Ξωτικά του δάσους

_________

Μ΄ένα κεί­με­νο του Άρι Γε­ωρ­γί­ου
_________

Ξωτικά του δάσους



Περι­πλά­νη­ση στη θά­λασ­σα, πε­ρι­πλά­νη­ση στη πό­λη, πε­ρι­πλά­νη­ση στο δά­σος. Πε­ρι­πλά­νη­ση στον νου.
Οι αι­σθή­σεις, οι ξε­χα­σμέ­νες ει­κό­νες οι απο­τυ­πω­μέ­νες στα κρυ­φά μο­νο­πά­τια του μυα­λού πε­ρι­μέ­νουν το κα­τάλ­λη­λο ερέ­θι­σμα για να ζω­ντα­νέ­ψουν, να δη­μιουρ­γή­σουν συ­νειρ­μούς, και­νούρ­γιες ει­κό­νες.
Οι φω­το­γρα­φί­ες τρα­βή­χτη­καν ακρι­βώς για τους συ­νειρ­μούς τους. Εί­ναι φυ­σι­κό οι συ­νειρ­μοί αυ­τοί να μην λει­τουρ­γούν με τον ίδιο τρό­πο για κά­θε πα­ρα­τη­ρη­τή. Κά­θε εγκέ­φα­λος, κά­θε ψυ­χι­σμός εί­ναι μο­να­δι­κός και σε μία ει­κό­να κά­ποιος θα ανα­κα­λύ­ψει δε­κά­δες μορ­φές κά­ποιος άλ­λος θα δει μό­νο μια πέ­τρα.
Τις συ­νο­δεύ­ουν μι­κρά κεί­με­να, σχό­λια που υπο­στη­ρί­ζουν τους δι­κούς μου συ­νειρ­μούς και επι­χει­ρούν να δώ­σουν μια επι­πλέ­ον διά­στα­ση στις δύο δια­στά­σεις της τυ­πω­μέ­νης ει­κό­νας. Να δώ­σουν στον ανα­γνώ­στη-θε­α­τή την ευ­και­ρία μιας δεύ­τε­ρης μα­τιάς.
Δεν εί­ναι ποί­η­ση, δεν εί­ναι απλή πε­ρι­γρα­φή.
Εί­ναι ένα νεύ­μα «follow me» στα δι­κά μου μο­νο­πά­τια.

Β. Β.


Ξωτικά του δάσους

Τα σνομπ πλάσματα του δάσους

Κάτι ανά­με­σα σε ακα­θό­ρι­στο τριγ­μό και ξε­ψυ­χι­σμέ­νο ρο­λά­ρι­σμα των ντραμς σε επι­βρα­δυ­νό­με­νο τέ­μπο μέ­χρις ορι­στι­κής εκ­πνο­ής. Τα ελα­στι­κά ακι­νη­το­ποιού­νται στο χα­λί­κι ανά­με­σα στην άσφαλ­το και στο χα­ντά­κι. Πνιγ­μέ­νο από την πα­λά­μη το κου­δού­νι­σμα των κλει­διών που βγαί­νουν απ' τον δια­κό­πτη για να χω­θούν στην τσέ­πη. Υπό­κω­φος αλ­λά σο­βα­ρός ο ήχος της βα­ριάς πόρ­τας του οδη­γού που κλεί­νει και, ατά­κα, ως βε­βια­σμέ­νη κα­τά­πο­ση, το εξ απο­στά­σε­ως σφρά­γι­σμα του τε­τρά­θυ­ρου.
Ολι­γό­λε­πτη ακι­νη­σία, βρα­δυ­κί­νη­τη σά­ρω­ση του εγ­γύς ορί­ζο­ντα, ο μα­κρι­νός δεν εί­ναι ορα­τός, τον κα­λύ­πτει το πέ­τα­σμα του πρώ­του πλά­νου, τα δέ­ντρα, η εμπρο­σθο­φυ­λα­κή του δά­σους. Στο βά­θος πιο ψη­λά σκού­ρος ο ου­ρα­νός, φαιό­χροη μο­νο­χρω­μία, απου­σία τό­νων, μη­δε­νι­κές δια­κυ­μάν­σεις. Ακα­θό­ρι­στες ρι­πές βο­ής, κά­που εκεί μα­κριά άφα­ντο και­ρι­κό φαι­νό­με­νο. Νη­νε­μία επι­το­πί­ως, ανυ­παρ­ξία πε­ρι­βάλ­λο­ντος ήχου. Ει­σπνο­ές από­λαυ­σης, οι­κεί­ος συ­ριγ­μός στη ρι­νι­κή κοι­λό­τη­τα. Άρω­μα χλω­ρο­φύλ­λης.
Χα­λα­ρός, όχι νω­χε­λής, ο βη­μα­τι­σμός, αέ­ρι­νος, σχε­δόν χο­ρευ­τι­κός, η ηλι­κία δεν τον έχει βα­ρύ­νει, χω­ρίς βιά­ση, οι­κο­δο­μεί ρυθ­μό κομ­ψής κρου­στι­κό­τη­τας συ­νο­δόν εκεί­νου της ανα­πνο­ής κα­θώς, αρ­γά, χω­ρίς βιά­ση, επι­τε­λεί­ται η διείσ­δυ­ση στο δά­σος. Το ηχό­χρω­μα του βή­μα­τος προ­ο­δευ­τι­κά ποι­κί­λει, η συ­νά­ντη­ση του πέλ­μα­τος με το έδα­φος απο­κα­λύ­πτει κά­θε τό­σο πα­ραλ­λα­γές από­χρω­σης ανά­λο­γα με το ποιόν της ύλης στην οποία προ­σκρού­ει. Χώ­μα, χα­λί­κια, πέ­τρες, χόρ­τα, λά­σπη, πε­σμέ­να φύλ­λα, τσα­λιά, πευ­κο­βε­λό­νες, βρύα, κου­κου­νά­ρια. Οι ήχοι εναλ­λάσ­σο­νται, συμ­φύ­ρο­νται με τον ρυθ­μό, δια­κό­πτο­νται από τις σιω­πές, τα κόμ­μα­τα, τις τε­λεί­ες, τα απο­σιω­ποι­η­τι­κά, συ­ντέ­μνο­νται από την στί­ξη, επι­κα­λού­νται την αντί­στι­ξη, χτί­ζουν από τα χα­μη­λά προς τα ψη­λό­τε­ρα ένα μουρ­μού­ρι­σμα, μια φω­νή, μο­νω­δία, δυο, τρεις, πο­λυ­φω­νία. Μια μου­σι­κή.
Η ατρα­πός στο­χεύ­ει βα­θύ­τε­ρα, το φως στα­δια­κά ελατ­τώ­νε­ται κα­θώς δι­η­θεί­ται από δέ­ντρα όλο και ψη­λό­τε­ρα, όλο και πιο εύ­ρω­στα, η βλά­στη­ση άναρ­χη, σύ­μπλο­κη, το μο­νο­πά­τι δύ­σβα­το, δυσ­διά­κρι­το, σε λί­γο ανύ­παρ­κτο, τα σκί­να επι­θε­τι­κό­τε­ρα, οι λει­χή­νες στα σπα­σμέ­να ξε­ρό­κλα­δα γλι­στε­ρές, στα­γο­νί­δια γυα­λί­ζουν διά­στι­κτα στους ιστούς από αρά­χνες που γε­φυ­ρώ­νουν τις φτέ­ρες. Ημί­φως.
Διά­χυ­τη εδώ και ώρα μια βου­βή βοή, βόμ­βος Βα­βυ­λω­νί­ας ακα­τά­λη­πτης, ανά­μει­κτη με συ­ριγ­μό σε χα­μη­λή συ­χνό­τη­τα, το «ίσο» μιας ψαλ­μω­δί­ας, δια­χέ­ε­ται έρ­πο­ντας στην αρ­χή, με­τά αναρ­ρι­χά­ται μου­λω­χτά, ανα­κτά ύψος χα­μη­λής πτή­σης, ξε­τυ­λί­γε­ται ύπου­λα και επάλ­λη­λα διά μέ­σου πυ­κνών και ατί­θα­σων θυ­σά­νων των θα­μνοει­δών. Στην ιδιο­συ­χνό­τη­τα της με­γα­λο­πρε­πούς τα­λά­ντω­σης των ψη­λό­τε­ρων αει­θα­λών και φυλ­λο­βό­λων. Προ­ε­λαύ­νουν γαρ αέ­ριες μά­ζες, οι ώσεις τους απαι­τούν το σέ­βας ―και το ει­σπράτ­τουν― από τη χλω­ρί­δα που δεν θα προ­έ­βα­λε αντί­στα­ση ού­τως ή άλ­λως, του­να­ντί­ον συ­μπράτ­τει, αντα­πο­κρί­νε­ται στη διέ­γερ­ση, συμ­βάλ­λει με τη δι­κή της γλώσ­σα στη σύν­θε­ση του ψί­θυ­ρου, επι­κα­λεί­ται τη συν­δρο­μή της πα­νί­δας, την συ­στρα­τεύ­ει απαί­δευ­τα, αξιο­ποιεί κραυ­γές, ουρ­λια­χτά, κρωγ­μούς, υλα­κτές, βρυ­χηθ­μούς, τι­τι­βί­σμα­τα, κο­ά­σμα­τα, μου­γκα­νη­τά, τα συ­ντάσ­σει τυ­χαία, τα δια­τάσ­σει εν σει­ρά, τα πα­ρα­τάσ­σει αντι­στι­κτι­κά, τα συ­ντο­νί­ζει αβί­α­στα με τη δι­κή της δό­νη­ση. Οι­κο­δο­μεί­ται αυ­τε­παγ­γέλ­τως η συ­ναυ­λία, γι­γα­ντώ­νε­ται με­γα­λειω­δώς η Συμ­φω­νία.
Απύθ­με­να βά­θη. Ωκε­α­νός σε τό­νους του γκρί. Δύ­σκο­λη μα­ζί και ανά­λα­φρη η κο­λύμ­βη­ση ανά­με­σα στα πλά­σμα­τα του δά­σους. Από ψη­λά στην επι­φά­νεια εισ­δύ­ουν δέ­σμες φω­τός, δια­θλώ­νται, κα­τα­κρη­μνί­ζο­νται ατά­κτως, συ­γκρού­ο­νται με τα φυλ­λώ­μα­τα, θω­πεύ­ουν κλω­νά­ρια, πε­ρι­πτύσ­σο­νται με τους κορ­μούς, σε όλο το ύψος, σε όλο το βά­θος, σε όλη την απέ­ρα­ντη έκτα­ση μέ­χρι τον από­μα­κρο με­λα­νό ορί­ζο­ντα που δεν ορί­ζει πα­ρά χά­ος.
Θο­λά μα­ζί και δια­πε­ρα­στι­κά πλα­νώ­νται και δια­σταυ­ρώ­νο­νται τα βλέμ­μα­τα, τα νεύ­μα­τα. Αλ­λού αμή­χα­να κι αλ­λού ασύ­στο­λα. Απει­λη­τι­κά, ει­ρω­νι­κά, σαρ­κα­στι­κά. Υπο­μει­διά­μα­τα, γέ­λια, καγ­χα­σμός. Τα πλά­σμα­τα του Δά­σους νη­φά­λια, ανε­νό­χλη­τα, ολύ­μπια, σε πλή­ρη σύ­ντη­ξη με τον Κό­σμο τους, πα­ρα­κο­λου­θούν με χλια­ρό εν­δια­φέ­ρον την κα­τά­πλη­ξη που προ­κα­λούν στον ει­σβο­λέα. Και την απο­λαμ­βά­νουν.

Άρις Γε­ωρ­γί­ου


Τίποτα σπουδαίο
Τίποτα σπουδαίο


Ακού­στη­κε ουρ­λια­χτό, κραυ­γή αγω­νί­ας, βρυ­χηθ­μός,
πα­ρά­πο­νο μα­ζί και απει­λή.
Άφη­σα το αυ­το­κί­νη­το και χώ­θη­κα στο.
Δεν ήταν πα­ρά ένα κλα­δί από πε­σμέ­νο έλα­το
που το ‘τρω­γε σι­γά σι­γά το δά­σος.
Τί­πο­τα σπου­δαίο.

Απομεινάρια
Απομεινάρια

Μοιά­ζει κου­φά­ρι ελα­φιού που το ΄φα­γαν οι λύ­κοι.
Έχει την κί­νη­ση του ελα­φιού, μα­κρύ λαι­μό, μι­κρό κε­φά­λι.
Έχει τη χά­ρη του ελα­φιού, την αγω­νία του θα­νά­του.
Θα ΄ταν ωραίο ελά­φι αν ήταν ελά­φι.
Που δεν ήταν.


Ξωτικά του δάσους
Δράκων φύλαξ
Δράκων φύλαξ

Δρά­κων φύ­λαξ

εκ του δέρ­κο­μαι, δερ­κό­με­νος, ἐδερ­κό­μην, δερ­κέ­σκε­το, δέρ­ξο­μαι δέ­δορ­κα, ἔδρᾰκον,  ἐδέρ­χθην, ἐδρα­κό­μην (Ἐκ τῆς √ ΔΕΡΚ πα­ρά­γο­νται ὡσαύ­τως τὰ δέρ­γμα, δρά­κων, δορ­κάς· πρβ λ. dar← (videre), πρ­κμ. dadar←a· Ἀγγλο-Σαξ. torht (ἔνδο­ξος)· Πα­λαιο-Γερμ. zoraht (σα­φής, κα­θα­ρός).) Βλέ­πω κα­θαρῶς, βλέ­πω, Ὅμ.· με­τοχ. δε­δορ­κώς, ἔχων τὴν ὅρα­σιν,  ἀντί­θε­τον τῷ τυ­φλός, Σοφ. Οἰδί­πους τύ­ραν­νος. 454· ἀκο­λού­θως ἐπειδὴ ἡ ὅρα­σις ἀνα­γκαία εἰς τὴν ζω­ήν, ζῶν, ζω­ντα­νός, ζῶντος, καὶ ἐπὶ χθονὶ δερ­κο­μέ­νοιο Ἰλιάς. Α . - συ­χνά­κις ὡς τὸ βλέ­πω, με­τ’ οὐδετ. ἐπιθ., δει­νόν, σμερ­δα­λέ­ον δ., φαί­νο­μαι φο­βε­ρός, Ὅμ., κτλ.· οὕτω μετὰ  συ­στοί­χου αἰτιατ., πῦρ ὀφθαλ­μοῖσι δε­δορ­κώς, ἐξα­κο­ντί­ζων πῦρ ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ, Ὀδύ­σεια τ. 446· παρὰ Πινδ. Π. 3. 151, = ἐπο­πτεύω· δε­δορκὸς βλέ­πω, εἰμὶ ὀξυ­δερ­κής, ἔχω ὀξυ­δέρ­κειαν, ἔχω ὀξύ­αν ὅρα­σιν.*

*Απόσμασμα από το  Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας των Liddell & Scott


Με τη ρομφαία
Με τη ρομφαία

Με­γα­λείο - Δύ­να­μη - Ευ­λο­γία – Κα­λο­σύ­νη – Υπε­ρο­χή – Επι­μο­νή – Ηρω­ι­σμό – Τόλ­μη - Ιε­ρή Δύ­να­μη – Αρ­χο­ντιά – Αι­σιο­δο­ξία – Ενέρ­γεια – Νοη­μο­σύ­νη - Αν­δρι­κή γο­νι­μό­τη­τα.

Όλες τις αρε­τές τις έχει ο Δρά­κος στην μα­κρι­νή Ανα­το­λή.
Εδώ στα μέ­ρη μας εί­ναι κα­κός, από­γο­νος του Όφε­ως του ἐπι­κα­τά­ρα­του ἀπὸ πά­ντων τῶν κτηνῶν καὶ ἀπό πά­ντων τῶν θη­ρί­ων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς που μή­λα από το δέν­δρο της γνώ­σης μοί­ρα­ζε ως μη όφει­λε ο άτα­κτος πλα­νευ­τής.

Γι᾽ αυ­τό και ο Άγιος Γε­ώρ­γιος …


Δράκος;
Δράκος;



Ένα πε­σμέ­νο έλα­το.
Κορ­μός σπα­σμέ­νος, κλα­διά σπα­σμέ­να, απο­κομ­μέ­να, σπαρ­μέ­να γύ­ρω του σε χί­λια κομ­μά­τια. Κά­ποια κρα­τούν ακό­μη επά­νω του αλ­λά όλα με τον χρό­νο δια­λύ­ο­νται γί­νο­νται σκό­νη, πρω­ταρ­χι­κά στοι­χεία, άζω­το και άν­θρα­κας, λί­πα­σμα για τα νέα έλα­τα που θα φυ­τρώ­σουν εδώ.
Ποιος Δρά­κος;


Ξωτικά του δάσους
Ξωτικά
Ξωτικά



Ένα αγριο­γού­ρου­νο, πέ­ντε έξι σκυ­λιά, ένας μυρ­μη­γκο­φά­γος και μια κου­κου­βά­για απο­κα­λύ­φθη­καν στις ρί­ζες ενός έλα­του σε δά­σος της κε­ντρι­κής Ελ­λά­δας.
Στη θέα του φω­το­γρά­φου ετρά­πη­σαν εις φυ­γήν.
Πρό­κει­ται για ανε­ξή­γη­το φαι­νό­με­νο που θα μπο­ρού­σε να οφεί­λε­ται και στην κλι­μα­τι­κή αλ­λα­γή.
Ίσως πά­λι να εί­ναι απλά πνεύ­μα­τα και ξω­τι­κά του δά­σους.


Μαγικά
Μαγικά



Μια κου­κου­βά­για μια φο­ρά κοί­τα­ξε σ’ ένα κα­θρέ­φτη και κο­κά­λω­σε.
Έχα­σε τα πού­που­λα, έχα­σε τα φτε­ρά της κι έγι­νε δέν­δρο.
Και το δέν­δρο με­γά­λω­σε και ψή­λω­σε κι έγι­νε το κα­μά­ρι του δά­σους.
Πέ­ρα­σαν χρό­νια και χρό­νια και ήρ­θε η ώρα του.
Έχα­σε τα φύλ­λα, έχα­σε τα κλα­διά.
Πα­σχί­ζει τώ­ρα να ξα­να­γί­νει κου­κου­βά­για.


Δίπλα στο ποτάμι
Δίπλα στο ποτάμι


Δί­πλα στο πο­τά­μι κά­θε­ται το ξω­τι­κό.
Πα­ρα­μο­νεύ­ει ν’ αρ­πά­ξει με τα χέ­ρια του τα μα­κριά τις νύμ­φες που έρ­χο­νται με το φεγ­γά­ρι.
Πα­ρα­μο­νεύ­ει τα χρό­νια που οι νύμ­φες έρ­χο­νταν με το φεγ­γά­ρι.
Μα τα χρό­νια πια δεν έρ­χο­νται που οι νύμ­φες έρ­χο­νταν με το φεγ­γά­ρι.
Και τα χέ­ρια έγι­ναν κλα­διά κι έβγα­λαν φύλ­λα και το κορ­μί έγι­νε κορ­μός κι έβγα­λε ρί­ζες.
Κι έγι­νε το ξω­τι­κό πλα­τά­νι σαν όλα τα πλα­τά­νια
δί­πλα στο πο­τά­μι.


Ξωτικά του δάσους
Γέλως
Γέλως



Γελᾷ δ’ ὁ μω­ρός, κἄν τι μὴ γ έλοιον ᾖ.

Ξε­ρα­μέ­νο κού­τσου­ρο, πα­λιό­ξυ­λο φα­γω­μέ­νο απ΄τη βρο­χή και τον αέ­ρα .
Δεν έχεις πια φύλ­λα ού­τε κλα­διά και τα που­λιά σ΄ εγκα­τα­λεί­ψαν .
Μυρ­μή­γκια μό­νο γέ­μι­σες που τρώ­νε τον φλοιό σου.
Και συ γε­λάς; 
Μω­ρέ.


Happy Day
Happy Day


Άρα­γε αν ζού­σα­με κι εμείς 200 χρό­νια
Όρ­θιοι στην ίδια θέ­ση
Με το κρύο, με τη ζέ­στη
Με τους ίδιους γεί­το­νες
Όταν θα ερ­χό­τα­νε η μέ­ρα
Θα σκά­γα­με κι εμείς στα γέ­λια πε­θαί­νο­ντας;

Ο Θεός τα ‘κανε θάλασσα
Ο Θεός τα ‘κανε θάλασσα

τὸ δὲ ὕδωρ ἐπε­κρά­τει σφό­δρα σφό­δρα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐκά­λυ­ψε πά­ντα τὰ ὄρη τὰ ὑψη­λά, ἃ ἦν ὑπο­κά­τω τοῦ οὐρα­νοῦ· πε­ντε­καί­δε­κα πή­χεις ὑπε­ρά­νω ὑψώ­θη τὸ ὕδωρ καὶ ἐπε­κά­λυ­ψε πά­ντα τὰ ὄρη τὰ ὑψη­λά. καὶ ἀπέ­θα­νε πᾶσα σὰρξ κι­νου­μέ­νη ἐπὶ τῆς γῆς τῶν πε­τεινῶν καὶ τῶν κτηνῶν καὶ τῶν θη­ρί­ων καὶ πᾶν ἑρπετὸν κι­νού­με­νον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶς ἄνθρω­πος. καὶ πά­ντα, ὅσα ἔχει πνοὴν ζωῆς, καὶ πᾶν, ὃ ἦν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, ἀπέ­θα­νε.

Γένεσις, κεφ. 7 — Ο κατακλυσμός του Νώε.


Ξωτικά του δάσους
Ἡ ὅρασις τῆς Πόρνης καὶ τοῦ Θηρίου
Ἡ ὅρασις τῆς Πόρνης καὶ τοῦ Θηρίου



§8 Τὸ θη­ρί­ον ὃ εἶδες, ἦν καὶ οὐ κ ἔστι, καὶ μέλ­λει ἀνα­βαί­νειν ἐκ τῆς ἀβύσ­σου καὶ εἰς ἀπώ­λειαν ὑπά­γειν· καὶ θαυ­μά­σο­νται οἱ κα­τοι­κοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς, ὧν οὐ γέ­γρα­πται τὸ ὄνο­μα ἐπὶ τὸ βι­βλί­ον τῆς ζωῆς ἀπὸ κα­τα­βολῆς κό­σμου, βλε­πό­ντων τὸ θη­ρί­ον ὅτι ἦν, καὶ οὐκ ἔστι καὶ πα­ρέ­σται.

Ιωάννου, Αποκάλυψις ΙΖ’


Κύριε
Κύριε


Μω­υ­σής ΙΙ : (από Πάρ­νη­θα αυ­τή τη φο­ρά)

Κύ­ριε, Κύ­ριε, Κύ­ριε.
Ο Λα­ός σου πε­ρι­μέ­νει νέ­ες εντο­λές, ανα­θε­ω­ρη­μέ­νες.
Οι προη­γού­με­νες πο­τέ δεν ει­σα­κού­σθη­καν.
Από­λυ­τη απο­τυ­χία, κα­τα­στρο­φή.
Και κα­λά το «οὐ φο­νεύ­σεις»
Εκεί­νο το «οὐ μοι­χεύ­σεις» πώς το σκέ­φτη­κες;

Πλεονασμός
Πλεονασμός


Έλα­το γυ­μνό, ακούς;

Η μι­σή Πάρ­νη­θα κά­η­κε.
Κα­τα­στρο­φή. Κά­η­καν ελά­φια, αλε­πού­δες, αγριο­γού­ρου­να, σκαν­τζό­χοι­ροι, λα­γοί, ασβοί, κου­νά­βια, χω­ρα­φο­μυ­γα­λί­δες, τυ­φλο­πό­ντι­κες, χε­λώ­νες, φί­δια.
Ας μη συ­νε­χί­σω.
Άλ­λα­ξε το κλί­μα της Ατ­τι­κής, όπου ζει η μι­σή Ελ­λά­δα.

Η Σα­λώ­μη μό­νο ένα κε­φά­λι ζή­τη­σε για να κά­νει το χο­ρό της.

Χίμαιρα
Χίμαιρα



Ήρ­θε κά­πο­τε η ώρα, από τα δυο, ν’ ανα­δει­χθεί το δυ­να­τό­τε­ρο.
Αυ­τό που θα βα­σί­λευε σ’ όλα τα ξω­τι­κά του δά­σους.
Άπλω­σαν τα κλα­διά, αρ­πά­χτη­καν με φο­βε­ρή μα­νία κι άρ­χι­σαν να συ­στρέ­φο­νται, ποιο θα ρί­ξει τ’ άλ­λο κα­τα­γής τις ρί­ζες του να κό­ψει.
Οι βρο­ντε­ρές τους οι κραυ­γές τρό­μα­ξαν ζώα και που­λιά μα νι­κη­τής δεν βγή­κε.
Η πά­λη συ­νε­χί­στη­κε για χρό­νια, για αιώ­νες.
Τό­σο πο­λύ που πά­λε­ψαν, κλα­διά, ρί­ζες, κορ­μοί πλέ­χτη­καν με τον και­ρό σε μα­κρα­μέ πε­ρί­τε­χνο με χί­λιους κό­μπους.
Έγι­ναν ένα σώ­μα.
Μό­να τα δυο κε­φά­λια τους μεί­ναν χω­ρι­στά
το ένα να βλέ­πει ανα­το­λή, τ’ άλ­λο να βλέ­πει δύ­ση
μη και φα­νεί ο Πή­γα­σος με τον Βελ­λε­ρε­φό­ντη.


Νοός παίγνια
Νοός παίγνια


Τό­τε που το παι­δί ήταν παι­δί
στο Μαύ­ρο Δά­σος χά­νο­νταν και ρώ­τα­γε τα δέν­δρα να του πουν τα μυ­στι­κά του κό­σμου.
Κι αυ­τά απα­ντού­σαν «θρόι­σμα», «θρόι­σμα» ψι­θυ­ρι­στά, εκ­κω­φα­ντι­κά φώ­να­ζαν «θρόι­σμα».
Τό­τε που το παι­δί ήταν παι­δί ένας λύ­κος λευ­κός ερ­χό­τα­νε και του ‘δει­χνε τον δρό­μο για να βγει από το Μαύ­ρο Δά­σος.
Τώ­ρα που το παι­δί δεν εί­ναι πια παι­δί κι έπα­ψε να ρω­τά, ακό­μα κι αν δεν έμα­θε πο­τέ τις απα­ντή­σεις,
συ­χνά του λευ­κού λύ­κου τη μορ­φή βλέ­πει στα σύν­νε­φα και στους κορ­μούς των δέ­ντρων.

Αναφορά στο ποίημα «Lied vom Kindsein» του Peter Handke για την ταινία Ο ουρανός πάνω από το Βερολίνο.



Όνειρο
Όνειρο
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: