Κι ύστερα δεν υπάρχεις

Κι ύστερα δεν υπάρχεις

Μαρίας Πατακιά, «Κι ύστερα δεν υπάρχεις», εκδ. Μελάνι 2023


«Υπάρ­χω;» λες κι ύστε­ρα «δεν υπάρ­χεις!»
Κ. ΚΑΡΥΩ­ΤΑ­ΚΗΣ


Ανά­με­σα στα ημι­στί­χια του πα­ρα­πά­νω στί­χου απ’ την «Πρέ­βε­ζα» του Κώ­στα Κα­ρυω­τά­κη υπάρ­χει ένας χώ­ρος. Σ’ αυ­τόν τον χώ­ρο επι­χει­ρεί να τα­ξι­δέ­ψει η ποι­ή­τρια Μα­ρία Πα­τα­κιά με την ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή της Κι ύστε­ρα δεν υπάρ­χεις, η οποία κυ­κλο­φο­ρεί απ’ τις εκ­δό­σεις Με­λά­νι.
Η διε­ρεύ­νη­σή της ξε­κι­νά με μια πο­λύ πα­λιά μορ­φή ποί­η­σης, ένα ια­πω­νι­κό τάν­κα. «Υπάρ­χου­με άρα­γε;», διε­ρω­τά­ται, «σε μια έρη­μο αι­σθή­σε­ων», για να ανοι­χθεί, κα­τό­πιν, σε μια σει­ρά από τα­ξί­δια ―ορι­ζό­ντια ή κά­θε­τα― μες στον Κό­σμο.

Θα πα­ρο­μοί­α­ζα το βι­βλίο της με μια πο­λύ­ε­δρη επι­φά­νεια που αντα­να­κλά μια πο­λύ­τι­μη αχτί­δα φω­τός προς διά­φο­ρες κα­τευ­θύν­σεις. Οι λευ­κές σε­λί­δες στέλ­νουν τις λέ­ξεις τους προς κά­θε πι­θα­νό­τη­τα ύπαρ­ξης και στο­χα­σμού, ώσπου να γί­νουν οι ίδιες η εστία φω­τός που τις φω­τί­ζει.
Η κοι­νω­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ει­σχω­ρεί ήδη απ’ την αρ­χή στην ποί­η­σή της προ­σφέ­ρο­ντας νέ­ες δυ­να­τό­τη­τες σύν­δε­σης με τη σύγ­χρο­νο γί­γνε­σθαι, αλ­λά και ανοί­γο­ντας στα δύο το έδα­φος της γρα­φής για να πέ­σου­με μέ­σα σε μια με­γά­λη ερώ­τη­ση για το τι ση­μαί­νει Ύπαρ­ξη έως ότου εμείς οι ίδιοι να απο­τε­λέ­σου­με το δο­χείο της απά­ντη­σης.
Τρεις άξο­νες εξε­τά­ζει η Πα­τα­κιά. Ζωή, Τέ­χνη, Θά­να­τος. Αυ­τός ο τε­λευ­ταί­ος λει­τουρ­γεί ως το μό­νο αξιό­πι­στο μέ­τρο της ύπαρ­ξής μας.

Η ποι­ή­τρια Μα­ρία Πα­τα­κιά

Υπάρ­χου­με, όταν «πολ­λα­πλα­σιά­ζου­με την ει­κό­να μας»; Όταν κο­λυ­μπά­με «απ’ το κα­θ’ όλου στο κα­θ’ όλον»; «Υπάρ­χου­με, άρα μι­μού­μα­στε;», «Υπάρ­χου­με, άρα (μας) κρυ­φο­κοι­τά­ζου­με;», «Υπάρ­χου­με, άρα ανα­ζη­τού­με να μας βλέ­πουν οι άλ­λοι;», «Υπάρ­χου­με, άρα ετε­ρο­προσ­διο­ρι­ζό­μα­στε;», «Μες στο εγώ δια­γκω­νι­ζό­μα­στε», όπως τα γράμ­μα­τα που το συ­γκρο­τούν, για να θρέ­ψου­με την αιώ­νια πεί­να μας; Στις ρωγ­μές της κά­θε ερώ­τη­σης σχη­μα­τί­ζε­ται το δο­χείο της απά­ντη­σης. «Υπάρ­χω, άρα ερω­τώ». Ποιος εί­μαι στ’ αλή­θεια;

Η συλ­λο­γή απο­τε­λεί­ται από 89 ποι­ή­μα­τα που ανα­πτύσ­σο­νται γύ­ρω απ’ αυ­τό το ερώ­τη­μα. Άλ­λο­τε εί­μα­στε «ασκή­σεις σκιάς», όπως στο ποί­η­μα «Σκιό­φως» που νιώ­θουν τρό­μο για το άγνω­στο και άρα «Υπάρ­χου­με, άρα σκια­ζό­μα­στε», άλ­λο­τε «Υπάρ­χεις άρα μι­μεί­σαι», προ­κει­μέ­νου να απο­φύ­γεις την από­γνω­ση του να «Να ΄σαι κα­θέ­νας κά­θε μέ­ρα / και κα­νέ­νας στην αιω­νιό­τη­τα», άλ­λο­τε «Υπάρ­χω, άρα τα­ξι­δεύω» κι άλ­λο­τε «υπάρ­χω, άρα πεν­θώ», «άρα με­λαγ­χο­λώ», «άρα αφυ­πνί­ζο­μαι», «άρα χρυ­σώ­νω τις ρωγ­μές» ώσπου μα­ζί με την ποι­ή­τρια να δια­τρέ­ξω όλη τη γκά­μα της ύπαρ­ξης, μέ­χρι, στο τέ­λος «με την ποί­η­ση / να φτά­σω στα όριά μου» ακο­λου­θώ­ντας τις αντα­να­κλά­σεις του Χρό­νου, του Σώ­μα­τος, των Αι­σθή­σε­ων, της Ύπαρ­ξης, στη ζωή και την ποί­η­ση.
Ένα κο­λάζ από ρωγ­μές το οποίο συν­δυά­ζει το κα­θη­με­ρι­νό βί­ω­μα, την οξυ­δέρ­κεια, το βά­θος, το παι­χνί­δι και, με οδη­γό το Σώ­μα, τα­ξι­δεύ­ει σε διά­φο­ρες συ­ντε­ταγ­μέ­νες της Σκέ­ψης, ώσπου να γί­νει υπο­δο­χέ­ας του Ανοί­κειου. Η ποι­ή­τρια κρα­τά ένα μι­κρό πε­τρά­δι, με πολ­λά επί­πε­δα, και κα­θέ­να απ’ αυ­τά αντα­να­κλά τους ψι­θύ­ρους του σώ­μα­τος στο πιο μα­κρι­νό ση­μείο.
Πρό­κει­ται για μια ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή που δια­θέ­τει χιού­μορ, αυ­το­σαρ­κα­σμό και έντο­νη φι­λο­σο­φι­κή διά­θε­ση, η οποία πη­γά­ζει από ένα σώ­μα που τα­ξι­δεύ­ει μες στον Κό­σμο μα­ζί με την ανυ­παρ­ξία του. Υπέ­ρο­χες δό­σεις ει­ρω­νεί­ας, πι­κρί­ας, γλύ­κας, τρυ­φε­ρό­τη­τας, σκο­τα­διού και απο­ρί­ας.
Το τέ­λος δεν ακυ­ρώ­νει την ύπαρ­ξη, αλ­λά εί­ναι αυ­τό που της δί­νει νό­η­μα. Όπως μας λέ­ει και η ίδια παί­ζο­ντας με το δι­κό της επί­θε­το «το­νί­ζε­ται στη λή­γου­σα, άρα έχει ρο­πή σε ότι προ­ώ­ρι­σται να λή­γει».

Στέ­κο­μαι στον στί­χο «Υπάρ­χω/ από την ει­σπνοή του άλ­λου ―ως εαυ­τού/ έως την εκ­πνοή του εαυ­τού― ως άλ­λου», τον ενώ­νω με το κα­τα­λη­κτι­κό χαϊ­κού που μι­λά για τα όρια της Ύπαρ­ξης κι εύ­χο­μαι στη διαρ­κώς ανα­νε­ού­με­νη ποι­η­τι­κή έκ­φρα­ση της Μα­ρί­ας Πα­τα­κιά να συ­νε­χί­σει να σπά­ει τα όρια, αλ­λά και στην ίδια την ποι­ή­τρια να υπάρ­χει, άρα να γρά­φει.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: