Τρία ποιήματα

Η Ίδα Βιτάλε γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1923 στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης και μεγάλωσε σε μια καλλιεργημένη και κοσμοπολίτικη οικογένεια. Ακολούθησε ανθρωπιστικές σπουδές και εργάστηκε ως εκπαιδευτικός. Από το 1974 και για δέκα χρόνια έζησε εξόριστη στο Μεξικό λόγω της δικτατορίας στην πατρίδα της. Συνεργάστηκε με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά και το 2018 βραβεύτηκε για το έργο της Βραβείο Θερβάντες, το σημαντικότερο των ισπανόγραφων Γραμμάτων. Από το 1986 ζει στις ΗΠΑ.

——————

Μετάφραση: Κωνσταντίνα Δράτσα
Η μετάφραση είναι προϊόν του μαθήματος «Πανόραμα Ισπανοαμερικάνικης Λογοτεχνίας» που δίδαξε ο Κ. Παλαιολόγος το εαρινό εξάμηνο του 2021/22 στο Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ.

——————


Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος



Τρία ποιήματα


Tύχη

Επί χρόνια, να απολαμβάνεις το λάθος
και την επανόρθωσή του,
που μπόρεσες να μιλήσεις, να περπατήσεις ελεύθερη,
να μην υπάρξεις σακατεμένη,
να μην μπαίνεις σε εκκλησίες ή και ναι,
να διαβάζεις, ν’ ακούς μουσική αγαπημένη,
να ’σαι τη νύχτα ένα ον όπως και τη μέρα.
Να μην είσαι παντρεμένη σ’ ένα μαγαζάκι,
μετρημένη σε κατσίκες,
να μην υποφέρεις από τη βούληση των συγγενών
ή από νόμιμο λιθοβολισμό.
Να μην παρελαύνεις πια ποτέ
και να μην καταδέχεσαι λέξεις
που βάζουν στο αίμα
ρινίσματα σιδήρου.
Να ανακαλύψεις από μόνη σου
ένα άλλο πλάσμα απροσδόκητο
στο γεφύρι του βλέμματος.
Να ’σαι άνθρωπος και γυναίκα, ούτε λίγο ούτε πολύ.



Εξορίες

Είναι εδώ κι εκεί: περαστικοί,
και πουθενά.
Κάθε ορίζοντας: όπου μια χόβολη προσελκύει.
Θα μπορούσαν να πάνε προς οποιαδήποτε ρωγμή.
Δεν υπάρχει πυξίδα μήτε φωνές.
Διασχίζουν ερήμους που ο άγριος ήλιος
ή ο παγετός καίνε
και κάμπους ατέλειωτους χωρίς το όριο
που τους κάνει πραγματικούς,
που θα τους καθιστούσε εύρωστους, προς βοσκή.
Το βλέμμα ξαπλώνει σαν σκύλος,
χωρίς να μπορεί καν να κουνήσει την ουρά του.
Το βλέμμα ξαπλώνει ή υποχωρεί,
κονιορτοποιείται από τον αέρα αν κανείς δεν το ανταποδώσει.
Δεν επιστρέφει στο αίμα ούτε φτάνει
σ’ εκείνον που θα ’πρεπε.
Διαλύεται, απλώς.



Αυτός ο κόσμος

Αποδέχομαι μόνο αυτόν τον φωτισμένο κόσμο
βέβαιο, ασταθή, δικό μου.
Μόνο τον αιώνιό του λαβύρινθο εξυμνώ
και το σίγουρο φως του, αν και κρύβεται.
Ξύπνια ή μέσα σε όνειρα
την βαριά του γη πατώ
κι είναι η υπομονή του μέσα μου
που ανθίζει.
Έχει έναν κύκλο βουβό,
ίσως καθαρτήριο
όπου περιμένω στα τυφλά
τη βροχή, τη φωτιά
απρόσκοπτα.
Μερικές φορές το φως του αλλάζει,
είναι η κόλαση∙ μερικές φορές, σπάνια,
ο παράδεισος.
Κάποιος ίσως μπορέσει να
μισανοίξει πόρτες,
να δει πέρα από
υποσχέσεις, διαδοχές.
Εγώ μόνο σε τούτον κατοικώ,
από αυτόν περιμένω,
και υπάρχει αρκετός θαυμασμός.
Σε αυτόν είμαι,
να παρέμενα,
Να ξαναγεννιόμουν.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: