Ο καθρέφτης

Νicolas Regnier (1591-1667), «Ματαιοδοξία», 159
Νicolas Regnier (1591-1667), «Ματαιοδοξία», 159

Ήταν σκε­πα­σμέ­νος με κά­μπο­το σκλη­ρό και αδια­πέ­ρα­στο.
Δεν έπαιρ­νε απου­σί­ες κα­θη­με­ρι­νά, μιας και η θέ­ση του ήταν στη σά­λα. Σο­βα­ρός και λι­τός. Και αμέ­το­χος. Μό­νο την ντου­λά­πα που εί­χε απέ­να­ντι του αντα­να­κλού­σε. Ακί­νη­τη. Για­τί ού­τε αυ­τή άνοι­γε συ­χνά. Κά­ποιες Κυ­ρια­κές μό­νο, έβγαι­νε από κει μία μαύ­ρη βε­λού­δι­νη ζα­κέ­τα, που φό­ρα­γε η μά­να μου στην εκ­κλη­σία. Κυ­ρί­ως το χει­μώ­να. Τον τε­λευ­ταίο και­ρό όμως, εί­χα αρ­χί­σει να τον επι­σκέ­πτο­μαι εγώ. Τώ­ρα τε­λευ­ταία, σχε­δόν κά­θε μέ­ρα. Κοί­τα­ζα το πρό­σω­πό μου. Το πα­ρα­τη­ρού­σα. Εί­χε αλ­λά­ξει. Άλ­λα­ζε και το σώ­μα μου. Στην αρ­χή δεν έφτα­να, για­τί ήταν ψη­λά, πά­νω από ένα έπι­πλο και ευ­τυ­χώς, λί­γο γυρ­τός από την πά­νω με­ριά που κρε­μό­ταν. Πή­γαι­να κρυ­φά. Ντρε­πό­μουν που το έκα­να. Ένα με­ση­μέ­ρι, αφού αφου­γκρά­στη­κα πρώ­τα και ήταν ησυ­χία, σή­κω­σα το φου­στά­νι μου μέ­χρι πά­νω. Δεν το ‘βγα­λα, και το ξα­να­κα­τέ­βα­σα γρή­γο­ρα. Εκεί πά­νω, μπή­κε μέ­σα από­το­μα η μά­να μου.
«Τι κά­νεις αυ­τού;» με απο­πή­ρε.
«Τί­πο­τα».
«Τρά­βα έξω γρή­γο­ρα, μου θες κα­θρε­φτί­σμα­τα». Στον τό­νο της φω­νής της, λέ­γο­ντας αυ­τά, εί­χε κά­τι που με έκα­νε να ντρα­πώ πο­λύ.

Με­τά από λί­γες μέ­ρες, έγι­νε το κα­κό. Όταν το ‘μα­θε η μά­να, η φω­νή της ακού­στη­κε στο μι­σό χω­ριό. Ο πα­τέ­ρας, λυ­πό­ταν πιο συμ­μα­ζε­μέ­να, έκλαι­γε από μέ­σα του τρέ­μο­ντας. Ο αδερ­φός μου, οχτώ χρό­νια με­γα­λύ­τε­ρος από μέ­να, αμί­λη­τος, βου­βός. Μα τον έβλε­πα να εί­ναι τα­ραγ­μέ­νος πο­λύ. Πιο πο­λύ για αυ­τόν στε­να­χω­ριό­μουν. Η αδερ­φή μου η μι­κρό­τε­ρη δεν κα­τα­λά­βαι­νε πολ­λά, κι ήταν λί­γο χα­μέ­νη. Της φαί­νο­νταν όλα αυ­τά πα­ρά­ξε­να. Έπια­σε η μά­να μας και έβα­λε κα­ζά­νι στην αυ­λή. Με έστει­λε να πά­ρω μπο­γιά στον μπα­κά­λη. Τό­σα δρά­μια, όχι λι­γό­τε­ρο. Έρι­ξε στο κα­ζά­νι τη μαύ­ρη μπο­γιά και μα­ζί και όλα τα ρού­χα, και ανα­κά­τευε. Με εί­χε πιά­σει απελ­πι­σία. Μα­ζί με όλα τα ρού­χα όπως συ­νη­θί­ζο­νταν, εί­χε ρί­ξει στη μπο­γιά και τα κουρ­τι­νά­κια από όλα τα πα­ρά­θυ­ρα, μέ­χρι και τα πα­λιά πα­τσα­βού­ρια. Η ατμό­σφαι­ρα ήταν βα­ριά, από τους ανα­στε­ναγ­μούς όλη τη μέ­ρα. Και από την τό­ση μαυ­ρί­λα γύ­ρω και πά­νω μου, ―μία ρό­μπα του σχο­λεί­ου ήταν και αυ­τή κα­τά­μαυ­ρη βαμ­μέ­νη και έβγα­ζε μπο­γιά στο κορ­μί μου όταν ίδρω­να― με έπια­νε τα­ρα­χή. Και κά­ποιες γυ­ναί­κες που έρ­χο­νταν στο σπί­τι τά­χα για πα­ρη­γο­ριά, έκλαι­γαν και αυ­τές μα­ζί με τη μά­να. Έκλαι­γαν και για τους δι­κούς τους πε­θα­μέ­νους. Μι­λού­σαν και για τους ακό­μα πιο νέ­ους που εί­χαν φύ­γει, έτσι για πα­ρη­γο­ριά. Μα όταν έφευ­γε η μά­να πα­ρα­μέ­σα, για να τους φτιά­ξει κα­φέ­δες, χα­μή­λω­ναν τη φω­νή τους, κι έλε­γαν κά­τι μι­σό­λο­γα. «Ευαί­σθη­τος» έλε­γαν, και ακου­γό­ταν σαν κά­τι πο­λύ κα­κό, και ότι «δεν ήταν ατύ­χη­μα,» και ότι «μό­νος του, στο αυ­το­κί­νη­το έπε­σε μπρο­στά». Και, «ο άλ­λος, δεν τον βλέ­πει;» έλε­γαν, «θέ­λει προ­σο­χή,» κι ότι «τα κο­ρί­τσια, ευ­τυ­χώς εί­ναι αλ­λιώ­τι­κα, ας εί­ναι μι­κρά, φαί­νο­νται». Και όταν γύ­ρι­ζε η μά­να με τους κα­φέ­δες έκλαι­γαν ξα­νά, πιά­να­με και εμείς με την αδερ­φή μου το κλά­μα και κοι­μό­μα­σταν πλα­νταγ­μέ­να.
Εί­χαν πε­ρά­σει μέ­ρες μπο­ρεί και μή­νας. Δεν ήξε­ρα τι όψη έχω, με τό­σο κλά­μα και με τη μαύ­ρη ρό­μπα μου. Έναν μι­κρό κα­θρέ­φτη, δί­πλα στο νε­ρο­χύ­τη για να ξυ­ρί­ζε­ται ο αδερ­φός μου και ο πα­τέ­ρας, η μά­να τον εί­χε κα­τε­βά­σει, μιας και δεν ξυ­ρί­ζο­νταν τώ­ρα. Ήταν πρωί κι ετοι­μα­ζό­μουν για το σχο­λείο. Εί­χαν σκορ­πί­σει όλοι στις δου­λειές τους. Μό­νο η αδερ­φή μου, έπι­νε με όρε­ξη το γά­λα της στο τρα­πέ­ζι. Πλύ­θη­κα στο νε­ρο­χύ­τη της κου­ζί­νας, πή­ρα τη χτέ­να και μπή­κα στη σά­λα αλα­φρο­πα­τώ­ντας. Τα έξω παν­τζού­ρια ήταν τρα­βηγ­μέ­να, και δεν έμπαι­νε φως. Όταν συ­νή­θι­σαν λί­γο τα μά­τια μου, εί­δα και εκεί στα δύο πα­ρά­θυ­ρα, τα κουρ­τι­νά­κια μαύ­ρα. Κι ο κα­θρέ­φτης που στε­κό­ταν ανά­με­σα τους, ήταν σκε­πα­σμέ­νος με μαύ­ρο χο­ντρό κά­μπο­το. Έμει­να ακί­νη­τη μαρ­μα­ρω­μέ­νη. Με­τά, πλη­σί­α­σα αρ­γά, ση­κώ­θη­κα στις μύ­τες των πο­διών μου, έπια­σα από τη μία γω­νία το πα­νί και το τρά­βη­ξα. Αυ­τό αντι­στε­κό­ταν, σαν κά­που να ήταν πια­σμέ­νο. Το έπια­σα με τα δυο μου χέ­ρια και τα τρά­βη­ξα ξα­νά.
Το πα­νί έπε­σε πά­νω στο έπι­πλο. Φως δεν άνα­ψα. Τα μά­τια μου έδει­χναν σκού­ρα, σαν άυ­πνα. Τα μαλ­λιά μου εί­χαν αρ­χί­σει να γί­νο­νται πιο σγου­ρά. Δύ­σκο­λα τι­θα­σεύ­ο­νταν. Σή­κω­σα τη χτέ­να και προ­σπά­θη­σα να τα ξε­μπερ­δέ­ψω. Ένιω­θα μία φα­γού­ρα στο στή­θος μου τε­λευ­ταία, την ένιω­σα και τώ­ρα. Νό­μι­ζα ότι ήταν από το ρού­χο, εί­χε αγριέ­ψει από την μπο­γιά. Σή­κω­σα τη μαύ­ρη ρό­μπα του σχο­λεί­ου. Κοί­τα­ξα μέ­σα στην μι­σο­σκό­τει­νη σά­λα, το εί­δω­λό μου στον κα­θρέ­φτη. Τα στή­θια μου, εί­χαν λί­γο πρη­στεί. Και προ­χθές το βρά­δυ, που με σκού­ντη­σε η αδερ­φή μου με τον αγκώ­να της μες στον ύπνο της, πό­νε­σαν κιό­λας. Έβγα­λα τε­λεί­ως την πο­διά του σχο­λεί­ου και έμει­να με το βρα­κί. Με το αρι­στε­ρό μου χέ­ρι ψη­λά­φι­σα το δε­ξί μου στή­θος, απα­λά, να μην πο­νέ­σω πά­λι. Κοι­τού­σα λαί­μαρ­γα μέ­σα στον κα­θρέ­φτη την ει­κό­να μου. Άκου­σα βή­μα­τα απέ­ξω και με­τά πιο κο­ντά, πί­σω μου. Μπή­κε μέ­σα η μά­να μου.

«Δεν με λυ­πά­ται πια αυ­τός ο Θε­ός; Έσκου­ξε βλέ­πο­ντας με, και την άκου­σε το μι­σό χω­ριό.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: