«Bird»

«Bird»

Στην πιά­τσα των κο­ρι­τσιών που γί­νο­νται αιω­νί­ως γυ­ναί­κες, λέ­με ότι όταν αλ­λά­ζου­με τα μαλ­λιά μας εί­ναι για ν’ αλ­λά­ξου­με τη ζωή μας, να αφή­σου­με πί­σω μας πράγ­μα­τα και κα­τα­στά­σεις, να πια­στού­με από μια νέα ει­κό­να του εαυ­τού μας, μια νέα ίσως δυ­να­τό­τη­τα. Δια­κρι­τι­κή λε­πτο­μέ­ρεια την οποία η Andrea Arnold εν­σω­μα­τώ­νει δε­ξιο­τε­χνι­κά στην ιστο­ρία της λί­γο με­τά που ο Bug (Barry Keoghan) ο πα­τέ­ρας της 12χρο­νης Bailey ανα­κοι­νώ­νει ότι θα πα­ντρευ­τεί τη γυ­ναί­κα με την οποία δια­τη­ρεί μια μό­λις τρί­μη­νη σχέ­ση, για να μας ει­σά­γει έτσι στον ψυ­χι­σμό της βα­σι­κής της ηρω­ί­δας (πρώ­τη εν­δια­φέ­ρου­σα εμ­φά­νι­ση της Nykiya Adams). Για­τί υπάρ­χει άρα­γε πιο μαρ­κα­ρι­σμέ­νη αλ­λα­γή από αυ­τήν που συμ­βαί­νει στην εφη­βεία μας, στο σώ­μα, στις σκέ­ψεις μας, στην ανά­γκη μας για απε­λευ­θέ­ρω­ση από κά­θε εξα­να­γκα­σμό του πα­ρό­ντος, με προ­ο­ρι­σμό ένα απροσ­διό­ρι­στο μέλ­λον και πυ­ξί­δα την αλ­λα­γή την ίδια, με κα­τεύ­θυν­ση το μα­γι­κό, αυ­τό που ανα­κου­φί­ζει και το οποίο συ­να­ντά­με ακό­μα και στις πιο εγκα­τα­λειμ­μέ­νες τρώ­γλες της κοι­νω­νί­ας.
Η Andrea Arnold δη­μιουρ­γεί, έχο­ντας επί­γνω­ση πως απευ­θύ­νε­ται σε ένα κοι­νό πο­λύ πε­ριο­ρι­σμέ­νο, καμ­μιά ψευ­δαί­σθη­ση για μα­ζι­κές κα­τα­κτή­σεις, λι­γό­τε­ρες απαι­τή­σεις για τυ­πι­κές κι­νη­μα­το­γρα­φι­κές συ­νο­χές στο σε­νά­ριο, γι αυ­τό και τα έρ­γα της συ­νο­δεύ­ο­νται από την αντί­στοι­χη ελευ­θε­ρία μιας τέ­τοιας απο­δο­χής. Η πο­λυ­βρα­βευ­μέ­νη και πρό­σφα­τα βρα­βευ­μέ­νη με το Carosse d’or 2024 των Καν­νών ξε­κι­νά τις ται­νί­ες της από μια ει­κό­να την οποία ανα­πτύσ­σει σι­γά σι­γά κτί­ζο­ντας τις ιστο­ρί­ες της γύ­ρω από αυ­τήν. Στον «Bird» κρα­τά την δια χει­ρός κά­με­ρά της στο οπτι­κό επί­πε­δο των ηρώ­ων της και την ανα­κι­νεί (κά­πο­τε υπερ­βο­λι­κά) με την ίδια νευ­ρι­κό­τη­τα που αυ­τοί βα­δί­ζουν, ανα­μο­χλεύ­ο­ντας συ­ναι­σθή­μα­τα και δια­θέ­σεις σε μια στρε­σο­γό­να ατμό­σφαι­ρα, αντί­βα­ρο στις πιο λυ­ρι­κές σκη­νές όπου η δω­δε­κά­χρο­νη Bailey ανα­ζη­τά ησυ­χία. Η εν­σω­μά­τω­ση του ζω­ι­κού στοι­χεί­ου κα­τέ­χει μια αι­νιγ­μα­τι­κή θέ­ση στην κα­τά τα άλ­λα ρε­α­λι­στι­κή της κι­νη­μα­το­γρά­φη­ση, που κά­πο­τε ερ­μη­νεύ­ε­ται ως αμή­χα­νη, αμή­χα­νη μοιά­ζει να εί­ναι και για την ίδια, που δεν έχει πά­ντα διά­θε­ση να εξη­γή­σει τα τι και τα πως, αυ­τών των συ­νυ­πάρ­ξε­ων. Εί­ναι ίσως σε αυ­τές τις στιγ­μές ωστό­σο όταν εξο­μα­λύ­νει τις σκλη­ρές γραμ­μές της λο­γι­κής, με αλ­λο­πρό­σαλ­λες ει­κό­νες - λι­βε­λού­λες σε τα­τουάζ(κα­θό­λου τυ­χαίο), πε­τα­λού­δες σε κο­ντι­νά πλά­να, άλο­γα σε αλά­νες και που­λιά σε πε­λα­γω­μέ­να από βαν­δα­λι­σμούς σπί­τια, άντρες με φού­στες και φτε­ρά που ανε­μί­ζουν - που εγκα­θι­στά στη μέ­ση μιας ανέλ­πι­στης décadence, την ελ­πί­δα ότι μπο­ρείς ακό­μα να ονει­ρεύ­ε­σαι χω­ρίς σύ­νε­ση, χω­ρίς επε­ξή­γη­ση, σαν έφη­βος σε αιώ­νια ανα­ζή­τη­ση.

Το «Βird» εί­ναι ομο­λο­γου­μέ­νως μια πο­λύ προ­σω­πι­κή ται­νία για την Arnold. Η ίδια επι­στρέ­φει στον «τό­πο του εγκλή­μα­τος» στα προ­ά­στια του βό­ρειου Κεντ της Αγ­γλί­ας όπου και με­γά­λω­σε. Η μη­τέ­ρα της ήταν 16 χρο­νών όταν την απέ­κτη­σε και ο πα­τέ­ρας της 17 και φυ­σι­κά χώ­ρι­σαν πο­λύ γρή­γο­ρα με­τά τη γέν­νη­ση της. Έχει επα­νει­λημ­μέ­να πε­ρι­γρά­ψει σε συ­νε­ντεύ­ξεις της πως περ­νού­σε πολ­λές ώρες μό­νη της, σε αλά­νες μέ­σα στη φύ­ση σε μια πε­ριο­χή που ήταν ταυ­τό­χρο­να έντο­να αστι­κή αλ­λά γειτ­νί­α­ζε με φυ­σι­κές οά­σεις δί­πλα από το πο­τά­μι. Σε αυ­τούς τους τό­πους, χα­νό­ταν μι­κρή για να βρει ησυ­χία και να δρα­πε­τεύ­σει από ένα πε­ρι­βάλ­λον αρ­κε­τά δύ­σκο­λο και εντε­λώς άκυ­ρο για την τρυ­φε­ρή της ηλι­κία. Εμ­φα­νέ­στα­τα στο Bird εξε­ρευ­νά με­τα­ξύ άλ­λων το θέ­μα της πρό­ω­ρης γο­νεϊ­κό­τη­τας, αλ­λά και της πρό­ω­ρης αντί­στοι­χα ενη­λι­κί­ω­σης, όταν οι ρό­λοι γο­νέα και παι­διού πε­ρι­πλέ­κο­νται σε ένα ξε­κούρ­δι­στο ρο­λόι της ζω­ής, όπου η παι­δι­κό­τη­τα διαρ­ρέ­ει στους ενή­λι­κες και η ενη­λι­κί­ω­ση κα­τα­φθά­νει βί­αια σε αφη­μέ­να 12χρο­να αγό­ρια και κο­ρί­τσια που ανα­λαμ­βά­νουν τους εαυ­τούς τους, τους μι­κρό­τε­ρους και τους συ­νο­μή­λι­κους τους στις υπό κα­τά­λη­ψη κοι­νό­τη­τες των ενη­λί­κων, εναλ­λάσ­σο­ντας νό­τες τρυ­φε­ρές μα και ενί­ο­τε ιδιαί­τε­ρα σκλη­ρές για την επι­βί­ω­σή τους. Δρα­πε­τεύ­ουν κά­πο­τε από το μπερ­δε­μέ­νο και σπα­σμέ­νο κό­σμο της Arnold αυ­τές οι διε­ρω­τή­σεις που γί­νο­νται πα­ναν­θρώ­πι­νες και αφο­ρούν τον κα­θέ­να μας. Εί­ναι άρα­γε τό­σο ξε­κά­θα­ρη η έναρ­ξη της ενη­λι­κί­ω­σης και ο απο­χαι­ρε­τι­σμός της παι­δι­κό­τη­τας; Πό­τε παύ­ου­με να έχου­με το δι­καί­ω­μα για παι­δι­κό­τη­τες και ποιος μας ανα­κοι­νώ­νει τα νέα για την ενη­λι­κί­ω­ση μας, εί­ναι άρα­γε τό­σο γραμ­μι­κά όλα αυ­τά; Και έπει­τα πό­τε αξί­ζει κα­νείς τον ιε­ρό τί­τλο «έτοι­μος» για να απο­κτή­σει παι­διά. Ευ­σε­βείς πό­θοι, μια που η γέν­νη­ση μιας ζω­ής δεν πε­ρι­μέ­νει πά­ντα τις σω­στές και με­λε­τη­μέ­νες προ­ϋ­πο­θέ­σεις. Ο Bug μοιά­ζει να εί­ναι ένας ανεύ­θυ­νος πα­τέ­ρας, μα στα αλή­θεια εί­ναι ένα ακό­μα παι­δί που έγι­νε πρό­ω­ρα πα­τέ­ρας και που ψά­χνει απε­γνω­σμέ­να τις άκρες της επό­με­νης ευ­τυ­χι­σμέ­νης και ανέ­με­λης στιγ­μής για τον ίδιο πρώ­τα, όπως κά­νει κά­θε παι­δί, όπως κά­νει τε­λι­κά και κά­θε άν­θρω­πος. Η Arnold μας ει­σά­γει στα έγκα­τα ενός ευαί­σθη­του συ­γκε­ρα­σμού παι­δι­κό­τη­τας και ενη­λι­κί­ω­σης, όπου η μια κρύ­βε­ται στις πιο τρυ­φε­ρές εσο­χές της άλ­λης και γί­νε­ται την ίδια στιγ­μή αντι­κεί­με­νο και υπο­κεί­με­νο του πιο πο­λύ­τι­μου μα ακρι­βο­θώ­ρη­του και πα­ρε­ξη­γη­μέ­νου συ­ναι­σθή­μα­τος, αυ­τού της αγά­πης και της προ­σο­χής που αυ­τή μπο­ρεί να εγκα­τα­στή­σει.
Η Bailey βρί­σκε­ται στο κα­τώ­φλι της εφη­βεί­ας της έτοι­μη να αλ­λά­ξει και εί­ναι λες και πα­ρα­πα­τά­ει σε μι­κρά θαύ­μα­τα, σε ανα­λα­μπές ελ­πί­δας, σε ανοίγ­μα­τα της φα­ντα­σί­ας της που κα­λούν το ρε­α­λι­στι­κό να ξα­πο­στά­σει για λί­γο από την εξα­ντλη­τι­κή του ορ­μή. Η Arnold δεν αρ­νεί­ται τον ψη­φια­κό κό­σμο, αυ­τός απο­τε­λεί το ερ­γα­λείο για να σχη­μα­το­ποι­ή­σει κα­νείς την ομορ­φιά της φύ­σης, που ξε­γλι­στρά στις πιο σκο­νι­σμέ­νες και αταί­ρια­στες γω­νιές. Με την εφη­βι­κή ιδιο­συ­γκρα­σία της προσ­δί­δει δύ­να­μη στην ει­κό­να του κι­νη­τού τη­λε­φώ­νου, που γί­νε­ται το νέο φίλ­τρο για να ανα­κα­τα­σκευά­σουν οι έφη­βοι τη δι­κή τους πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Για­τί δεν εί­ναι το ίδιο αυ­τό μέ­σο, όσο και αν το έχου­με σή­με­ρα ευ­τε­λί­σει, μια μί­κρο-κά­με­ρα στο χέ­ρι με την οποία εστιά­ζου­με στο πέ­ταγ­μα ενός που­λιού, το απο­μο­νώ­νου­με από τα σα­θρά επι­χρί­σμα­τα και τους βαν­δα­λι­σμούς του κά­θε ρε­α­λι­σμού φτιά­χνο­ντας τα δι­κά μας ζω­ντα­νά κολ­λάζ, τη δι­κή μας γλώσ­σα, τη δι­κή μας αθέ­α­τη τέ­χνη για λί­γη ησυ­χία από όλα τα δί­πλα δω­μά­τια, πρό­σω­πα, και πράγ­μα­τα που μας στοι­χειώ­νουν. Η Arnold δεν κα­τα­δι­κά­ζει, μα ίσως δεν συγ­χω­ρά­ει κιό­λας. Με­τα­τρέ­πει το συ­ναι­σθη­μα­τι­κό βά­ρος της εφη­βεί­ας σε ένα όνει­ρο που βιά­ζε­ται να κα­τοι­κή­σει κά­θε ει­κό­να της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, με­τα­γρά­φει την μι­ζέ­ρια της κοι­νω­νι­κής εξα­θλί­ω­σης σε μια μα­γι­κά άτσα­λη χο­ρο­γρα­φία και τη μο­να­ξιά του να πε­ρι­τρι­γυ­ρί­ζε­σαι από αυ­τό που δεν σου ται­ριά­ζει - τί­πο­τε δεν μας ται­ριά­ζει στην εφη­βεία μας - στην με­του­σί­ω­ση ενός ακα­τα­νό­η­του πλά­σμα­τος που εί­ναι ο Bird ( πά­λι μας εκ­πλήσ­σει ο Franz Rogowski, ιδιο­συ­γκρα­σια­κός εδώ, κά­ποιους θα εκνευ­ρί­σει αυ­τό το στρα­βο­μου­τσού­νια­σμα του προ­σώ­που, δεν μπο­ρού­με όμως να αρ­νη­θού­με ότι βυ­θί­ζε­ται εντε­λώς στο ρό­λο του εξω­τι­κού πλά­σμα­τος την ίδια στιγ­μή που σε στιγ­μές το εξαν­θρω­πί­ζει).
Kι έπει­τα η Andrea Arnold κά­νει και κά­τι άλ­λο, κτυ­πά­ει αλύ­πη­τα και εντε­λώς απε­νε­χο­ποι­η­μέ­να τη δι­κή μας συ­ναι­σθη­μα­τι­κή φλέ­βα όταν κα­τευ­θύ­νε­ται προς την γλυ­κα­νά­λα­τη alternative ροκ της δε­κα­τί­ας του '90 χρη­σι­μο­ποιώ­ντας την ως ένα « τό­πο » νο­σταλ­γί­ας για όλους μας. Το «Yellow» των Coldplay πέ­φτει εκεί προς το τέ­λος για να «ευαι­σθη­το­ποι­ή­σει» το βά­τρα­χο του Bug που πα­ρά­γει το πα­νά­κρι­βο πα­ραι­σθη­σιο­γό­νο σά­λιο, η ει­ρω­νεία μιας κα­τά τα άλ­λα γε­λοί­ας μα και πι­κρής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας που παίρ­νει μια απρό­σμε­να με­λαγ­χο­λι­κή στρο­φή όταν συ­να­ντά τα υγρά μά­τια της Bailey, ίσως και τα δι­κά μας. Ω υπάρ­χει αναμ­φί­βο­λα του­λά­χι­στον μια αν όχι και πε­ρισ­σό­τε­ρες γε­νιές που ενη­λι­κιώ­νο­νται αιω­νί­ως και που όσο κι αν θέ­λουν να το αρ­νη­θούν, άνε­τα θα βούρ­κω­ναν ―έστω κι αν θα το έκρυ­βαν δια­κρι­τι­κά― ακού­γο­ντας κά­ποια κομ­μά­τια των Coldplay, των Verve και των Blur, “It really, really, really could happen”…και η Arnold δεν έχει κα­νέ­να πρό­βλη­μα να εκ­βιά­σει το συ­ναί­σθη­μά μας δη­μιουρ­γώ­ντας πιο πο­λύ μια μου­σι­κή το­πο­λο­γία πα­ρά ένα soundtrack της ται­νί­ας της. Για­τί ξέ­ρει κα­λά ότι ενώ υμνεί την τω­ρι­νή εφη­βεία με πιο βί­αια μου­σι­κά σχή­μα­τα (Is it too real for ya, Fontaines D.C) μα και αι­θέ­ρια ακού­σμα­τα (Βurial σε όμορ­φους και αλ­λό­κο­τους μου­σι­κούς πει­ρα­μα­τι­σμούς, ιδα­νι­κούς για μια in vivo εφη­βεία) εί­ναι την αιώ­νια εφη­βεία που κα­τοι­κεί στον κα­θέ­να μας που η Arnold τσι­γκλί­ζει κα­τά βά­θος, σέρ­νο­ντας μα­ζί της ένα κά­ρο γλυ­κό­πι­κρης νο­σταλ­γί­ας και με­λαγ­χο­λί­ας, ξε­βο­λεύ­ο­ντας μας και δεί­χνο­ντας προς εκεί­νο το χώ­ρο του ονεί­ρου που θά­ψα­με όταν μας εί­παν ότι εντω­με­τα­ξύ «φτά­σα­με» στην πε­ρι­βό­η­τη ενη­λι­κί­ω­ση. Φτά­σα­με όμως…“can it really really really happen?”

«Bird»