Το δέντρο και η θάλασσα

Το σπίτι του Ν. Καζαντζάκη στην Αντίπολη (Γαλλία)
Το σπίτι του Ν. Καζαντζάκη στην Αντίπολη (Γαλλία)




Έχω ένα αγα­πη­μέ­νο δέ­ντρο. Πρέ­πει να εί­ναι κά­ποιου εί­δους πεύ­κο αλ­λά δεν έχω ανα­ζη­τή­σει ενερ­γά το εί­δος του. Μπο­ρεί κα­νείς να πει πως εί­ναι ένα άσχη­μο, σαν ξε­μαλ­λια­σμέ­νο. Σαν μια ομπρέ­λα που απο­φά­σι­σε ο ιδιο­κτή­της της να την ανοί­ξει ενώ ο αγέ­ρας λυσ­σο­μα­νού­σε και τη χά­λα­σε. Πα­ρό­λα αυ­τά, την έχει ανά­γκη για να μην γί­νει μού­σκε­μα. Αυ­τό το δέ­ντρο έχει κά­τι το αρ­μο­νι­κό, σαν φρά­κταλ, εάν το πα­ρα­τη­ρή­σει κα­νείς με προ­σο­χή.
Το βλέ­πω πά­ντα στα πιο απί­θα­να μέ­ρη, να στέ­κει μό­νο του, χω­ρίς άλ­λα δέ­ντρα τρι­γύ­ρω. Συ­νή­θως το πα­ρα­τη­ρώ σε μέ­ρη που επι­σκέ­πτο­μαι και με­τά νο­σταλ­γώ, ή σε μέ­ρη πο­λύ ιδιαί­τε­ρα, που έχουν να πουν μια ιστο­ρία. Θα μπο­ρού­σα να το ονο­μά­σω «κύ­ριο Πεύ­κο Κα­σο­μού­λη», σαν τον γρα­φιά της Επα­νά­στα­σης του ’21. Μά­λι­στα θα μπο­ρού­σε ο Νι­κό­λα­ος να γέρ­νει στον κορ­μό του, να στρί­βει το μυ­στά­κιόν του και να ση­μειώ­νει τις χρο­νο­γρα­φί­ες του.
Το εί­δα την τε­λευ­ταία φο­ρά που ήμουν στην Ελ­λά­δα, ψη­λά στην γει­το­νιά του Υμητ­τού, μια κρυ­φή γει­το­νιά ανά­με­σα στο Πα­γκρά­τι και τον Βύ­ρω­να. Αγνά­ντευε στω­ι­κά τη θά­λασ­σα, πλάι στην εκ­κλη­σία των Αγί­ων Απο­στό­λων Πέ­τρου και Παύ­λου. Τι πα­ρά­ξε­νο, εί­χα σκε­φτεί. Έμε­να τό­σα χρό­νια στο Πα­γκρά­τι και δεν ήξε­ρα την ύπαρ­ξη αυ­τής της γει­το­νιάς, που μου θύ­μι­ζε κά­ποιον πα­ράλ­λη­λο κό­σμο, σαν αυ­τή την αί­σθη­ση που έχεις όταν ξυ­πνάς ξαφ­νι­κά από ένα βα­θύ όνει­ρο, λί­γο πριν συ­νει­δη­το­ποι­ή­σεις το πού βρί­σκε­σαι. Σαν ο χρό­νος να κυ­λού­σε κά­πως πα­ρά­ται­ρα, κά­πως δια­φο­ρε­τι­κά δί­πλα σε αυ­τό το δέ­ντρο, που κοί­τα­ζε τον γα­λά­ζιο ορί­ζο­ντα.
Το εί­δα στη Νί­καια, να με κα­λω­σο­ρί­ζει με το που ανα­δύ­θη­κα στην οι­κεία στά­ση Alsace-Lorraine. Το εί­δα και στην Αντίμπ, να μου δεί­χνει το δρό­μο για το σπί­τι του Νί­κου Κα­ζαν­τζά­κη.
Η Αντί­πο­λη μού φαι­νό­ταν ακρι­βώς αυ­τό που υπο­δεί­κνυε το όνο­μά της· μια αντι-πό­λη. Εί­χε μια γεύ­ση από Ηρά­κλειο, και κά­τι από Το­λέ­δο. Ταυ­τό­χρο­να όμως δεν μου θύ­μι­ζε και τί­πο­τα. Μύ­ρι­ζε όμως Ελ­λά­δα. Ορια­κά με ενο­χλού­σε που οι μυ­ρω­διές της ήταν τό­σο ίδιες. Με μπέρ­δευε. Κα­τα­λά­βαι­να για­τί εκεί­νος εί­χε βρε­θεί εκεί, και για­τί αυ­τή η πό­λη μπο­ρού­σε να σου εντεί­νει τη νο­σταλ­γία. Το κά­τι σαν από το πραγ­μα­τι­κό εί­ναι σαν να αι­θε­ρο­βα­τείς συ­νει­δη­τά, σαν να εί­σαι ει­λι­κρι­νά πλα­τω­νι­στής, να ζεις στον κό­σμο τον επί­γειο αλ­λά να γνω­ρί­ζεις πως το αλη­θι­νό εί­ναι κά­που αλ­λού, χω­ρίς να ξέ­ρεις όμως πώς να το αγ­γί­ξεις.
Εί­χα φτά­σει ένα με­ση­μέ­ρι Αυ­γού­στου, και την εί­χα δει γε­μά­τη του­ρί­στες. Όσο πε­ρισ­σό­τε­ρο σου­ρού­πω­νε, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο άλ­λα­ζε όψη και με­τα­μορ­φω­νό­ταν. Όπως ακρι­βώς και το Το­λέ­δο, που άλ­λα­ζε μορ­φή όταν έφευ­γαν και οι τε­λευ­ταί­οι επι­σκέ­πτες που έκα­ναν πέ­ρα­σμα από τη Μα­δρί­τη και τις τρι­γύ­ρω πε­ριο­χές αλ­λά δε σκό­πευαν να μεί­νουν το βρά­δυ. Έτσι και οι του­ρί­στες της Αντίμπ δεν την επέ­λε­γαν ώστε να μεί­νουν το βρά­δυ, αλ­λά έπαιρ­ναν το τρέ­νο προς τις πιο ζω­ντα­νές τρι­γύ­ρω πό­λεις της Κυα­νής Ακτής.
Αφού έκα­να την κα­θιε­ρω­μέ­νη βόλ­τα μου στα μι­κρά σο­κά­κια της πό­λης, κα­τέ­λη­ξα για φα­γη­τό στο Angelo’s, ένα Ιτα­λι­κό σε κομ­βι­κό ση­μείο, με χα­ρι­τω­μέ­να τρα­πέ­ζια επά­νω στο δρό­μο, που βρή­κα εξαι­ρε­τι­κό πα­ρα­τη­ρη­τή­ριο. Μία δρα­στή­ρια Ιτα­λί­δα, που μι­λού­σε σαν Γαλ­λί­δα, έτρε­χε εδώ κι εκεί με το κόκ­κι­νό της φό­ρε­μα να ανε­μί­ζει. Το­πο­θε­τού­σε τα τρα­πέ­ζια σε βο­λι­κές ευ­θυ­γραμ­μί­σεις για να χω­ρέ­σουν όσο πε­ρισ­σό­τε­ροι πε­λά­τες γι­νό­ταν, όμως συ­χνά κά­τι δεν της άρε­σε και τα άλ­λα­ζε ξα­νά. «Δεν εί­ναι ανοι­χτός ο μέ­σα χώ­ρος και βγά­λα­με τα τρα­πέ­ζια έξω που έχει αε­ρά­κι. Γι’ αυ­τό παί­ζω Τetris εδώ και τό­ση ώρα!», μου απο­λο­γή­θη­κε γε­λώ­ντας.
Πράγ­μα­τι, για 21:00 το βρά­δυ εί­χε ζέ­στη στους δρό­μους της Αντί­πο­λης, αλ­λά η Ιτα­λί­δα με εί­χε το­πο­θε­τή­σει σε ένα τρα­πέ­ζι που δεν έκο­βε ο αέ­ρας και δρο­σι­ζό­μουν. Η Ιτα­λί­δα έδω­σε τη θέ­ση της σε μία μαυ­ρο­φο­ρε­μέ­νη Γαλ­λί­δα με κο­κά­λι­να γυα­λιά που ήρ­θε να μου πά­ρει πα­ραγ­γε­λία. Φυ­σι­κά για να μην κου­ρά­σω τον ανα­γνώ­στη δεν θα δώ­σω άλ­λες λε­πτο­μέ­ρειες σχε­τι­κά με το τι συ­νέ­βη πε­ρί­που το μι­σά­ω­ρο που πε­ρί­με­να.
Πολ­λά θα μπο­ρού­σαν να γρα­φούν για το ζευ­γά­ρι ηλι­κιω­μέ­νων Σου­η­δών που κοί­τα­ζε ο κα­θέ­νας το κι­νη­τό του και δεν αντάλ­λα­ξαν ού­τε μία λέ­ξη σε όλο τους το δεί­πνο. Ή για τον μυ­στη­ριώ­δη 30α­ρη, με το ακου­στι­κό στο ένα αυ­τί, που κά­θι­σε να φά­ει μό­νος του και άρ­χι­σε να βλέ­πει μία σει­ρά κα­θώς πε­ρί­με­νε. Ή για τον δεύ­τε­ρο μαυ­ρο­φο­ρε­μέ­νο σερ­βι­τό­ρο που πα­ρα­λί­γο να πα­τή­σει ένα εκνευ­ρι­στι­κό Pomeranian που έσκου­ζε στο μπρο­στι­νό τρα­πέ­ζι. Η Αμε­ρι­κα­νί­δα ιδιο­κτή­τριά του άρ­χι­σε να φω­νά­ζει αλ­λά ο σερ­βι­τό­ρος –που έμοια­ζε με ατά­ρα­χο σέρ­φερ με­τά από κα­τά­κτη­ση κά­ποιου κύ­μα­τος– της απά­ντη­σε απα­θής: «Μα εί­ναι μαύ­ρο, που να το δω. Τέ­λος πά­ντων, να σας φέ­ρω λί­γο νε­ρό;» «Όχι κα­λά εί­μα­στε», απά­ντη­σε εκεί­νη εκ μέ­ρους του σκυ­λιού της, κε­ραυ­νο­βο­λώ­ντας τον με το βλέμ­μα της. Ο σέρ­φερ δεν φά­νη­κε να χο­λο­σκά­ει.
Οι σκέ­ψεις μου δια­κό­πη­καν από τον εκ­κω­φα­ντι­κό ήχο πολ­λών μπου­κα­λιών που έσπα­γαν στον κο­ντι­νό κά­δο ανα­κύ­κλω­σης γυα­λιού. Κοί­τα­ξα την ώρα. Κό­ντευε με­σά­νυ­χτα. Εί­χαν πλέ­ον απο­μεί­νει τα μι­σά τρα­πέ­ζια. Ζή­τη­σα τον λο­γα­ρια­σμό και όσο πε­ρί­με­να να πλη­ρώ­σω σκε­φτό­μουν πώς θα θέ­σω σε εφαρ­μο­γή το σχέ­διό μου να μά­θω ποιος μέ­νει στο σπί­τι του Κα­ζαν­τζά­κη σή­με­ρα.
Παίρ­νο­ντας τον δρό­μο προς το ξε­νο­δο­χείο μου απο­φά­σι­σα να κά­νω ένα πρώ­το πέ­ρα­σμα από το σπί­τι. Την τε­λευ­ταία φο­ρά εί­χα βρε­θεί χει­μώ­να στην Αντί­πο­λη και το σπί­τι στον αριθ­μό 8 της rue du Bas Castelet φαι­νό­ταν ερ­μη­τι­κά κλει­στό. Η πλα­τεία Safranier ήταν πα­ρα­δό­ξως ερη­μι­κή. Μία πο­λύ ιδιαί­τε­ρη σο­κο­λα­τε­ρί εν ονό­μα­τι Lilian Bonnefoi εί­χε επί­σης την έν­δει­ξη πως θα ήταν κλει­στή όλο το κα­λο­καί­ρι για ανα­καί­νι­ση. Εί­χα υπο­σχε­θεί σε μια ευ­γε­νέ­στα­ση πω­λή­τρια να έρ­θω σύ­ντο­μα να δο­κι­μά­σω την σο­κο­λά­τα γά­λα­κτος με αμύ­γδα­λα, αλ­λά φαί­νε­ται δεν θα τα κα­τά­φερ­να εκεί­νο το κα­λο­καί­ρι. Δεν πεί­ρα­ζε όμως αφού πά­ντα πρέ­πει να αφή­νου­με κά­τι για την επό­με­νη φο­ρά ως αφορ­μή για να επι­σκε­φθού­με ξα­νά έναν τό­πο αγα­πη­μέ­νο.
Το φως του μπαλ­κο­νιού του πά­λαι πο­τέ σπι­τιού του ήταν αναμ­μέ­νο. Του­λά­χι­στον το μπαλ­κό­νι που εί­χα υπο­λο­γί­σει στο πε­ρί­που πως άνη­κε στον αριθ­μό 8. Νω­ρί­τε­ρα εί­χα πε­ρά­σει από την πόρ­τα και εί­χα δει επί­σης φως, κά­τι που με βο­ή­θη­σε να υπο­λο­γί­σω ακρι­βώς και το μπαλ­κό­νι. Από εκεί­νη τη διεύ­θυν­ση εί­χε στεί­λει πολ­λές από τις επι­στο­λές του ο Κα­ζαν­τζά­κης, κά­τι που εί­χα δια­βά­σει στον «Ασυμ­βί­βα­στο», την βιο­γρα­φία που εί­χε γρά­ψει η γυ­ναί­κα του, Ελέ­νη.
Η καρ­διά μου σκίρ­τη­σε. Μία γυ­ναι­κεία φι­γού­ρα, σαν να μι­λού­σε σε κά­ποιον μέ­σα στο σπί­τι. Υπήρ­χε τέ­τοια ησυ­χία που μπο­ρού­σα να ακού­σω κά­τι σαν μουρ­μου­ρη­τό αν και ήμουν πο­λύ μα­κριά. Πρέ­πει να ήταν με­γά­λη σε ηλι­κία για­τί οι κι­νή­σεις της ήταν ρά­θυ­μες, κρί­νο­ντας από τις σκιές που χάι­δευαν τον τοί­χο, σαν να χό­ρευαν στο μπαλ­κό­νι ένα αρ­γό τάν­γκο. Η σκέ­ψη να χτυ­πή­σω το κου­δού­νι πέ­ρα­σε από το μυα­λό μου, αλ­λά δεν το έκα­να. Ντρά­πη­κα, και έφυ­γα σαν ντρο­πα­λό παι­δί που το έπια­σαν στα πρά­σα να κά­νει κά­ποια σκα­ντα­λιά.
Το επό­με­νο πρωί ξύ­πνη­σα πο­λύ νω­ρίς. Η ιδέα εί­χε ζυ­μω­θεί μέ­σα μου κι απο­φά­σι­σα να το κά­νω. Άρ­χι­ζα να στρί­βω στα πλα­κό­στρω­τα στε­νά προς το σπί­τι, και με κά­θε δρό­μο που δρα­σκέ­λι­ζα ένιω­θα την καρ­διά μου να χτυ­πά­ει πιο δυ­να­τά. Πλέ­ον εί­χα μά­θει το δρό­μο και δεν χρεια­ζό­μουν χάρ­τη. Ανε­βαί­νο­ντας την μι­κρή ανη­φό­ρα που περ­νά­ει από μία μι­κρή πλα­τεία που έχει το όνο­μα του Κα­ζαν­τζά­κη, εί­δα την πόρ­τα του απέ­να­ντι σπι­τιού ανοι­χτή και μία κυ­ρία γύ­ρω στα 65 να μι­λά­ει σε ένα ζευ­γά­ρι με έναν τε­ρά­στιο σκύ­λο. Προ­σποι­ή­θη­κα πως κοί­τα­ζα κά­τι στο κι­νη­τό μου, ώσπου να τε­λειώ­σουν την κου­βέ­ντα τους. Πράγ­μα­τι, με­τά από λί­γο το ζευ­γά­ρι έφυ­γε.

«Bonjour, εδώ εί­ναι το νού­με­ρο 8;», τη ρώ­τη­σα σε αδέ­ξια γαλ­λι­κά, δεί­χνο­ντας την κα­φέ πόρ­τα. «La maison de Kazantzakis!», μου απο­κρί­θη­κε κι άστρα­ψαν τα μά­τια της. «Μα ναι, εδώ εί­ναι. Πολ­λοί μπερ­δεύ­ο­νται, ξέ­ρε­τε, και νο­μί­ζουν πως εί­ναι αυ­τό το με­γά­λο σπί­τι στην αρ­χή του δρό­μου. Ελ­λη­νί­δα εί­στε; Έχουν έρ­θει στο πα­ρελ­θόν και άλ­λοι Έλ­λη­νες ψά­χνο­ντάς το». Πιά­σα­με την κου­βέ­ντα.

Της εί­πα πό­σο αγα­πού­σα τα βι­βλία του, πό­σο και­ρό εί­χα πε­ρά­σει στην Κρή­τη να ανα­ζη­τώ τα βή­μα­τά του, και πό­σο γλυ­κό έβρι­σκα πως η σύ­ντρο­φός του, η Ελέ­νη, κοι­μό­ταν αιώ­νια στον προ­μα­χώ­να Μαρ­τι­νέ­γκο, δί­πλα του. Πως μέ­σα από τις λέ­ξεις της, μιας γυ­ναί­κας που αγα­πά­ει και θαυ­μά­ζει το πνεύ­μα του συ­ντρό­φου της, και μπο­ρεί αυ­τό να το απο­τυ­πώ­σει με λέ­ξεις, άρ­χι­σα να τον ανα­κα­λύ­πτω κι εγώ πε­ρισ­σό­τε­ρο.

«Εγώ τον ήξε­ρα, όταν ήμουν μι­κρή. Πά­νε 40 χρό­νια πλέ­ον. Δεν ήταν γνω­στός στην Αντί­πο­λη στην αρ­χή. Έγι­νε, αφό­του παί­χτη­κε ο Ζορ­μπάς στο σι­νε­μά. Τό­τε ήρ­θε και η Με­λί­να Μερ­κού­ρη, κι άλ­λοι διά­ση­μοι φί­λοι του, εκεί­νης της επο­χής. Εί­χε και έναν άλ­λον Έλ­λη­να κα­θη­γη­τή γεί­το­να, που τον γνώ­ρι­σε εδώ. Η μα­μά μου πή­γαι­νε με την Ελέ­νη για ψώ­νια στην αγο­ρά. Η Ελέ­νη ήταν πά­ντο­τε κα­λο­ντυ­μέ­νη και προ­σεγ­μέ­νη. Εκεί­νος όμως, που ήταν ήδη άρ­ρω­στος τό­τε, έβγαι­νε από το σπί­τι απε­ρι­ποί­η­τος. Άγρια φι­γού­ρα, τρό­μα­ζε τα παι­διά. Αλ­λά, la genie... Δεν το κα­τα­λά­βαι­να τό­τε, ήμουν μι­κρή. Φο­βό­μουν το πα­ρου­σια­στι­κό του και εγώ η ίδια. Τώ­ρα μπο­ρώ να το κα­τα­λά­βω. Τό­σο ευ­φυ­ής... Δεν εί­ναι για όλους αυ­τοί οι άν­θρω­ποι, σπα­νί­ζουν. Δύ­σκο­λα κά­ποιος μέ­νει κο­ντά τους, κι όμως η Ελέ­νη έμει­νε». Συ­νέ­χι­ζε να μου μι­λά­ει πολ­λή ώρα σαν χεί­μαρ­ρος, σαν να εί­χε την ανά­γκη να μοι­ρα­στεί απλό­χε­ρα όλες αυ­τές τις ανα­μνή­σεις, για να μην χα­θούν στη λή­θη.
«Κά­πο­τε του κρα­τού­σα και την αλ­λη­λο­γρα­φία. Μία μέ­ρα όμως έφυ­γε και δεν ξα­να­γύ­ρι­σε πο­τέ. Με­τά μά­θα­με πως δεν ήταν πλέ­ον μα­ζί μας», εί­πε θλιμ­μέ­να κά­νο­ντας μια παύ­ση. «Η Ελέ­νη προ­σπά­θη­σε να κρα­τή­σει για κά­ποια χρό­νια το σπί­τι με­τά τον θά­να­τό του, αλ­λά τε­λι­κά το πού­λη­σε. Δεν μπο­ρού­σε μό­νη της. Πλέ­ον έχει αλ­λά­ξει πέ­ντε ιδιο­κτή­τες και τώ­ρα ανή­κει σε κά­τι Άγ­γλους, που δεν εν­δια­φέ­ρο­νται κα­θό­λου να ασχο­λη­θούν με τον Κα­ζαν­τζά­κη. Δεν εί­μαι σί­γου­ρη άμα ξέ­ρουν καν ποιος εί­ναι. Ξέ­ρε­τε, προ­σπα­θή­σα­με να δη­μιουρ­γή­σου­με έναν σύλ­λο­γο για να αγο­ρα­στεί και να με­τα­τρα­πεί σε μου­σείο, αλ­λά δεν τα κα­τα­φέ­ρα­με. Πέ­σα­με και πά­νω στην πε­ρί­ο­δο της κρί­σης στην Ελ­λά­δα, αλ­λά υπάρ­χουν κι άλ­λες δυ­σκο­λί­ες. Εί­ναι τό­σο μι­κρό μέ­σα το σπί­τι κι ένα μου­σείο χρειά­ζε­ται να έχει δύο πόρ­τες ει­σό­δου-εξό­δου για ασφά­λεια, και άλ­λα τέ­τοια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά. Εί­ναι πο­λύ κρί­μα. Δεν θυ­μί­ζει τί­πο­τα πλέ­ον το εσω­τε­ρι­κό από το πώς ήταν κά­πο­τε. Το έχουν αλ­λά­ξει τε­λεί­ως και δεν ξέ­ρουν καν σε τι θη­σαυ­ρό έχουν την τύ­χη να μέ­νουν», εί­πε ενο­χλη­μέ­να.
Εί­πα­με πολ­λά. Κά­ποιοι μά­στο­ρες που έκα­ναν ερ­γα­σί­ες στον επά­νω όρο­φο του σπι­τιού της διέ­κο­πταν συ­χνά τις σκέ­ψεις της μπαι­νο­βγαί­νο­ντας από την πόρ­τα. Της ζή­τη­σα να μην που­λή­σει το δι­κό της σπί­τι. Εί­ναι σπά­νιο να μπο­ρεί κα­νείς να ακού­σει τις ιστο­ρί­ες αυ­τές από κά­ποιον που τις έζη­σε. «Α, όχι, δεν πρό­κει­ται να το που­λή­σω! Να, κά­νω κι ερ­γα­σί­ες συ­ντή­ρη­σης. Να εί­μα­στε κα­λά, εδώ θα εί­μαι και του χρό­νου πά­ντως», μου εί­πε κα­λο­συ­νά­τα. «Εδώ δί­πλα μέ­νει ένας Γάλ­λος, γνω­στός δη­μο­σιο­γρά­φος της επο­χής, που θα μπο­ρού­σε να σου μι­λή­σει. Αγα­πού­σε πο­λύ το έρ­γο του. Αλ­λά τώ­ρα δεν εί­ναι στο σπί­τι. Πριν λί­γο έφυ­γε για τη Νί­καια, και θα έρ­θει την άλ­λη εβδο­μά­δα».
Με­γά­λη ατυ­χία, σκέ­φτη­κα. «Θα έρ­θω ξα­νά, κι όταν το κά­νω, θα έρ­θω να σας χαι­ρε­τή­σω και να σας φέ­ρω και κά­τι από την Ελ­λά­δα», της υπο­σχέ­θη­κα. «Η Αντί­πο­λη μου θυ­μί­ζει πο­λύ την Ελ­λά­δα». «Αυ­τό έλε­γε κι εκεί­νος», μου απά­ντη­σε χα­μο­γε­λώ­ντας. «Σας ευ­χα­ρι­στώ για τις όμορ­φες ιστο­ρί­ες», της εί­πα και πή­ρα το δρό­μο της επι­στρο­φής.
Κα­θώς ξε­μά­κραι­να από τον δρό­μο που κά­πο­τε εί­χε περ­πα­τή­σει και ο Νί­κος Κα­ζαν­τζά­κης κρα­τώ­ντας το χέ­ρι της Ελέ­νης Σα­μί­ου σε κά­ποια από τις βόλ­τες τους, κο­ντο­στά­θη­κα και εί­δα το δέ­ντρο μου να αγνα­ντεύ­ει τη θά­λασ­σα. Χα­μο­γέ­λα­σα. Το απο­χαι­ρέ­τη­σα, απο­χαι­ρέ­τη­σα και την Αντί­πο­λη, αλ­λά σί­γου­ρα, όχι για πά­ντα.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: