
Δεκαεπτά πεζόμορφα ποιήματα για την ειρήνη. Ναι, θα φανεί παράξενο, να αναφέρεται η λέξη ειρήνη σε μια συλλογή, η οποία αναφέρεται σε κάθε εμπόλεμη κατάσταση από τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο μέχρι σήμερα. Άλλωστε, τα εισαγωγικά που περικλείουν το αριθμητικό «ενός» πριν από το ουσιαστικό πόλεμος στον τίτλο της συλλογής δηλώνουν τη συμπερίληψη, όλων, των τραγικών, θανάσιμων πληγμάτων που υπέστη η ανθρωπότητα, μέχρι σήμερα. Η ποιήτρια, με την ιδιότητα της ιστορικού - φιλολόγου, επιχειρεί να εκπέμψει ένα μήνυμα ειρήνης και μια ισχυρή προειδοποίηση για την καταστροφική και αδηφάγα μανία της παγκόσμιας επεκτατικής πολιτικής. Η ποιητική της περιπλάνηση στα μονοπάτια της δυστυχίας, της τραγικότητας που σκόρπισε και σκορπά ο πόλεμος, περιγράφει τις μαζικές «δολοφονίες» που έλαβαν χώρα τους τελευταίους δύο αιώνες της σύγχρονης ιστορίας, υποκρύπτοντας ένα σαφές μήνυμα για την ομοιότητα που χαρακτηρίζει το μένος παρελθόντων και σύγχρονων πολεμικών επιχειρήσεων, αλλά και μαζικών εκτελέσεων, καταγγέλλοντας ακόμα και τον σχετικά πρόσφατο εγχώριο εμφύλιο.
Στα κείμενά της πλήθος διακειμενικών αναφορών συνδέουν το λογοτεχνικό με το ιστορικό πλαίσιο. Από τον Λ. Τολστόι, ως τον Ρούμπενς και από τον Σοστακόβιτς ως τους Iron Maiden. Από «Τα ανεπίδοτα γράμματα από το Ίβο Τζίμα», «Βλέπετε, για τους νεκρούς, τα πράγματα είναι πιο εύκολα./Είναι ιστορία/Κι ας μην ανθίσουν αζαλέες./ Κι ας είναι τα γράμματα ανεπίδοτα.» (ΧV, s. 30), ως τον βραβευμένο εθνικό μας ποιητή Γ. Σεφέρη και τον Κ. Π. Καβάφη ως τους σπουδαίους Ιάπωνες συγγραφείς Μίσιμα και Καβαμπάντα. Το ύφος της ποιητικό, πυκνό, βαθιά υπαινικτικό, περικλείει το πλήθος των ανθρώπων που θυσιάστηκαν άδικα στη μανία του πολέμου.
Οι «Σημειώσεις» της, οι οποίες αποτελούν μια ξεχωριστή ενότητα στο τέλος της συλλογής, όπου εκτός από τις απαραίτητες επεξηγήσεις, ώστε να γίνει κατανοητό το ιστορικό πλαίσιο, διασαφηνίζονται τα πραγματολογικά στοιχεία που αφορούν τα γεγονότα που αφορούν τους χαρακτήρες της. Επιπλέον, συστήνει τους χαρακτήρες της και το διακειμενικό πλαίσιο της ποιητικής της περιπλάνησης.
Οι αναφορές της έχουν ως απαρχή το τραγικό παρόν πρόσφατων αιματηρών γεγονότων. Οι ανθρωποθυσίες του πρόσφατου πολέμου στην Ουκρανία θα την οδηγήσουν στην απάνθρωπη γενοκτονία που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου και ακόμα πιο πίσω στις τραγικές συνέπειες του λιμού. Ενός λιμού που μεθοδεύτηκε από το Κρεμλίνο και οδήγησε στην εξόντωση εκατομμυρίων ανθρώπων στην Ουκρανία. Η αναφορά της στον Σβιάτοσλαβ τον σοβιετικό πιανίστα που συνόδεψε μουσικά τον Ι. Στάλιν στην τελευταία του κατοικία, συνδέει το ιστορικό πλαίσιο με τη μαγική πλευρά του ρεαλισμού. «Ο Σβιάτοσλαβ γεννήθηκε στην πόλη Ζιτόμιρ της βόρειας Ουκρανίας. Το πρώτο πράγμα που άκουσε, μαζί με το τρυφερό νανούρισμα της μάνας του, ήταν τα νερά του ποταμού Τέτεριβ καθώς κυλούσαν δυτικά./…Δεν έχει απογόνους. Κι ας είναι τα μικρά παιδιά που ’ρχονται προς το μέρος του, εξήντα εννέα χρόνια μετά, σαν σήμερα ―ναι, αυτά που κάηκαν από πυραύλους κρουζ σ’ εκείνο το σχολείο στο Ζίτομιρ― όλα δικά του» (V, σ. 15).
Η Πεχλιβάνη θρηνεί για τον άνθρωπο, εχθρό και φίλο, γηγενή και ξένο, εσωκλείοντας εντός, του συχνά ωμού ρεαλιστικού της σύμπαντος, στοιχεία μαγικά. «Χάιδευα τρυφερά τα όμορφα κεφάλια, σε κάποιες έσταζα και μια σταγόνα άρωμα απ’ τα παλιά που έκρυβα στην τσέπη μου./Μετά άνοιγαν οι πόρτες, ο λόφος με τα σώματα κατέρρεε, κρανία συντριμμένα, λαιμοί λευκοί σπασμένοι, κλαδάκια τσακισμένα, κι η μυρωδιά του κίτρου να φτάνει μέχρι σήμερα.», θα πει, στο κεφάλαιο ΧVI, ο έγκλειστος χαρακτήρας της, πρώην κουρέας, αναγκασμένος να προετοιμάζει τους μελλοθάνατους για τους θαλάμους αερίων. Σαφής αναφορά στην Τρεμπλίνα και στα πολωνικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής.
Στα περισσότερα ποιητικά κείμενα της Πεχλιβάνη η Άνοιξη και ο Απρίλης πάντα επικρατεί ή αναμένεται. Ακόμα και όταν περιγράφει τις φρικτές επιπτώσεις των πολέμων. Από τη πρώην Σοβιετική ένωση, ως τα Λευκά όρη της Κρήτης, από το Σεράγεβο και τη Σερβία, ως το Χαλέπι, την Βηρυττό, ως τον Ευφράτη και την Παλμύρα, την Λαμία, ως το Εσκί Σεχίρ και την κοιλάδα του Αλή Βεράν. Οι άνθρωποί της θύματα και θύτες, ξένοι, δικοί μας, εχθροί, αδέρφια, ο Χανς-Γιοαχίμ φον Μπλίχερ και ο Βόλφγκαγκ και ο Λεμπερέχτ που φύγανε και οι τρεις την ίδια μέρα, και «Τα οστά μου δεν βρέθηκαν ποτέ. Άσπρη πετρούλα ξέξασπρη./Μόνη παρηγοριά εκείνη η αυγή και το κορίτσι που έραψε μεταξωτό φόρεμα με το αλεξίπτωτό μου.» (Χ, σ. 21).
Το φως, το σκοτάδι, ο χρόνος και η Ιστορία και οι αντιθέσεις που προκύπτουν από φωτοσκιάσεις είναι που αφορούν το ποιητικά αφηγημένο σύμπαν της Α. Πεχλιβάνη. Εκεί εναποθέτει και τις ελπίδες της. Εκεί, και στις «Στις βορινές πλαγιές της Πάρνηθας, στο πέρασμα ―οι Τούρκοι το ’παν “Κακοσάλεσι”―…», όπου κατοικούν οι ψυχές όσων έγραψαν το όνομά τους στα άλιωτα χιόνια, εκεί όπου άλιωτα παραμένουν τα σώματα, και η ιστορία γίνεται όλα τα βουνά, όλα τα χιόνια και όλα τ’ ανεπίδοτα τα σ’ αγαπώ και τα φιλιά. Εκεί όπου μεταφέρει τα χρώματα και τις αισθήσεις του «αποκαλόκαιρου και να φυσάει η θάλασσα», εκεί «πλέχουν» στον Δνείπερο οι αδικαίωτες ψυχές, γίνονται αεράκι στη Λεωφόρο Πρίμορσκι της Οδησσού, ταξιδεύουν στις κορυφές του Νόσακ στο Αφγανιστάν και στα Καρπάθια όρη. Όπου, «Τα πάντα είναι ολόκληρα και άλιωτα εκεί ψηλά».
Εκεί περιπλανιέται και η ψυχή της ποιήτριας. Καθώς τα λιγοστά της επίθετα επεμβαίνουν χειρουργικά, εξάγουν υπαινικτικά, με εικόνες ρεαλιστικές την αλήθεια – μια αλήθεια που αιώνες τώρα παλεύει να εξωραΐσει η ιστορία, ανιχνεύει τα λόγια «αυτωνών», τους δείχνει. Δικαιοσύνη είναι το αίτημα. Επιστρατεύει τον συμβολισμό και επιζητά την τιμωρία αυτών που «Κρύβονται σε δύσοσμες φωλιές και ξεμυτούν τις νύχτες.», αυτών που, «Σκορπούν σκοτάδι και φωτιά.» Οι γνωστοί άγνωστοι, «Φιλισταίοι, Ινστρούχτορες.» Αυτούς καταγγέλλει κι ενώνει τη φωνή της με την ανθρωπότητα, προσωποποιεί τον χρόνο και ελπίζει στη γνώση και στη μνήμη και της ιστορίας. Την αποκατάσταση της δικαιοσύνης.
«Έχουν ονόματα. Τα ξέρουμε. Τα ξέρει και ο χρόνος.»
_________