Μια ξύλινη καρδιά

Μια ξύλινη καρδιά



Στεκόσουν στη στροφή του δρόμου και παρακολουθούσες άγρυπνα ό,τι συνέβαινε στην κυκλική πλατεία. Με το φως και το σκοτάδι. Δε σε τάραζε ούτε η δυνατή βροχή, ούτε ο δυνατός αέρας. Αγαπούσες τους κεραυνούς, με αυτές τις περιστασιακές ριπές, που έπεφταν με βροντερό κρότο, σαν πελώριο ξύλινο παιχνίδι του ουρανού. Απολάμβανες περισσότερο τις αστραπές, γυαλιστερές και ξαφνικές, άστραφταν στιγμιαία και φώτιζαν τη υπνωτισμένη πολιτεία, αυτή που έχει διάθεση πάντα να καλύπτει μυστικά στο βαθύ σκοτάδι της νύχτας.

Άκουγες τις ιστορίες των ανθρώπων που περνούσαν ανυποψίαστοι. Συνήθιζες να παρατηρείς από μακριά τα πρόσωπα, με αυτό το καφεπράσινο βλέμμα και στο καθαρό φως της μέρας να διακρίνεις τη χαρά, τη λύπη, την περιέργεια, το φόβο … ως εκεί, τα ολοφάνερα, περισσότερα από αυτά, ανήκαν σε μια πιο περίπλοκη, πιο δύσκολη, συναισθηματική ανθρώπινη φύση και δεν τα κατανοούσες.

Ένα διαυγές πρωί, πρόσεξες έναν μεγαλόσωμο άντρα, με σκοτεινά ρούχα, με θεριεμένο βήμα που τραβολογούσε θυμωμένα το παιδί και μιλούσε δυνατά.

«Επιτέλους, τί δεν καταλαβαίνεις;» «Σταμάτα να ζητάς τη μάνα σου. Ζει πλέον σε άλλη πόλη. Μας εγκατέλειψε. Πώς το λένε;» Το παιδί περπατούσε δίπλα με αργά, στραβά βηματάκια σαν της πάπιας, με σκυμμένο κεφάλι.

Ένα ζεστό μεσημέρι τότε που έλαμπαν τα πέταλα των λουλουδιών, πέρασε ένας με δεκανίκι, ιδρωμένος κάνοντας ρυθμικό θόρυβο πάνω στα τσιμεντένια πλακάκια. Βλαστημούσε την ώρα και τη στιγμή που έπεσε από τη σκάλα.

«Εργατικό ατύχημα», σιγομουρμούριζε «για τον ηλίθιο, τον αχάριστο, τον πανύβλακα», συνέχιζε, καθώς σε προσπέρασε, κουτσαίνοντας με οργισμένο γδούπο, χωρίς διάθεση να σταθεί να νιώσει μια δροσερή, ξεκούραστη ανάσα.

Στο τελευταίο φως της ημέρας, εκεί που γυρνά ο ουρανός στο χρώμα του τριαντάφυλλου που ανθίζουν σε ασφυκτικά παρτέρια απέναντι, κάποιοι έτρεχαν με κοφτή, ρυθμική ανάσα και άλλαζαν το βήμα, χοροπηδώντας σταυρωτά για να μη σκοντάψουν. Έβλεπες και περαστικούς με βιαστικά βήματα, σαν να τους κυνηγούν, με σφικτά δάκτυλα να γαντζώνουν τις πλαστικές σακούλες με τα ψώνια και να σε κοιτούν αφηρημένα, σαν να 'σουν το κάτι που επαναλαμβανόταν πολλές φορές. Παρατηρούσες ήρεμα με αειθαλή, σταθερή παρουσία.

Μια φωτεινή μέρα, ένα μικρό παιδί έτρεξε γρήγορα προς εσένα, η μάνα παρέμεινε πίσω φωνάζοντας τρομαγμένη. Στάθηκε μπροστά σου, σήκωσε το κεφάλι ψηλά, χαμογέλασε, άνοιξε διάπλατα τα χεράκια και σ΄ αγκάλιασε. Δε χωρούσες ολόκληρος στο άνοιγμα των χεριών. Ανταπέδωσες συγκινημένος με ελαφριά υπόκλιση που θρόισε η τρυφερή σκληράδα.

Στον βόμβο των αγριομελισσών να ρουφούν το νέκταρ μιας κατακόκκινης φουντωτής βουκαμβίλιας, δύο γυναίκες, χωρίς να αλλοιώνονται τα χαρακτηριστικά τους, σχεδόν ξέγνοιαστα, συνομιλούσαν για την εξαφάνιση της χλωρίδας, της πανίδας, την αλλαγή του κλίματος, την άνοδο της θερμοκρασίας. Θα απαντούσες πως αγαπούσες τον ήλιο, τεντωνόσουν, ψήλωνες, ρουφούσες την αρχέγονη γενετήσια θέρμη που κυλούσε βαθιά μέσα σου. Αν και κάποια καλοκαίρια υπέφερες από μια πύρινη λάβα όπως χιμούσε καυτή και λαίμαργη γύρω και άκουγες και άλλους ξαναμμένους από μακριά να ανασαίνουν κοφτά και ιδρωμένα. Ως βαθύς γνώστης των κυκλικών αλλαγών, με ευχαρίστηση διαδεχόσουν τον φθινοπωρινό αέρα γλύπτη που κατέφτανε και απομάκρυνε, κάποιες φορές με σφοδρή ένταση, τα κίτρινα, σκονισμένα και φθαρμένα και αποκάλυπτε με ταλέντο, τις γυμνές, καφέ διακλαδώσεις να απλώνονται φλεβικά με κορυφώσεις, πελώρια, σκουρόχρωμα δυνατά χέρια με υψωμένα λεπτά δάχτυλα στον αιθέρα. Και καλωσόριζες και τη βουβή ομίχλη που αγαπά αθόρυβα και βαθμιαία να θολώνει τα περιγράμματα και την πρωινή αραιή και υγρή πάχνη, γεμάτη διάφανες δροσοσταλίδες, σαν άπειρα γυάλινα μάτια κουκουβάγιας καθώς νότιζε το στιβαρό σώμα σου.

Ένα άλλο χλιαρό σούρουπο που μύριζε βαρύ άρωμα λευκών λουλουδιών, μια παρέα παιδιών περπατούσε με ένα ελαφρύ βουητό χαχανητών. Ένα από αυτά, καθώς παρατηρούσε την οθόνη του κινητού, κουτούλισε πάνω σου. «Ξεκόλλα βλάκα» του φώναξαν και προχώρησαν με ξεφωνητά. Και μια άλλη μέρα, ένας ποδηλάτης έχασε τον έλεγχο του τιμονιού και ξάπλωσε βλασφημώντας φαρδύς πλατύς μπροστά σου.

Στο ύστατο σκοτάδι του πρωινού που έχει τη γλυκιά ανάσα, άκουσες και τους ανθρώπους με τις κίτρινες φόρμες να μιλούν για τις μειώσεις στο μισθό και με δυνατές βουρτσιές, με αγανάκτηση να σκουπίζουν τον δρόμο και να λένε πως μόνο εσύ βρομίζεις τόσο.

Στο φως που ξαναγεννιόταν, κάποιος ήρθε, κοντοστάθηκε και άρχισε να μουρμουρίζει για ψηλές κορυφές που αγγίζουν τον ουράνιο αιθέρα, για πράσινους αγγέλους με ανοιχτά φτερά, για τη ζωογόνα, θεϊκή φύση που ανήκουμε όλοι και ζητούσε να σε προστατεύσουν και αλλά παρόμοια που δεν είχες συνηθίσει να ακούς και τότε φύσηξε και ένα απαλό δροσερό αεράκι, που ο καθένας κανονικά λαχταρά για να θυμηθεί την κούνια που έκανε μικρός και φυλλορροώντας σάλευσες, να θυμίζεις πως δεν είσαι αχάριστος.

Σίγουρα πάντως οι πιο καλοί φίλοι ήταν τα πουλιά. Πλανιόταν στον αέρα, πετάριζαν ψηλά, σε σμήνη, μόνα, ελεύθερα, ριψοκίνδυνα, δίπλα, πάνω, τιτίβιζαν μέρα, νύχτα και άνοιγες κλαδωτά, σαν πλατιά βεντάλια, άφθαρτη στο χρόνο, την καφεπράσινη φροντίδα και τα προφύλαγες, τα ζέσταινες, τα ξεκούραζες μέχρι να αισθανθούν δυνατά και να ξαναπετάξουν, με τη γνωστή πτητική αμεριμνησία.

Συχνά διασκεδάζατε με τους άλλους της γειτονιάς. Κιτρινοπράσινα σφυρίγματα με αέρα μαέστρο, συνθέσεις συλλαβιστές, διακεκομμένες απλώνονταν σαν αόρατα φίδια με φτερά, ήχοι συριστικοί με αθανασία αιώνων που μόνο εσείς με την ξύλινη καρδιά αναγνωρίζατε και μόνο τα παιδιά καταλαβαίνουν.

Ένα άλλο συννεφιασμένο πρωί, σε μουντό ουρανό γιατί είχε φύγει ο ήλιος τρέχοντας, ήρθαν άνθρωποι με επίσημα ρούχα, και εκφράσεις ευγενικές και αποκαλούσαν κάποιον κύριο. Έβγαλαν μέτρα, συζήτησαν, κατέγραψαν. Άκουσες ξεκάθαρα να λένε πως έχουν άδεια να σε διώξουν γιατί εμπόδιζες την κατασκευή του νέου ποδηλατοδρόμου. Παρατηρούσες με προσοχή. Με μια αδιατάρακτη παρουσία. Σαν άνθρωποι, φυσικά και δεν καταλάβαιναν.

Στο δροσερό μερόνυχτο, κάποιοι διαμαρτυρήθηκαν έντονα και με ένα πανό φώναζαν ρυθμικά: «Α-φή-στε το να ζή-σει».

«Μα εγώ δε ζω. Είμαι η ζωή. Λέει κανείς στη ζωή να ζήσει;» έλεγες.

Τελοσπάντων δεν καταλάβαινες και πολλά μ΄ αυτήν την ξύλινη καρδιά.

Ο αποχωρισμός του σώματος από τις χρόνιες θαμμένες ρίζες ήταν επώδυνος. Στο κόψιμο σου στρίγγλιζαν. Με τα γαμψά νύχια βαθιά μέσα στο έδαφος, αντιστάθηκαν συλλογικά, με συμπαγή δύναμη, με θέληση σκληρή, μία προς μία, ως την τελευταία. Δε μάτωσαν καθόλου. Μόνο άσπρισαν, το άσπρο του σκληρού πάγου, σαλεμένες από το ριζικό και κατέληξαν χαμηλά στο έδαφος σε κύκλο, κίνηση αλλοτινής ζωης να στριφογυρίζουν αλλοπαρμένες και στεγνές.

—Τώρα ανεμπόδιστα θα κινούνται οι ποδηλάτες.

—Πώς κάνετε έτσι;

-Ένα δέντρο είναι. Έχει και άλλα παρακάτω.

Αυτά πρόλαβες να ακούσεις πριν πέσεις στην πικρή άσφαλτο με παταγώδη θόρυβο.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: