στο Σικάγο, το Όκλαντ ή το Ντιτρόιτ αυτό εδώ δεν κολλούσε, αλλά εδώ, στην πατρίδα, στην πατρώα γη – όπως την αποκαλούσε – είχαμε το δικαίωμα να κάνουμε διακρίσεις μεταξύ μας και να διαφοροποιούμε ο ένας τον άλλον όπως κρίναμε ότι αρμόζει. Υπήρχαν μαύροι, λευκοί, Αφρικάνερ[12], Κόλορντ, Μπάστερ[13], Ινδοί, Κινέζοι, Ασιάτες και ξένοι (Ζιμπαμπουανοί και Ανγκολέζοι, βασικά). Όσες ομιλίες τύπου Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και να έβγαζε, βυθίζοντάς μας σε αδιάφορη ανία, δεν θα μας έκανε να κρίνουμε τους ανθρώπους με βάση το περιεχόμενο των κρυμμένων και μη φανερών χαρακτήρων τους, από τη στιγμή που το χρώμα του δέρματός τους καθιστούσε ξεκάθαρο ποιοι ήταν ή δεν ήταν.

Δεν έπρεπε να τον πω Χοντρό. Αλλά το συνειδητοποίησα μόνο αργότερα, αφότου αυτοκτόνησε.

Δεν γνωρίζαμε ότι τα καθημερινά καψόνια ήταν βασική αιτία θανάτου για τους Αμερικανούς εφήβους. Είχαμε υποθέσει ότι η επιστροφή στην Αφρική θα τον έκανε σκληρόπετσο, ότι θα του έδινε δέρμα τόσο χοντρό που δεν θα μπορούσαν να το διαπεράσουν τα τσιμπήματα του κακού χιούμορ μας.

– Ρε Χοντρέ, η χώρα σου πρέπει να αφήσει τη Μέση Ανατολή στην ησυχία της όσο κι εσύ πρέπει να αφήσεις στην ησυχία τους τα τηγανητά ψωμάκια.

– Ναι, ρε Χοντρέ, το ξέρουμε – είσαι Αφροαμερικανός στις Ηλιθιωμένες Πολιτείες Αμερικής, κι ίσως αυτό να ‘ναι τιμητική διάκριση στη χώρα σου, αλλά εδώ είσαι απλώς ένα Αμερικανάκι.

– Α να γεια σου. Εδώ είσαι άλλη μια Χοντρία της Γειτονιάς. Κάτσε καλά.

Ο Χοντρός ήρθε στο σχολείο μας στα μισά της τετάρτης γυμνασίου, παίρνοντας την άδεια θέση της Αλιάννα στην τάξη. Την προηγούμενη χρονιά, οι γονείς της Αλιάννα είχαν αποφασίσει να την πάνε σε άλλο σχολείο, όχι το ίδιο καλό, αλλά μακριά από το σκάνδαλο που φοβούνταν μην ξεσπάσει εάν παρέμενε στο δικό μας. Δεν χρειαζόταν να ανησυχούν, επειδή η μητέρα μου είχε υποσχεθεί σε μένα πως όλα είχαν διακανονιστεί από τους μεγάλους, όλοι ήταν χαρούμενοι με την λύση και όλοι, συμπεριλαμβανομένης και της Αλιάννα, πίστευαν ότι ήταν καλύτερο να πάει σε άλλο σχολείο. Είχαν πληρώσει τα δίδακτρά μου μέχρι το τέλος της δωδέκατης χρονιάς της σχολικής μου καριέρας. Το ψυγείο μας στο σπίτι ήταν γεμάτο φαγητό από το Spar αντί για το Shoprite[14]. Η μαμά μου αγόρασε καινούργιο αμάξι και μου πήρε τα καινούργια αθλητικά AND1. Ίσως, σκέφτηκα, χοροπηδώντας στο γήπεδο του μπάσκετ και λικνιζόμενος μπροστά στα χειροκροτήματα των υπόλοιπων μελών της ομάδας, να είναι όντως καλύτερα έτσι. Ήμουν μικρός ακόμα. Οι τύψεις έμεναν πάνω μου τόσο όσο και το αποσμητικό Axe – διαρκώς ίδρωνα βγάζοντας ορμόνες, εκτινασσόμουν στη μετεφηβική ηλικία και απολάμβανα τη θέση του βασανιστή των ξενέρωτων και των μη δημοφιλών.

Άκου να σου πω, Χοντρέ, σου έχω ένα φιλοσοφικό ερώτημα: εάν ένα Big Mac εξαφανιζόταν από το πιάτο ενός εστιατορίου στην Ατλάντα χωρίς εσύ να βρίσκεσαι στη χώρα, είναι επειδή το έφαγες εσύ;

Εκτός του ότι χάσαμε την Αλιάννα, η γριά καθηγήτρια που είχαμε στα αγγλικά, η κυρία Μπρεϊθγουέιτ, είχε αποφασίσει να επιστρέψει στην Αγγλία για να τρώει φις εν τσιπς και να αποφύγει την εγκληματικότητα σε αυτή τη χώρα μα τον Θεό ολόκληρη η ήπειρος πάει κατά διαόλου, έπρεπε να έχω μετακομίσει όταν έγινε η Ζιμπάμπουε[15]. (Στην πατρίδα της βρήκε ότι το κοτόπουλο τίκα μασάλα είχε γίνει το καινούργιο εθνικό φαγητό, για τους Ινδούς τι είχε να πει;). Η κυρία Μπρεϊθγουέιτ ήταν εντάξει καθηγήτρια αγγλικών: αυστηρή στον Ντίκενς, αδιάφορη απέναντι στο γεγονός ότι τα αγγλικά δεν ήταν η πρώτη, δεύτερη ή τρίτη γλώσσα πολλών παιδιών, αποφάσιζε το εύρος των γλωσσικών σου δεξιοτήτων βάσει της πρώτης έκθεσης της χρονιάς, άσχετα με την πρόοδο που θα ακολουθούσε, και απρόθυμα συμφώνησε στο ότι ο Ντάρκο έγραφε καλύτερες εκθέσεις από τον Μπλάνκο ακόμα κι αν δεν είχε πάει στο Ταζ Μαχάλ ή στην Όπερα του Σίδνεϊ. Όταν μας είπε ότι έφευγε, ήλπιζα ότι οι μέρες της λάντζας είχαν λάβει τέλος. Ο Χοντρός ήλπιζε ότι θα έρθει Αμερικάνα καθηγήτρια – ελπίδα εφικτή, δεδομένου ότι μέρος της επιτυχίας του σχολείου μας ήταν ότι διέθετε σύνθεση διδακτικού προσωπικού των οποίων τη διαφορετικότητα μπορούσε να ανταγωνιστεί μόνο η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Αμερικάνο δεν είχαμε, ωστόσο, άρα ο Χοντρός, με τη φανατική του πεποίθηση πως οτιδήποτε προερχόταν από τις ΗΠΑ ήταν καλύτερο – ακόμα κι αν αυτό ήταν αναληθές εφόσον είχαμε εκείνον τον ίδιο ως απόδειξη – ήλπιζε ότι θα μας ερχόταν κάποια καθηγήτρια αγγλικών στο στιλ του Φρανκ Μακ Κορτ.[16]

– Χοντρέ, ως βοϊδ-αηδιαστική πεντηκοστή δεύτερη πολιτεία των Ηνωμένων Υποτελειών Αμερικής, και ως προεξάρχων αράπης σε σχέση με οτιδήποτε το απελευθερωτικό, διατροφικό και λοιπά, πιστεύεις ότι η καινούργια καθηγήτρια αγγλικών θα μας δώσει τον Χάκλμπερι Φιν ως βασικό αναγνωστικό;

Μας τον έδωσαν τον Χάκλμπερι Φιν. Αλλά δεν ήρθε Αμερικάνα καθηγήτρια. Ο κύριος Ντόνοβαν ήταν από τη Λιβερία – ή τις “Μικρές ΗΠΑ”, όπως ο κύριος Τσικότι, ο Μαλαουιανός καθηγητής Φυσικής την αποκάλεσε σε ένα από τα μαθήματά μας χασκογελώντας με το ίδιο του το αστειάκι. “Εντάξει, τώρα ο Χοντρός – ο Λατρέλ – να μας υπολογίσει, παρακαλώ, την δύναμη που χρειάζεται για να…” Όταν ο κύριος Ντόνοβαν διάβασε δυνατά την ονομαστική κατάσταση στο πρώτο μάθημα, τα φρύδια του ανασηκώθηκαν.

– Τρεις Ντόνοβαν σε μία τάξη;

Ο Ντόνι Μπλάνκο, ο Ντόνι Ντάρκο κι ο Χοντρός.

Ο κύριος Ντόνοβαν με κάρφωσε με ένα αδιάφορο βλέμμα που έλεγε ότι είχε ήδη γνωρίσει χιλιάδες σαν και του λόγου μου.

– Μάλιστα.

Τελείωσε με το σβήσιμο των ονομάτων από την κατάσταση, συνδέοντάς τα με τα σηκωμένα χέρια και τα πρόσωπα που τους αντιστοιχούσαν.

Εδώ.

Παρών, κύριε.

Να ‘μαι!

Άφησε τη λίστα στην άκρη.

– Ωραία. Ας ξεκινήσουμε με μερικούς κανόνες για να μπούμε σε μια τάξη. Πρώτον, αν είστε παλιάτσοι και πιστεύετε ότι δουλειά σας είναι να μας κάνετε να γελάμε με παιδαριώδεις χαζομάρες, τότε έχετε το ελεύθερο να βγείτε από την αίθουσα. Δεν μου αρέσουν οι παλιάτσοι. Πιστεύω ότι είναι σπατάλη καλού μακιγιάζ και αχρείαστη πηγή φόβου. Εάν είστε παιδιά, και πιστεύετε ότι χρειάζεστε να ωριμάσετε περισσότερο, προτείνω να πάτε σπίτι και να δείτε το θέμα αυτό με τους γονείς σας. Δεν γνωρίζω πώς να συμπεριφέρομαι σε παιδιά. Η δική μου αίθουσα δεν είναι παιδικός σταθμός για κακομαθημένα.

Ανακαθίσαμε όλοι, σιωπηλοί, περίεργοι. Να ένας ασυνήθιστος εισαγωγικός μονόλογος.

Ο κύριος Ντόνοβαν κοίταξε κατευθείαν εμένα.

Κι αν θεωρείτε ότι είστε αντικείμενο, ανίκανο να δείχνει σεβασμό προς εμένα, προς εσάς τους ίδιους ή προς τους συμμαθητές σας, τότε προσέξτε καλά: τα αντικείμενα υπάρχουν για να χρησιμοποιούνται. Άπαξ η χρησιμότητά τους παρέλθει, τα πετάμε στο καλάθι των αχρήστων. Αν υψηλό σας καθήκον κι απώτερο πεπρωμένο σας είναι να σας χρησιμοποιήσουν και να σας πετάξουν, τότε σας παρακαλώ απαλλάξτε με από τον μπελά να σας τσαλακώσω και να σας πετάξω εγώ στον κάλαθο των αχρήστων.

Ο κύριος Ντόνοβαν κι εγώ κοιτάξαμε ο ένας τον άλλον, παρατηρώντας κι οι δυο ποιος θα τρεμόπαιζε πρώτος τα βλέφαρα.

Αποτράβηξα το βλέμμα, βράζοντας, ορκισμένος να βρω κάποιον τρόπο να συντρίψω τον άνθρωπο αυτόν που με εξευτέλισε μπροστά σε όλη την τάξη.

– Ωραία. Θα τους λέμε, λοιπόν, για να δούμε, μόνο Μίτσελ, Μανίκα και Λατρέλ, και όλα τα υπόλοιπα ονόματα κυβερνώντων που υπάρχουν σε αυτόν τον κατάλογο[17]. Εμένα μπορείτε να με φωνάζετε κύριο Ντι για συντομία αν θέλετε. Αλλά μόνο έτσι. Υπάρχει κανείς που να έχει πρόβλημα με αυτόν τον διακανονισμό;

Κανείς δεν είχε.

– Κι εσείς, ονοματοθέτη των παρωνυμίων;

Όχι. Κανένα πρόβλημα, κύριε.

Αν υπάρχει ένα πράγμα στο οποίο απέτυχε ο κύριος Ντι σε εκείνη την αίθουσα ήταν να την κάνει ασφαλές λιμάνι για τον Χοντρό. Ενώ μπορεί να είχα στερηθεί τη δύναμή μου κατά τη διάρκεια των αναγνώσεων του (σπαρμένου με τη λέξη “αράπης”) Χακ Φιν, η ζωή του Χοντρού ήταν μια δυστυχία και πριν και μετά το χτύπημα του κουδουνιού. Ήταν Χοντρός από τη στιγμή που έβγαινε από την Mercedes-Benz του πατέρα του το πρωί μέχρι να τον πάρουν από το σχολείο το απόγευμα. Εκείνη η μία ώρα με τον κύριο Ντι ήταν η μόνη κατά την οποία απευθύνονταν στον Ντόνοβαν Λατρέλ με αξιοπρέπεια.

Ξέρετε κάτι;

Επικαλούμαι την πρώτη, τη δεύτερη, την τρίτη, την τέταρτη, την πέμπτη, και όλες τις υπόλοιπες συνταγματικές αναθεωρήσεις που μπορεί να υπάρξουν για όλα όσα λέγαμε στον Χοντρό. Δεν ξέραμε πώς να υπάρχουμε αλλιώς. Ήμασταν ειδικοί σε όλα τα ομαδικά πράγματα: ομαδική σκέψη, ομαδική ομιλία, ομαδικό περπάτημα, ομαδική λούφα, ομαδική αποξένωση. Αν εγώ σκεφτόμουν κάτι, όλο το μελίσσι δονούνταν με την ίδια ιδέα, κι αν δεν είχαμε ιδέα για την κατάθλιψη του Χοντρού τότε κόβω το κεφάλι μου ότι δεν είχα αίσθηση για το τι ένιωθε και πώς τον επηρέαζε.

Αυτοπυροβολήθηκε μια Παρασκευή απόγευμα. Η μικρή του αδερφή τον βρήκε στην κρεβατοκάμαρά του.

Όταν μας είπαν τα νέα το πρωί της Δευτέρας ενώ δηλώναμε παρουσίες, όλοι κοιτάξαμε το άδειο θρανίο του Χοντρού στην μπροστινή σειρά, διερωτώμενοι εάν είχαμε εμπλακεί στον θάνατό του σαν σύνεργα σκληρότητας. Δεν είχε αστεία εκείνη τη μέρα. Δεν είχε εξυπνάδες. Δεν είχε καζούρα στα διαλείμματα. Η ομαδική μας αλληλοενοχοποίησή μάς έκανε να αποτραβιόμαστε προς τις ατομικές μας σκέψεις και πράξεις, διασπώντας μας και καταβάλλοντάς μας στις προσωπικές μας διαδρομές και υπάρξεις.

Όταν κυκλοφόρησε η συλλυπητήρια κάρτα στην τάξη μας, μόνο εγώ δεν είχα μήνυμα να γράψω. Απλώς υπέγραψα με το όνομά μου και την έδωσα στον επόμενο.

Ο καθηγητής των αγγλικών ήταν εξαιρετικά σκυθρωπός. Ο κύριος Ντι συμπαθούσε τον Χοντρό – η απαγγελία του όταν έκανε τον Τζιμ ήταν πολύ πειστική και είχε δηκτικές απόψεις για τον Χακ Φιν και τους ανθρώπους που απομακρύνονταν από τα κακώς κείμενα αναζητώντας καταφύγιο σε ομάδες. (Στα αλήθεια, αν το σκεφτώ, ο Χοντρός μας έστελνε συνεχώς μηνύματα υπογείως). Ο κύριος Ντι δεν έκανε μάθημα εκείνη τη μέρα. Έδειχνε να έχει αδειάσει. Μας χώρισε σε ομάδες των τριών και μας έστειλε στη βιβλιοθήκη να κάνουμε έρευνα πάνω στον Βασιλιά Ληρ, που θα ήταν το επόμενο έργο στην ύλη της λογοτεχνίας. Κι εγώ ήμουν, ω ναι, με τον Μπλάνκο και τον Ντάρκο.

Στη βιβλιοθήκη δεν μιλούσαμε μεταξύ μας. Ο Μπλάνκο κι εγώ δεν είχαμε υπάρξει τόσο κοντά από εκείνη τη μέρα στο γραφείο του διευθυντή. Έφυγε από την ομάδα μπάσκετ, πράγμα που σήμαινε ότι δεν ήμουν αναγκασμένος να φύγω εγώ προκειμένου να τον αποφύγω. Τώρα που αυτός δεν ήταν η Ντόρι κι εγώ ο Μάρλιν στη μισητή μας δυάδα, ποτέ δεν χρειάστηκε να αναρωτηθούμε τι θα κάνουμε κάθε βράδυ: εγώ θα έβαζα τα δυνατά μου για να τελειώσω τα διαβάσματά μου κι εκείνος θα εξακολουθούσε να τα φορτώνει στον κόκορα. Έτσι συνυπήρχαμε – εκείνος με τους φίλους του κι εγώ με τους δικούς μου. Η μόνη φορά που έπρεπε να αλληλεπιδρώ με τον Μπλάνκο ήταν όταν μου έδινε τη σκυτάλη ενώ έτρεχε πίσω από μένα στη σκυταλοδρομία, ώστε να τρέξω μέχρι τον επόμενο γύρο και να την δώσω στον Ντάρκο, τον ακατάβλητο Κρεμμύδη μας, ο οποίος τότε τα έκανε όλα σκόνη στον τελευταίο γύρο και μας έφερνε το χρυσό. Πέρα από τις συνεργατικές μας προσπάθειες να μοιραστούμε το βάθρο με τον Ντάρκο, ο Μπλάνκο κι εγώ δεν είχαμε άλλη αλληλεπίδραση. Η μητέρα μου με είχε συμβουλέψει να μην τον ενοχλώ και να μην κάνω οτιδήποτε θα μπορούσε να διαταράξει τα θεμέλια της νεοπαγούς άνετης ζωής μας. Για να απαλλαγώ από κάθε ανάγκη να του μιλήσω, μουρμούρισα ότι προθυμοποιούμουν να ψάξω διαμάχες σχετικές με τη διαδοχή θρόνου στην Αγγλία. Ο Ντάρκο είπε ότι θα ερευνούσε τις ψυχικές ασθένειες. Ο Μπλάνκο επέλεξε αυτό που πίστευα ότι ήταν το ευκολότερο θέμα στον κατάλογο που μας είχε δώσει ο κύριος Ντι: τα κοστούμια και τα φορέματα της ελισσαβετιανής εποχής.

– Θα πρέπει να είναι εύκολο να το φέρω βόλτα.

Τι να πω; Ήμαστε παιδαριώδεις παλιάτσοι στο τσίρκο της ζωής, η εφηβεία μας ήταν παρουσιαστής σε τσίρκο που με το μαστίγιό του μας έκανε να περνάμε μέσα από στεφάνια κι ελπίδες. Την επόμενη χρονιά θα έπρεπε να επιλέξουμε τι θα ήμασταν για το υπόλοιπο της ζωής μας, παρόλο που στην ηλικία των δεκαεπτά, η οποία προηγείτο, δεν είχαμε καμιά ιδέα για το τι είναι οτιδήποτε. Ερμήνευσα τα λόγια του Μπλάνκο σαν προσβολή απέναντί μου και κατηγόρια για τον ρόλο μου στην αυτοκτονία του Χοντρού. Τα μέσα μου έβραζαν. Τα λόγια μου αγρίεψαν. Εύκολα αντικατέστησα το βάρος της αυτοκτονίας του Ντόνοβαν Λατρέλ με την απτή, τρωτή μάζα που συνιστούσε ο Ντόνοβαν Μίτσελ.

Ή εύκολο να χωθείς σε αυτό, Μπλάνκο. Ξέρεις εσύ, ως βιαστής και όλα τα συναφή.

– Για τι πράμα μιλάς;

Ήμασταν μικροπρεπή παιδιά. Έπρεπε να μας μεγαλώσουν. Για πολλούς από εμάς, αυτό δεν συνέβαινε στο σπίτι, οπότε ανακαλύπταμε τους εαυτούς μας στην αγριότητα της εξυπνάδας μας, το Αυτό μας υπηρετούσε το Εγώ μας, προστατεύοντάς μας με αντανακλαστικές ανταλλαγές χαρακτηρισμών και δολοφονίες χαρακτήρων, τις οποίες θεωρούσαμε μέρος του βασικού μας προγραμματισμού. Αργότερα, βέβαια, αυτά θα τα ξεφορτωνόμασταν. Θα μαθαίναμε για τους εαυτούς μας, ο ένας για τον άλλον, για τους άλλους ανθρώπους.

Αλλά όχι ακόμα.

Κοίταξα τον Μπλάνκο, απελπισμένος, αποζητώντας να τον πληγώσω, να του δώσω να καταλάβει ότι ήξερα ότι δεν ήταν αθώος και ποτέ δεν θα μπορούσε να είναι.

Για την Αλιάννα.

Τα μάτια του Μπλάνκο στένεψαν.

– Πού κολλάει αυτή;

Είχαμε δρόμο ακόμη για να γίνουμε άνθρωποι. Ήμαστε αντικείμενα. Κινούμασταν μέσα στον κόσμο, κατευθυνόμενοι από την ίδια μας την χρησιμότητα. Ό,τι δεν σεβόμασταν, το πετούσαμε στον κάλαθο των αχρήστων.

Είπε όχι.

Ο Ντάρκο μπερδεύτηκε.

Τα μάτια του έτρεχαν πέρα δώθε μεταξύ των δύο μας καθώς πετούσαμε το βάρος των τύψεων ο ένας στον άλλον.

Ο Μπλάνκο γέλασε δυνατά.

Ολόκληρη η βιβλιοθήκη μας κοίταξε.

Η βιβλιοθηκάριος μας έκανε παρατήρηση να σωπάσουμε.

Ο Μπλάνκο κατέβασε τα ντεσιμπέλ με το πάσο του.

Έγειρε προς το μέρος μου συνωμοτικά.

– Κι ο Χοντρός όχι είπε.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: