Ση­μειώ­σεις από το πε­ρι­βάλ­λον
[ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ή ΠΕΡΑ ΑΠ᾽ ΑΥΤΗΝ ]

ΤΑ ΒΡΑ­ΒΕΙΑ ΤΟΥ «ΧΑΡ­ΤΗ» 2023



(βι­βλία που κυ­κλο­φό­ρη­σαν το 2022)
________

O ΤΕ­ΛΙ­ΚΟΣ KATAΛOΓOΣ

Το δια­δι­κτυα­κό πε­ριο­δι­κό Λό­γου και Τέ­χνης Χάρ­της (www.hartismag.gr), συ­νε­χί­ζει για δεύ­τε­ρη χρο­νιά την απο­νο­μή ετή­σιων βρα­βεί­ων, με σκο­πό την ανά­δει­ξη των ση­μα­ντι­κό­τε­ρων βι­βλί­ων που κυ­κλο­φό­ρη­σαν το πε­ρα­σμέ­νο έτος. Η διά­κρι­ση αυ­τή προ­έρ­χε­ται από μια ευ­ρεία ομά­δα τα­κτι­κών συ­νερ­γα­τών του πε­ριο­δι­κού που, χω­ρίς δε­σμεύ­σεις ή προ­ε­πι­λο­γές, πρό­τει­ναν έως τρία βι­βλία ανά εί­δος λό­γου (Ποί­η­ση, Πε­ζο­γρα­φία, Δο­κί­μιο, Με­τά­φρα­ση και Βι­βλίο για παι­διά), τα οποία, έχουν εκ­δο­θεί το 2022. Στις υπο­ψη­φιό­τη­τες δεν πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται βι­βλία των τα­κτι­κών συ­νερ­γα­τών του πε­ριο­δι­κού, δεν με­σο­λα­βούν επι­τρο­πές ή δια­βου­λεύ­σεις, κα­νέ­νας δεν γνω­ρί­ζει τι ψη­φί­ζουν οι άλ­λοι, ενώ ού­τε η συ­ντα­κτι­κή ομά­δα εμπλέ­κε­ται στις επι­λο­γές. Οι κα­τά­λο­γοι των βι­βλί­ων που δια­κρί­νο­νται προ­κύ­πτουν ΑΠΟ­ΚΛΕΙ­ΣΤΙ­ΚΑ από τις αρ­χι­κές προ­τά­σεις των τα­κτι­κών χαρ­το­γρά­φων.

——————

ο
ΤΕ­ΛΙ­ΚΟΣ ΚΑ­ΤΑ­ΛΟ­ΓΟΣ
(Αλ­φα­βη­τι­κά) για βι­βλία του 2022

Ποί­η­ση
Βα­σί­λης Αμα­να­τί­δης, Απο­κα­τά­στα­ση, εκδ. Νε­φέ­λη
Διο­νύ­σης Κα­ψά­λης, Κα­ταρ­ρά­κτης, εκδ. Άγρα
Δη­μή­τρης Πέ­τρου, Ει­κο­στός κό­σμος, εκδ. Πό­λις

Πε­ζο­γρα­φία
Τά­σος Γου­δέ­λης, Η γοη­τεία των υπο­σχέ­σε­ων, εκδ. Πα­τά­κη
Άν­να Γρί­βα, Η Ελ­λη­νί­δα σκλά­βα, εκδ. Με­λά­νι
Κώ­στας Μαυ­ρου­δής, Το αλά­τι του Bad Ischl, εκδ. Κί­χλη

Δο­κί­μιο (με­λέ­τη ή μαρ­τυ­ρία)
Βε­νε­τία Απο­στο­λί­δου, Η λο­γο­τε­χνία στο πα­νε­πι­στή­μιο , εκδ. Πό­λις
Άν­να Μα­ρί­να Κα­τσι­γιάν­νη, Η σχε­δία του λό­γου, με­λέ­τες για την κι­νη­τι­κο­τη­τα των λο­γο­τε­χνι­κών έρ­γων, εκδ. Gutenberg
Αρι­στεί­δης Μπαλ­τάς, Ξε­φλου­δί­ζο­ντας πα­τά­τες ή λειαί­νο­ντας φα­κούς, Πα­νε­πι­στη­μια­κες Εκ­δό­σεις Κρή­της

Με­τά­φρα­ση
Σω­τή­ρης Σου­λιώ­της: Ίν­γκερ Κρί­στεν­σεν, Αλ­φά­βη­το, εκδ. Σαιξ­πη­ρι­κόν
Νί­κη Σταυ­ρί­δη: Oguz Atay, Απο­συ­νά­γω­γοι, εκδ. Gutenberg
Κα­τε­ρί­να Σχι­νά: Αντό­νια Μπάιατ, Εμ­μο­νή, εκδ. Πό­λις

Βι­βλία για παι­διά
Μα­ρία Για­γιάν­νου, Έχω έναν κα­λό Παπ­πούα, εκδ. Σμί­λη
Μα­ρία Κούρ­ση, Ο μύ­θος του βα­σι­λιά Ερυ­σί­χθο­να, Εκ­δο­τι­κή Αθη­νών
Ζωρζ Σα­ρή/Κanellos Cob, Ο θη­σαυ­ρός της Βα­γί­ας / Graphic novel, εκδ. Πα­τά­κη



Τα ΒΡΑ­ΒΕΙΑ του ΧAPTH (2022)


ΠΟΙ­Η­ΣΗ:
Δη­μή­τρης Πέ­τρου
Ει­κο­στός κό­σμος
, εκδ. Πό­λις

ΠΕ­ΖΟ­ΓΡΑ­ΦΙΑ (Ισο­ψη­φία):
Τά­σος Γου­δέ­λης
Η γοη­τεία των υπο­σχέ­σε­ων, εκδ. Πα­τά­κη
&

Κώ­στας Μαυ­ρου­δής
Το αλά­τι του Bad Ischl, εκδ. Κί­χλη


ΔΟ­ΚΙ­ΜΙΟ:
Βε­νε­τία Απο­στο­λί­δου
Η λο­γο­τε­χνία στο πα­νε­πι­στή­μιο - Η συ­γκρό­τη­ση της επι­στή­μης της Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Φι­λο­λο­γί­ας (1942-1982), εκδ. Πό­λις

ΜΕ­ΤΑ­ΦΡΑ­ΣΗ:
Νί­κη Σταυ­ρί­δη
Oguz Atay, Απο­συ­νά­γω­γοι, εκδ. Gutenberg

ΒΙ­ΒΛΙΟ ΓΙΑ ΠΑΙ­ΔΙΑ:
Μα­ρία Κούρ­ση
Ο μύ­θος του βα­σι­λιά Ερυ­σί­χθο­να
, (ει­κο­νο­γρά­φη­ση Μι­χά­λης Κου­ντού­ρης), Εκ­δο­τι­κή Αθη­νών

——————


Οι χαρ­το­γρά­φοι που πρό­τει­ναν βι­βλία για βρά­βευ­ση εί­ναι οι εξής:

Δη­μο­σθέ­νης Αγρα­φιώ­της Γιώρ­γος Βέ­ης Γιώρ­γος Βέλ­τσος Χά­ρης Βλα­βια­νός Αντι­γό­νη Βλα­βια­νού Ιά­κω­βος Βούρ­τσης Χα­ρά­λα­μπος Γιαν­να­κό­που­λος Αν­θού­λα Δα­νι­ήλ Χρή­στος Δα­νι­ήλ Γιάν­νης Δού­κας Φί­λιπ­πος Δ. Δρα­κο­ντα­ει­δής Γιάν­νης Ευ­στα­θιά­δης Γιάν­νης Ζέρ­βας Ioυ­λί­τα Ηλιο­πού­λου Βί­κτωρ Ιβά­νο­βιτς Mά­νος Κο­ντο­λέ­ων Δή­μη­τρα Κω­τού­λα Δη­μή­τρης Λε­ον­τζά­κος Αλέ­ξιος Μάι­νας Παυ­λί­να Μάρ­βιν Γιώρ­γος Μο­νεμ­βα­σί­της Γιώρ­γος Μου­λου­δά­κης Γιώρ­γος-Ίκα­ρος Μπα­μπα­σά­κης Χρι­στί­να Ντου­νιά Κων­στα­ντί­νος Πα­λαιο­λό­γος Bα­σί­λης Πα­πα­γε­ωρ­γί­ου Νί­κος Πρα­τσί­νης Θε­ο­δό­σης Πυ­λα­ρι­νός Έλ­ση Σα­ρά­τση Λά­μπρος Σκου­ζά­κης Αν­δρέ­ας Τσά­κας Μίλ­τος Φρα­γκό­που­λος Άντεια Φραν­τζή Χρι­στό­φο­ρος Χα­ρα­λα­μπά­κης Βαγ­γέ­λης Χα­τζη­βα­σι­λεί­ου Έλε­να Χου­ζού­ρη Δή­μη­τρα Ι. Χρι­στο­δού­λου

- Σ Τ Ι Γ Μ Α Τ Α -

Κά­τω απ’ τις ρά­γες…

Φωτ. Αν­δρέα Σμα­ρα­γδή



Κά­τω απ’ τις ρά­γες του τρέ­νου
Κά­τω από τις γραμ­μές του βι­βλί­ου
Κά­τω από τα βή­μα­τα των στρα­τιω­τών

Όταν όλα πε­ρά­σουν — πά­ντα σε πε­ρι­μέ­νω.

Πέ­ρα­σαν από τό­τε πολ­λά τρέ­να
Κι άλ­λα πολ­λά βι­βλία θα δια­βα­στούν
Κι άλ­λοι στρα­τιώ­τες το ίδιο θα πε­θά­νουν.

Κά­τω από κα­θε­τί που σου σκε­πά­ζει τη ζωή
Όταν όλα πε­ρά­σουν—
Σε πε­ρι­μέ­νω.

Μα­νό­λης Ανα­γνω­στά­κης,  Η συ­νέ­χεια, 3



Το τρέ­νο

Πή­γα για σπου­δές στο Πα­ρί­σι.
Σε γνώ­ρι­σα μέ­σα στο τρέ­νο.
Όταν τα βλέμ­μα­τα μας συ­να­ντή­θη­καν για πρώ­τη φο­ρά, η μα­τιά σου έπει­τα από λί­γα δεύ­τε­ρα άστρα­ψε, σαν ένας τε­ρά­στιος ηλε­κτρι­κός σπιν­θή­ρας. Κε­ραυ­νο­βο­λή­θη­κα.
Η τα­χύ­τη­τα με την οποία γί­να­με ζευ­γά­ρι ιλιγ­γιώ­δη, όπως ακρι­βώς των βα­γο­νιών πά­νω στις ρά­γες εκεί­νη την στιγ­μή.
Από την αρ­χή εί­χες πα­ρά­ξε­νη συ­μπε­ρι­φο­ρά, εγώ όμως βρι­σκό­μουν μέ­σα σε μια θο­λε­ρή ερω­τι­κή δί­νη και δεν ήθε­λα με τί­πο­τε να το πα­ρα­δε­χτώ.
Κα­τά και­ρούς μου ’λε­γες πως δεν αι­σθά­νε­σαι το κε­φά­λι σου και πως στον κα­θρέ­πτη βλέ­πεις πά­νω από το κο­στού­μι να προ­ε­ξέ­χει μό­νο ο λαι­μός τυ­λιγ­μέ­νος με μια εφη­με­ρί­δα που έχει ως πρω­το­σέ­λι­δο της ένα φρι­κια­στι­κό δυ­στύ­χη­μα.
Κά­ποια στιγ­μή με κού­ρα­σαν πο­λύ οι πα­ρα­λο­γι­σμοί σου και σου ζή­τη­σα να χω­ρί­σου­με.
Τα­ρά­χθη­κες, μου εί­πες ότι αυ­τό δεν θα συμ­βεί πο­τέ και ότι από την πρώ­τη στιγ­μή που με εί­δες δεν μπο­ρείς να φα­ντα­στείς την ζωή σου χω­ρίς την ει­κό­να μου.
Εκεί­νη την στιγ­μή φι­λη­θή­κα­με με πά­θος. Εί­χες πολ­λά κέ­φια σή­με­ρα. Μου ζή­τη­σες να πά­με στην πλα­τεία της Μον­μάρ­τρης και να ζη­τή­σου­με από τους πλα­νό­διους ζω­γρά­φους να κά­νουν το πορ­τρέ­το μας.
Δέ­χτη­κα με χα­ρά.
Όταν φθά­σα­με ήταν σού­ρου­πο εί­χε μό­νο ένα ζω­γρά­φο στην πλα­τεία. Από μα­κριά μας χα­μο­γέ­λα­σε και άνα­ψε μια λά­μπα για να βλέ­πει κα­λύ­τε­ρα.
Όταν φθά­σα­με όμως κο­ντά χλό­μια­σε. Προ­σπά­θη­σε να το σκά­σει αλ­λά εσύ τον στα­μά­τη­σες σχε­δόν με την βία.
Ο ζω­γρά­φος σχε­δί­α­σε τον πί­να­κα τρέ­μο­ντας, τον ανα­πο­δο­γύ­ρι­σε στο έδα­φος και εξα­φα­νί­στη­κε τρέ­χο­ντας δί­χως να πλη­ρω­θεί.
Εσύ γύ­ρι­σες βια­στι­κά το τα­μπλό χα­ρού­με­νος και βέ­βαιος ότι αυ­τός θα εί­χε σί­γου­ρα το πρό­σω­πό σου.
Το χα­μό­γε­λό σου πά­γω­σε. Δί­πλα σου, εγώ σκε­πα­σμέ­νη μ' ένα λευ­κό σε­ντό­νι και τα μά­τια μου δύο μαύ­ρες κε­νές τρύ­πες.
Σ' εκεί­νο το δυ­στύ­χη­μα με το τρέ­νο που προ­λά­βα­με να κοι­τα­χτού­με ερω­τι­κά τα ονό­μα­τά μας ήταν στην λί­στα των νε­κρών.

Σο­φία Τρια­ντα­φυλ­λί­δου

Των ζω­ντα­νών η τι­μω­ρία

Όταν ο Ερ­μής έφτα­σε στων Τε­μπών την ολό­μαυ­ρη ρά­χη, από­ρη­σε που τό­σες ψυ­χές εκεί τον πε­ρί­με­ναν, για να τις οδη­γή­σει στις πύ­λες του Βα­σι­λεί­ου του Πλού­τω­να. Αφού πε­ρά­σα­νε και φτά­σα­νε στο θρό­νο του Άδη, όταν αυ­τός τους εί­δε, ρώ­τη­σε:
«Πώς έγι­νε και όλους εσάς μα­ζί ο θά­να­τος σάς βρή­κε; Και σαν το νή­μα της ζω­ής σας να εί­ναι κο­ντό, τι εί­χαν οι Μοί­ρες κα­τά νου;»
Κι ένας νέ­ος απα­ντά: «Όλοι μα­ζί επι­βαί­να­με στο τρέ­νο του χα­μού, γε­μά­τη φως η ώρα που ξε­κί­νη­σε, μαύ­ρη η ώρα που στα­μά­τη­σε.».
Έτυ­χε να περ­νά η Θέ­μι­δα από εκεί, με το ζυ­γό στο χέ­ρι. Τους κοί­τα­ξε για μια στιγ­μή, και ύστε­ρα εί­πε: «Των ζω­ντα­νών η τι­μω­ρία εί­ναι ο δι­κός σας ο χα­μός. Διό­τι εύ­κο­λα ξε­χνούν και η σκέ­ψη τους από τη σύ­νε­ση απέ­χει. Τους θε­ούς να μην κα­τη­γο­ρεί­τε, κι όσο για τους δυ­να­τούς, κι αυ­τών το νή­μα έχει αρ­χή και τέ­λος. Αλ­λά τού­τοι οι ζω­ντα­νοί, τά­χα απλοί κι αδύ­να­μοι, αυ­τοί φέ­ρουν βα­ριά ευ­θύ­νη, για­τί μό­νον αυ­τοί σε λή­θαρ­γο βα­θύ έχου­νε πέ­σει. Κι όσο δεν ξυ­πνούν, τό­σο το έρε­βος τις ζω­ές τους θα σκε­πά­ζει. Αλ­λά αν τις τύ­χες τους ξα­νά στα χέ­ρια τους κρα­τή­σουν, τό­τε μό­νο θα γεί­ρει ο ζυ­γός προς την ανά­πο­δη. Ας εί­ναι, λοι­πόν, η απου­σία, η δι­κή σας, η σάλ­πιγ­γα η δυ­να­τή για όσους εί­ναι ακό­μα στη ζωή…».
Η Θέ­μι­δα έφυ­γε, κοι­τώ­ντας χα­μη­λά. Εντού­τοις, ο Πλού­τω­νας, δεί­χνο­ντας τη συ­μπό­νια του για τις ψυ­χές, όλες τις έστει­λε στις νή­σους των Μα­κά­ρων.
Όσο για τους ζω­ντα­νούς, απ’ ό,τι φαί­νε­ται, κα­λά βογ­γούν πί­σω από τα δί­καια της Νέ­με­σης δε­σμά!
Οι βόγ­γοι του τέ­λους αδια­πραγ­μά­τευ­τοι!

