Ο Σπύρος

Ο Σπύρος

 


Ο Σπύρος μεγάλωσε μ’ ένα κλειδί στον λαιμό. Που σημαίνει ότι οι δικοί του πάντα έλειπαν όταν γυρνούσε από το σχολείο και γενικά. Ήταν από τα παιδιά που παλιά τα λέγανε οι γονείς μας αλήτες, που έτρωγαν δηλαδή άπλυτα φρούτα από τα δέντρα, που καπνίζανε στην πίσω αυλή του γυμνασίου και τα καλοκαίρια έκαναν ποδήλατο γυμνοί από τη μέση και πάνω, χωρίς καπέλο. Ένα μεσημέρι στις διακοπές του Αυγούστου μου είπε «Θα πάω για δαμάσκηνα στο στοιχειωμένο σπίτι, θα’ ρθείς;» Πήραμε το δρόμο για τα εκκλησάκια, το σπίτι ήταν μετά τη μεγάλη στροφή πριν μπεις στο χωριό και δεν είχε φαντάσματα φυσικά, ήταν απλά ένα ερειπωμένο σπίτι με σπασμένα τζάμια, ξεχαρβαλωμένα παντζούρια, αυλή με αγριόχορτα και βατσινιές και μια ρημαγμένη περίφραξη. Προχωρούσε μπροστά μου και χτυπούσε μ’ ένα ξύλο τα ψηλά χόρτα, μην κρύβεται κανένα φίδι. Αισθάνθηκα σπουδαία. Η ζέστη τα έλουζε όλα κίτρινα και θαμπά. Τα τζιτζίκια συγχρονίστηκαν με τον χτύπο της καρδιάς μου. Κάτω από τα δέντρα ένα σωρό παραγινωμένα δαμάσκηνα, ζουζούνιζαν μέλισσες τριγύρω. Έκοψε μερικά και μου ‘δωσε ένα. «Είναι γλυκά», μου είπε, «φάε». Το δάγκωσα και γέμισα ζουμιά, στη μύτη και τα μάγουλα. Άρχισε να γελάει «όχι έτσι», μου είπε, «πρέπει να το βυζάξεις, κοίτα!» Ρουφούσε με τα χείλια και δάγκωνε μαζί και στο τέλος έφτυσε μακριά το κουκούτσι. Το έκανα κι εγώ, νόμισα ότι μολύνομαι απ’ το άπλυτο φρούτο και μου άρεσε. Όπως κι αργότερα που με τον ίδιο τρόπο φιληθήκαμε.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: