«Περασμένες ζωές» (Past Lives)

«Περασμένες ζωές» (Past Lives)



«Aλίμονο σε αυτόν που έχει δύο πατρίδες». Η πρώτη πατρίδα είναι ίσως ο εαυτός μας και το πρώτο αλίμονο η παρθενική εγκατάλειψη του για τον επόμενο από τους πολλούς εαυτούς που θα αναδημιουργήσουμε για το διάβα μας στη ζωή. Σε μια ποιητική κινηματογράφηση με κοντινά πλάνα σε βλέμματα και αγγίγματα, και φόντο πανέμορφα σοκάκια μιας συνοικίας της Σεούλ, δρόμους και μπαράκια της Νέας Υόρκης, και τα πολύχρωμα καρουζέλ της παιδικότητας μας να στοιχειώνουν το κάθε μετέπειτα ενήλικο σκηνικό, η Σελίν Σονγκ (σε σενάριο και σκηνοθεσία) μας συστήνεται μέσα από την πρώτη κινηματογραφική της δουλειά. Γλυκόπικρη μα καλοστημένη, διεισδυτική, ανάλαφρη ή και όχι, ανάλογα με το ποιον καθρέφτη ψυχής θα συναντήσει στα καθίσματα της μεγάλης οθόνης.
Η Καναδο-κορεάτισσα Σελίν Σονγκ στο ντεμπούτο της επιλέγει μια ιστορία αρκετά αυτοβιογραφική καθώς συνθέτει ένα σενάριο ακολουθώντας τους δύο βασικούς της χαρακτήρες μέσα από τρεις ηλικιακές φάσεις (τα δώδεκα, τα είκοσι τέσσερα και τα τριάντα έξι) αγγίζοντας θέματα μετανάστευσης, ταυτότητας και τελικά ωρίμανσης του καθενός μας, μέσα από την δική της προσωπική εμπειρία. Ξενιτεμένη και η ίδια, με μια καριέρα ως θεατρική συγγραφέας στη Νέα Υόρκη και παντρεμένη με Αμερικανό, εμπνεύστηκε την πρώτη σκηνή της ταινίας από μια τέτοια νυχτερινή έξοδο με τον άντρα της και έναν φίλο της από τα παλιά. Ανάμεσα στους δύο και στις μεταφράσεις που έπρεπε να κάνει για να επικοινωνήσουν οι τρεις τους, συνειδητοποίησε ότι στην ουσία μετάφραζε τελικά και στον ίδιο της τον εαυτό κομμάτια της ταυτότητας της, που είχαν πλέον πάρει τόση απόσταση μεταξύ τους και ξανάμπαιναν έτσι σε διάλογο. Ήταν μια στιγμή που εγκαταστάθηκε μέσα της ως κάτι πολύ ξεχωριστό, όπως θα πει σε συνέντευξή της στην εφ. Guardian. Η ιστορία που στήνει αντικατοπτρίζει ωστόσο μια από τις πραγματικότητες της γενιάς μας, την ηθελημένη μετανάστευση με σκοπό την αυτοπραγμάτωση του εαυτού μας για εκείνο το περισσότερο που βρίσκεται εκεί έξω εκτός πατρίδας, για τη νεανική περιέργεια και φιλοδοξία να μοιραστούμε τον εαυτό μας σε ένα μεγαλύτερο βεληνεκές και να γνωρίσουμε το εξωτικό, το μεγαλύτερο, το ευρέως γνωστό. Εκεί φυσικά κρύβονται όλες οι παγίδες και οι ετεροχρονισμένες απογοητεύσεις που αυτό μπορεί να επιφυλάσσει όταν κάποιοι οδηγούμαστε ανύποπτα να κτίσουμε τη ζωή μας στα ξένα. Διότι υπάρχουν αυτά που εγκαταλείπουμε και υπάρχουν αυτά που κερδίζουμε, όπως θα ειπωθεί νωρίς από τη μαμά της Νόρας (Γκρέτα Λι), της βασικής πρωταγωνίστριας του έργου. Σε ένα πρώτο επίπεδο η ταινία φαίνεται να απευθύνεται σε όλους εκείνους που έχουν σκορπίσει κομμάτια του εαυτού τους σε διαφορετικά μέρη του κόσμου, που έχουν μοιράσει τις ζωές τους ανάμεσα σε δύο κουλτούρες και δύο γλώσσες. Όλοι αυτοί που ονειρεύονται στη μητρική τους γλώσσα, αλλά επικοινωνούν στη γλώσσα της χώρας στην οποία ζουν. Που σκέφτονται και κλαίνε σε ένα συνονθύλευμα οικείων λέξεων της μητρικής γλώσσας και της ξένης που έχει γίνει πλέον δική τους, αλλά γύρω τους κανείς δεν θέλει να το αναγνωρίσει, καθώς η γλώσσα τους ποτέ δεν θα ψελλίσει τους ήχους και τις ανάσες της όπως ένας ντόπιος.
Η Να Γιουγκ (όπως ονομάζεται αρχικά η Νόρα) και η αδελφή της περνούν την παιδική τους ηλικία ανέμελες και ανυποψίαστες για την επόμενη φάση της ζωής τους, την πρώτη τους μετανάστευση από τη Σεούλ στο Τορόντο, την αναζήτηση των γονιών τους για ένα καλύτερο μέλλον. Τρυφερές ηλικιακά, δεν έχουν γνωρίσει και πολλά από τον κορεατικό εαυτό τους, όταν σύντομα πρέπει να αλλάξουν γλωσσάρι και όνομα· ένα πιο απλό όνομα, για τους ξένους, όχι για τις ίδιες. Η Να Γιουγκ έχει τον κολλητό της τον Χάε Σουνγκ, το πρώτο αγόρι με το οποίο μοιράζεται κάτι ξεχωριστό· δεν ξέρει τι ακριβώς είναι καθώς αυτή την ηλικία δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε με λόγια τις σκέψεις και τα γιγάντια παιδικά μας συναισθήματα. Όταν η μαμά της τη ρωτάει γιατί της αρέσει, αυτή θα απαντήσει ότι είναι αρρενωπός. Τα παιδιά περπατάνε μαζί από το σχολείο στο σπίτι κάθε μέρα και ανταγωνίζονται παιδικά και αθώα για την πρωτιά. Λίγο αργότερα, δώδεκα χρόνια μετά, στις διαδικτυακές συζητήσεις των είκοσι τεσσάρων τους χρόνων, όταν θα αναζητήσουν ξανά ο ένας τον άλλον, θα μάθουμε ότι η Να Γιουγκ μοιράστηκε το κλάμα της μαζί με τον Χάε Σουγκ. Προφανές θα πει κανείς για αυτή την ηλικία. Μιλώντας για αυτό θα του πει: «Όταν μετακομίσαμε, έκλαψα τόσο πολύ αλλά κανένας δεν νοιάστηκε και έτσι αποφάσισα να σταματήσω να κλαίω». Η σκηνή του διαλείμματος στο νέο σχολείο στο Τορόντο στην οποία η Νόρα πλέον κλαίει μόνη της, αποτραβηγμένη από τα άλλα παιδιά, είναι και η τελευταία σκηνή με την οποία κλείνει η Σογκ την πρώτη από τις τρεις περιόδους με τις οποίες καταπιάνεται η ταινία. Μια παιδικότητα που τελειώνει απότομα την πρώτη φορά που ερχόμαστε σε επαφή με την αποξένωση ως αποτέλεσμα ενός ξεριζώματος. Μια σκηνή που εσωκλείει όλη τη μοναξιά του ξενιτεμένου, που μόνος σε μια γωνιά του κόσμου, μη περιτριγυρισμένος πλέον από τους δικούς του ανθρώπους, συνειδητοποιεί ότι όσο και να κλάψει κανείς δεν θα νοιαστεί. Και κάπως έτσι θα αναδιπλώσει τον πόνο του και θα ξεκινήσει να επανακτήσει αυτό τον καινούριο κόσμο.
Αυτό θα κάνει και η Νόρα. Στο σήμερα που βρίσκεται έχει κτίσει το παρόν της ως θεατρική συγγραφέας, αφού έχει ξεριζωθεί εκ νέου από το Τορόντο στην Νέα Υόρκη. Έχει δουλέψει και έχει τροχιοδρομήσει πολλά από αυτά που ονειρεύτηκε για την καριέρα της. H δόμηση ενός νέου εαυτού στα ξένα χαρακτηρίζεται από μια δυναμική ελευθερίας, τη γοητεία να γράψουμε την ιστορία μας σε ένα νέο σκηνικό που δεν θα μας βαραίνει με οποιοδήποτε τρόπο. Πότε γεννιούνται όμως τα όνειρα μας; Ειρωνικά στην παιδική ηλικία της άγνοιας δίνουμε σχήμα στα οράματα που θα καθορίσουν τη συνέχεια· ακόμα και αν κάποιος μας διευκρινίζει ότι κάτι θα εγκαταλείψουμε για να τα κερδίσουμε, η νιότη μας ξελογιάζει. Αυτός είναι ένας λογαριασμός που στην γραμμή του χρόνου δεν προηγείται, και ίσως σοφά αλλά και επίπονα. Το να αφεθεί κανείς στη δίνη των αποφάσεων του με όρεξη και ικανοποίηση δεν είναι έμφυτο, όταν ο καθρέφτης προς το παρελθόν είναι ατάραχος και ανέπαφος ενώ τα κάτοπτρα του μέλλοντος πάμπολλα και θολά. Όταν αυτή η αλαφροΐσκιωτη φύση του νέου εαυτού μας θα αναζητήσει εκ νέου το βάρος του παλιού και του οικείου, το ίδιο εκείνο που εγκαταλείψαμε για να κερδίσουμε το άγνωστο, αφόρητα γνωστό πλέον σε μας, συνειδητοποιούμε εκ νέου ότι ο αλγόριθμος μεταξύ της μοίρας μας και των αποφάσεων μας γράφεται και τρέχει μόνο μια φορά στο πέρασμα της ζωής μας και δεν είναι αναστρέψιμος.
Η Νόρα μοιράζεται σήμερα τη ζωή της με τον Άρθουρ (Τζον Μάγκαρο) τον Αμερικανό σύζυγό της τον οποίο γνώρισε σε ένα ατελιέ για συγγραφείς. Ο Χαε Σουγκ (Tέο Γιου) συνεχίζει επίσης τη ζωή του στη Σεούλ ως μηχανικός, ακολουθώντας μια πιο παραδοσιακή πορεία ζωής για ένα Κορεάτη. Δεν ξέχασε όμως τη Να Γιουγκ, τη σημερινή Νόρα, και αυτήν τη φορά, μετά από είκοσι τέσσερα χρόνια, θα ταξιδέψει στη Νέα Υόρκη για να τη συναντήσει.
Η αγνότητα των πρώτων γνωριμιών και σκιρτημάτων πάντα θα έχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά μας. Ο παιδικός μας εαυτός, η πρώτη μας αγάπη, ο πρώτος μας φίλος/η είναι νομοτελειακά η βάση πάνω στην οποία στήνεται η συνέχεια της ζωής μας. Όχι απαραίτητα επειδή αποτελούν τα πιο αντιπροσωπευτικά παραδείγματα αυτών, αλλά επειδή έστω και ερασιτεχνικά μας πρότειναν κάποτε τον πρώτο ορισμό, έδωσαν φόρμα, χρώμα και συναίσθημα σε πεδία που μέχρι εκείνη την στιγμή ήταν άγνωστα για μας. Από τότε που τα χάσαμε για πρώτη φορά ψάχνουμε να τα προσδιορίσουμε, ξανά και ξανά, κάποιος όμως έπρεπε να μας δώσει τον τόνο, τον πρώτο φθόγγο για να ξεκινήσουμε αυτή τη διερεύνηση. Εκεί που η ταινία της Σογκ μετατρέπεται από απλά σύγχρονη σε οικουμενικά ανθρώπινη είναι σε αυτό τον αόρατο παραλληλισμό μιας κυριολεκτικής γεωγραφίας τόπου και πατρίδας με την οποία καταπιάνεται η ταινία, σε μια εσωτερική γεωγραφία της ψυχής του καθενός μας που καθώς μεγαλώνουμε χαρτογραφεί περασμένους τόπους, ανθρώπους και εαυτούς στο σύμπαν της ύπαρξης και της ψυχοσύνθεσής του.
Το καρουζέλ της παιδικότητας μας είναι ευφάνταστο, πολύχρωμο, γεμάτο μουσικές και φανφάρες. Κάποια στιγμή όμως ο γύρος του τελειώνει, κάποιοι θα κατεβούμε από αυτό, μπορεί κάποιος να μας περιμένει εκεί έξω και δεν μπορεί εύκολα να μας υποσχεθεί ένα τόσο πολύχρωμο φαύλο όνειρο. Άλλωστε τα όνειρα κανείς δεν μας τα υπόσχεται, μόνοι μας τα πραγματοποιούμε ανακαλύπτοντας το τίμημα τους. Όσο για αυτούς που έμειναν στο καρουζέλ για τον επόμενο γύρο, θα έρθει, αλλά πάντα θα τελειώνει. Με το τέλος αυτό θα έρθει και η αποδοχή ότι χρειάζεται να κτίσουμε κάτι έξω από αυτό, το οποίο δεν θα συναγωνίζεται την μαγεία του καρουζέλ, αλλά θα είναι γλυκό και όμορφο, και ίσως μπορεί να διαρκέσει και λίγο περισσότερο.
Η Σονγκ ξεδιπλώνει στις συζητήσεις της Νόρας και του Άρθουρ αυτά τα επεισόδια μιας ενήλικης πλέον σχέσης με υποψίες νοσταλγίας του παρελθόντος, οι οποίες όμως ξεγλιστρούν γρήγορα στη ρεαλιστική σφαίρα του σήμερα με ειλικρίνεια και ωριμότητα. Η Νόρα ονειρεύεται στα κορεάτικα, ο άντρας της φοβάται, σχεδόν ζηλεύει για αυτό τον τόσο απρόσιτο χώρο που η ίδια διατηρεί χωρίς να το ξέρει. Τελικά όμως το νόημα της αγάπης βρίσκεται στο να ξέρουμε κάποιον απόλυτα; Στα παλάτια της ψυχής του καθενός μας πάντα υπάρχουν κλειδωμένα δωμάτια, όπως υπάρχουν σε κάθε αξιοπρεπές παλάτι. Η συνύπαρξη με τον άλλο προϋποθέτει απαραίτητα το ξεκλείδωμα κάθε πόρτας ή μήπως τη σιωπηλή αποδοχή ότι κάποια δωμάτια θα είναι για πάντα ολόδικά μας. Βγαίνοντας από αυτά εξουθενωμένοι συναισθηματικά, βάζουμε τα κλάματα για πράγματα που ποτέ δεν θα εξηγήσουμε στην αγκαλιά εκείνου/ης που θα δεχτεί τη σιωπή μας.
Το πιο οδυνηρό στη ξενιτιά είναι να παραδεχθούμε την ευτυχία μας. Γιατί αν αυτή δεν υπάρχει κάπως κάπου έστω και παρεξηγημένη, τελικά αυτή η μετανάστευση θα αναιρεθεί με την επιστροφή όχι στον χρόνο αλλά στον τόπο. Κι όμως μια τέτοια παραδοχή συνεπάγεται μέσα μας μια ανείπωτη προδοσία του πρώτου εαυτού μας, της ταυτότητας μας, εκείνου του τόπου και των ανθρώπων του που είναι φυσικά και αναίμακτα η πατρίδα μας, όχι από επιλογή αφού κανείς δεν επιλέγει που θα γεννηθεί, αλλά από πεπρωμένο.
Στο δίχρωμο αραχνοΰφαντό τυχαίου και επιλογής στο οποίο κινούμαστε με ενθουσιασμό στην αρχή και κόπο στη συνέχεια, είναι για αυτή την άπιαστη ευτυχία και το πολυπόθητο νόημα, των οποίων τα συστατικά δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε στατικά γιατί αυτά αλλάζουν συνεχώς καθώς αλλάζουμε και εμείς. Σε αυτόν επάνω τον γρίφο γεννιούνται και χάνονται χιλιάδες ζωές· κάποιες θα τις ζήσουμε, κάποιες θα τις λαχταρίσουμε, κάποιες θα τις απωθήσουμε, για όλες θα χαρούμε και θα μετανιώσουμε μαζί, όλες θα συμπυκνωθούνε για την ακρίβεια σε αυτή τη μία και μοναδική που διανύουμε σε πραγματικό χρόνο. Και όσο ο χρόνος περνά, το πιο οδυνηρό αλλά και θαυματουργό μαζί είναι να παραδεχτούμε ότι αυτή η μία ζωή είχε γερές δόσεις από όλες τις άλλες, είχε νόημα και ναι κάπως, κάπου, κάποτε υπήρξαμε ευτυχείς.