Σαν τον Άτλαντα

Σαν τον Άτλαντα

Στο φως των παραμυθιών μέσα στο σκοτάδι

― Μπαμπά πες μου ξανά το παραμύθι με τον Άτλαντα.

― Να… οι άνθρωποι πίστευαν πως κρατούσε όλο τον ουρανό στα χέρια…

Καθώς κοιμόταν ένιωσε ένα ισχυρό βουητό, έναν τρομακτικό θόρυβο. Σαν η χάρτινη φιγούρα του Κύκλωπα να τρύπησε το όνειρο, να τον άρπαξε με ένα πελώριο χέρι, και να τον ταρακούνησε. Λιποθύμησε.

Κατέβηκε βαθύτερα απ΄ τον ύπνο, σε αυτό το απλόχωρο, λευκό πεδίο όπου οι αισθήσεις κουβεντιάζουν χαμηλόφωνα με την Τύχη και τον Χρόνο.

Μετά από αρκετές ώρες, ξύπνησε, με μια παράξενη πνιγηρή αίσθηση, άνοιξε τα μάτια σαστισμένος, βρισκόταν στο κρεβάτι και ήταν σκοτεινά. Ένιωσε τα πόδια στριμωγμένα, παρ΄όλα αυτά μπορούσαν να κινηθούν. Τρομαγμένος και έκπληκτος σήκωσε τα χέρια, ψηλά, τα τέντωσε, σχημάτισε ένα ημικύκλιο σαν τον τυφλό που θέλει να καταλάβει τις κοντινές αποστάσεις από το σώμα. Τα χέρια κινούνταν ελεύθερα. Το πρόσωπο λερωμένο, σκονισμένο και μια βαριά πούδρινη σκόνη να έχει εισχωρήσει παντού, στα αφτιά, στα μάτια, βαθιά στο στόμα, να έχει καθίσει πάνω στα βλέφαρα. Πήγε να φωνάξει μπαμπά αλλά κόμποι σκόνης τον έπνιξαν, έβγαλε βραχνούς ήχους και ξερόβηξε με στεγνό λαιμό.

Ψαχούλευσε με τα χέρια το σώμα. Φορούσε πιτζάμες. Στην πάνω τσέπη μια καραμέλα βουτύρου, θυμήθηκε πως την τσάκωσε στα κρυφά, πριν πάει για ύπνο. Τεντώθηκε δίπλα και άγγιξε το κινητό, πρόσφατο δώρο με χίλια παρακάλια και άπειρες υποσχέσεις να ανεβάσει τους βαθμούς στο σχολείο και έτσι τους έπεισε. Τι ανακούφιση να το κρατά στα χέρια. Δεν έσπασε. Το ψαχούλεψε και άνοιξε το φακό. Ένα χλωμό, γαλαζόλευκο φως απλώθηκε στο χώρο μια λεπτή διαφανή λάμψη. Ξαφνιάζεται. Το παιδικό δωμάτιο είναι αυτό, αλλά αλλιώς, αλλόκοτο, συμπιεσμένο, σκονισμένο, ναι είναι το παιδικό δωμάτιο αλλά μοιάζει με σπιρτόκουτο, ποτέ δε μπορούσε να φανταστεί ότι το δωμάτιο μπορεί να μετατραπεί σε μικρό, τσιμεντένιο σπιρτόκουτο και αυτός να χωράει μέσα, το κρεββάτι μοιάζει με μεγάλο συρτάρι και όλο το δωμάτιο σαν σπιρτόκουτο. Με φωτεινούς μικρούς κύκλους το περιεργάζεται. Πεσμένοι τοίχοι, άλλοι ραγισμένοι με ξεφλουδισμένες φέτες μπογιάς, εδώ και εκεί σπασμένα τούβλα, σκιές γύρω κουλουριασμένες σαν σαλιγκάρια, ανεβοκατεβαίνει ο φακός και μαζί και η σπυρωτή σκόνη που γυαλίζει θαμπά το διαλυμένο κομοδίνο, τα βιβλία και τα παιχνίδια που τον κοιτάζουν αναποδογυρισμένα, το ίδιο και το διαλυμένο κάστρο playmobil, στεναχωριέται, φωτίζει ψηλά και βλέπει μια κυρτή κολόνα να στηρίζει το γαλάζιο ταβάνι που κρέμεται πάνω από το κεφάλι.

―Μπαμπά πες μου ξανά το παραμύθι με τον Άτλαντα.

Κλείνει το φακό. Φοβάται. Θέλει να κλάψει. Σφίγγεται. Περιμένει με κλειστά τα μάτια. Ακίνητος. Ξαπλωμένος, ανασαίνει γουλιές γουλιές αέρα. Ακούει κοφτή την ανάσα. Στο σκοτάδι, στο τσιμεντένιο σκοτάδι, η ψύχρα και ο φόβος μπιμπικιάζουν το σώμα, ανασηκώνουν σε μικρές, σκληρές κορυφές το δέρμα. Αισθάνεται τρέμουλο, κατουριέται, τα υγρά κυλούν ασυγκράτητα, χνωτίζουν ζεστά τα πόδια, πρόσκαιρα ηρεμεί, αλλά και ντρέπεται, η μαμά θα τον μάλωνε.

Πού είναι η μαμά;

Μπαμπά πες μου ξανά το παραμύθι με τον Άτλαντα...
―Ο Άτλαντας λοιπόν σηκώνει στους ώμους τον Ουρανό.

Κάτι ακούει βαθιά, σαν πνιχτές φωνές, σαν αγκομαχητά, με τη μικρή παλάμη αφήνει αδύναμους γδούπους στον τοίχο. Ο λαιμός καταπίνει ξερούς κόμπους σκόνης ανάμεικτα με πνιγμένα δάκρυα, μα ο Άτλαντας δε θα έκλαιγε…

Ακούει ένα αδύναμο κλάμα μωρού.
Ακούει τη λέξη βοήθεια αχνά, ξέπνοα.

Μαμά;
Μπαμπά;

Ένα πράσινο τερατάκι, έτσι το λέει ο μπαμπάς, γρατζουνάει την κοιλιά. Είναι αυτό της πείνας. Τη σκαλίζει με κοφτερά νύχια γιατί πεινάει. Πεινάει πολύ. Στο κεφάλι αισθάνεται μια μαύρη σβούρα που στροβιλίζει ζαλισμένη, τον λιγώνει, τον αποδυναμώνει, ανοιγοκλείνει αργά τα μάτια, κοιτάζει το ταβάνι να κρέμεται, αισθάνεται κουρασμένος. Διψάει. Ανάσες γύψινης σκόνης στέκονται στην αφυδατωμένη γλώσσα. Είναι στεγνές και στυφές. Αηδιάζει. Θυμάται την καραμέλα, την ξετυλίγει από το περιτύλιγμα, τη γλείφει αργά με γλυκιά ανακούφιση. Διψάει. Ανοίγει την οθόνη του κινητού. Αρχίζει να μιλά αδύναμα, ακούει τη φωνή του σχεδόν συλλαβιστά να λέει «είμαι ο Batu και θέλω να δείτε πώς είναι εδώ μέσα», προλαβαίνει και στέλνει το μήνυμα στην ομαδική των συμμαθητών, σε λίγο η μπαταρία σβήνει. Αρχίζει και χαμογελά αναθαρρημένος στην ιδέα αυτού που πρόκειται να συμβεί. Σίγουρα θα κάνει φιγούρα. Οι συμμαθητές τον συμπαθούν αλλά πάντα είναι πολύ συγκρατημένος, πολύ συνεσταλμένος, πολύ διστακτικός. Να μη φοβάσαι, του λέει ο μπαμπάς. Σίγουρα θα τον θαυμάσουν για αυτό το βίντεο. Σηκώνει τα χέρια ψηλά σαν να θέλει να αγγίξει με τα μικρά φουσκωτά ακροδάχτυλα το γερμένο ταβάνι.

Κλείνει τα μάτια.

Μπαμπά πες μου ξανά το παραμύθι.

Ανάμεσα στα μάτια που τσούζουν και στα σκονισμένα βλέφαρα έρχονται εικόνες. Μαγικές εικόνες. Με τη φωνή του μπαμπά. Παίρνει θάρρος. Σηκώνεται όρθιος αποφασιστικά. Συγκεντρώνεται. Λυγίζει ελαφρά το πίσω πόδι. Μαζεύει όσο πιο πολλή δύναμη μπορεί και με μια ρωμαλέα κίνηση, με μια βροντερή ανάσα, με ηχηρό μουγκρητό, με δυο γυμνά σφριγηλά μπράτσα, με σφιγμένα χείλη από την ένταση, υψώνει με συγκλονιστική ισορροπία, σταθερά, στέρεα όλο το πελώριο τσιμεντένιο ταβάνι. Εκτινάσσεται ο θρίαμβος, το θάρρος μέσα του. Κρατά με ανοιχτά τα χέρια πάνω στους ώμους όλο το γαλάζιο ταβάνι του παιδικού δωματίου, τον πλατύ θόλο του Ουρανού, σαν τον Άτλαντα.

Κουβαλά με δύναμη τον Ουρανό με τη φωτεινή νύχτα που αστράφτει, το σκοτάδι γύρω αστράφτει και τα αστέρια στάζουν δροσερή λάμψη στο μέτωπο, στάζουν υγρό φως στα μάτια, ξεδιψούν τη γλώσσα.

Κοιμάται και ξυπνά και αναρωτιέται πόση ώρα έχει περάσει μέσα στο σπιρτόκουτο.

Μπαμπά πες μου το πάλι.

Ακούει, ένα δυνατό τράνταγμα. Σκόνη ανασηκώνεται, μακρινές φωνές ακούγονται. Το πρόσωπο συσπάται, ο λυγμός πισωγυρίζει, όμως αυτός κρατά το γαλάζιο ταβάνι, κρατά τον τσιμεντένιο θόλο του Ουρανού στους ώμους, πρέπει να αντέξει. Αντέχει.

Ακούει θόρυβο, τον ακούει, τον ακούει στα σίγουρα.

―Batu; Βatu;
―Ναι.
―Μη φοβάσαι.
―Batu είμαστε κοντά.
―Ναι.
―Σε λίγο φτάνουμε.
―Batu θα σε βγάλουμε.
―Βatu είσαι γενναίος. Είσαι δυνατός
―Μπράβο, έστειλες μήνυμα με το κινητό.
―Βatu, λίγο ακόμα.

Απανωτά σκαψίματα, μέταλλα που κόβονται και τσιρίζουν, μηχανές ουρλιάζουν, τον πλησιάζουν. Καταλαβαίνει την τσιμεντένια πέτρα πίσω να μετακινείται. Κάποιος τον αγγίζει, τον πιάνει σφικτά από το μπράτσο, με δύναμη και σταθερά και αργά, πολύ αργά τον τραβά, τον σέρνει, τον σηκώνει, ακούει ζωηρές φωνές, πολλά χέρια με ενθουσιασμό τον αγγίζουν, με μάτια μισόκλειστα, ξαφνιασμένα από το φως, μυρίζει την αγκαλιά του μπαμπά που τον τραντάζει, νιώθει στο κεφάλι να τρέμει το χάδι της μαμάς.

Χαρά, χαρά τον πλημμυρίζει, ανοίγει τα εξουθενωμένα μάτια.

Μπαμπά!

Μπαμπά τα κατάφερα... Είμαι Άτλαντας.



 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: