
Θεωρώ πως ο κριτικός λόγος είναι ένας δευτερογενής λόγος. Ή πιο σωστά ένα διαμεσολαβητικός λόγος.
Ο κριτικός, κατά την άποψή μου πάντα, θα πρέπει να λειτουργεί διαμεσολαβητικά ανάμεσα στο λογοτεχνικό έργο και τον αναγνώστη. Και επειδή, βέβαια το λογοτεχνικό έργο έχει πατρότητα, ο κριτικός αξίζει να προσπαθήσει να διακρίνει τις προθέσεις του συγγραφέα στη διαδικασία δόμησης του έργου. Οπότε και η τελική κρίση του θα πρέπει να είναι ένας συνδυασμός συγγραφικών προθέσεων και αναγνωστικών εμπειριών.
Κάτω από αυτό το σκεπτικό επιχειρώ να καταγράφω τις απόψεις μου και βέβαια θα πρέπει να προσθέσω πως τα λογοτεχνικά έργα για τα οποία γράφω τις σκέψεις μου, είναι έργα που θεωρώ ότι για τον ένα ή τον άλλο λόγο η έκδοση τους είχε νόημα μιας και η καλλιτεχνική τους υπόσταση είναι σημαντική. Άλλωστε γιατί κανείς να θελήσει να ασχοληθεί με ένα λογοτεχνικό κείμενο που δεν του αναγνωρίζει αισθητική επάρκεια;
Θεώρησα ―καιρό τώρα ήθελα να το κάνω― πως θα έπρεπε να καταθέσω τον τρόπο με τον οποίον πρώτα επιλέγω τα βιβλία για τα οποία θα γράψω ένα ‘κριτικό’ (ας αποδεχτούμε για λόγους πρακτικούς τον όρο) σημείωμα και στη συνέχεια το τι προσπαθώ γι αυτά να καταγράψω.
Και η ευκαιρία μου δόθηκε μετά την ανάγνωση του τελευταίου μυθιστορήματος του Αλέξη Πανσέληνου Ξεχασμένες λέξεις.
Θέλω να είμαι ξεκάθαρος. Θεωρώ τον Πανσέληνο ως τον πλέον στιβαρό σύγχρονο πεζογράφο μας (δίπλα του τοποθετώ και τον Θεόδωρο Γρηγοριάδη, χωρίς να αγνοώ και τα 13 χρόνια που ο πρώτος είναι μεγαλύτερος του δεύτερου).
Ο Αλέξης Πανσέληνος, κυρίως με τα μυθιστορήματά του, έχει συνδέσει το ατομικό στοιχείο με το κοινωνικό, το ελληνικό με το ευρωπαϊκό. Και παράλληλα έχει καταγράψει την ικανότητά του να στήνει ζωντανούς μυθιστορηματικούς χαρακτήρες και να συνθέτει ενδιαφέρουσες πλοκές.
Παρόμοια και τα όσα έχουν προικιστεί οι Ξεχασμένες λέξεις;
Απαντώ ναι, αλλά σπεύδω και να σημειώσω πως η δική μου προσωπική ανάγνωση έχει σταθεί κυρίως σε μια άλλη θεματική εστίαση -αυτή της εμπλοκής του ήρωα «σε μια υπαρξιακή κρίση που αντανακλά την κλεψύδρα του χρόνου που σώνεται», όπως εύστοχα έχει σημειώσει στο δικό του κριτικό σημείωμα ο Κώστας Κατσουλάρης (www.bookpress, 30/4/2025).
Με άλλα λόγια, ο Πανσέληνος αφήνει τον αναγνώστη να υποψιαστεί πως αν και η ζωή του κεντρικού ήρωα και αφηγητή δεν είναι και τόσο ταυτισμένη με τη δική του, εντούτοις η ταύτιση υπάρχει και μάλιστα σε ένα βαθύτερο επίπεδο, αυτό που έχει να κάνει με τον τρόπο που ένας συγγραφέας αναστοχάζεται πάνω στα όσα οι άνθρωποι της γενιάς του ζήσανε και αυτός ο αναστοχασμός διατηρεί ως κέντρο του το άτομο και βάζει στο περίγυρο τα ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα.
Οι αλλαγές που οι τόποι υφίστανται καθώς περνούνε τα χρόνια παρακολουθούνται και από τις ατομικές περιπτώσεις κάθε ανθρώπου και ενώ το μέλλον του καθενός μας μετά το στιγμιαίο πέρασμά του από το παρόν, μετατρέπεται σε αμετάκλητο παρελθόν, εκείνο που μας κινητοποιεί την ενδοσκόπηση είναι η αναζήτηση μιας ταυτότητας που καθώς ολοκληρώνεται παράλληλα και αφήνει πίσω της… ξεχασμένες λέξεις.
Με συγγραφική μαεστρία, αυτήν την συνθήκη ο Πανσέληνος την μετατρέπει σε ένα μυθιστόρημα όπου ο ήρωάς του έχει ίδια σχεδόν ηλικία με τη δική του (γεννημένος το 1943) κι εκείνος όπως και ο ίδιος ζήσανε όλα όσα συνέβησαν στην Ελλάδα και στην Ευρώπη τα τελευταία ογδόντα χρόνια -από την Γερμανική Κατοχή και τον Εμφύλιο έως την Χούντα, από την Μεταπολίτευση έως την πτώχευση και τη διάψευση μιας ελπίδας δημιουργίας ελληνικού κράτους, ισότιμου με τα άλλα ευρωπαϊκά.
Και μπορεί ο κεντρικός χαρακτήρας να θεωρεί πως με τις αποφάσεις του ―από νωρίς είχε βάλει ως στόχο του να σπουδάσει και να εργαστεί στο εξωτερικό― εκείνος κατάφερε να ξεφύγει από τη μιζέρια που του κληροδοτούσε η προηγούμενη γενιά, αλλά τελικά θα ανακαλύψει πως όλα όσα έχουν στη ζωή του συμβεί στηρίχτηκαν πάνω σε ένα ηθικό συμβιβασμό των γεννητόρων.
Υπάρχει η πιθανότητα κάποιον παρόμοιο συμβιβασμό κι αυτός ο ίδιος να μην απέφυγε;
Η ερώτηση και μαζί της η απάντηση δίνεται στις τελευταίες προτάσεις το έργου: «Αλλά για να πω την αλήθεια, η προοπτική μιας δεύτερης ζωής μετά τον θάνατο μου φαίνεται κάπως τρομαχτική. Μία αρκετή είναι. Καλά ήταν ως εδώ».
Έχουμε, λοιπόν, μια «πλάγια» και «συμβολική» αυτοβιογραφία;
Δεν θα το απέκλεια, αν και από την άλλη αναγνωρίζω πως κάτι τέτοιο δεν το επιτρέπει στον αναγνώστη του ο Πανσέληνος.
Προτιμά να περιγράψει μέσω των λέξεων που δεν έχουν ξεχαστεί, το πορτραίτο ενός επιτυχημένου επαγγελματικά άνδρα, που επέλεξε να ζει χωρίς συναισθηματικές δεσμεύσεις, που αφέθηκε με εμπιστοσύνη στην εύνοια της τύχης, ενώ παράλληλα ξοδεύει ―με συγγραφικό πείσμα και κλείνοντας παιχνιδιάρικα το μάτι στον ίδιο του τον εαυτό― πολλές σελίδες του μυθιστορήματος του για να αφηγηθεί σαρκικές απολαύσεις που στην ουσία είναι και οι απέλπιδες προσπάθειες του ήρωα να συναντηθεί με ότι σε όλη του τη ζωή είχε προσπαθήσει να αποφύγει -την συντροφικότητα.
Αλλά ―να και μια ακόμα διάσταση αναγνωστικής προσέγγισης― κάπως έτσι δεν διαμορφώθηκε η ζωή και ολόκληρης της χώρας από τον Β’ Μεγάλο Πόλεμο έως τις μέρες μας; Με λέξεις που δεν εγγράφηκαν στη μνήμη, με υποχρεώσεις που δεν αναγνωρίστηκαν, με πάθη που δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν απογόνους, με συλλογικές παραπλανήσεις και ατομικές αποπλανήσεις.
Εν τέλει το Ξεχασμένες λέξεις μπορεί πολλαπλά να διαβαστεί. Και ως η σε πρώτο πρόσωπο ιστορούμενη βιογραφία ενός Έλληνα που υπηρέτησε το ευρωπαϊκό όνειρο χωρίς ποτέ να το κάνει δικό του, αλλά και ως η μόνιμα καρκινοβατούσα πορεία μιας χώρας που δεν θέλησε να σταθεί με ειλικρίνεια απέναντι σε ένα καθρέφτη και να δει λάθη, παραλείψεις, αδιέξοδες επαναστάσεις.
Όλα αυτά ενσαρκωμένα με την επιλεκτική τεχνική ενός μάστορα του γραπτού λόγου, που ασφαλώς και δεν αντέχει όποιες λέξεις ξεχαστήκανε, να έχουν και οριστικά λησμονηθεί.