Κων­στα­ντί­νος Κλω­νά­ρας

Σκό­νη

Τους κά­να­με σκό­νη, λέ­νε οι οπα­δοί των δι­κών μας χω­μά­των, όταν με­τε­ω­ρο­λό­γοι ή άλ­λοι με­τέ­ω­ροι λό­γιοι αρ­χί­ζουν να προει­δο­ποιούν ότι έρ­χε­ται αφρι­κα­νι­κή σκό­νη. Πρό­κει­ται για κά­τι σκο­τει­νό, αλ­λά εξαι­ρε­τι­κά λε­πτό, σχε­δόν επε­ξερ­γα­σμέ­νο, όπως με μι­σό μά­τι θε­ω­ρούν κά­ποια εκ­θέ­μα­τα σε πα­γκό­σμια μου­σεία, που εκ­θειά­ζουν τε­λε­τουρ­γή­μα­τα των ιθα­γε­νών με τρό­πο που οι ίδιοι θα αδυ­να­τού­σαν. Από το βά­θος της κώ­φω­σης αμυ­δρά ακού­γο­νται ταμ ταμ και ήχοι από χεί­λη, κα­θώς βυ­ζαί­νουν τους λαι­μούς αρ­χαί­ων ανα­ψυ­κτι­κών. Μάο μάο, ακού­γε­ται να ψι­θυ­ρί­ζουν Ζου­λού ή στους αντί­πο­δες Μα­ο­ρί, λες και εί­ναι Κι­νέ­ζοι.
Έτσι όμως εί­ναι οι πρω­το­γε­νείς πο­λι­τι­σμοί. Κά­ποια στιγ­μή γί­νο­νται σκό­νη. Εί­ναι τό­σο λε­πτή, που διεισ­δύ­ει πα­ντού. Κά­τω από κλει­στά πα­ρά­θυ­ρα και μπαλ­κο­νό­πορ­τες στα κα­λύ­τε­ρα σπί­τια. Μέ­σα από μπλού­ζες, πα­ντε­λό­νια και φου­στά­νια, φτά­νο­ντας έως τα άγδυ­τα της ευ­ρω­παϊ­κής ψυ­χής, που αντι­κα­το­πτρί­ζο­νται στα άδυ­τα του σώ­μα­τος. Μια τό­σο επί­μο­νη σκό­νη, όπως η αφρι­κα­νι­κή, συ­νε­πά­γε­ται νέ­ες επι­χω­μα­τώ­σεις, αντί­στοι­χες όσων Σο­φοί Σά­πιενς εί­χαν υπο­στεί με επί του χώ­μα­τος ή σε σπη­λιές δια­σταυ­ρώ­σεις με ομοει­δή όντα. Τι ζω­ώ­δες εκτό­πι­σμα δια­θέ­τει ο άν­θρω­πος, διαρ­κώς δια­πι­στώ­νουν οι χορ­το­φά­γοι, ενώ αθό­ρυ­βα κα­νι­βα­λί­ζουν τους φυ­τι­κούς συγ­γε­νείς τους, που μπρο­στά σε τέ­τοια ζώα δεν θέ­λουν να έρ­πουν, ού­τε καν οι κισ­σοί και οι κλη­μα­τσί­δες.
Υπάρ­χει ασφα­λώς και η άλ­λη πλευ­ρά, που πά­ντο­τε υπάρ­χει, ακό­μη και όταν δεν θέ­λεις να τη δεις, ακό­μη και αν σε κα­ταγ­γέλ­λουν ως αρ­νη­τή της ομά­δας σου, όταν τη βλέ­πεις. Από τη σα­βά­να μη­τέ­ρες μα­ζεύ­ουν τα παι­διά, που παί­ζουν πα­ρι­στά­νο­ντας τα μι­κρά λιο­ντά­ρια. Κλεί­νο­νται στις κα­λύ­βες τους, τρύ­πες βου­λώ­νουν με άχυ­ρο ή ό,τι άλ­λο βρουν και με ανέν­δυ­τα χέ­ρια. Γυ­μνές μη­τέ­ρες κα­λύ­πτουν τα μά­τια στο κε­φά­λι τους με τη μπούρ­κα της εθε­λο­τυ­φλί­ας και με τα κρε­μα­σμέ­να στή­θη τους τα πρό­σω­πα των παι­διών. Προ­σέξ­τε, ψι­θυ­ρί­ζουν, έρ­χε­ται. Έρ­χε­ται ευ­ρω­παϊ­κή σκό­νη.

Λά­κης Πα­πα­στά­θης (1943-2023)

[ Χει­ρό­γρα­φο και φω­το­γρα­φία του Λά­κη Πα­πα­στά­θη από το Αρ­χείο του Γιώρ­γου Σγου­ρά­κη ]


Βλ. πε­ρισ­σό­τε­ρα: https://​lak​ispa​past​athi​s.​gr/

Α, κα­πέ­λα

Ει­σερ­χό­με­νοι ως εί­θι­σται ασκε­πείς σε πα­ρεκ­κλή­σι, γνω­ρί­ζου­με πως α κα­πέ­λα ονο­μά­ζο­νται τα με­γά­λα κα­πέ­λα που κα­λύ­πτουν τα όρ­γα­να των γυ­μνών χο­ρω­δών, οι οποί­οι δια λό­γους ευ­λα­βεί­ας δεν παί­ζουν με αυ­τά, αλ­λά με τη φω­νή τους, σύμ­φω­να με τους προ­βλε­πό­με­νους χαι­ρε­τι­σμούς, με­γα­λυ­νά­ρια, τρο­πά­ρια και άλ­λες ευω­δί­ες των ωδεί­ων. Διό­τι κα­λά τα όρ­γα­να, αλ­λά, όταν τα παί­ζεις δί­χως την κά­λυ­ψη κα­πέ­λου, ου­δείς σκέ­φτε­ται εκεί­νες τις στιγ­μές ηδο­νής τη σω­τη­ρία της ψυ­χής του, λό­γω του ότι ο διαι­ρε­τέ­ος εί­ναι με­γα­λύ­τε­ρος του διαι­ρέ­τη και κά­τι μέ­νει στο πη­λί­κον.
Εν τω με­τα­ξύ, επει­δή ου­δέν κα­πέ­λο εί­ναι κα­λι­μαύ­χι, πα­ρό­λο που το κα­λυμ­μαύ­κι κά­νει τον πα­πά και όχι ο πα­πάς το κα­μη­λαύ­κι, δια­τη­ρώ­ντας έτσι το χαρ­το­παι­γνιώ­δες πε­ρί φύλ­λου ή φύ­λου ερώ­τη­μα «πού εί­ναι ο πα­πάς;», επί­σκο­ποι ανα­γνω­ρί­ζο­νται από την τιά­ρα τους και κα­πνο­δό­χοι πα­τριάρ­χες από τη μί­τρα τους, ενώ πρώ­ην εστεμ­μέ­νοι προς την εξο­ρία κα­θ’ οδόν αφο­δεύ­ουν κα­θή­με­νοι στο στέμ­μα τους, οπό­τε ο διαι­ρε­τέ­ος ισού­ται με τον διαι­ρέ­τη, ήτοι μη­δέν εις το πη­λί­κιον.
Προς απο­φυ­γήν λά­θους, διευ­κρι­νί­ζου­με ότι πη­λί­κον και όχι πη­λή­κιον φέ­ρουν εις την κε­φα­λήν οι βαθ­μο­φό­ροι των αξιω­μα­τι­κών μα­θη­μα­τι­κών ενώ, με­τά από κά­ποια ηλι­κία, οι πλέ­ον πη­λι­κιω­μέ­νοι υπο­δέ­χο­νται τους ακά­λυ­πτους, δη­λα­δή χω­ρίς σκού­φο νο­ση­λευ­τές ή νο­ση­λεύ­τριες, κα­λύ­πτο­ντας τα νο­σή­λια (ιδί­ως σε αρ­ρω­στη­μέ­να ηλιό­λου­στες πε­ριο­χές) με ακά­λυ­πτες επι­τα­γές που άλ­λα­ξαν χέ­ρια στον ακά­λυ­πτο πο­λυ­κα­τοι­κιών, ώστε να επι­κα­λύ­πτε­ται το κα­πέ­λο που προ­στί­θε­ται στο πο­σόν της επι­τα­γής, οπό­τε διαι­ρε­τέ­ος και διαι­ρέ­της ορί­ζο­νται κα­τά πε­ρί­πτω­ση.
Ού­τως ή άλ­λως, ου­δείς ακά­λυ­πτος κα­τά την Απο­κά­λυ­ψιν, διό­τι όσο κα­πέ­λο και αν προ­σθέ­σου­με στις ακά­λυ­πτες επι­τα­γές πά­ντα θα υπάρ­χουν δια­φω­νί­ες, αν και οι προ­κα­λού­με­νες εξ αυ­τών μο­νο­μα­χί­ες διε­κό­πη­σαν όταν, αντί για γά­ντι, οι πα­ρ’ ολί­γον μο­νο­μά­χοι άρ­χι­σαν να πε­τούν το κα­πέ­λο τους στο ρινγκ, όπου έπαι­ζε ο Ρίν­γκο Σταρ, ενώ οι ΑΒ­ΒΑ αναλ­φά­βη­τοι και ασκε­πείς τρα­γου­δού­σαν Ring, ring, ring me, αφού κα­νείς δεν τη­λε­φω­νού­σε, δη­λα­δή τα κα­πέ­λα δεν απο­τε­λού­σαν πλέ­ον ορ­γα­νι­κό τμή­μα της κα­θη­με­ρι­νής εν­δυ­μα­σί­ας, αν και, σύμ­φω­να με πλη­ρο­φο­ρί­ες για πι­λο­φο­ρί­ες, στις ιπ­πο­δρο­μί­ες οι θε­α­τές φο­ρού­σαν τα πιο εξε­ζη­τη­μέ­να, στοι­χη­μα­τί­ζο­ντας ότι η εγκε­φα­λι­κή νό­σος των τρε­λών αγε­λά­δων συ­νι­στά προ­οί­μιο για με­τα­γε­νέ­στε­ρες παν­δη­μί­ες, με τον κά­θε πα­γκο­λί­νο στον πά­γκο του.
Από τον πά­γκο, όπως εί­ναι φυ­σι­κό, ξε­κί­νη­σε η συ­νή­θεια α κα­πέ­λα, η πα­ραγ­γε­λία φέ­ρε άλ­λο ένα κα­πέ­λο και η προ­σφώ­νη­ση «α, κά­πε­λα», ο οποί­ος χω­ρίς κα­πέ­λο χρέ­ω­νε την επι­τό­πια κα­τά­πο­ση, διό­τι αυ­τό ήταν το μπίζ­νες μό­ντελ που με­τα­ξύ των αιώ­νων ανέ­πτυ­ξε ο Με­σαί­ων, με επι­χει­ρη­μα­τι­κή βε­βαιό­τη­τα οδη­γώ­ντας σε κα­πε­λα­δού­ρες, πη­λο­φό­ρια και (καμ)πι­λο­τές, στις στε­νές κο­λώ­νες των οποί­ων προ­σκρού­ουν με­θυ­σμέ­νοι πι­λό­τοι, που έχουν εθι­στεί σε ανοι­χτούς αι­θέ­ρες, ενώ πλα­τυ­πο­δία και πλα­τυ­κα­πη­λεία εί­ναι δύο λό­γοι (ισο­γεί­ου και ρε­τι­ρέ) που κα­θι­στούν δύ­σκο­λη τη συμ­με­το­χή σε αε­ρο­πο­ρι­κές επι­χει­ρή­σεις.

Κα­λύ­ψου για να μη δεις: μη­δείς ακα­πέ­λω­τος ει­σί­τω


ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩΣ

Τρέ­χο­ντας επι­τό­που / Δρά­χου Χού­δρα - Χάρ­της (hartismag.gr)
Πα­ρά­πο­να που μας πε­ρι­ήλ­θαν / Δρά­χου Χού­δρα - Χάρ­της (hartismag.gr)
Πώς περ­πα­τά η νύ­χτα (συμ­βου­λές) / Δρά­χου Χού­δρα - Χάρ­της (hartismag.gr)
Ατυ­χή συμ­βά­ντα και θε­ρα­πεί­ες / Δρά­χου Χού­δρα - Χάρ­της (hartismag.gr)
Oρ­θώς: ενός λε­πτού σι­γή / Δρά­χου Χού­δρα - Χάρ­της (hartismag.gr)
Εγκι­βω­τι­σμοί (από Κι­βω­τό σε Κι­βω­τό) / Δρά­χου Χού­δρα - Χάρ­της (hartismag.gr)
Μη φά­τε πόρ­τα, εκτός αν επι­μέ­νε­τε / Δρά­χου Χού­δρα - Χάρ­της (hartismag.gr)
Κόρ­να εί­ναι και κορ­νά­ρει / Δρά­χου Χού­δρα - Χάρ­της (hartismag.gr)


Ο Λευ­κός Πε­λέ του Εου­σέ­μπιο



Γύ­ρι­ζε, λέ­ει, η ΑΕΚ από το Λί­βερ­πουλ, να συ­νε­χί­σουν με­τά για την Αθή­να, από εκεί­νη την 3-0 ήτ­τα το 1972, όπου ακό­μα μέ­σα μου υπάρ­χει η φω­νή πά­λι του Βα­σί­λη Γε­ωρ­γί­ου που με­τέ­δι­δε το παι­χνί­δι, να λέ­ει στην αρ­χή του:
— Ξε­κι­νά­ει ο αγών. Κά­νου­με εμείς σέ­ντρα, τη μπά­λα την έχει ο Πα­παϊ­ω­άν­νου. Μέ­χρι στιγ­μής πά­με πο­λύ κα­λά…
Στο Χί­θρο­ου μάλ­λον, μου έλε­γε ο Μί­μης Πα­παϊ­ω­άν­νου συ­να­ντή­θη­καν τό­τε με την «Μπεν­φί­κα» του τρο­με­ρού Εου­σέ­μπιο. Ο Εου­σέ­μπιο τον έψα­χνε, ήθε­λε να ξα­να­δεί τον Λευ­κό Πε­λέ, όπως τον απο­κα­λού­σε.
— Εσείς πώς πή­γα­τε;, τον ρώ­τη­σε ο Πα­παϊ­ω­άν­νου.
— Ε, φεύ­γει κα­νείς από αυ­τό το νη­σί με λι­γό­τε­ρα από τρία;, του απά­ντη­σε εκεί­νος.
— Για­τί, Μί­μη, ο με­γά­λος αυ­τός παί­κτης σ’ έλε­γε «Λευ­κό Πε­λέ»;
— Για­τί εί­χα­με συ­να­ντη­θεί με την Πορ­το­γα­λία σ’ ένα ματς Ενό­πλων του ΣΙ­ΣΜ. Θυ­μά­σαι που ο Ου­ρου­γουα­νός Κου­μπί­λια, αυ­τός με την κοι­λί­τσα πια, στο Κα­ραϊ­σκά­κη εί­χε κά­νει μια κε­φα­λιά-ψα­ρά­κι στη ρί­ζα της δο­κού, κι όπως γύ­ρι­ζε η μπά­λα από πά­νω του προ­σπά­θη­σε να την ξα­να­χτυ­πή­σει έτσι όπως ήταν μπρού­μυ­τα, ση­κώ­νο­ντας και τα δυο του πό­δια ανά­πο­δα σε «σκορ­πιό»;
— Ε, ναι. Ξε­χνιού­νται τέ­τοια πράγ­μα­τα; Δεν τα ’χε κα­τα­φέ­ρει όμως…
— Ε, εγώ όμως το εί­χα πε­τύ­χει αυ­τό σε ίδια φά­ση σ’ εκεί­νο το ματς με την Πορ­το­γα­λία…

Το σκε­φτό­μου­να, την εί­δα αυ­τή τη σκη­νή στον χώ­ρο του αο­ρά­του πολ­λές φο­ρές, την ξα­να­βλέ­πω και τώ­ρα. Με τον Μί­μη Πα­παϊ­ω­άν­νου, τον γλυ­κό δι­κό μας πρό­δρο­μο του Μέ­σι, να τα πε­τυ­χαί­νει όλα μέ­σα στο γή­πε­δο, πολ­λά πα­ρα­πά­νω απ’ όλους, σ’ επο­χή δύ­σκο­λη αλ­λά κα­θό­λου πε­ρι­χα­ρα­κω­μέ­νη, κα­θό­λου όπως συ­χνά σή­με­ρα πρετ-α-πορ­τέ.

( Από το ανέκδοτο βιβλίο του Σωτήρη Κακίση «Νουάρ Στιγμές» )

Φι­λιπ­πι­κό

Φωτ. Άρις Γε­ωρ­γί­ου


στον ΦΔΔ


«Λαμ­βά­νο­ντας όλες τις πα­ρα­μέ­τρους ασφα­λεί­ας, η ίλη Ιπ­πι­κού δεν θα συμ­με­τά­σχει στη στρα­τιω­τι­κή πα­ρέ­λα­ση της 25ης Μαρ­τί­ου, κα­θό­σον κρί­θη­κε σκό­πι­μο να δο­θεί πε­ρισ­σό­τε­ρος χρό­νος για την εξοι­κεί­ω­ση των ίπ­πων», σύμ­φω­να με πη­γές του Γε­νι­κού Επι­τε­λεί­ου. Με­τά από πε­νή­ντα χρό­νια συ­γκρο­τή­θη­κε πά­λι ιπ­πι­κό στην Ελ­λά­δα, με διοι­κη­τή από­στρα­το τα­ξί­αρ­χο, που έχει φοι­τή­σει στην Εθνι­κή Σχο­λή Ιπ­πα­σί­ας της Γαλ­λί­ας και υπη­ρέ­τη­σε στο σύ­νταγ­μα της Γαλ­λι­κής Προ­ε­δρι­κής Φρου­ράς. Τα ξη­με­ρώ­μα­τα της 20ής Μαρ­τί­ου, ο κα­θ’ ύλην διοι­κη­τής και πρώ­ην δή­μαρ­χος ήταν με­τα­ξύ εκεί­νων των λί­γων που πα­ρα­κο­λού­θη­σαν έφιπ­πη πρό­βα, η οποία πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε μπρο­στά από τη Βου­λή, στην Πα­νε­πι­στη­μί­ου και την Βα­σι­λίσ­σης Αμα­λί­ας.
Οι εξε­λί­ξεις άφη­σαν εμ­βρό­ντη­τους τους ανα­γνώ­στες όσων υπη­ρέ­τη­σαν στο ιπ­πι­κό, όπως ο Νί­κος Εγ­γο­νό­που­λος το 1927, σε πε­ρί­ο­δο αβα­σί­λευ­της δη­μο­κρα­τί­ας. Ενώ υπη­ρε­τού­σε τη θη­τεία του, από κε­ντρι­κούς δρό­μους της Αθή­νας εί­χε οδη­γή­σει τα άλο­γα στους στρα­τιω­τι­κούς στά­βλους, σύμ­φω­να με δή­λω­σή του, κα­θώς δεν γνώ­ρι­ζε πα­ρα­καμ­πτή­ριους, έχο­ντας σπου­δά­σει εσω­τε­ρι­κός σε Λύ­κειο στο Πα­ρί­σι.
Πα­ρά τα όσα εξα­κο­λου­θούν να τρα­βά­νε γά­τες, σκύ­λοι και άλ­λοι, ζού­με σε μια επο­χή δια­κη­ρυγ­μέ­νης ζω­ο­φι­λί­ας. Πώς εί­ναι δυ­να­τόν τό­τε ένας λό­γος φι­λιπ­πι­κός, όπως η επα­νί­δρυ­ση ιπ­πι­κού, να μην εξι­σού­ται με στά­ση φι­λι­κή προς τα άλο­γα, αλ­λά με κα­τη­γο­ρη­τή­ριο ενα­ντί­ον τους; Όχι ενα­ντί­ον των φί­λων των ίπ­πων, αλ­λά του Φι­λίπ­που, απηύ­θυ­νε τους Φι­λιπ­πι­κούς του ο Δη­μο­σθέ­νης. Όχι ενα­ντί­ον του Αλέ­ξανδ[ρ]ου, κα­θώς θα τον δυ­σκό­λευε ίσως το ρο. Και τι ση­μαί­νει εξοι­κεί­ω­ση των ίπ­πων; Θα τους πά­ρουν οι ανα­βά­τες σπί­τι τους; Και πώς θα τους μοι­ρά­σουν, αφού το ιπ­πι­κό που έχει συ­στα­θεί απο­τε­λεί­ται από 6 άλο­γα και 13 αξιω­μα­τι­κούς;
Φταί­νε τα άλο­γα για την αφρο­σύ­νη των αν­θρώ­πων; Ή προς την ευ­φρο­σύ­νη καλ­πά­ζουν τα πα­ρά­λο­γα; «Πράσ­σειν ἄλο­γα» μή­πως συ­νε­πά­γε­ται ότι σε οι­κο­λο­γι­κά ασορ­τί πρά­σι­να άλο­γα ανα­δει­κνύ­ο­νται ανέ­φιπ­πες ή κα­βα­λη­μέ­νες υπο­σχέ­σεις υπέρ του πε­ρι­βάλ­λο­ντος; Αν μη­χα­νές αδυ­να­τούν να σύ­ρουν αμα­ξο­στοι­χί­ες, δεν θα βρε­θούν άλο­γα να τρα­βούν άμα­ξες, αντι­κα­θι­στώ­ντας τα τρέ­να στις πιο σι­νε­φίλ πε­ριο­χές μιας χώ­ρας, που δεν επι­θυ­μεί να εντα­χθεί στη Δύ­ση, αλ­λά στο Φαρ Ου­έστ; Και τώ­ρα χω­ρίς άλο­γα, ποιοι θα πα­ρε­λά­σουν; Τι το απροσ­δό­κη­το μπο­ρεί να προ­τα­θεί; Εν ενερ­γεία από­στρα­τοι στους ώμους ανα­πή­ρων; Διέ­λευ­ση υπο­βρυ­χί­ων από πλημ­μυ­ρι­σμέ­νους σταθ­μούς του Με­τρό; Μη επαν­δρω­μέ­να (και χω­ρίς γυ­ναί­κες) αε­ρο­σκά­φη, που δί­κην ντρό­ουνς θα κι­νού­νται μέ­σα σε κα­τοι­κί­ες, ενη­με­ρώ­νο­ντας οι­κο­γε­νειάρ­χες με το τι ασχο­λού­νται άλ­λα μέ­λη του σπι­τι­κού τους;
Φι­λιπ­πι­κός ήταν το όνο­μα που υιο­θέ­τη­σε, όταν το 711 ανα­κη­ρύ­χθη­κε αυ­το­κρά­το­ρας του Βυ­ζα­ντί­ου, ο στρα­τη­γός Βαρ­δά­νης, Τρια­ντά­φυλ­λος στα αρ­με­νι­κά. Από την Κε­φα­λο­νιά, όπου τον εί­χε εξο­ρί­σει ο Τι­βέ­ριος Γ΄, τον ανα­κά­λε­σε ο Ιου­στι­νια­νός Β΄ ο Ρι­νό­τμη­τος για να κα­τα­στεί­λει στά­ση στη Χερ­σώ­να της Κρι­μαί­ας, όπου προ­σε­ται­ρί­στη­κε προ­κρί­τους, Χα­ζά­ρους και τον στό­λο, με τον οποίο κα­τέ­λα­βε την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη. Όπως και ο Ηρά­κλειος, στη δυ­να­στεία του οποί­ου έβα­λε τέ­λος θα­να­τώ­νο­ντας τον Ιου­στι­νια­νό και τον εξά­χρο­νο γιο του, ο Φι­λιπ­πι­κός επι­χεί­ρη­σε, υπό την απει­λή των Αρά­βων του χα­λι­φά­του των Ομεϋ­α­δών, να ανα­συ­γκολ­λή­σει την αυ­το­κρα­το­ρία μέ­σω του μο­νο­θε­λη­τι­σμού, προ­σπά­θειας συμ­φι­λί­ω­σης Ορ­θο­δο­ξί­ας και μο­νο­φυ­σι­τι­σμού, ανα­τρέ­πο­ντας τις απο­φά­σεις της Στ΄ Οι­κου­με­νι­κής Συ­νό­δου, ότι, αφού στην υπό­στα­ση του Χρι­στού υπάρ­χουν δύο φύ­σεις, η θεία και η αν­θρώ­πι­νη, υπάρ­χουν και δύο θε­λή­σεις που ενερ­γούν «αδιαι­ρέ­τως, ατρέ­πτως, αμε­ρί­στως, ασυγ­χύ­τως». Τα στρα­τεύ­μα­τα, που εί­χε με­τα­φέ­ρει για να αντι­με­τω­πί­σει βουλ­γα­ρι­κή επι­δρο­μή, εξε­γέρ­θη­καν όμως στη Θρά­κη.
Υπό τον πρω­το­στρά­το­ρα Ρού­φο, στρα­τιω­τι­κό από­σπα­σμα τον αιφ­νι­δί­α­σε στα ανά­κτο­ρα με­σημ­βρί­ζο­ντα, όπου σιέ­στα εί­χε επα­κο­λου­θή­σει πα­νη­γυ­ρι­κού γεύ­μα­τος για τη νί­κη στον ιπ­πό­δρο­μο των (Βυ­ζα­ντι­νών οι­κο­λό­γων;) Πρα­σί­νων. Στον ιπ­πό­δρο­μο ο Ρού­φος με­τέ­φε­ρε και τύ­φλω­σε τον Φι­λιπ­πι­κό. Την επό­με­νη ημέ­ρα αυ­το­κρά­το­ρας με το όνο­μα Ανα­στά­σιος Β΄ ανέ­λα­βε ο Αρ­τέ­μιος, αρ­χι­γραμ­μα­τέ­ας των ανα­κτό­ρων, που εξό­ρι­σε τον τυ­φλό προ­κά­το­χό του σε μο­να­στή­ρι στη Δαλ­μα­τία, όπου πέ­θα­νε ένα χρό­νο αρ­γό­τε­ρα, το 714.
Όπως συμ­βαί­νει με όσους μπερ­δεύ­ουν τα ζώα, μπλέ­κο­ντας τρά­γους και άλο­γα, κά­ποιοι θε­ω­ρούν οτι­δή­πο­τε Φι­λιπ­πι­κό μια τρα­γω­δία. Γε­γο­νός πα­ρα­μέ­νει ότι την εντο­λή του Φι­λιπ­πι­κού να κα­τα­στρα­φεί η ει­κό­να της Στ΄ Οι­κου­με­νι­κής Συ­νό­δου στα ανά­κτο­ρα, που συ­νό­δευ­σε την ανα­τρο­πή των απο­φά­σε­ων της, πολ­λοί θε­ω­ρούν απαρ­χή της ει­κο­νο­μα­χί­ας. Χω­ρίς ει­κό­νες όμως πό­λε­μο εί­ναι δύ­σκο­λο να κά­νεις. Δεν δου­λεύ­ουν τα ρα­ντάρ. Χω­ρίς ει­κό­νες ού­τε καν πα­ρέ­λα­ση στην τη­λε­ό­ρα­ση δεν μπο­ρείς να δεις.




ΣΧΕ­ΤΙ­ΚΑ ΚΕΙ­ΜΕ­ΝΑ

Ση­μειώ­σεις για έναν ζωο(λε­ξι)λο­γι­κό κή­πο / Χ. Ψ. Ωρο­λό­γιος - Χάρ­της (hartismag.gr)
Ορε­ξο­λο­γία / Χ. Ψ. Ωρο­λό­γιος - Χάρ­της (hartismag.gr)

Μα­ρία Κο­δά­μα

Φωτ. Ελέ­νη Κα­λο­κύ­ρη 1983


Μο­νά­χα μια γυ­ναί­κα έχει στο νού σου απο­μεί­νει,
Ίδια όπως όλες, μα που εί­ναι εκεί­νη

ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΡΧΕΣ
(Μτφρ. Δημήτρης Καλοκύρης)



Η Μα­ρία Κο­δά­μα έσβη­σε με­τά από σιω­πη­λή και επί­μο­νη μά­χη με τον καρ­κί­νο.
Ήταν σύ­ζυ­γος και μο­να­δι­κή κλη­ρο­νό­μος του Αρ­γε­ντι­νού συγ­γρα­φέα Χ.Λ. Μπόρ­χες. Το ηλιό­λου­στο από­γευ­μα τής Δευ­τέ­ρας, 27 Μαρ­τί­ου 2023, την απο­χαι­ρέ­τη­σαν με αλη­θι­νή θλί­ψη με­ρι­κοί κα­λοί της φί­λοι (που η ίδια τους εί­χε επι­λέ­ξει) — έχο­ντας αρ­νη­θεί την κη­δεία με δη­μό­σια δα­πά­νη— στο «Πάρ­κο Μνή­μης», το κοι­μη­τή­ριο της πό­λης Πι­λάρ, κο­ντά στο Μπου­έ­νος Άι­ρες. Έφυ­γε απ' τη ζωή την Κυ­ρια­κή 26 Μαρ­τί­ου, σε ηλι­κία 86 ετών.
Ήταν κα­θη­γή­τρια, με­τα­φρά­στρια και συγ­γρα­φέ­ας. Ίδρυ­σε το 1988, σε κε­ντρι­κό ση­μείο της πό­λης τού Μπου­έ­νος Άι­ρες, το «Διε­θνές Ίδρυ­μα Χόρ­χε Λουίς Μπόρ­χες», στο οποίο εκτί­θε­νται: η βι­βλιο­θή­κη του συγ­γρα­φέα, προ­σω­πι­κά του αντι­κεί­με­να, φυ­λα­χτά, πί­να­κες ζω­γρα­φι­κής και τα μπα­στού­νια που χρη­σι­μο­ποιού­σε από τό­τε που έχα­σε την όρα­σή του. Εκεί διορ­γα­νώ­νο­νται σε­μι­νά­ρια σχε­τι­κά με θέ­μα­τα πο­λι­τι­στι­κά, πα­ρου­σιά­σεις βι­βλί­ων, δια­λέ­ξεις, δια­γω­νι­σμοί και βρα­βεία.
Η Μα­ρία Κο­δά­μα, σε πο­λύ νε­α­ρή ηλι­κία, γνώ­ρι­σε τον συγ­γρα­φέα του Άλεφ και από τό­τε δεν χω­ρί­στη­καν σχε­δόν πο­τέ. Μα­ζί στα τα­ξί­δια στο εξω­τε­ρι­κό, μα­ζί στη με­λέ­τη τής αγ­γλο­σα­ξω­νι­κής και ισλαν­δι­κής γλώσ­σας. Μα­ζί συ­νέ­τα­ξαν την Αν­θο­λο­γία αγ­γλο­σα­ξω­νι­κής ποί­η­σης και το βι­βλίο Άτλας, με κεί­με­να και φω­το­γρα­φί­ες από τα­ξί­δια τους. Δια­φύ­λα­ξε και τί­μη­σε το έρ­γο τού συ­ζύ­γου της με πα­ρα­δειγ­μα­τι­κό και αξιο­θαύ­μα­στο τρό­πο.

Με την Μα­ρία γνω­ρι­στή­κα­με, όταν μα­ζί με τον σύ­ζυ­γό μου Κάρ­λος Σπι­νέ­δι, προ­σκα­λέ­σα­με στο σπί­τι μας τον Μπόρ­χες κι εκεί­νη, μια και οι δυο τους εί­χαν προ­τί­μη­ση στην ελ­λη­νι­κή κου­ζί­να. Ήταν μια πο­λύ ζε­στή βρα­διά, τον Νο­έμ­βρη του 1984, με­τά την απο­νο­μή ενός ακό­μα τι­μη­τι­κού βρα­βεί­ου στον Αρ­γε­ντι­νό συγ­γρα­φέα. Από τό­τε, με την Μα­ρία, βρι­σκό­μα­σταν συ­χνά σε κά­ποιο κα­φέ τού Μπου­έ­νος Άι­ρες, σε πα­ρου­σιά­σεις βι­βλί­ων, σε βι­βλιο­πω­λεία, σε σπί­τια φί­λων. Φυ­σι­κά, με­τά τη μό­νι­μη εγκα­τά­στα­σή μου στην Αθή­να, οι συ­να­ντή­σεις μας έγι­ναν πιο αραιές· παρ΄ όλα αυ­τά εί­χα­με την ευ­και­ρία να ει­δω­θού­με πολ­λές φο­ρές, κυ­ρί­ως σε εκ­δη­λώ­σεις αφιε­ρω­μέ­νες σ' εκεί­νη (ορ­γα­νω­μέ­νες από την Πρε­σβεία τής Αρ­γε­ντι­νής, το Ιν­στι­τού­το Θερ­βά­ντες ή από το σύλ­λο­γο Argentinos.gr). Εκεί­νη πά­ντα πρό­σχα­ρη, χα­ρι­σμα­τι­κή, της άρε­σε να περ­πα­τά­με στην Πλά­κα ή σε κά­ποια πα­ρα­θα­λάσ­σια πε­ριο­χή κο­ντά στην Αθή­να.
Θα μου λεί­ψουν τα ξαφ­νι­κά τη­λε­φω­νή­μα­τά της από κά­ποια χώ­ρα της Ευ­ρώ­πης και οι σύ­ντο­μες αλ­λά ου­σια­στι­κές συ­να­ντή­σεις μας στην Αθή­να. Η φυ­σι­κή της απου­σία μου προ­ξε­νεί ένα πο­λύ δυ­σά­ρε­στο συ­ναί­σθη­μα θλί­ψης, όμως, θέ­λω να πι­στεύω πως θα εί­ναι χα­ρού­με­νη, τώ­ρα που δια­σχί­ζει αυ­τή την «άλ­λη θά­λασ­σα» (όπως θα έλε­γε ο Μπόρ­χες), στην αρ­χή ενός και­νούρ­γιου τα­ξι­διού μα­ζί του.