Υποτίθεται

(Αποχαιρετισμός στο "Ελληνικό Καλοκαίρι")



Ενώ πέρναγα τις διακοπές μου ήσυχα σ’ ένα νησί υποτίθεται
και λέω υποτίθεται γιατί πρακτικά ήμουν άνεργος
και δεν είχα να διακόψω τίποτα εκτός από κάτι σκοτούρες
που δε διακόπτονταν με τίποτα
αλλά και γιατί τι σόι νησί ήταν αυτό
όταν κάθε τρις και λίγο κατέφθαναν αεροπλάνα και πλοία
και άδειαζαν κόσμο πάνω του σαν να ’ταν λεωφορεία
για το ήσυχα θα τα πω παρακάτω
και καθόμουν αραχτός στην παραλία
και χάζευα στη γραμμή του ορίζοντα
τα διάφορα υποτίθεται πλοία
και λέω και πάλι υποτίθεται γιατί αν το ψάξει κανείς καλύτερα
θα καταλάβει ότι όλα τα πλοία στην ουσία
δεν ήταν παρά ένα και μοναδικό το ίδιο πάντα πλοίο
και χάζευα και κάτι άλλα πλεούμενα
βάρκες καϊκια φουσκωτά σκάφη στρώματα και σώματα
να κλυδωνίζονται απαλά στα ήρεμα υποτίθεται νερά
και λέω κι εδώ υποτίθεται γιατί τον περισσότερο καιρό
σήκωνε κάτι μελτέμια που σήκωναν να κάτι κύματα
και μαζί μ’ αυτά ψάθες μπουρνούζια ομπρέλες
και τραπεζοκαθίσματα
και χάζευα και κάτι ζευγαράκια που πλατσούριζαν στα ρηχά
και φιλιούνταν χαϊδεύονταν και αντάλασσαν
όρκους πίστης αιώνιας
εδώ αν θέλει ο αναγνώστης ας το βάλει μόνος του το υποτίθεται
και χάζευα και κάτι χαζούς σαν χαζός
με αυτό το «σαν» οπωσδήποτε να υποτίθεται
γιατί δεν μπορεί να χαζεύει κανείς χαζούς
χωρίς να είναι χαζός κι ο ίδιος
χάζευα για παράδειγμα κάτι τύπους που προσπαθούσαν
να πλησιάσουν όσο πιο κοντά γίνεται στην αμμουδιά
με την αστραφτερή τους λιμουζίνα
για ν’ απολαύσουν τη φύση και την παραλία υποτίθεται
αλλά χωρίς να αποχωριστούν τη λιμουζίνα
που όμως τη φύση δεν τη γούσταρε
αλλ’ ούτε κι η φύση γούσταρε τη λιμουζίνα
γι’ αυτό κολλούσε στην άμμο τις ρόδες της
κι όσο πιο πολύ μάρσαραν να την ξεκολλήσουν οι χαζοί
γιατί είναι πιο δυνατή υποτίθεται η λιμουζίνα από τη φύση
τόσο πιο βαθιά βούλιαζαν στην άμμο οι ρόδες
και σηκωνόταν η σκόνη σύννεφο
μέχρι που από αστραφτερή μην πω τώρα πώς έγινε
η λιμουζίνα και μαζί μ’ αυτήν κι εμείς ολόγυρα
ώσπου κάποια στιγμή άνοιξε η πόρτα του συνοδηγού
και βγήκε μία κυρία δε λέω χοντρή γιατί θα με πείτε ρατσιστή
που άρχισε να δίνει οδηγίες στον «μαλάκα»
με το παρδόν δηλαδή αλλά έτσι αποκαλούσε τον οδηγό η κυρία
η λιμουζίνα όμως δεν έλεγε να ξεκολλήσει
γιατί προφανώς είναι πιο δυνατή η φύση
μολονότι στο σημείο αυτό απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή
γιατί αυτά συνέβησαν κατά την αναμέτρηση της φύσης
με μία λιμουζίνα δεν ξέρουμε όμως τι θα γινότανε
αν είχε να αντιπαλέψει στρατιά από λιμουζίνες
στο μεταξύ βέβαια είχαν μαζευτεί και πλήθος οι περίεργοι
οι σκονισμένοι και οι αγανακτισμένοι
μέχρι που κάποιος βαλτός προφανώς πρότεινε
να φωνάξουν το τρακτέρ της περιοχής τους
που ήταν για να οργώνει χωράφια υποτίθεται
αλλά όπως όλα έδειχναν έβγαζε καλύτερο μεροκάματο
ξεκολλώντας «μαλάκες» από την άμμο
το τρακτέρ εν πάση περιπτώσει δεν άργησε να φανεί
και τακτοποίησε το ζήτημα έναντι ευλόγου αμοιβής
υποτίθεται ξεϋποτίθεται και κόπασε ο ορυμαγδός
κατακάθισε ο μπουχός
απομακρύνθηκαν οι περίεργοι
οι σκονισμένοι και οι αγανακτισμένοι
και τότε την προσοχή μου απέσπασαν τα χαρωπά κορίτσια
και δε λέω χαζοχαρούμενα γιατί όλοι πρέπει να γνωρίζουν
ότι κανείς δεν μπορεί να είναι χαρούμενος
χωρίς να είναι χαζός συνάμα –το λέει και το ευαγγέλιο–
που έκοβαν βόλτες στην παραλία βγάζοντας «σέλφις»
με πόζες που είχαν αντιγράψει από τα αγαπημένα τους αστέρια
ή μοντέλα διαφημίσεων προϊόντων προς κατανάλωση
του κορμιού τους συμπεριλαμβανομένου για να τις ανεβάσουν
στο φουμπού στο ίνσταγκραμ ή ξέρω ’γω πού αλλού
κι αυτό όχι μόνο για να κάνουν να ζηλέψουν τις φίλες τους
αλλά κυρίως για να μπορέσουν οι ίδιες να το πιστέψουν
ότι αφού οι φωτογραφίες τους θα δημοσιευτούν
και θα πάρουν τα απαραίτητα «λάικ»
πράγμα για το οποίο βέβαια έπρεπε επίσης να φροντίσουν
τότε θα κάναν κι αυτές εξίσου μεγάλη ζωή
με αυτήν που υποτίθεται κάναν τα πρότυπά τους
η αλήθεια πάντως είναι ότι αρκετά από αυτά τα κορίτσια
ήταν καλίπυγα και καλλίγραμμα
με κορμιά καλογυμνασμένα και ηλιοκαμένα
σμιλεμένα με μπόλικη γυμναστική υγιεινή διατροφή
και ηλιοθεραπεία υποτίθεται και λέμε υποτίθεται γιατί
δεν ήταν λίγες οι φορές που τα είχαν φλομώσει στα φάρμακα
και το μαύρισμα ήταν από σολάρια
κανείς πάντως δεν θα μπορούσε να τα κατηγορήσει
ότι δεν ήταν πανέτοιμα για δυναμική εμφάνιση στην παραλία
σε αντίθεση με κάτι άλλες / άλλους που νόμιζαν
ότι ήταν από χέρι καλλίγραμμοι / καλλίγραμμες
καλλίπυγοι / καλλίπυγες και δε χρειάζονταν προετοιμασία
και φόραγαν κάτι σλιπάκια και στριγκάκια
που θ’ αναδείκνυαν τις ωραίες τους γραμμές υποτίθεται
ενώ στην πραγματικότητα στέναζαν από την προσπάθεια
να κρατήσουν μέσα μπάκες πατσές και λοιπά άλλα τέτοια
με κίνδυνο μάλιστα έτσι όπως έκαιγε ο ήλιος κατακόρυφα
να γίνει καμιά έκρηξη
και να γεμίσει ο τόπος νεφρά μυαλά σπληνάντερα
και συκωταριές ανθρώπων
εγώ πάντως που όλ’ αυτά δεν τ’ άρεσα
είχα πάρει μαζί μου και βιβλίο
να το διαβάσω στην παραλία υποτίθεται
όπου όλο και κάποιο αρμυρίκι θα ’βρισκα υποτίθεται
να κάτσω από κάτω στη σκιά του
να μη με καίει και με στραβώνει ο ήλιος
αλλά όπως ήδη έχετε μαντέψει εσείς που ’σαστ’ έξυπνοι
αρμυρίκι δεν υπήρχε ούτε για δείγμα
πράγμα που είχα προβλέψει κι εγώ βέβαια
γι’ αυτό είχα πάρει μαζί μου ομπρέλα
που θα στερέωνα στην άμμο υποτίθεται
αλλά ο αέρας ήταν τόσο δυνατός όπως είπαμε
που ξέχωνε την ομπρέλα
και μου γέμιζε άμμο τα μάτια
το βιβλίο αυτό πάντως ήταν του Κορτάσαρ
που είναι μεγάλος συγγραφέας υποτίθεται
πιο μεγάλος κι από τον Μπόρχες έτσι έγραφε στο εξώφυλλο
ο εξαιρετικός καθ’ όλα τ’ άλλα εκδότης
πράγμα που για να υποτεθεί βέβαια πρέπει να προϋποτεθεί
ότι ήταν μεγάλος συγγραφέας ο Μπόρχες
πράγμα που δεν προτίθεμαι ν’ αμφισβητήσω βέβαια
όχι όμως χωρίς να επισημάνω πρώτα
ότι η υπόθεση αυτή θωρείται πλέον από τόσο πολλούς βάσιμη
ώστε να εγείρονται σοβαρές αμφιβολίες αν όντως έχει βάση
ευκαιρίας πάντως δοθείσης και μια και το ’φερε η κουβέντα
θέλω να πω ότι το αγαπημένο μου κείμενο του Κορτάσαρ
είναι αυτό που περιγράφει την πτώση επιβατικού αεροπλάνου
κοντά σε απόμερο Ελληνικό νησί πάνω από το οποίο πέταγε
εκτελώντας το καθημερινό του δρομολόγιο
και ο αεροσυνοδός που το ’βλεπε από ψηλά κάθε μέρα
και ονειρευόταν διακαώς να κάνει κάποτε εκεί τις διακοπές του
όχι μόνο πραγματοποίησε το όνειρό του
αλλά τα κατάφερε κι έμεινε εκεί για πάντα
μιλάμε για κείμενο αριστούργημα δηλαδή με τέλος υπέροχο
επειδή είναι και τραγικό συνάμα
που πάντως όποιος θέλει να το διαβάσει
καλό θα ’ταν να λάβει υπ’ όψη του ότι σ’ αυτό ο Κορτάσαρ
αναφερόταν σε πραγματικό Ελληνικό νησί
σαν αυτά όπου τ’ αεροπλάνα ποτέ δεν προσγειώνονταν
μόνο πέφτανε
ούτε και τα προσέγγιζαν ποτέ πλοία μόνο ξεβράζονταν
στις ακτές τους ναυάγια
έτσι που οι επισκέπτες τους μπορούσαν να ’ναι μόνο ναυαγοί
ή ξέμπαρκοι της ζωής που δεν ήταν σε θέση σε καμία περίπτωση
να προγραμματίζουν τις διακοπές τους
πράγμα που για να το αντιληφθεί κανείς σήμερα
πρέπει να διαβάσει την ιστορία για το πώς βρέθηκαν
ο Λέοναρντ Κοέν και οι ξέμπαρκοι φίλοι του στην Ύδρα
τις αρχές των σίξτις
αλλά σας το έχω ήδη πει ότι εδώ είναι ποίημα
και επομένως είναι αδιανόητο να μη γίνει αναφορά στα σίξτις
και στη νήσο Ύδρα όπου ο Εγγονόπουλος
έγραψε την «Ύδρα των Πουλιών»
ο Σαχτούρης το η Ύδρα είναι μια ξερολιθιά
γεμάτη πυρετό όνειρα και αγκάθια
και ο Λέοναρτντ Κοέν το Like a bird on a wire και το Marianne
και κατά μία τουλάχιστον έννοια μαζί με την Μάριαν
μείναν εκεί για πάντα
στο μεταξύ βέβαια και αφού το είχα πάρει απόφαση
ότι δεν υπήρχε περίπτωση να διαβάσω
άφησα την προσοχή μου να στραφεί και στις / στους σέρφερς
που έσκιζαν στα ανοιχτά τα κύματα με εκπληκτική ταχύτητα
κι έκαναν ασύλληπτα άλματα δείχνοντας να το απολαμβάνουν
παρ’ ότι δεν ήταν λίγες οι φορές που έτρωγαν τα μούτρα τους
ενώ υποτίθεται ότι ήταν εκεί για να κάνουν τις διακοπές τους
να ησυχάσουν να ξεκουραστούν και να ξεφύγουν
από τη ρουτίνα της ζωής των υπερπολιτισμένων χωρών τους
αλλά ακριβώς σ’ αυτό το σημείο ίσως έγκειται η εξήγηση
για τα παθήματά τους στο ότι δηλαδή εκεί που ζουν
η ρουτίνα δεν περιλαμβάνει και σπάσιμο μούτρων
πράγμα που όπως έχει πλέον αποδειχθεί
συνιστά ζωτικής σημασίας ανθρώπινη ανάγκη
αφού χωρίς αυτό είναι αδύνατο να εκτονωθεί
αυτό που ο Φρόιντ συνειδητοποίησε στα γεράματα
και ονόμασε ενόρμηση θανάτου
της οποίας η ικανοποίηση είναι συνθήκη αναγκαία
και ικανή για να βγαίνουμε από τη ρουτίνα
ιδίως μάλιστα αν όχι μόνο όταν συνυπάρχει ο κίνδυνος
να βγούμε μια για πάντα
όπως δυστυχώς συνέβη με μια δύσμοιρη τουρίστρια
που μπλέχτηκε με τα σκοινιά του κάιτ της
και την πήρε ο αέρας και τη σήκωσε
την πήγε ως το απέναντι νησί
και τη σκότωσε πάνω σε κάτι βράχια
(κάπως έτσι άλλωστε λειτουργεί και ο ποιητικός λόγος
που δεν μπορεί να είναι ποιητικός παρά μονάχα
όταν σπάει τη ρουτίνα τον κλοιό τη δομή
του καθημερινού χρηστικού και ωφελιμιστικού λόγου
μήπως μπορέσει κάποια στιγμή να φανεί κάπου στο βάθος
μέσα από τις ρωγμές και τα θραύσματα ένα ίχνος
ένας αντικατοπτρισμός ή έστω η παντελής
απουσία Λόγου του λόγου
με κίνδυνο βέβαια για όποιον τον ασκεί να τον πάρει
και να τον σηκώσει όπως σήκωσε ο αέρας την τουρίστρια
να σπάσει τα μούτρα του στα βράχια της πραγματικότητας
και να χάσει κάθε επαφή με το χρηστικό λόγο
μια για πάντα)
εδώ πάντως οφείλω να παραδεχτώ
ότι όσο ήμουν στο «νησί»
δεν έλειπαν και οι στιγμές ηρεμίας και γαλήνης
και τότε έστρεφα το βλέμμα μου και προς την ενδοχώρα
να αγναντέψω το υποβλητικό υποτίθεται τοπίο
κι αναγκάζομαι να πω για πολλοστή φορά υποτίθεται
γιατί ανάμεσα στα υποβλητικά βράχια
τις υποβλητικές φραγκοσυκιές
τις υποβλητικές ξερολιθιές τα υποβλητικά γαϊδουράγκαθα
και τους υποβλητικούς αθανάτους
είχαν ξεφυτρώσει και ένα σωρό επιβλητικές μεν
σε καμία όμως περίπτωση υποβλητικές επαύλεις
και συγκροτήματα δωματίων ή ξενοδοχείων
που είχαν χτιστεί με βάση τις αρχές
της παραδοσιακής υποτίθεται αρχιτεκτονικής
παρότι παραδοσιακά έξω από τους οικισμούς
δεν υπήρχαν παρά ελάχιστα διάσπαρτα χαμόσπιτα
ακουμπισμένα ταπεινά σε κάνα βράχο
και μην αρχίσω τώρα για τις πισίνες και τους κήπους
που περιέβαλαν τις επαύλεις και τα συγκροτήματα
έμφορτοι καλλωπιστικών φυτών «γκαζών» και δέντρων
που καμία σχέση δεν είχαν με το τοπίο
και την αυτοφυή βλάστηση
αλλά για να μη σας ζαλίζω άλλο
και ζαλιστείτε κι εσείς όπως εγώ
που με βάραγε κατακέφαλα ο ήλιος
παρ’ όλα αυτά συνέχιζα να κάθομαι
αραχτός στην παραλία
και να σκέφτομαι
τι καλά που θα ήταν
αν όλ’ αυτά απλώς υποτίθενται
και δεν έχουν αρχίσει ακόμα
όλα μαζί
να μου επιτίθενται.


Απόλογος:

Κάποια στιγμή σηκώθηκα
περπάτησα ως την ακροθαλασσιά
βούτηξα στα δροσερά νερά
κι αντί ν’ αρχίσω να κολυμπάω προς τα βαθιά
να χαθώ στο πέλαγο
να μην ξαναγυρίσω
πλατσούρισα λίγο στα ρηχά και ξαναβγήκα
κι έτσι γράφτηκε αυτό το ποίημα
που τελειώνει εδώ άδοξα
όπως και κάθε άλλο ποίημα
που αν τελείωνε ένδοξα
δεν θα υπήρχε.


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: