Απελπισμένος Θεός




Αγάπησε ο Θεός τον πόλεμο και παράτησε τις αγνές σκέψεις, τα θαύματα και τη συγχώρεση. Έφυγε τη νύχτα ματωμένος από τη μάχη και ήρθε και με βρήκε. Μου ζήτησε συγγνώμη που δε με πίστεψε νωρίτερα. Είπε ότι το ’κανε γιατί αγαπούσα όλα τα είδωλα του έρωτα κι όλες τις απολαύσεις. Τώρα τι ζητούσε;

Μπήκε με ορμή στο δωμάτιο, έσταζε αίμα. Άναψα το μπλε φως και τον κοίταξα με ειρωνεία. Χαμήλωσε τα μάτια του για δευτερόλεπτα κι εγώ του είπα: Tι Θεός είσαι εσύ; Mε φοβάσαι;

Περπάτησε για λίγο σαν χαμένος. Tίναζε τα μαλλιά του και με τα χέρια σκούπιζε το αίμα απ’ το πρόσωπο. Ποιον σκότωσες; τον ρώτησα.

Όλους σας.
Κανείς σας δεν αξίζει κανέναν Θεό.

Τον άκουγα να παραμιλάει ενώ πήγαινε πάνω κάτω σαν ξύλινο σώμα. Παραπατούσε κι έκανε θόρυβο, το βλέμμα ενός τρελού που ανακάλυψε την τρέλα.

Επιτέλους αποκαλύφθηκες, του είπα και του έφερα λίγο νερό.

Ξάπλωσε δίπλα μου, εγώ στο κρεβάτι, αυτός στο πάτωμα, έκλαιγε όλο το βράδυ.

Έκλαιγε κι εγώ στριφογύριζα και πότε πότε έλεγα μόνο σσσσσσς. Τότε σταματούσε για λίγο κι άκουγα την αναπνοή του βαθιά, πνιγμένη, να παλεύει να γυρίσει πίσω στα πνευμόνια, να φράζει το λάρυγγα και πάλι πίσω.

Την επόμενη μέρα χάζευε στο παράθυρο άπραγος. Ο ήλιος άγγιζε το πρόσωπό του και τον ζέσταινε. Έκατσε εκεί όλη τη μέρα. Άπραγος. Να ζεσταίνεται.

Εγώ είχα τις δουλειές μου.

Την τρίτη μέρα καθισμένος στην κουζίνα άκουγε τις βρισιές μου ενώ έπλενα τα πιάτα. Στην τηλεόραση έπαιζε ο πόλεμος. Το δωμάτιο πυκνό κι αυτός πέτρινος σαν ξεφτισμένη εικόνα, ακουμπισμένος όλος στην καρέκλα.

Ξημέρωσε και το φως ελάφρυνε για λίγο.

Την πέμπτη μέρα γέμισε τρύπες κι έβγαζε νερό. Πλημμύρισε το δωμάτιο.

Με τα χέρια μου προσπαθούσα να κλείσω τις τρύπες, τον άγγιζα στο διάτρητο σώμα του κι η στάθμη του νερού ανέβαινε, τα έπιπλα μούλιαζαν, τριγύρω μύριζε μούχλα.

Αφέθηκα στο νερό, όλα τα πήρε, επιπλέαμε δίπλα δίπλα, ο Θεός κι εγώ.

Το βράδυ κοιμήθηκε στο κρεβάτι μου. Αναστέναζε με τη μυρωδιά της βαριάς μούχλας. Φτάνει τώρα, πρέπει να στεγνώσουμε, είπα. Του έβγαλα τα ρούχα και τον κοίταζα γυμνό. Όλα τα είχε επάνω του.

Το πρωί κάναμε έρωτα.

Άγγιζα με τα δάχτυλά μου κάθε στιγμή του σώματός του, γραμμές ατέλειωτες που ενώνονταν με νεύρα και ιστούς. Σαν να άγγιζα τον κόσμο όλο. Σε κάποια σημεία πονούσε από την πίεση των νυχιών μου, εκεί που είχε όλους τους φόνους του. Όλους μας σκότωσες, του έλεγα. Ήρεμη όμως τώρα. Πρώτη φορά ήρεμη περιπλανήθηκα στο σώμα του Θεού. Τα χέρια έκαναν έρωτα, τα πόδια έκαναν έρωτα, οι κοιλιές. Και οι ήχοι σε παύση.

Την έβδομη μέρα ο έρωτας συνεχίστηκε. Πιο άγριος, πιο φανερός, κύλησε έτσι όλη η μέρα.

Αυτή είναι η αλήθεια και μόνο η αλήθεια, ψιθύρισα πάνω στο σώμα του, που έδειχνε να υποφέρει από ηδονή.

Ο Θεός γεμάτος ύλη φαινόταν πιο ιερός από ποτέ. Πάλευε με αλλόκοτους τρόπους. Όλοι οι τρόποι και οι αναπνοές ήταν εκεί. Μόνο λέξεις δεν υπήρχαν, τις είχε ρουφήξει το κενό. Ζούσα σ’ ένα λεπτό στρώμα χάους.

Να μην υπάρξει άλλη μέρα είπα. Να μείνουν όλα εδώ. Να μη υπάρχεις Θεέ μου.

Έτρεμα και ξανά ηρεμούσα. Γέμιζα σταγόνες παντού. Δεν έκλαιγα, δεν έβγαζα κραυγές. Η σάρκα του Θεού με γέμισε ιδρώτα και μικρά χτυπήματα.

Ώσπου σηκώθηκα. Να δω αν μπορώ να κουνηθώ. Να δω τι ήμουν.

Μη φύγεις, είπε ο Θεός. Σε παρακαλώ μη με αφήσεις.

Αγκάλιασε με είπε.

Η φωνή του να αντανακλά παγωμένη.

Δε θύμιζε Θεό.

Η σάρκα του να κρέμεται σαν γδαρμένη τριχιά.

Δεν θύμιζε ζώο. Δεν θύμιζε άνθρωπο. Δεν θύμιζε τίποτα.

Τον κοίταξα, δεν ξέρω πως.

Καλύτερα έτσι απελπισμένος, του είπα.

Τώρα ταιριάζεις με όλους μας.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: