Μια μέρα που πονούσε το αυτάκι του

Μια μέρα που πονούσε το αυτάκι του



«Μη φεύ­γεις…», έκλαι­γε, πα­ρα­κα­λού­σε το μι­κρό αγό­ρι τη μη­τέ­ρα του.
Εκεί­νη εί­χε σκύ­ψει από πά­νω του, η πα­λά­μη της στο ιδρω­μέ­νο του κού­τε­λο.
Και με­τά, ένα απα­λό φι­λί στα στό­μα του παι­διού και άλ­λο ένα στο δε­ξί το αυ­τά­κι.
«Έχει λί­γο πυ­ρε­τό» στρά­φη­κε και εί­πε η μη­τέ­ρα στην Ιω­άν­να.
«Μη φύ­γεις!» το αγό­ρι βούρ­κω­σε.
«Μα θα εί­ναι μα­ζί σου η Ιω­άν­να. Την φώ­να­ξα να έρ­θει να σου κρα­τά συ­ντρο­φιά όσο θα λεί­πω»
Η πα­λά­μη της μα­νού­λας του χάι­δε­ψε το μά­γου­λο.
«Μη φύ­γεις…» εκεί­νο ανα­ζή­τη­σε ξα­νά το φι­λί της.
Κι αυ­τή του το χά­ρι­σε… Ένα ακό­μα απα­λό φι­λί στα στό­μα του παι­διού και με­τά πά­λι άλ­λο ένα στο δε­ξί το αυ­τά­κι.
«Μά­κια!... Να, τώ­ρα θα γιά­νει!» χα­μο­γέ­λα­σε η μα­νού­λα και το αγό­ρι πί­σω από τις υγρές βλε­φα­ρί­δες του την εί­δε να βγαί­νει από το δω­μά­τιο.
Πε­ρα­σμέ­νες δέ­κα το πρωί και η Ιω­άν­να κά­θι­σε πά­νω στο κρε­βά­τι του αγο­ριού· δί­πλα του
«Σου έφτια­ξα την κρέ­μα που αγα­πάς… Φρά­ου­λα!» του εί­πε και η φω­νή της αν και σι­γα­νή έκα­νε το αγό­ρι να ξυ­πνή­σει.
«Για­τί έφυ­γε η μα­μά;» πά­ντα το ίδιο πα­ρά­πο­νο.
Χα­μο­γέ­λα­σε η Ιω­άν­να.
«Μα έπρε­πε να πά­ει στη δου­λειά της!» εί­πε και άφη­σε την πρώ­τη κου­τα­λιά της κρέ­μας να πέ­σει μέ­σα στο μι­κρό μι­σά­νοι­χτο στό­μα.
«Να πή­γαι­νες εσύ στη δου­λειά της…» εί­πε το αγό­ρι και κα­θώς προ­σπά­θη­σε να κα­τα­πιεί την κρέ­μα, αι­σθάν­θη­κε τον πό­νο στο αυ­τί του να με­γα­λώ­νει.
Και δά­κρυ­σε.
Ναι, η Ιω­άν­να έπρε­πε να πά­ει στη δου­λειά της μα­μάς και η μα­μά να ήταν τώ­ρα αυ­τή που θα τον τάι­ζε με την κρέ­μα.
«Έλα τώ­ρα μη κλαις!...» η Ιω­άν­να με την πε­τσέ­τα σκού­πι­σε το δά­κρυ από την άκρη του μα­τιού και τη στά­λα κρέ­μας από την άκρη των χει­λιών, «Η δι­κιά μου η δου­λειά αυ­τή εί­ναι… Να σε προ­σέ­χω όταν η μα­μά πη­γαί­νει στο γρα­φείο…»
Όχι, δεν του αρέ­σει αυ­τή η δου­λειά της μα­μάς! –σκέ­φτη­κε το αγό­ρι κι όσο πιο πο­λύ απο­φά­σι­ζε πως δεν του άρε­σε να λεί­πει η μα­μά από το σπί­τι, τό­σο και πιο πο­λύ λες και το αυ­τά­κι του πο­νού­σε.
Η Ιω­άν­να προ­σπά­θη­σε να τον πεί­σει να την αφή­σει να του στά­ξει μέ­σα στο αυ­τί κά­τι στά­λες ενός φάρ­μα­κου.
«Να δεις που αμέ­σως ο πό­νος θα σου πε­ρά­σει!» του υπο­σχέ­θη­κε.
Αλ­λά –μπα! – δεν πέ­ρα­σε ο πό­νος… Λι­γου­λά­κι μό­νο έγι­νε πιο μι­κρός.
«Να, τώ­ρα με αυ­τό το πα­νά­κι που το έχω ζε­σταί­νει, ο πό­νος θα μι­κρύ­νει…», η Ιω­άν­να σκέ­πα­σε το αυ­τί του αγο­ριού με ένα χνου­δω­τό πα­νί.
Αλ­λά –μπα! – δεν πέ­ρα­σε ο πό­νος… Λι­γου­λά­κι μό­νο έγι­νε πιο μι­κρός.
«Πο­νώ!» πή­ρε και πά­λι να κλαί­ει το αγό­ρι.
«Κά­νε υπο­μο­νή!» τον χάι­δευε η Ιω­άν­να.
«Θέ­λω τη μα­μά μου!» ανά­με­σα σε δά­κρυα και λυγ­μούς, το πα­ρά­πο­νο.
Η Ιω­άν­να τον χάι­δευε.
Ανά­με­σα σε δά­κρυα και λυγ­μούς το μι­κρό αγό­ρι και πά­λι απο­κοι­μή­θη­κε.
Αλ­λά ακό­μα και μέ­σα στον ύπνο του, ο πό­νος στο αυ­τά­κι ήταν πά­ντα δυ­να­τός!
Ακό­μα και μέ­σα στον ύπνο του… Το ίδιο πα­ρά­πο­νο.
Θέ­λω τη μα­μά μου!
«Αχ!» μι­σο­ξυ­πνά από την ίδια του την κραυ­γού­λα και η Ιω­άν­να, τρέ­χει δί­πλα του μα όσο κι αν τον παίρ­νει μέ­σα στην αγκα­λιά της, δεν κα­τα­φέρ­νει να κά­νει πιο μι­κρό τον πό­νο.
«Έλα να παί­ξου­με…» ψά­χνει να βρει η Ιω­άν­να ένα παι­χνί­δι που θα κά­νει το αυ­τά­κι να μην πο­νά.
Πά­νω στην κου­βέρ­τα με τις πο­λύ­χρω­μες ρί­γες, απλώ­νο­νται πο­λύ­χρω­μα αυ­το­κι­νη­τά­κια.
Ο πό­νος πά­ντα μέ­σα στο αυ­τά­κι μέ­νει –«Αχ!»
Πί­σω στο κου­τά­κι που τα φυ­λά­νε μπαί­νου­νε τα αυ­το­κι­νη­τά­κια και τώ­ρα πά­νω στις κου­βέρ­τα… Το μπλοκ της ζω­γρα­φι­κής και κί­τρι­νοι, κόκ­κι­νοι, μπλε, πρά­σι­νοι, κα­φέ μαρ­κα­δό­ροι.
Ζω­γρα­φί­ζει το αγό­ρι λου­λού­δια σε κή­πους και λου­λού­δια σε γλά­στρες. Μα ο πό­νος πά­ντα μέ­σα στο αυ­τά­κι μέ­νει – «Αχ!»
Ζω­γρα­φί­ζει σπι­τά­κια και τραί­να και ζω­γρα­φί­ζει όλους τους φί­λους και τις φι­λε­νά­δες του–τον Αντρί­κο, το Μα­ρά­κι, την Αν­νού­σκα και τον Μή­τια.
Ο πό­νος πά­ντα μέ­σα στο αυ­τά­κι μέ­νει -«Αχ!».
Θύ­μω­σε το αγό­ρι με τα παι­χνί­δια που δεν διώ­χνου­νε τον πό­νο.
«Θέ­λω τη μα­μά μου!» πα­ρα­πο­νιέ­ται και η Ιω­άν­να ψά­χνει να βρει τρό­πους να τον πα­ρη­γο­ρή­σει.
Μέ­σα σε γλυ­κό­λο­γα και χα­δά­κια το αγό­ρι κα­τα­φέρ­νει να ξε­χά­σει λι­γά­κι εκεί­νο το «Αχ!» και να 'τος πά­λι ο ύπνος που από την αγκα­λιά της Ιω­άν­νας τον χώ­νει στη δι­κιά του αγκα­λιά.
Τον ξυ­πνά η μυ­ρω­διά τη­γα­νι­τής πα­τά­τας.
Μπρο­στά του η Ιω­άν­να έχει το πιά­το με το αγα­πη­μέ­νο του φα­γη­τό. Μα πώς μπο­ρεί το αγό­ρι να χα­ρεί τις τρα­γα­νές πα­τά­τες όταν αυ­τός ο πό­νος στο αυ­τά­κι του πά­λι με­γά­λω­σε… Πό­νος που με ένα «Αχ!» με­τριέ­ται… Όχι, πιο με­γά­λος τώ­ρα έγι­νε… Με ένα «Αχ!» και άλ­λο ένα «Αχ!» με­τριέ­ται.
«Φάε κα­λό μου!» πα­ρα­κα­λά η Ιω­άν­να.
Αλ­λά το αγό­ρι δεν τολ­μά μή­τε το στό­μα του να ανοί­ξει…
Ανοί­γει όμως η πόρ­τα και…
Τα δυο «Αχ!» πά­νε!… Έφυ­γαν τρο­μαγ­μέ­να.
Χώ­νε­ται το αγό­ρι στην αγκα­λιά της μα­νού­λας.
«Πώς εί­ναι ο λε­βέ­ντης μου;» ρω­τά εκεί­νη. Τον χαϊ­δεύ­ει.
«Πο­νά!» της εξη­γεί η Ιω­άν­να και τα μά­τια της μα­νού­λας σκο­τει­νιά­ζου­νε.
«Τώ­ρα όμως πιο λί­γο!» το αγό­ρι βιά­ζε­ται να προ­σθέ­σει
Και η μα­νού­λα γε­λά.
Τα χεί­λη της στο μέ­τω­πό του και η μα­τιά της πά­ντα σκο­τει­νή.
«Έχει πυ­ρε­τό» σι­γα­νά ενη­με­ρώ­νει την Ιω­άν­να, αλ­λά στο γιό­κα της , άλ­λα λέ­ει.
«Λοι­πόν, να δεις που έφε­ρα κά­τι που θα κά­νει το πό­νο στο αυ­τά­κι να φύ­γει για πά­ντα μα­κριά και πο­τέ να μην ξα­νάρ­θει… »
«Πώς;» ρω­τά το αγό­ρι.
«Με μια μό­νο μι­κρή κου­τα­λιά από αυ­τό το σι­ρό­πι!» η μα­νού­λα εξη­γεί.
Στο αγό­ρι δεν του αρέ­σουν τα σι­ρό­πια· έχουν άσχη­μη γεύ­ση.
«Δεν θέ­λω!» βά­ζει και πά­λι τις φω­νές.
Μα η μα­νού­λα του δί­νει ένα ακό­μα φι­λί.
«Έλα! Ώσπου να ανοί­ξουν τα χε­ρά­κια σου το δώ­ρο που σου πή­ρα, το κου­τα­λά­κι θα έχει αδειά­σει μέ­σα στη γλωσ­σί­τσα σου»
Κι έτσι γί­νε­ται. Και το αγό­ρι ξε­δι­πλώ­νει το πα­κέ­το.
Ένα βι­βλίο ανά­με­σα στα χέ­ρια του και τα μι­κρά του δά­χτυ­λα ξε­φυλ­λί­ζουν τις σε­λί­δες. Πί­σω από τα υγρά μα­το­τσί­νο­ρα οι ει­κό­νες ξε­χω­ρί­ζουν με τα όμορ­φα χρώ­μα­τά τους και υπάρ­χει ένα μι­κρό αγό­ρι μέ­σα στις ει­κό­νες, ένα μι­κρό αγό­ρι και η μα­μά του και…
«Εί­δες που στο έλε­γα! Άδεια­σε το κου­τα­λά­κι!» δί­πλα του κά­θε­ται η μα­νού­λα.
Και ο το αγό­ρι χώ­νε­ται μέ­σα στην αγκα­λιά της.
«Πώς το λέ­νε το βι­βλίο;» ρω­τά για­τί ο ίδιος ακό­μα δεν έχει μά­θει να δια­βά­ζει.
«Μια μέ­ρα που πο­νού­σε το αυ­τά­κι του» η μη­τέ­ρα λέ­ει και με το δά­χτυ­λο της του δεί­χνει ένα, ένα τα γράμ­μα­τα του τί­τλου.
Κι αυ­τό χώ­νε­ται πιο βα­θιά στην αγκα­λιά της. Μέ­σα από εκεί κοι­τά την πρώ­τη ει­κό­να…
Ένα μι­κρό αγό­ρι πά­νω σε ένα κρε­βά­τι, πά­νω στο κρε­βά­τι μια πο­λύ­χρω­μη κου­βέρ­τα και πά­νω από το αγό­ρι και την κου­βέρ­τα η μα­νού­λα του αγο­ριού –αυ­τή πρέ­πει να εί­ναι! – έχει σκύ­ψει και ετοι­μά­ζε­ται να το φι­λή­σει.
«Έλα να σου δια­βά­σω την ιστο­ρία!» προ­τεί­νει η μα­νού­λα.
«Μη φεύ­γεις…», έκλαι­γε, πα­ρα­κα­λού­σε το μι­κρό αγό­ρι τη μη­τέ­ρα του.
Εκεί­νη εί­χε σκύ­ψει από πά­νω του, η πα­λά­μη της στο ιδρω­μέ­νο του κού­τε­λο.
Με­τά, ένα απα­λό φι­λί στα στό­μα του παι­διού και άλ­λο ένα στο δε­ξί το αυ­τά­κι.
Η φω­νή της μα­νού­λας μπαί­νει μέ­σα στο αυ­τά­κι που… πο­νού­σε. Και με­τά… Δεν πο­νά, πια το αυ­τά­κι.
Πο­νά όμως το αυ­τά­κι του μι­κρού αγο­ριού της ει­κό­νας μέ­σα στο βι­βλίο.
Και το αγό­ρι απλώ­νει τη δι­κή του πα­λά­μη, χαϊ­δεύ­ει τη ζω­γρα­φιά
«Κά­νε υπο­μο­νή!» πα­ρη­γο­ρεί τώ­ρα το αγό­ρι της ιστο­ρί­ας. «Μό­λις και η δι­κή σου η μα­νού­λα θα γυ­ρί­σει, να δεις που θα σου δια­βά­σει μια ιστο­ρία και ο πό­νος στο αυ­τά­κι σου θα πε­ρά­σει!»
Θα πε­ρά­σει… Όπως πέ­ρα­σε ο δι­κός του. Μή­τε μ’ ένα «Αχ!» με­τριέ­ται , μή­τε με δύο.
Και έπει­τα η Ιω­άν­να έφε­ρε νέ­ες πα­τά­τες, φρε­σκο­τη­γα­νι­σμέ­νες.
Και το μι­κρό αγό­ρι έφα­γε μια, έφα­γε δυο… Την τρί­τη της έδω­σε στη μα­νού­λα. Μα­ζί με ένα πλα­τύ χα­μό­γε­λο.
Πά­νω στην πο­λύ­χρω­μη κου­βέρ­τα, το βι­βλίο με τις πο­λύ­χρω­μες ζω­γρα­φιές.
Και τα δά­χτυ­λα της μα­νού­λας ανά­με­σα στα δά­χτυ­λα του αγο­ριού.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: