Έτσι, τυραννά η Ευρώπη την Ελλάδα!

Από τον Βίνκελμαν στον Μάνο Χατζιδάκι και τον Μίκη Θεοδωράκη

Ρώμη 1954. Φωτ. Μάριο Βίτι
Ρώμη 1954. Φωτ. Μάριο Βίτι

Τ’ αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς ...στην Ιθάκη

Πέρασαν οι ευρωεκλογές, και ποτέ δεν φάνταζε η Ευρωπαϊκή Ένωση τόσο εύθραυστη όσο σήμερα! Οι πολίτες της ποτέ τόσο διχασμένοι. Από τη μία, αδιαφορία ή ακόμα και απέχθεια γι αυτήν, κι από την άλλη οι ένθερμοι υποστηρικτές. Για ποιαν Ευρώπη, όμως; Βέβαια, ακόμα και η σχέση μεταξύ της Ιδέας της «Ευρώπης» και των Ευρωπαίων είναι αμφίσημη· ...η αλήθεια είναι ότι ήθελα να θέσω το ζήτημα ως η «Τυραννία της Ευρώπης επί της Ελλάδας», τίτλος που θα ταίριαζε στο στιλ κάθε ευρωπαϊκού περιοδικού για τις Τέχνες και τον Πολιτισμό, αλλά τελικά επέλεξα τον τρέχοντα τίτλο, που θα συναντούσε κανείς σε σκανδαλοθηρικές φυλλάδες τύπου Bild. Κατά μία έννοια η Bild είναι «πιο ευρωπαϊκή» από το London Review of Books (πάνω από 1,5 εκ. το τιράζ της πρώτης, ούτε 70.000 του δευτέρου), «αφού σε περισσότερους Ευρωπαίους δεν απευθύνεται;», θα ισχυριζόταν μία όχι ασυνήθιστη πλέον άποψη για τον πολιτισμό. Την Ελλάδα της κρίσης πάντως την τυράννησε μάλλον η Ευρώπη της «λαϊκής», ή μάλλον λαϊκίστικης, Bild, παρά η Ευρώπη του LRB· της πολιτικής, παρά του πολιτισμού. Μπορούμε όμως πράγματι να διαχωρίσουμε τις δύο Ευρώπες; Είναι διαφορετικές, αλληλοδιαπλέκονται ή αντιτίθενται;

Για εμάς, στην Ελλάδα, η «Ευρώπη» αποτελεί έναν εξίσου πολιτικό και πολιτισμικό στόχο. Στον «Ελληνάρα» αποδίδουμε όλα όσα δεν θα θέλαμε να είμαστε. Ο «Ελληνάρας» είναι η ενσάρκωση του μη-πολιτισμένου, αυτού που δεν έγινε ακόμα «Ευρωπαίος». Ωστόσο κι ο Ευρωπαίος θέλησε κάποτε να γίνει ...Έλληνας. Στις αρχές του 19ου αι. ο Λουδοβίκος, ο βασιλιάς της Βαυαρίας και πατέρας του Όθωνα, είχε επιδιώξει να μετατρέψει το Μόναχο στην Αθήνα του Ίζαρ (του ποταμού που διασχίζει το Μόναχο), γεγονός που δεν προξενούσε πάντοτε θαυμασμό στους συγχρόνους του. Ο Χάινριχ Χάινε έγραφε ότι «το να βαφτίζεται νέα Αθήνα κάθε γωνιά του Μονάχου, είναι, μεταξύ μας, ολίγον γελοίο» (Reise von München nach Genua, 1828), ενώ ο αρχι-αρχειοθηκάριος του Μονάχου, Καρλ Χάινριχ φον Λανγκ κορόιδευε αυτήν τη μανιώδη Graecomania λέγοντας σκωπτικά ότι το Οκτόμπερφεστ (το γνωστό φεστιβάλ μπύρας) είναι οι νέοι Ολυμπιακοί Αγώνες (Hammelburger Reise, 1823)! Αυτήν την εμμονή των Γερμανών με την (αρχαία) Ελλάδα περιέγραψε το 1935 ως την Τυραννία της Ελλάδας επί της Γερμανίας η Ελίζα Μάριαν Μπάτλερ, υποστηρίζοντας ότι, με αφετηρία τον Βίνκελμαν, ανύψωσαν την Ελλάδα σε ένα τόσο απρόσιτο και χιμαιρικό ιδεώδες, όπου εν τέλει κατέληξαν σκλάβοι του.

Οι Ευρωπαίοι λοιπόν ονειρεύονταν να γίνουν Έλληνες κι οι Έλληνες Ευρωπαίοι, και τελικά κανείς δεν ήταν αυτό που ήθελε. Ο τόπος του Ονείρου είναι εν τέλει ένα εξιδανικευμένο Αλλού που πασχίζει να μετασχηματιστεί στο ιδεώδες Εδώ! Στη χώρα μας, η αναζήτηση του Αλλού στο Εδώ βρήκε μία από τις χαρακτηριστικότερες εκφράσεις της στη μουσική των Μάνο Χατζιδάκι και Μίκη Θεοδωράκη. Τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδας, η μουσική τους ταυτίστηκε με την ιδέα της ελληνικότητας στη μουσική. Τί το «ελληνικό» όμως είχε η μουσική τους;

Όταν οι Χατζιδάκις και Θεοδωράκης άρχισαν να παρεμβαίνουν στη μουσική ζωή του τόπου μας, ο καθωσπρέπει τρόπος μουσικής διασκέδασης θεωρείτο το ελαφρό τραγούδι. Ο συνθέτης του ελαφρού τραγουδιού, Τάκης Μωράκης, έλεγε χαρακτηριστικά ότι «το ελληνικό τραγούδι οφείλει να είναι ευρωπαϊκό, μιας και η Ελλάδα ανήκει στην Ευρώπη» (Τα Νέα, 1960). Πόση συμμετοχή στο ελληνικό μουσικό γίγνεσθαι είχε όμως ένα τραγούδι που καυχιόταν πως είναι του «ολίγου, αλλά εκλεκτού κόσμου»; Το πλέον δημοφιλές τραγούδι ήταν το ρεμπέτικο, το οποίο κατηγορείτο ως μία ξένη μουσική, ανατολίτικη, τούρκικη. Τη λογική που κατέτασσε την «ανατολίτικη» μουσική στην ξένη, και την «ευρωπαϊκή» στην ελληνική, καυτηρίαζε ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης: «Και τώρα ας έρθουμε στο άμοιρο μπουζούκι. Δεν είναι ελληνικό, λένε. Μήπως το πιάνο το ανακαλύψαμε εμείς;» (Αυγή, 1961).

Ο Χατζιδάκις ήταν ο πρώτος που θέλησε να τοποθετηθεί δημοσίως για το ρεμπέτικο με όρους «ελληνικότητας», στην περίφημη διάλεξή του, της 31ης Ιανουαρίου του 1949. Τί το ελληνικό έβλεπε όμως στο ρεμπέτικο;

«Το ρεμπέτικο κατορθώνει με μια θαυμαστή ενότητα, να συνδυάζει το λόγο, τη μουσική και την κίνηση [...] θυμίζοντας μορφολογικά την αρχαία τραγωδία [...] Μα για να εξηγήσουμε τη βασική αυτή προέκταση του βυζαντινού μέλους στο ρεμπέτικο, αρκεί να δούμε πόσο κοινή ατμόσφαιρα δημιουργούσε η παρακμή του Βυζαντίου με τη δικιά μας σήμερα [...] Όλα δίνονται λιτά, απέριττα με μία εσωτερική δύναμη που πολλές φορές συγκλονίζει. Και ακόμα ολάκερο το λαμπρό μεγαλείο της αρχαίας τραγωδίας και όλων των αρχαίων μνημείων, δεν βασίζεται πάνω στην καθαρότητα, στη λιτή γραμμή [...]; Μήπως αυτό δεν είναι το κύριο και μεγάλο στοιχείο που χαρακτηρίζει την ελληνική φυλή;»

Όπως παρατηρούμε, η χατζιδακική «ελληνικότητα» του ρεμπέτικου έχει εσωτερικεύσει μία σειρά από ευρωκεντρικές ή ευρωπαϊκής προέλευσης αντιλήψεις. Καταρχάς για τον Χατζιδάκι, το ρεμπέτικο είναι «ελληνικό», όχι επειδή στο παρόν δημιουργείται από Έλληνες ή/και εκφράζει Έλληνες, αλλά επειδή εντοπίζει στο ρεμπέτικο στοιχεία από ολόκληρη την ελληνική ιστορία· θέση που έλκει τις ρίζες της στις αντιλήψεις του Γιόχαν Γκότφριντ Χέρντερ περί οργανικού έθνους, δηλαδή του έθνους που ζει σαν ζωντανός οργανισμός στο πέρασμα των αιώνων με τα ίδια, αναλλοίωτα χαρακτηριστικά. Τα αιώνια χαρακτηριστικά που βλέπει ο Χατζιδάκις στο ρεμπέτικο, τα βλέπει κι αυτά μέσα από μια ευρωπαϊκή ματιά. Ισχυρίζεται ότι το ρεμπέτικο θυμίζει την αρχαία τραγωδία επειδή συνδυάζει λόγο, μουσική και κίνηση. Μα αυτά τα στοιχεία δεν συνδυάζει σχεδόν κάθε παραδοσιακή ή λαϊκή μουσική του κόσμου; Μόνο αν έχεις ως σημείο αναφοράς την ευρωπαϊκή κλασική μουσική ή το ευρωπαϊκό ελαφρό τραγούδι, καταλήγεις στο συμπέρασμα ότι τα παραπάνω στοιχεία αποτελούν κάτι τόσο μοναδικό. Του θυμίζει το Βυζάντιο γιατί και τα δυο έχουν μία ατμόσφαιρα παρακμής. Μα ήταν μονίμως σε παρακμή το χιλιόχρονο Βυζάντιο ή αυτές ήταν απλώς οι δυτικές προκαταλήψεις, όπως αυτές είχαν διατυπωθεί και στην Ιστορία της παρακμής και της πτώσης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Εδουάρδου Γίβωνα; Ακόμα και η θέση για τη «λιτότητα» των αρχαίων μνημείων, που τάχα επιβιώνει στο ρεμπέτικο ―ήταν γενική τάση των Ευρωπαίων διανοούμενων να εξιδανικεύουν ως «λιτή» τη λαϊκή μουσική, βλέποντας σε αυτήν το αντίπαλον δέος στο κιτς του συρμού― , πρωτοδιατυπώθηκε το 1755 από τον Βίνκελμαν, που η Μπάτλερ είχε τοποθετήσει στους πρωτεργάτες της τυραννίας της Ελλάδας επί της Γερμανίας.

Ο Χατζιδάκις δεν ερμηνεύει απλώς την «ελληνικότητα» του ρεμπέτικου με ευρωπαϊκούς όρους, αλλά επιλέγει να υιοθετήσει και τα ευρωπαϊκά αισθητικά δίπολα για να προσδιορίσει τον χαρακτήρα του. Αντιπαραβάλει μία μουσική-ως-τέχνη, μη-καθημερινή, «σοβαρή», με έμφαση στη στοχαστικότητα, με μία μουσική-ως-διασκέδαση, καθημερινή, «ελαφρά», με έμφαση στη σωματικότητα, τοποθετώντας το ρεμπέτικο, ή έστω την πιο «ενδιαφέρουσα» πτυχή του, πιο κοντά στην πρώτη παρά στη δεύτερη.

«...θά ΄ναι κάπως ανόητο αν νομίσουμε, ότι ο χασάπικος μπορεί ή πάει ν’ αντικαταστήσει το τανγκό. Οι λαϊκοί τούτοι ρυθμοί έχουν κάτι πολύ, περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται για να καλυφθούν οι βραδινές μας διασκεδαστικές ώρες [...] Κάθε απόπειρα που θα κινήσει να φέρει το ρεμπέτικο τραγούδι σε καθημερινή χρήση, και επιπόλαια και καταδικασμένη είναι. Αλλά το ίδιο μήπως δεν συμβαίνει και με την άλλη μουσική, αυτήν που ονομάζουμε σοβαρή; Μπορεί κανείς να φανταστεί ποτές, πως μια βραδιά κεφιού του, είναι δυνατόν να την καλύψει με την Σονάτα 110 του Μπετόβεν;»

«Ο ζεϊμπέκικος [...] επιδέχεται αφάνταστη ποικιλία αυτοσχεδιασμού [...] Ο καλός χορευτής στο ζεϊμπέκικο θα ΄ναι εκείνος που θα διαθέτει τη μεγαλύτερη φαντασία [...] Ο σέρβικος [...] παρουσιάζει ελάχιστο ενδιαφέρον κι αυτό απ’ τη μεριά της δεξιοτεχνίας[...] που ικανοποιεί μόνον το επιδεικτικό μέρος των ποδιών κάποιου χορευτή».

Για την ιστορία, ως καθημερινή διασκέδαση, τελικά ο χασάπικος νίκησε το τανγκό, αλλά κι οι δυο μαζί νικήθηκαν από το τσιφτετέλι. Το τσιφτετέλι είναι κι ο χορός που, παρότι βασικός στο ρεμπέτικο, απουσιάζει από τη διάλεξη! Είναι προφανές ότι αυτός ο τόσο «σωματικός», «μη στοχαστικός», «καθημερινός» και «ανατολίτικος» χορός δεν ταίριαζε στο αισθητικό ιδεώδες του. Ούτε ο Χατζιδάκις, ούτε ο Θεοδωράκης έγραψαν ποτέ τσιφτετέλια ― ο Χατζιδάκις μόνο στη μουσική για ταινίες, όταν έπρεπε δηλαδή, όχι όταν ήθελε.

Ούτε ο Χατζιδάκις, ούτε ο Θεοδωράκης υιοθέτησαν, ως είχε, τη λαϊκή μουσική, αλλά μόνο αφού την εξευρωπάισαν πρώτα. Από όλο το εύρος του λαϊκού τραγουδιού, ξεχώρισαν συγκεκριμένα τη Συννεφιασμένη Κυριακή ως το κατεξοχήν ελληνικό, λαϊκό τραγούδι. Πρόκειται για ένα τραγούδι, χωρίς τριημιτόνια κι άλλα «ανατολίτικα» στοιχεία. Ένα ευρωπαϊκά εκπαιδευμένο αυτί μπορεί να το κατανοήσει επί τη βάσει μιας Μείζονας κλίμακας. Και στη δική τους μουσική, οι δύο μουσουργοί, γράφουν σε ρυθμούς λαϊκών χορών ―όχι σε τσιφτετέλι φυσικά―, αλλά όχι σε λαϊκούς δρόμους! Δεν θα ακούσεις Χιτζάζ ή Ουσάκ στη μουσική τους, ούτε άλλα «ανατολίτικα», μα λαϊκά στοιχεία, παρά μόνο Μείζονες και Ελάσσονες κλίμακες.

Αν από την Ελλάδα υιοθέτησαν το λαϊκό στοιχείο υπό προϋποθέσεις, από την Ευρώπη δεν το υιοθέτησαν καν. Δεν θα ακούσεις στη μουσική τους επιδράσεις από τις ιταλικές ταραντέλες, ούτε από το ισπανικό φλαμένκο, ούτε φυσικά από το γερμανόφωνο λαϊκοπόπ Schlager, παρά μόνο από το ευρωπαϊκό, έντεχνο στοιχείο. Εξάλλου όταν μιλάμε στην Ελλάδα για «Ευρώπη», έχουμε στο μυαλό μας τη λέξη Πολιτισμός· τη «διαχρονική» Ευρώπη, όχι τη λαϊκή ή/και καθημερινή Ευρώπη. Στο Άξιον Εστί ο Θεοδωράκης ενώνει την ελληνική λαϊκή μουσική με την ευρωπαϊκή έντεχνη, τη λαϊκή ορχήστρα με τη συμφωνική ορχήστρα. Αν και στο Canto General ―που αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση― ο Θεοδωράκης ενώνει δύο λαϊκές μουσικές με την ευρωπαϊκή έντεχνη, σε γενικές γραμμές αναφερόταν στους λαϊκούς πολιτισμούς άλλων λαών, για να τους τοποθετήσει τον έναν δίπλα στον άλλον, όχι για να τους ενώσει σε ένα ενιαίο μουσικό έργο: «Το μπουζούκι είναι για την νεοελληνική λαϊκή μουσική ότι κι η κιθάρα για τα σπανιόλικα φλαμίγκος, οι μπαλαλάικες για τα ρώσικα τραγούδια και το ακορντεόν για τα παριζιάνικα βαλσάκια. Είναι από μία άποψη το σύγχρονο εθνικό λαϊκό όργανο» (Αυγή, 1960). Η «ελληνικότητα» του μπουζουκιού δεν έχει απλώς ενορχηστρωτική αξία για τον Θεοδωράκη. Δεν είναι απλώς ένα μουσικό όργανο με «ωραίο» ήχο, αλλά ένα όργανο-εκπρόσωπος της ελληνικότητας. Δεν απαντά απλώς στο ερώτημα του τί είναι «ελληνικό», αλλά στο τί είναι «ελληνικό» εντός του ευρωπαϊκού, μουσικού πλαισίου. Το θεοδωρακικό μπουζούκι ήταν εν τέλει μία απόπειρα απάντησης στο ερώτημα του πώς μπορείς να είσαι «Έλληνας» στην Ευρώπη.

Το ακριβώς αντίθετο ερώτημα ίσως προσπαθούσε να απαντήσει ο, φίλος του ευρωπαϊστή Καραμανλή, Χατζιδάκις: πώς δηλαδή να είσαι «Ευρωπαίος» στην Ελλάδα, όταν κατά τα πρώτα χρόνια της καριέρας του απέφευγε να χρησιμοποιήσει το (άραγε υπερβολικά λαϊκό, άρα μη «ευρωπαϊκό»;) μπουζούκι, και τοποθετούσε στη θέση του το ―με κοντινό ηχόχρωμα και επίσης διπλόχορδο― «ευρωπαϊκό» μαντολίνο. Πόσο «ευρωπαϊκός», όμως, ήταν ο ήχος του μαντολίνου; Αν λάβουμε υπόψη τα αποσπάσματα από τον ιταλικό τύπο που μας παραθέτει ο Roberto Dainotto, μάλλον όχι και τόσο...

«Όσο κι αν προσπαθήσαμε να ξεχάσουμε τη πίτσα και το μαντολίνο, όσο κι αν προσπαθήσαμε να κάνουμε πιο βόρεια [ευρωπαϊκά] τα ήθη και τα έθιμά μας, όσο κι αν θυσιάσαμε κομμάτι-κομμάτι το κοινωνικό μας κράτος [...] στο όνομα του “εκμοντερνισμού” και του “εξευρωπαϊσμού”, [τελικά] δεν είμαστε πια Ιταλοί, μα ούτε κι Ευρωπαίοι [γίναμε]» [Europe (in Theory), 2007].

Τελικά ούτε κι οι Ιταλοί είναι «Ευρωπαίοι», ούτε και το μαντολίνο τους. Αντιθέτως ευρωπαϊκότατο ―το κατεξοχήν ευρωπαϊκό χαρακτηριστικό μάλιστα― ήταν το κοινωνικό κράτος που θυσίασαν για να γίνουν Ευρωπαίοι. Τουλάχιστον αυτό ισχυριζόταν ο πρόεδρος της Κομισιόν, Ζακ Ντελόρ, όταν έγραφε για τις Φιλοδοξίες της Ευρώπης, το 1990 (Foreign Policy, τχ. 80). Για ποιαν Ευρώπη, λοιπόν... Ούτε οι Γερμανοί γίναν Έλληνες. Ούτε οι Έλληνες κι οι Ιταλοί Ευρωπαίοι. Ούτε κι η Ευρώπη παρέμεινε «Ευρώπη». Κι όλα αυτά τα τυραννικά Όνειρα ίσως να αποτελούν απλά μια αφορμή για το ταξίδι· κι ας παραμένουν όνειρα.

Το κείμενο αυτό βασίζεται σε σκέψεις που πρωτοδιατύπωσα στο 8ο Διατμηματικό Μουσικολογικό Συνέδριο, το 2016 (σσ. 336-345). Δεν αποτελεί όμως περίληψη αυτών των σκέψεων, καθώς πρόκειται για δύο διαφορετικά, αυτόνομα κείμενα. https://musicology.mus.auth.gr...