Κινήσεις που αγνοείς κ.ά.


Εί­δω­λο

Xρειά­ζο­μαι μια τέ­χνη νη­στε­μέ­νη
που να μοι­ρά­ζε­ται την αγω­νία μα­ζί μου
σέρ­νει ξέ­πνο­ους πό­θους η ψυ­χή μου,
―σχι­σμές στη νύ­χτα, ω, σε­λή­νη κρυμ­μέ­νη―,
η μοί­ρα κεί­ται άνυ­δρη, ―το άφυ­λό μου
εκτύ­πω­μα―, η σκιά στη γη μου θα με­ρώ­σει-,
Μό­νο αυ­τή, πι­στή, δε θα προ­δώ­σει
Κραυ­γά­ζο­ντας σκαιά το εί­δω­λό μου

Θα το φρο­ντί­ζουν οι θε­οί το πε­πρω­μέ­νο,
―Λες―, να με­τρή­σω έρη­μο τη θά­λασ­σα,
Βλέ­πω στο βά­θος των ζω­ών μου ό,τι χά­λα­σα
―Έφτα­σα πρό­σω­πο στε­νό κα­θη­μαγ­μέ­νο―

Ό,τι περ­νά απ' το χέ­ρι σου για το κα­λό μου
―Φέ­ρε, –τερ­πνά ιε­ρά– ζη­τά­ει η Ομορ­φιά―,
Η άνοι­ξη θα ΄ναι απλω­μέ­νη στην πο­διά
Κραυ­γά­ζο­ντας σκαιά το εί­δω­λό μου

Οι εύ­νοιες της τύ­χης έχουν κύ­η­μα
Σύ­ντο­μα γί­νο­μαι ό,τι δεν εί­μ' ακό­μα
―Κά­ποιο αμί­λη­το ανε­κλά­λη­το πτώ­μα―
Ενώ περ­νάς και τε­λειώ­νει το ποί­η­μα
Μες στο βρά­δυ κοι­τάς το λαι­μό μου
Όλ' όσα πί­στε­ψες για μέ εί­ναι ψέ­μα,
Η σιω­πή ―σω­ρός βα­ρύς―, μυ­ρί­ζει αί­μα
Κραυ­γά­ζο­ντας σκαιά το εί­δω­λό μου

Υπάρ­χεις σα θα­μπός χρυ­σός μες στο μυα­λό μου
―Το γερ­μέ­νο πο­τή­ρι, το μαύ­ρο ψω­μί―
Πριν φύ­γω αφή­νω στην πόρ­τα το κλει­δί
Κραυ­γά­ζο­ντας σκαιά το εί­δω­λό μου

[Αύ­γου­στος 2012]




Κι­νή­σεις που αγνο­είς...
...​pour la fin du siècle

Απ' το 'να σή­με­ρα έρ­πο­ντας στο άλ­λο―
Με ήχο λο­ξό, ―δεν ήσουν που­θε­νά―
Ήταν φθι­νό­πω­ρο με στεί­ρα δει­λι­νά
Λάμ­ψη της μέ­ρας, που άφη­νε σι­νιά­λο

Άν­θι­ζε ου­ρα­νό γύ­ρω στους λό­φους
―Στε­κό­ταν, έτσι, με σφιγ­μέ­νες τις γρο­θιές―
Όπως γεν­νιό­ταν η αυ­γή στις ρε­μα­τιές―
Ίδια οπτα­σία σ' ανοί­κια­στους ορό­φους

Μα να, η σκιά κρυ­φά πα­ρα­μο­νεύ­ει,
Ξα­να­κερ­δί­ζω τη σι­γή στα νε­φε­λώ­μα­τα―
Στιγ­μές που στά­ζου­νε φτε­ρά και χρώ­μα­τα―

Σι­μώ­νω το πα­ρά­πο­νο, που γα­λη­νεύ­ει
Γε­μά­το φως εί­ν' το σκο­τά­δι που αδειά­ζει―
Κου­νώ­ντας τα κα­πέ­λα όταν βρα­διά­ζει.

Μέ­νει λί­γο φώ­σφο­ρο στη θέ­ση τους...
     ...​alors que,
        
Joyce dit au revoir à Trieste

Μέ­νει λί­γο φώ­σφο­ρο στη θέ­ση τους
Φεγ­γά­ρια πά­νω από στε­γνό πη­γά­δι
Κυ­κλώ­πειο κά­στρο το σκο­τά­δι
Σαν η στορ­γή δεί­χνει τη ζέ­ση τους

Ερώ­των θά­μα­τα δε­ό­με­νος
Λογ­χί­ζου­νε όντας στον ύπνο σου―
Κορ­μί δί­χως βά­ρος το λί­κνο σου,
Στο λύ­χνο των άστρων ― ερ­χό­με­νος,

Στο Μά­τσου Πί­τσου ή στις Μυ­κή­νες
Άνε­μος σέρ­νει τα φτε­ρά μας
Πή­λι­νη μά­σκα εί­ν' η χα­ρά μας

Νο­σταλ­γείς Σε­λή­νη και Σει­ρή­νες.―
Κίρ­κη: ―Μαλ­λί κα­να­ρι­νί και χιό­νια―
Στο νε­ρό και στα φύλ­λα, αιώ­νια.

Βα­σι­λεύ­ουν τα συν­νε­φα

.....το μά­τι έχει στε­ρέ­ψει
Νί­κος Γκά­τσος, Αμορ­γός

Στραμ­μέ­νο εί­ναι στη θά­λασ­σα
Το φως, θα­μπό να χορ­τά­σει,
Αγρί­μια ήμε­ρα να πιά­σει―
Κα­τάρ­τια στα φύ­κια, χά­λα­σα

Βα­θύ, το πεύ­κο, ― που ξε­ραί­νε­ται
Υπάρ­χει στο Πο­τέ και στο Χρό­νο
Σι­γούν τα κύ­μα­τα και λιώ­νω
Η μνή­μη σαν κλέ­βει, ― μα­ραί­νε­ται

Σι­γά σι­γά τον κλέ­φτη σφυ­ρί­ζεις
Τον ιδρώ­τα της γης να μυ­ρί­ζεις
Το μό­χθο των ρε­μά­των φω­νά­ζο­ντας

Φτά­νει ν' αν­θί­σει μό­νο η μη­λιά
Λί­γο κρα­σί ν' αρ­θρώ­σω τη μι­λιά
Κι ένα φι­λί κα­θώς ξυ­πνάς, ― στε­νά­ζο­ντας



 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: