Τι παθαίνει ό,τι μένει νεκρό κάτω απ’ τον ήλιο

Τι παθαίνει ό,τι μένει νεκρό κάτω απ’ τον ήλιο

 

Οκτώ στις δέκα φορές θα σου ξεφύγει. Αυτό ο πατέρας το λέει «τρύπια χέρια για μεγάλα πουλιά» και όταν το λέει, κουνάει συνήθως το κεφάλι του πάνω-κάτω, όπως κουνάει κανείς πότε-πότε έναν κουμπαρά χωρίς τάπα. Το βάρος της δίκαιης στέρησης γίνεται τότε απόλυτα συγκεκριμένο, σαν ξερή, ασάλιωτη φάπα στον σβέρκο. Κι αν πάλι είναι αρκετό, το διαβάζουμε κι αυτό στα πάνω-κάτω ή τα πέρα-δώθε του κεφαλιού του.

Η τσίχλα, βέβαια, δεν είναι κανένα πουλί της προκοπής και πάντα σχεδόν σου ξεφεύγει σαν πορδή. Κι έτσι, τώρα τελευταία, ο πατέρας κοιτάει λοξά κι αλλήθωρα, πέρα από τα περιβόλια· σαν να ψάχνει κάπου αλλού τη λύση για αυτό, που δεν φαίνεται να βρίσκεται κάτω από τα λεπτά-σαν-καλαμάκια πόδια της αδερφής μου ή κλεισμένο μέσα στα δικά μου χέρια, που εκτός από τρύπια, είναι επίσης υπερβολικά μαλακά, ροδαλά και άτριχα σαν βυζιά αγελάδας.

Μια φορά η Μίνα βρήκε ένα ζευγάρι πατημένες τσίχλες στην άκρη του φράχτη. Οι κοιλιές τους είχαν σκάσει στη μέση, όπως ανοίγουν απ’ τη ζέστη τα σάπια πορτοκάλια, μόνο που εκείνες βρωμούσαν σαν ξινισμένο τυρί και κλούβια αυγά (όπως βρωμάει μερικές φορές και το στόμα του γαλατά, εκτός κι αν είναι Κυριακή και έχει πλύνει τα δόντια του με σόδα και οδοντόπαστα).

Όταν φωνάξαμε τον πατέρα, τις περιεργάστηκε για λίγο, ξεχωρίζοντας με τα δάχτυλά του τα σκουλήκια απ’ τα έντερα, κι ύστερα κούνησε το κεφάλι του πάνω-κάτω. «Τρύπια χέρια για μεγάλα πουλιά»· ξέραμε πια με βεβαιότητα πως τίποτα σπουδαίο δεν υπήρχε εκεί μέσα, που να αξίζει λίγο παραπάνω κόπο ή μαεστρία.

Ο πατέρας τότε έφυγε για το χωριό κι εγώ υπολόγισα το βάρος τους με το μάτι. Γύρω στα εξακόσια γραμμάρια, συν τα σκουλήκια. Όμως η Μίνα επέμενε να τα θάψουμε: είχε δει τι παθαίνει ό,τι μένει νεκρό για πολλές μέρες κάτω απ’ τον ήλιο -ένα σκυλί ή κάποιος αρουραίος- κι έτσι έβαλε τα κλάματα κι άρχισε να τραντάζεται σαν γουρούνα σε οίστρο.

Εκείνη τη μέρα φορούσε το φόρεμα με τις μαργαρίτες και είχε τα μαλλιά της πιασμένα σε δυο πλεξούδες, από αυτές που η μαμά τις λέει «γαλλικές». Μικρές φύτρες ξεπηδούσαν απ΄ τη κορυφή του κρανίου της κι άλλες τουφίτσες ξέφευγαν από τα λαστιχάκια, κάτω από τους ώμους της. Έμοιαζαν με στάχυα την εποχή του θερισμού, εντελώς κοριτσίστικα, κι έτσι ξαφνικά ένιωσα την επιθυμία να τα ξεριζώσω. Να κλέψω εκείνα τα λαστιχάκια με τις μικρές καρδούλες και τα ψεύτικα διαμαντάκια, που φυλάσσονται πολύ μακριά απ’ τις γαλότσες και τις σκισμένες σαλοπέτες μου —μέσα σε κουτιά με κορδέλες και τσιμπιδάκια και τα ασημένια χτενάκια της γιαγιάς— και να τα χώσω στις ανοιχτές κοιλιές των πουλιών, που έχασκαν σκουληκιασμένα κι αμετακίνητα, με τα μικρά μαύρα-σαν-κουμπιά μάτια τους, στυλωμένα πέρα απ’ το ξυρισμένο κεφάλι μου.

Το ίδιο βράδυ, κι ενόσω τρώγαμε κρεατόσουπα και παντζάρια, ο πατέρας μας μίλησε για τον πονηρό. «Ο κλέφτης κι ψεύτης», έλεγε, «ο φιλάργυρος κι ο δόλιος, ο επίορκος κι ο βλάσφημος» κι όσο ξεδόντιαζε τη φύση του κακού, τα πιρούνια μας παρέμεναν μπρούμυτα, γυρισμένα ακίνδυνα προς τα κάτω. Η μητέρα είχε τα μάτια κλειστά, η κρεατόσπουπα κρύωνε στα πιάτα μας, τα παντζάρια με το σκόρδο λίμναζαν μέσα στο πηχτό λουλακί ζουμί τους κι εμείς κοιτούσαμε μέσα και πέρα απ’ το βρώμικο πουκάμισό του, ψηλαφώντας με την αίσθηση το μέρος εκείνο - ζωτικό, σφριγηλό και παλλόμενο, το αιωνίως αμόλυντο. Αντίθετα απ’ τις τσίχλες του φράχτη, κούφιες σαν τον θάνατο, προσπαθούσαμε, νομίζω, να εντοπίσουμε κάτι που να αξίζει λίγο παραπάνω κόπο ή μαεστρία.

 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: