Όμορφη ― χρώμα της αυγής.
Τρυφερή ― πρωινή αύρα.
Χαρούμενη ― τιτίβισμα πουλιού το χάραμα.
Αγαπούσε ― είχε γεννηθεί για να λέει «καλημέρα».
Μοσχομύριζε ― ανάσα θαλασσινού πρωινού
Χείλη ολόδροσα ― πάνω τους η πάχνη του τέλους της νύχτας.
Ακροδάχτυλα ―πέταλα τριαντάφυλλου· μάτια ―στάλες ωκεανού· δέρμα ―παρειές βρέφους.
Με πέπλο αραχνοϋφαντο καλυμμένη ― κεντίδια πάνω του οι πρώτες ηλιαχτίδες.
Αγυάλιστο χρυσάφι τα μαλλιά ― μέσα τους φωλιάζανε δροσοσταλίδες.
Μια μικρή θεά ήταν ― αδελφή του Ήλιου και της Σελήνης.
Η Ηώς ― αυτή που κάθε μέρα έφερνε στη γη την αυγή.
Προτού ακόμα χαράξει, στεκότανε πίσω από την μεγάλη πύλη του ανάκτορου του αδελφού της κι ενώ εκείνος, ο Ήλιος, έριχνε τις τελευταίες ματιές στο άρμα του ―μήτε ίχνος σκόνης να μην υπάρχει πάνω του― εκείνη, η Ηώς, με τα τρυφερά της δάχτυλα ξεκλείδωνε την ολόχρυση καστρόπορτα και έκανε το πρώτο βήμα προς τις πεδιάδες του ουρανού.
Πρώτο βήμα και οι πρώτες πρωινές στάλες από τα μαλλιά της και οι πρώτες τρυφερές, πολύχρωμες ανταύγειες από το αραχνοϋφαντο χιτώνα της, κατρακυλούσαν στα βουνά, στις θάλασσες, στις πολιτείες.
Τα βλέφαρα των ανθρώπων τρεμοπαίζανε, τα σώματά τους αναδεύονταν πάνω στα στρώματα, ενώ στα δάση ξεχύνονταν κελαϊδισμοί και ευωδιές από τα υγρά πέταλα των λουλουδιών.
Η Ηώς ξεκίναγε τη μέρα, από πίσω της σε λίγο ο Ήλιος θα ακολουθούσε με το άρμα του που το σέρνανε τα τέσσερα άλογα… Κι εκείνη ―διακριτικά, ήσυχα― θα επέστρεφε πίσω στο ανάκτορο του αδελφού της.
Ελεύθερη από τα καθήκοντά της, μπορούσε πια να τριγυρνά σε παραλίες, σε ολάνθιστες πλαγιές, σε έρημα νησιά, στις αγορές των πόλεων, στα λημέρια του Ολύμπου.
Μια μικρή, μ΄ αστόχαστη θεότητα ανάμεσα άλλοτε σε θνητούς κι άλλοτε σ΄ αθάνατους, να αναζητά τις χαρές του έρωτα.
Παλληκάρια, που ακόμα δεν είχαν γένια στα μάγουλά τους, αναζητούσαν ένα της βλέμμα. Γέροντες που πιστεύανε πως θα τους χάριζε ξανά τη νεότητα ακολουθούσαν τα ίχνη της.
Θεοί που κατοικούσαν στον Όλυμπο· κάποιοι που δεν εγκαταλείπανε τα πελάγη· όσοι διαφεντεύαν τους ποταμούς ή τις σκοτεινές λίμνες του Άδη ― όλοι ελπίζανε να κερδίσουν έστω και για μια μέρα τη συντροφιά της.
Κι εκείνη επέλεγε ― έτσι αμέριμνα, δίχως άλλον σκοπό παρά μονάχα να χαίρεται τον έρωτα.
Κι έτσι αμέριμνα, ένα απομεσήμερο, ακολούθησε την πρόσκληση του θεού του Πολέμου, του Άρη, και μαζί του κλείστηκε στις αποθήκες των όπλων του.
Η λάμψη των μαλλιών της, το χρώμα των ματιών της, η απαλότητα του λαιμού της -όλα καθρεφτίστηκαν πάνω στις καλογυαλισμένες ασπίδες, στις μυτερές λόγχες των δοράτων, στις σκαλισμένες λαβές των σπαθιών και όλα τους έτσι πήραν να λάμπουνε για ώρες πολλές, μέχρις ότου το άρμα της Σελήνης ξεκίνησε τη νυχτερινή πορεία του, αλλά τα άλογα με τις γκρίζες χαίτες χάσανε τον βηματισμό τους ― ο ουρανός δεν ήταν σκοτεινός όπως τον γνώριζαν, με άλλο γλυκύτατο χρώμα ήταν λουσμένος… Προχωρημένο σούρουπο που θύμιζε αυγούλα.
Η τάξη του κόσμου ανασαλεύτηκε.
Ο Δίας βρόντηξε ― η βροντή του πιο τρανταχτή από την κλαγγή του πολέμου και ο Άρης υπέκυψε ως σώφρων στρατιώτης στη διαταγή ανωτέρου και αποσύρθηκε από το οπλοστάσιο.
Μόνη έμεινε η Ηώς και ανασήκωσε τους ώμους, ως νεαρά που έχει χορτάσει από χάδια και φιλιά, πήρε να κατηφορίζει ήρεμα και νωχελικά προς τις πεδιάδες και τους κάμπους και κανείς δεν φρόντισε ―μα πάντα και ποτέ κανείς δεν φροντίζει να προστατεύει την αστόχαστη αθωότητα της νιότης― να την ενημερώσει πως όχι μόνο ο Δίας είχε θυμώσει, μα και η ίδια η θεά του Έρωτα, η Αφροδίτη είχε ζηλέψει.
Προτού η Ηώς εισέλθει στην αποθήκη του πολέμου, το μόνο άλλο θηλυκό που είχε εκεί μέσα μπει ήταν αυτή και μόνο ― η Αφροδίτη.
Το νέο γρήγορα διαδόθηκε ανάμεσα στους μεγάλους και στους μικρούς θεούς, αλλά η ίδια η Ηώς δεν το πίστεψε -Μα πώς ήταν δυνατόν να υπάρξει κατάρα που θα νικούσε την αγνότητα της κυράς του πρώτου, πρώτου φωτός;
Αλλά τα λόγια της Αφροδίτης ήταν ξεκάθαρα ―Ποτέ η Ηώς να μην χαιρότανε την απόλυτη ευτυχία του έρωτα.
Κι ότι αποφασίζει η θεά του έρωτα, είναι πάντα πιο πάνω ακόμα και από το πλέον γλυκό ξημέρωμα.
Έτσι είναι!
Κι έπειτα πέρασε ο καιρός ― ας μην τον μετρήσουμε με τον ρυθμό των ανθρώπων. Οι άνθρωποι γερνούν και πεθαίνουν. Οι θεοί ζούνε αναλλοίωτοι και για πάντα.
Αυτό όλοι ―θνητοί κι αθάνατοι― οφείλουν να το ξέρουν και να το ενθυμούνται.
Η Ηώς ―δεν μπορεί!― πρέπει να το γνώριζε, αλλά το λησμόνησε εκείνη τη μέρα που σε ακρογιαλιά του Ίλιου συναπαντήθηκε με τον Τιθωνό.
Όμορφος νέος, νεότατος άνδρας ο Τιθωνός ―ίσα που είχε αρχίσει να φυτρώνει το πρώτο πλούσιο γένι γύρω από τα μαγουλά του.
Είχε κατάμαυρα μαλλιά και μελαχρινή επιδερμίδα ― γνήσιος απόγονος της φαμίλιας που κυβερνούσε τη φημισμένη Τροία.
Αρχοντικό παράστημα, αρρενωπή θωριά, μα και μια γλυκύτητα που ξεπηδούσε από το βλέμμα του και τα γραμμένα του χείλη.
Η Ηώς ήταν που πρώτη τον είδε ― πάνω σε βραχάκι καθισμένος κοιτούσε τη θάλασσα.
«Τι κάνεις εδώ μονάχος;» με το γνωστό της αυθορμητισμό τον πλησίασε.
Ο Τιθωνός προτού ακόμα γυρίσει να τη δει, αισθάνθηκε να λούζεται σε απαλό φως και να τον τυλίγει η μυρωδιά ανάσας αγριολούλουδου.
Κι έπειτα μέσα στο στήθος του κάτι σα μιαν αύρα λες και τον διαπέρασε ― φούσκωσαν τα σπλάχνα του, το αίμα του κύλησε με την ορμή χειμάρρου και αισθάνθηκε να χάνει τη φωνή του
«Δεν απαντάς;» η Ηώς χαμογελούσε με το σάστισμά του ― τώρα ο Τιθωνός ίδια με σαστισμένο έφηβο έμοιαζε. Έφηβο που κοιτούσε με λαχτάρα κάτι που τον είχε συναρπάσει.
«Μετρώ τα κύματα…», ήταν ότι έτσι πρόχειρα σκέφτηκε να της απαντήσει.
Κάθισε δίπλα του εκείνη
«Ας τα μετρήσουμε μαζί!» είπε κι άπλωσε το χέρι της, «Να, δες!... Ένα… Και δεύτερο… Και τρίτο…», σταμάτησε, στράφηκε προς τη μεριά του…
«Μιας κι εσύ δεν μετράς, πες μου τουλάχιστον το όνομα σου…»
Και της το είπε… Του είπε και το δικό της. Τα κύματα συνέχιζαν να ξεψυχούνε πάνω στα βραχάκια.
Κανείς δεν τα μετρούσε πια.
Μια μικρή θεά κι ένας νέος, νεότατος άνδρας κρατιόντουσαν από το χέρι. Για λίγες στιγμές. Κι έπειτα πλησίασαν τα κεφάλια τους· ενώθηκαν τα χείλη τους. Στην αγκαλιά ο ένας του άλλου.
Ερωτευμένοι κι ευτυχισμένοι.
Μα εκείνη η φράση της Αφροδίτης δεν είχε ξεχαστεί ― ό,τι ξεστομίζουν οι θεοί, δεν το παίρνουν πίσω.