Ένας ασβός Γέρων ασαφής

Ένας ασβός Γέρων ασαφής


Λέγεται ότι ο ασφόδελος έχει δυσάρεστη μυρωδιά. Αυτό του το χαρακτηριστικό, μαζί με τα άχαρα άνθη, ίσως να υπήρξε η αιτία ώστε οι αρχαίοι Έλληνες να το συνδέσουν με το ωχρό του θανάτου και το λυκόφως του Κάτω Κόσμου. Τα δε χειμωνιάτικα γυμνά κοτσάνια του, στις όχθες του Αχέροντα, παραλληλίστηκαν με τις ψυχές των νεκρών. Αντίστοιχα, στην αρχαϊκή Ιαπωνία κάποια ζώα σχετίζονται με συγκεκριμένες θεότητες, όπως τα περιστέρια που έχουν άμεση σχέση με τον Χάτσιμαν, τον Κάμι του Πολέμου. Οι γήινοι Κάμι φαίνεται ότι μεταμορφώνονταν σε ζώα. ο Γιαμάτο-Τακέρου συνάντησε δύο από αυτούς, οι οποίοι επέφεραν και τον θάνατό του και πολλές άλλες ιστορίες. Ο Λιβαρούν αντιθέτως πέρασε απ’ τον θάνατο στη ζωή κι αυτό αποτέλεσε μέγα εμπόδιο στον μετέπειτα βίο του.

Το Τανούκι (συνήθως μεταφράζεται ως ασβός) ανήκει στην ίδια οικογένεια με το ρακούν. Φημίζεται ότι είναι πονηρό και κατεργάρικο με μαγικές δυνάμεις. Απεικονίζεται με μία τεράστια κοιλιά και μεγενθυμένους όρχεις, τους οποίους χρησιμοποιεί ως τύμπανα. Το Τανούκι μεταμφιέζεται μερικές φορές σε περιπλανώμενο μοναχό και ζητιανεύει στην άκρη του δρόμου ή κλέβει τα υπάρχοντα των διαβατών.

Ο Λιβαρούν γεννήθηκε σε κάποιο Δέλτα με υφάλμυρα έλη, που ίσως να ήταν κι ο Αχέροντας, περίπου στις αρχές του παρελθόντος αιώνος. Θα ’ταν το 1883, μπορεί και το ’90 να ’ταν (έτος όπου το Βασίλειο της Ιταλίας ιδρύει ως αποικία την Ερυθραία στο Κέρας της Αφρικής). Το μόνο που θυμάται από την γέννησή του ήταν πως πέρασε απ’ το σκοτάδι στο φως. Τον απόθεσαν στον αμμώδη θαμνότοπο σιμά των αρμυρικίων και των θαμνοσκέπαστων λόφων κοντά στην ακτή. Από πολλούς λαούς ο ασβός θεωρείται ως ο «φύλακας της ιστορίας» αφού πιστεύεται πως αποθηκεύει μέσα του το θάρρος, τη σοφία, τη δύναμη και την επιμονή από τις ιστορίες που έχει ζήσει ή έχει ακούσει. Στη Γερμανία μάλιστα λέγεται πως ένας πρίγκιπας θάφτηκε μαζί με το τομάρι ενός ασβού επειδή πίστευε πως με τον τρόπο αυτό θα μπορούσε να πάρει μαζί του στον άλλο κόσμο, τη δύναμη και το κουράγιο που είχε «αποθηκεύσει» το ζώο.

Του άρεσε πολύ η αρχαΐζουσα του Λιβαρούν και η σοβαροφάνεια επίσης. Αστεία δεν σήκωνε και κυρίως με τ’ όνομά του. Υποστήριζε πως ο Μ. Αλέξανδρος περνώντας από την Αίγυπτο, μαζί με τους πολύτιμους παπύρους που έστελνε στον δάσκαλό του Αριστοτέλη, έστειλε και στον προπάππο του Λιβαρούν, έναν ασβό με λευκοπάθεια, ονόματι Βαλάθαρ, ο οποίος τρεφόταν με μικρά ζώα και κονδύλους ασφόδελου, αρχιοινοχόο στο παλάτι του Φαραώ. Ο Βαλάθαρ γνώρισε την Μάρα σ’ ένα ταξίδι του στη Κάτω Ιταλία, η οποία γέννησε δύο παιδιά. Τον Λιβαρούν, μια Κυριακή στο Δέλτα κάποιου ποταμού στην Κολομβία, ο Βαλάθαρ ήταν οπαδός της επιστροφής στη φύση, και την αδιάφορα λεπτή, ωστόσο συντριπτικά ευλαβή, μιγάδα αδερφή του.

Ο Λιβαρούν σπούδασε Λογοτεχνία στο Παρίσι, από πείσμα ενάντια στον βαθύτατα επηρεασμένο πατέρα του από τα ηθικά διδάγματα του Ρουσώ. Παρά τις απροσμέτρητες μαθησιακές του δυσκολίες, οι οποίες ειρήσθω εν παρόδω ενείχαν και σοβαρές υποψίες περί αυτιστικών ψηγμάτων, καθώς ήταν καταγγελτικός κυριολέκτης έως το τέλος του αμετάφραστου βίου του, κατάφερε να περατώσει αισίως τις σπουδές του έξι χρόνια αργότερα. Δεν παντρεύτηκε ποτέ στα σοβαρά, καθώς η μιάμιση προσπάθεια που έκανε πέρασε απαρατήρητη απ’ το βιογραφικό του και του άφησε το ελάττωμα να τρώει στο κρεβάτι κάθε Κυριακή απόγευμα στις 5:30 ακριβώς, γεγονός που κάτι του θύμιζε που ήθελε να ξεχάσει. Ήταν η ημερομηνία του γάμου του. Κυριακή 14 Μαρτίου του 1951, απόγευμα ανήθικα ζεστό (λέγεται πως εκείνη την Κυριακή, γιόρτασε την 72η επέτειό του ο Αϊνστάιν και φωτογραφιζόταν με τη γλώσσα έξω). Η φωτογραφία εκείνη πουλήθηκε σε δημοπρασία στις 19 Ιουνίου του 2009 για 74.324 δολάρια και ο Λιβαρούν δεν είχε ιδέα.

Σε μία πρόσφατη έρευνα ο Christopher Beirne από το Πανεπιστήμιο του Έξετερ δήλωσε ότι τα αποτελέσματα δείχνουν πως οι αρσενικοί ασβοί γερνούν γρηγορότερα από τους θηλυκούς, λόγω του ανταγωνισμού με άλλα αρσενικά που βιώνουν κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Ίσως αυτή η πληροφόρηση να ήταν με κάποιο τρόπο καταγεγραμμένη στους νευρώνες του Λιβαρούν. Είναι αλήθεια πως εντέχνως δεν δαπανούσε το βαρύ άρωμά του, παρά μόνο για να αποπέμψει κάθε θηλυκό που υποπτευόταν για υπερβάλλοντα ζήλο απέναντι στις στιγμιαίες προθέσεις του.

Το καλοκαίρι του 1965 παρακολουθεί μαθήματα φιλοσοφίας σε μία προσπάθεια να ερμηνεύσει τα γραπτά του. Κάτι πολύ φυσικό για ένα άνθρωπο με κρίσεις χολής και τάσεις για γλαύκωμα. Το 1970 στο σαλόνι του στη Θεσσαλονίκη διαβάζει ένα δοκίμιο του Νίτσε με θέμα: «Μια μεταφυσική της τέχνης.» Αν τον ενδιέφερε η τέχνη; Με στερεοτυπική ακρίβεια. Αν τον ενδιέφερε η μεταφυσική; Δεν το γνωρίζω. Ότι του ήταν αδύνατον να την κατανοήσει ήταν γνωστό τοις πάσι.

Από εδάφιο κάποιου έργου του ιδίου φιλοσόφου, δεν θυμάται ποιου, είχε συγκρατήσει μόνο την εισαγωγή και επωδό του «Γιατί, τι είναι ελευθερία; …Το να είσαι έτοιμος να θυσιάσεις για την υπόθεσή σου ανθρώπους – δίχως να εξαιρείσαι ούτε εσύ ο ίδιος», ήταν το μόνο που κατανόησε από τη περιπλάνησή του στο φιλοσοφικό στερέωμα.

Ευνόητο; Ίσως. Πάντως την επομένη της 20ης Ιουλίου του 1974 (ημερομηνία κατά την οποία έγινε η εισβολή στην Κύπρο από τους Τούρκους και του Προφήτη Ηλία την μνήμη εορτάζοντες) άδειασε το διαμέρισμά που διατηρούσε κάπου στην Άνω Πόλη και κατασκήνωσε στην Πάτμο. Ακριβώς απέναντι απ’ το πέλαγο. Τη στιγμή που ο ασβός Γέρων γυρόφερνε στην ακτή προσηλωμένος σε μιαν ιδέα που είχε το ιδιοπαθές άρωμα ενός άλλου κόσμου.

Ο Λιβαρούν περιπλανήθηκε μέρες στις γύρω σπηλιές, δίχως λόγο ύπαρξης. Ωστόσο η απόφασή του παρέμεινε ακλόνητη. Μετακόμισε σ’ ένα μικρό δωμάτιο στη χώρα κι ατένιζε το πέλαγος απ’ το μπαλκόνι του χαιρετώντας τους προσκυνητές. Οι ντόπιοι ποτέ δεν εμπιστεύτηκαν τις προθέσεις του. Είχαν υποδεχθεί έναν Ιωάννη, ετούτος μάτια μου όλο γράφει είχαν αποφανθεί, ωστόσο κάτι στο βλέμμα του παρόντος αναχωρητού παρέπεμπε σ’ έναν άλλον αλλοπαρμένο. Μόνον ο εφημέριος της καθολικής εκκλησίας τον υπολήπτονταν. Έβρισκε το ύφος του συνεπές με τις πράξεις του και πολύ το εκτιμούσε.

Έγραψε στην αδερφή του τρείς φορές. Τη μία της ζήτησε την Ασκητική του Καζαντζάκη και την άλλη τον Τελευταίο Πειρασμό του ιδίου. Τελευταία, είχε πάψει να τον αφορά η μεταφυσική ως θεωρία, αλλά ως πράξη του ταίριαζε ανερμήνευτα. Ασκήτεψε μέρες πολλές με το βλέμμα στην Ανατολή, επίμονα αμετακίνητος, δίχως να άρει το βλέμμα του λεπτό. Σηκώθηκε μία και μόνη φορά από την καρέκλα του, καθώς μιαν οσμή αρχέχονης ανάμνησης τον τύλιξε καλώντας τον να απολογηθεί. Η ίδια οσμή παρέσυρε τον βίο του σε στιγμιαία περιπλάνηση με ανερμήνευτα συμπεράσματα. Ο ξενοδόχος κάλεσε την αδερφή του, που στο μεταξύ πάχαινε με αμείλικτες προθέσεις, ένα λεπτό πριν κουμπώσουν αεροστεγώς το καπάκι που τον περίκλειε. Έφτασε την επομένη κρατώντας ευλαβικά στα χέρια της ένα ροζ καπέλο. Την προηγουμένη ο καθολικός ιερέας (χρόνια δίχως ναό) είχε διαφωνήσει κάθετα με τον επίτροπο της Παναγιάς του Γερανού για την διαδικασία μετάβασης της ψυχής εις τόπον χλοερόν. Η διαφωνία τους αυτή συνετέλεσε στην απόφαση να σαβανώσουν τον Λιβαρούν διαβάζοντάς του ένα εδάφιο από το «Όργανον» για τη Λογική του Αριστοτέλη, ώστε ν’ αποκλείσουν την επάνοδό του με τη ιδιότητα του ασαφούς. Ετάφη με μέτωπο στο ακρωτήρι του Γερανού και με πυξίδα σε δυτική προσήλωση. Ο ασβός Γέρων ξόδεψε όλο το άρωμά του στο τελευταίο δάκρυ, χάρισε λίγο από το σκούρο του στον λευκό σταυρό και όταν έμειναν μόνοι, έσκαψε το λαγούμι του δίπλα στα πόδια του φρεσκοσκαμμένου λοφίσκου.

Χρόνια μετά μια πομπή από κονδύλους ασφόδελου κατέληγε στην ακτή με προορισμό τον Αχέροντα.



________________
Σημείωση: Το κείμενο συνομιλεί με το κείμενο του Δημήτρη Καλοκύρη «Γάτα ονόματι Ηλικία».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: