Καλοκαίρι στην πόλη

(Αρχείο Ν. Λάμπρου)
(Αρχείο Ν. Λάμπρου)

Λίγο πριν τη σκληρή εφηβεία, στο μεταίχμιο της απώλειας του παιδικού εαυτού μας, έκανε ο καθένας με τον τρόπο του τη δική του επανάσταση. Οι φωνές μας άρχιζαν να χοντραίνουν, θυμίζοντας βραχνοκόκορες, τα ξυράφια είχαν βγει για να ξυρίσουν τις πρώτες τρίχες, χνούδι ήταν δηλαδή, στο πάνω χείλος.
Εκείνα τα καλοκαίρια κουτρουβαλούσαμε από τον λόφο της Καλλίπολης μέχρι τα βράχια της Πειραϊκής, στο «Σκαφάκι». Ένας ανίερος λόχος αποτελούμενος από σχεδόν μαντραχαλάδες. Οι τυχεροί με τα ποδήλατα, τα πατίνια και τα μοτοποδήλατα ήταν η εμπροσθοφυλακή∙ είχαν πάρει τον άτυπο τίτλο του ιππότη. Και οι υπόλοιποι οι απλοί στρατιώτες, το πεζικό τμήμα.
Εκεί σ’ εκείνο το φωτεινό σημείο, όπου τα νερά είχαν μια τουρκουάζ απόχρωση βουτούσαμε με πόδια, κεφάλι και κοιλιές ουρλιάζοντας ασυνάρτητα επιφωνήματα, πετώντας στον αέρα ασύνδετες λέξεις και βγάζοντας άναρθρες κραυγές. Οι κυρίες με τα ολόσωμα μαγιό κουνούσαν έμπλεες αποδοκιμασίας το κεφάλι τους για την κατάντια της νεολαίας. Κάποιοι αργόσχολοι απολάμβαναν το θέαμα, με το τσιγάρο περασμένο στον δείκτη και τον παράμεσο, που τους προσφέραμε.
Κολυμπούσαμε από τη μία μύτη, κάτω από το γήπεδο του Πορφύρα, μέχρι την άλλη, όσες φορές αντέχαμε. Ο νικητής είχε το προνόμιο να διαλέξει πρώτος παίκτες για τον καθιερωμένο απογευματινό αγώνα κάτω στο λιμάνι, δίπλα στην αλάνα από την «Παγόδα» του Οργανισμού Λιμένος Πειραιά.
Αφήναμε τα άγουρα κορμιά μας να τα ψήσει ο ήλιος πάνω στις πέτρες, έχοντας ακουμπήσει το κουρασμένο βλέμμα μας στον ανοιχτό ορίζοντα, έτσι που διακρίναμε έστω και αχνά τις ακτές της Αίγινας.
Και όταν έπιανε πια το μεσημέρι, όταν δηλαδή με βαριά καρδιά η παρέα έπρεπε να σπάσει σε κομμάτια μέχρι να ξανακολλήσει το ίδιο απόγευμα, έπαιρνα τους δρόμους, μιας και δεν είχα κανέναν να με περιμένει στο σπίτι. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες είχαν φύγει για το ταξίδι χωρίς επιστροφή πριν προλάβουν να με κρατήσουν στην αγκαλιά τους με τα λιπόσαρκα χέρια τους και ο πατέρας με τη μητέρα αναστέναζαν και ήλπιζαν σ’ ένα καλύτερο αύριο στο μικρό ζαχαροπλαστείο που διατηρούσαν σε ένα δρομίσκο στα σύνορα με το Νέο Φάληρο, κληρονομιά του άκληρου πρώην αφεντικού του πάτερα μου, του Ελισσαίου από τη Λέσβο με καταγωγή από το Αϊβαλί. Είχε δώσει γη και ύδωρ, μαζί με την ευχή του για μακροημέρευση της ―πρώην πια― επιχείρησής του.
Η παρέα είχε σκορπιστεί στους πέντε ανέμους, κι εγώ, σέρνοντας τα πόδια μου από την κούραση κατάφερνα να φτάσω μέχρι το περίπτερο του Πέτρου και να πάρω ένα παγωτό ξυλάκι. Εκείνο το μικρό χαρτζιλίκι, τα κέρματα δηλαδή που κουδούνιζαν στις τσέπες μου, μια συγκεκαλυμένη δωροδοκία εν είδει απολογίας των γονέων για τη συνεχόμενη απουσία τους.
Κάθε μεσημέρι με περίμενε ο Λάμπρος με τη σφυρίχτρα στο στόμα συνοδεύοντάς με μέχρι τις μπαζωμένες σπηλιές της Πειραϊκής, όπου είχαν εξαφανιστεί εν μία νυκτί όλα τα περιθωριακά στοιχεία που τις είχαν κάνει σπίτι τους. Προσπαθούσε να συμβαδίσει ―μάταια― με την πραγματική ηλικία των σαράντα του ετών κρατώντας ένα αναμμένο τσιγάρο στα δάκτυλα του αριστερού του χεριού. Μόνο που το μυαλό είχε κολλήσει στην ηλικία των οκτώ. Ένας μεσήλικας με καρδιά μικρού παιδιού.
Κάπνιζε και σφύριζε εναλλάξ, μέχρι να φτάσουμε στο Αντικαρκινικό και εκεί, κοιτάζοντας με τον τρόμο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του το κτήριο έπαιρνε φορά και ανέβαινε τρέχοντας το στενό που οδηγούσε στο προαύλιο του Αγίου Βασιλείου. Οι δύο του γονείς είχαν αφήσει ελπίδα, σώμα και ψυχή σε κάποιο δωμάτιο του τρίτου ορόφου. Παρόλο τον φόβο και την τρεχάλα προλάβαινε να μου κάνει νόημα πως την επόμενη μέρα, θα ήταν απίκο στο πόστο του περιμένοντάς με για να με συντροφεύσει στην ιδιότυπη βόλτα μας.
Έπαιρνα μια βαθιά ανάσα, βγάζοντας από το μυαλό μου την εικόνα του Λάμπρου και αφηνόμουν να ξεχαστώ χαζεύοντας τις πολυτελείς θαλαμηγούς μέσα στη μαρίνα Ζέας. Κατέβαινα έχοντας τον ήχο από τις βουτιές των τολμηρών από τον λιμενοβραχίονα, μέχρι να αντικρίσω την απόλυτη ησυχία μπροστά από το Ναυτικό Μουσείο, έως ότου δω να κάθεται όπως κάθε μεσημέρι πάνω στον σκουριασμένο κάβο τον Παναγιώτη τον «Οκέι», δυο χρόνια μεγαλύτερός μου με το καλάμι στο χέρι να ψαρεύει μπαλάδες στα βρόμικα ακίνητα ελώδη νερά. Ό,τι κι αν του έλεγες ξεκινούσε και τελείωνε τη φράση του με τη λέξη «Οκέι» και κάπως έτσι του κόλλησε το παρωνύμι.
Αφήνοντας το Πασαλιμάνι και φτάνοντας στα Βοτσαλάκια, μ’ έπιανε ταχυκαρδία. Κάθε φορά προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου να προσπεράσει την πλαζ και εκείνος μου χαμογελούσε σαρδόνια ψιθυρίζοντας πως πάλι θα έπαιρνα το θάρρος από τη λαμαρίνα που είχε δαγκώσει και κατέβαινα δυο δυο τα σκαλιά, δίπλα στη σπηλιά του Παρασκευά, αλαφιασμένος ψάχνοντας με το βλέμμα να συναντήσω τη Νάσια∙ το κορίτσι που μου ‘χε πάρει τα μυαλά.
Ήταν εκεί, παρέα με τη γιαγιά της που ήταν ένας καθιστός δράκος έτοιμος να λιώσει με τη φωτιά από το στόμα του καθέναν που θα τολμούσε να πλησιάσει την εγγόνα στα τρία μέτρα. Εγώ όμως ήμουν μια από τις εξαιρέσεις μιας και η γιαγιά Αθανασία λάτρευε τα σαραγλί που την κερνούσαν οι γονείς κάθε που τύχαινε να ψωνίζει από το ζαχαροπλαστείο. Είχα το προνόμιο να σταθώ για λίγο δίπλα της, μέχρι να φανεί το λίγωμα στα μάτια μου και με ευγενικό τρόπο να με ξαποστείλει με ένα γλυκό και ταυτόχρονα φαρμακερό νωδό χαμόγελο.
Ένιωθα πως ήμουν ένας τιποτένιος, ένας ελεεινός, έτσι που άφηνα πίσω μου, ρίψασπις, την πριγκίπισσα στα χέρια του Κέρβερου, χωρίς να τολμήσω να σταθώ δίπλα της, να την πιάσω από τα μακριά και λεπτά δάκτυλά της, που θύμιζαν πιανίστρια, και να την πάρω μαζί μου στο μέρος που είχα πλάσει με τη φαντασία μου, έναν δικό μου, που θα γινόταν δικός μας, πλανήτη, σαφώς επηρεασμένος από την πρώτη ―με παιδική ακατέργαστη λογοτεχνική ματιά― ανάγνωση του Μικρού Πρίγκιπα.
Και ύστερα με σκυμμένο το κεφάλι, μη τολμώντας να σχηματίσω τη λέξη σ’ αγαπώ στα χείλη μου, ανέβαινα προς την Καστέλα, νιώθοντας όλο και πιο βαρύ το κορμί μου, μέχρι να με αγκαλιάσουν τα πασπαλισμένα με άχνη ζάχαρη χέρια της μητέρας μου, στο εργαστήρι όπου μύριζε ζάχαρη, βούτυρο και κανέλα.
Ξαπόσταινα για λίγο, ίσα για να δοκιμάσω μια άκρη από καζάν ντιπί, ώστε να πάρω κουράγιο για τον δρόμο της επιστροφής, λαθρεπιβάτης μέσα στο πράσινο λεωφορείο, με προορισμό την αλάνα του Οργανισμού Λιμένα Πειραιά, έτοιμος για την ποδοσφαιρικό αγώνα μέχρι τελικής πτώσης.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: