Άμα το λέει το έθιμο

Άμα το λέει το έθιμο

Ήταν ντάλα ζέστη, καταμεσήμερο. Η Αγλαΐτσα απ’ τον πρώτο παραφύλαγε - η γνωστή ιστορία κάθε μεσημέρι. Δεν τον άφηνε να κάνει στάλα δουλειά. Βαρούσε το τζάμι του φωταγωγού με το σκουπόξυλο:
«ΣΗΦΗΗΗ… ανάθεμά σε πάλι μεσημεριάτικα… τέρμα, θα σού φέρω το εκατό».
«Εντάξει, εντάξει Αγλαΐτσα μου, τέλος· τα παρατάω, μη μου συγχύζεσαι».
«Μούξινος, άξεστε. Την επόμενη να ξέρεις φωνάζω το εκατό και πάει και τέλειωσε, φουκαρά μου».
Τι ζόρι τράβαγε η Αγλαΐτσα στην τελική; Παιδιά, σκυλιά δεν είχε να κοιμίσει, ο άντρας της φευγάτος στα ξένα κι ετούτη εδώ η μέγαιρα σίγουρα δεν έκλεινε μάτι ποτέ. Ο Σήφης πέταξε τα εργαλεία στον πάγκο και πήγαινε πέρα δώθε στο μαγαζί, φουρκισμένος. Το μάτι του έπεσε πάνω σ’ ένα βιβλιαράκι, απ’ αυτά που έχουν ένθετα οι εφημερίδες. Θα το είχε ξεχάσει ο πελάτης με το ποντικί Starlet που τού έκανε σεφτέ. Το εξώφυλλο ήταν απλοϊκό. Είχε μία δέσμη κιτρινωπού φωτός που εστίαζε πάνω σε μία κλειδαρότρυπα κι έγραφε:

Τζόζεφ Κόνραντ
Το πανδοχείο των δύο μαγισσών
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ

Με το βιβλιαράκι ανά χείρας μπήκε στο γραφείο κι έκατσε στην δερμάτινη καρέκλα (την είχε μπλαστρώσει με καφέ ταινία συσκευασίας για να μην αδειάζει το αφρολέξ). Έπεσε με τα μούτρα στο διάβασμα.
Κάπου, κάπου ερχόταν ένα ψεύτικο αεράκι το οποίο κορόιδευε λίγο την κάψα του.
Διάβαζε απορροφημένος κάμποση ώρα, ώσπου γλάρωσε.
Τα γράμματα άρχισαν να θολώνουν και να τρέχουν ακαταλαβίστικα - πήγαινε πίσω μπρος και ξαναδιάβαζε τα ίδια. Μετά κόπων και βασάνων κατάφερε να ολοκληρώσει τις τελευταίες αράδες:

Η μάγισσα που ήταν σαν μούμια άρχισε να του μιλάει, μουρμουρίζοντας για τον παλιό καιρό. Καυχιόταν για τη φήμη του πανδοχείου εκείνες τις καλύτερες μέρες. Σπουδαίοι άνθρωποι με τις δικές τους άμαξες σταματούσαν εκεί.[1]

Τότε εμφανίστηκε ακριβώς μπροστά τού, μια χαμογελαστή σιλουέτα.
«Εσύ πιστεύεις σε μάγισσες, παλικάρι»; Τον ρώτησε με μια οικειότητα αταίριαστη.
Την κοίταξε πάνω απ’ τα γυαλιά πρεσβυωπίας και με την εγγυημένη αυστηρότητα που πρόσθετε στο ύφος του αυτή η κίνηση, τής είπε ορθά κοφτά: «Άσε μάς κυρά μου μεσημεριάτικα. Δε μάς αδειάζεις τη γωνιά, είναι και τσαγκαροδευτέρα»; Τότε μπούκαρε φουριόζος ένας άντρας, ο οποίος στάθηκε πίσω της χωρίς να αρθρώσει λέξη. Μόνο χαμογελούσε.
Αυτή συνέχισε: «Μια ερώτηση, κάναμε κομπάρε, τζάμπα νευριάζεσαι. Εμείς μια ξυπηρέτηση θέλουμε μόνο».
Ήταν ψηλή, μελαμψή, με γκριζόμαυρα μαλλιά πιασμένα χαμηλό κότσο και μάτι σπινθηροβόλο. Από πάνω φορούσε λευκή φανελένια μπλούζα με ντεκολτέ. Το στήθος της ασφυκτιούσε σ’ ένα βαρέως τύπου στηθόδεσμο, από κείνους που κρέμονται σε κάτι μπουγάδες και μοιάζουν με αλεξίπτωτα. Ασορτί λευκές ραγάδες έγραφαν πάνω στο δέρμα της. Από κάτω, φορούσε μακριά φούστα φουφουλωτή, (λευκή κι αυτή). Οι γόβες της ήταν θαμποκόκκινες ― φαίνονταν τουλάχιστον ένα νούμερο μικρότερες. Ο χαμογελαστός υποκόμης της ήταν ένας ξεκάλτσωτος φτωχοδιάβολος με σκεβρωμένα σκαρπίνια, μισοριξιά μπροστά της. Αυτή η διαφορά μεγέθους χτύπαγε ακόμα περισσότερο στο μάτι, μ’ εκείνο το ριγέ παντελόνι, το χιλιοδαρμένο απ’ τον ήλιο και την όξινη βροχή, που είχε σουρώσει με τη ζώνη στην κοιλιά του για να μην τού πέφτει. Από πάνω φορούσε λευκό πουκάμισο μακρυμάνικο με τα κουμπιά όλα ανοιχτά. Τα παΐδια του διαγράφονταν σαν χορδές από κοντραμπάσο κάτω απ’ την πέτσα του.

Ο Σήφης άφησε τα γυαλιά να πέσουν στο στήθος του κι έκλεισε το βιβλίο χρησιμοποιώντας για σελιδοδείκτη ένα μολύβι ξυσμένο με μαχαίρι. Σηκώθηκε απ’ την καρέκλα. Κοίταξε έξω στο δρόμο το κόκκινο Datsun που ψυχορραγούσε· από στιγμή σε στιγμή θα έφτυνε τις βαλβίδες μία προς μία απ’ την εξάτμιση.
«Λυπάμαι κυρά μου, δε φτιάχνουμε τέτοια. Μόνο ευρωπαϊκά αναλαμβάνουμε», τής είπε και τράβηξε μια τελευταία ρουφηξιά πριν εκτοξεύσει τη γόπα ―με το μεσαίο δάχτυλο― έξω στο δρόμο.

«Δεν θέλουμε να φτιάσεις τ’ αμάξι κομπάρε» πρόλαβε να πει ο άντρας, πριν αρπάξει ξανά τον λόγο η κυράτσα:
«Καλέ, εμείς μένουμε στη Ρόδο, για γάμο ήρθαμε, παντρεύουμε την εγγόνα μας». Ο άντρας ανασυντάχτηκε και πήγαινε το κεφάλι πάνω κάτω, δηλώνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο ότι συμφωνούσε απόλυτα με τα λεγόμενά της, ενώ μες στο στόμα του αναβόσβηνε κάποιο χρυσό δόντι. «Θέλουμε να μάς δώσεις ―να χαρείς βρε παλικάρι― ένα σίδερο, μια βίδα, τίποτις σιδερένιο, ό,τι έχεις», συνέχισε αυτή. Το μάτι της έκοβε τριγύρω, όσο μιλούσε. «Έτσι το ’χουμε εμείς καλέ· να πατάει σίδερο η νύφη, να κάνει γερά παιδιά και γερό γάμο»… «Να το, αυτό μας κάνει», είπε και χώθηκε κάτω απ’ τον πάγκο. Βγήκε από κει βαστώντας ως λεία μία μπιέλα που ψάρεψε μέσα από τη λεκάνη με τα σκραπ. «Θα πλερώσουμε παλικάρι, δεν θέλουμε τζάμπα», τού ξεκαθάρισε.
Ήρθε τούμπα ο Σήφης· μαλάκωσε. Σάμπως την είχε παρεξηγήσει την κυράτσα. Όσο την κοίταγε έβλεπε ότι κουβαλούσε πάνω της μια ομορφιά όψιμη, σαν αυτή που κρύβουν στη γεύση τους τα παραγινομένα φρούτα.

«Πάρε το κυρά μου, δε θέλω λεφτά γι’ αυτό. Να’ ναι καλοστέριωτος ο γάμος σας», είπε.
«Όχι, όχι, να πλερώσουμε πρέπει, έτσι το ’χουμε. Δεν κάνει τζάμπα», είπε αυτή.
«Τι να πλερώσεις κυρά μου, το παλιοσίδερο; Πάρε το σού λέω· έτσι τα φυλάω εδώ χάμω, άσε που μού πιάνουν χώρο. Κάποια στιγμή θα περάσει ο παλιατζής και θα ξεσαβουρώσω».
«Βγάλε βρε Βαλάντη λεφτά, να πλερώσουμε, δεν καταλαβαίνει, ο βλογημένος», επέμενε η κυρά. Ο Βαλάντης έχωσε στη χούφτα της κυράς του ένα δεκάρικο διπλωμένο στα τρία.
«Έλα ντες, βάστα πέντε ευρώ ― δεν έχω και τάλαρο να σού δώσω», είπε αυτή και ξεδίπλωσε το δεκάρικο επιδέξια. Τού φαινόταν αδιανόητο του Σήφη να μην έχει ακούσει για αυτό το έθιμο.
«Τι να σε κάνω κυρά μου, άμα το λέει το έθιμο». Είπε ο Σήφης κι αφού πήρε το δεκάρικο έβγαλε απ’ την τσέπη ένα μάτσο ακατάστατα λεφτά για να δώσει τα ρέστα. Αυτές ήταν όλες του οι οικονομίες· κουκιά μετρημένα. Οι εισπράξεις απ’ τα μερεμέτια της περασμένης εβδομάδας κι ο σεφτές απ’ το ποντικί Starlet.
«Καλός άνθρωπος φαίνεσαι εσύ, καλέ. Έλα άνοιξε το χέρι, να σού σταυρώσω τους παράδες, να γίνουν πολλοί». Αμέσως τύλιξε το ένα της χέρι γύρω απ’ τον καρπό του Σήφη∙ το άλλο χέρι ανοιγόκλεινε κοφτά πάνω απ’ τα λεφτά και τα σταύρωνε. Ο Βαλάντης με τα χέρια δεμένα πίσω, πλησίασε και ψιθύρισε στο αυτί του Σήφη:
«Άκου την κυρά μου, μάστορη, είναι γουρλού η Τσαμπίκα».
Αυτό το διπλάρωμα τον είχε στριμώξει τον Σήφη, αλλά προσπαθούσε να μην το δείχνει. Σε άλλη περίπτωση θα τους είχε προγκήξει, εδώ όμως είχαν αλλιώς τα πράγματα. Εγγόνι πάντρευαν οι άνθρωποι. Στην τελική, είχε και τίποτα να χάσει; Από αναδουλειά και τζούφιους σεφτέδες, ήταν χορτάτος ― μπας κι ήταν γουρλού τελικά αυτούνη εδώ η Τσαμπίκα; Τα μάτι του πάντως δεν το σήκωνε απ’ τα λεφτά, όσο τού τα σταύρωνε και τα ευλόγαγε.

«Όλα να σού παγαίνουν καλά, να ‘χεις καλό ριζικό, χρυσές δουλειές, και πολλούς, πολλουυύς παράδες, να σε φυλά η Παναγιά, παλικάρι μου» και άλλα τέτοια έβγαιναν ροδάνι απ’ το στόμα της. Ο Βαλάντης από δίπλα, έκανε πρίμο σεκόντο. Το ψέλλισμά του ήταν επίμονο και ακαταλαβίστικο, σαν το βουητό της αλογόμυγας. Τέλειωσαν με τις αλλόκοτες ευλογίες απότομα, κι άρχισαν βιαστικά να κινούνται προς τα έξω στο σαράβαλο τους που ακόμα δούλευε με πείσμα.
«Να σας ζήσουν», είπε ο Σήφης με όλη του την καρδιά. Ταυτόχρονα παράχωνε στην τσέπη του τα ευλογημένα λεφτά, καθώς έτρεχε πίσω τους να τους ξεπροβοδίσει.
«Σ’ ευχαριστούμε κομπάρε, φεύγουμε τώρα, έχουμε ετοιμασίες, ξέρεις», είπε η Τσαμπίκα.
«Εμ, έτσι είναι οι γάμοι, Τσαμπίκα μου, άντε, άμετε στο καλό». Μπήκαν στο σαράβαλο και χάθηκαν στο ντουμάνι που έβγαινε μέσα απ’ τα πιτσικαρισμένα σωθικά του που κροτάλιζαν. Ο Σήφης κούναγε τα χέρια του για να διαλύσει το λιγδιάρικο σύννεφο.
Γύρισε αργά, αργά μέσα στο μαγαζί μειδιώντας, μέχρι που είδε πεταμένη επάνω στον πάγκο την παλιομπιέλα που είχαν πληρώσει οι άνθρωποι [...]
Έβγαλε απ’ την τσέπη του πάλι το μάτσο με τα λεφτά. Το δεκάρικο ήταν πάνω, πάνω. Τα άπλωσε όλα μαζί στον πάγκο, τα τακτοποίησε με τη σειρά (απ’ τα χοντρά προς τα ψιλά) και τα μέτρησε. Μια φουσκωμένη γαλάζια φλέβα χώρισε το μέτωπό του στα δύο. Έφτυσε τα δάχτυλα και τα ξαναμέτρησε ― άλλες δύο φορές. Άρπαξε τη μπιέλα και βγήκε στον δρόμο καβάλα στο παπάκι του, με την πίστη ότι το σαράβαλο που τους κουβαλούσε θα είχε παραδώσει ψυχή λίγο παραπέρα. Δύο φανάρια παρακάτω έφτασε ο Σήφης. Τόσο τού πήρε να χωνέψει ότι η Τσαμπίκα είχε γίνει μπουχός, έχοντας αλαφρώσει τον Σήφη με τα μαγικά της, κατά ένα πενηντάρι. Κάτι λιγότερο δηλαδή, αν αφαιρέσεις τα λεφτά της μπιέλας. Μπήκε στο πρώτο που επιτρεπόταν δεξιά και γύρισε πίσω, απ’ τα στενά. Κλείστηκε μέσα στο μαγαζάκι του και έπιασε πάλι την ιστορία με τις μάγισσες. Πήδηξε πολλές σελίδες· κάπου προς το τέλος έγραφε:

Όταν τον ρώτησε τι είχαν απογίνει οι μάγισσες, απλώς έδειξε το έδαφος και μετά έκανε ήρεμα μια ηθική διαπίστωση: «Το πάθος για χρυσό είναι ανελέητο στους γηραιούς, σενιόρ», είπε».[2]

Υπογράμμισε με μολύβι τις τελευταίες γραμμές κι έκλεισε το βιβλιαράκι. Έγειρε πίσω στην μπλαστρωμένη καρέκλα. Τού ’ρθε να γελάσει αγρίως, αλλά κρατήθηκε. Φόρτωσε τα πνευμόνια του ρουφώντας μπόλικο καπνό και αράδιασε μερικά δαχτυλίδια στον αέρα. Το επανέλαβε κι άλλες φορές μέχρι να περάσει η ώρα κοινής ησυχίας. Στις 17:31 ακριβώς πιάστηκε πάλι με το μερεμέτι που είχε παρατήσει στην άκρη, για χάρη της Αγλαΐτσας.

[1] Κόνραντ,Τζ. Το πανδοχείο των δύο μαγισσών, μτφ. Τζ. Μπαρουξή, (σελ. 30) εκδ. Το Ποντίκι 2007
[2] Ό.π. σελ. 45.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: