«Περηφάνια και προκατάληψη»

«Περηφάνια και προκατάληψη»

Πώς καταφθάνει μια υποψία έρωτα να κατακαθίσει στις απόλυτα τακτοποιημένες μας καρδούλες; Καθώς ο έρωτας εγκαθίσταται στο κέντρο της ύπαρξής μας, γαργαλάει την περηφάνια μας, συνταράζοντας συθέμελα τις όποιες προκαταλήψεις μας. Είναι τελικά ο έρωτας η πιο γλυκιά και γι’ αυτό δραστική υποχώρηση από το εγώ μας και όλα όσα νομίζαμε ότι γνωρίζουμε για εμάς; Πώς η προκατάληψη κτίζει την περηφάνια μας και πώς αυτή καταρρίπτεται θριαμβευτικά με το πρώτο χνούδι του έρωτα; Έχει υπάρξει πιο ωραία ιστορία από την «Περηφάνια και προκατάληψη» της Jane Austen για να απαντήσει κανείς στα πιο πάνω ερωτήματα; Σίγουρα υπάρχει, αφού το καλύτερο πάντα καραδοκεί νομοτελειακά σε κάθε τι ανθρώπινο.

Το καλύτερο ίσως δεν θα έπρεπε να είναι το θέμα, ωστόσο. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι το βιβλίο της Austen αποτελεί μια τεράστια επιτυχία για την εποχή της και όχι μόνο. Η κινηματογραφική μεταφορά (2005) του Joe Wright μοιάζει να αφορά τον καθένα μας, να μη μας φαίνεται πεπαλαιωμένη ούτε και βαρετή και να αποτελεί ένα γλυκύτατο σεργιάνισμα στα σκιρτήματα του έρωτα. Γιατί όσο εύκολο και πιασάρικο είναι το θέμα του έρωτα, άλλο τόσο δύσκολο είναι να του δώσει κανείς το βάθος και το βάρος που του αναλογεί καλλιτεχνικά.

Χάρη ρητορικής κάποιος θα έλεγε πως η φυσικότητα της αιθέριας Keira Knightley ως Elizabeth Bennet, καθώς τσιγκλάει τον γοητευτικότατο Mr. Darcy, σουφρώνοντας την ολόισια μύτη της και χαμογελώντας όταν τον στριμώχνει σε κάθε νοητικό πείραγμα που του επιφυλάσσει, αλλά και τα δικά του υγρά μελαγχολικά μάτια, ιδωμένα μέσα από τα μάτια του Matthew Macfadyen, θα ήταν αρκετά. Καθώς οι προκαταλήψεις του πέφτουν μία-μία από τους πύργους της υψηλής κοινωνίας στην οποία ανήκει, στον βωμό του νέου αγνώριστου έρωτα που τον καταβάλλει, ο Matthew Macfadyen στέκεται ισάξια στον ρόλο του δίπλα στην Keira Knightley, και σήμερα, μακριά από το Όσκαρ της δεύτερης, είναι και για τη μεταξύ τους χημεία που παραμένουμε στη θέση μας μέχρι το τέλος της ταινίας.

Και δεν είναι μόνο αυτοί. Ο αείμνηστος πλέον σε όλους μας Donald Sutherland, μας προσέφερε μια πατρική φιγούρα τόσο ειλικρινή και άμεση, την τέλεια εναλλακτική στο αυστηρό ύφος που αλλιώτικα θα αναμέναμε. Και η Brenda Blethyn διαθέτει την απαραίτητη χιουμοριστική στόφα για να μετατρέψει έναν καθόλα εκνευριστικό ρόλο – αυτόν της μάνας που νομίζει ότι καταλαβαίνει τα πάντα για την ευτυχία των κορών της – σ’ έναν τουλάχιστον διασκεδαστικό χαρακτήρα. Ο σκηνοθέτης επέμεινε αρκετά στην επιλογή των ηθοποιών του, και πράγματι, πόσο πετυχημένο είναι το καστ σε αυτή την ταινία.

Όσο και αν πιστώνουμε την τότε αλλά και μετέπειτα επιτυχία της ταινίας στους ηθοποιούς της, δεν πρέπει ωστόσο να ξεχνάμε ότι ο Joe Wright ξεκινά να δουλεύει με ένα λεπτοδουλεμένο σενάριο από την Deborah Moggach. Η σεναριογράφος δούλεψε για δύο χρόνια για να ολοκληρώσει τη συγγραφή του σεναρίου και το αποτέλεσμα είναι οι απολαυστικότατοι διάλογοι της ταινίας. Θα ήμασταν ικανοί να ακούμε για ώρες το ερωτικό λογοπαίγνιο που στήνεται εδώ. Ξέρουμε καλά πως πάνω σε αυτές τις στιχομυθίες, στις πρώτες μας ερωταπαντήσεις, στήνεται ο έρωτας. Η Moggach απλοποιεί τη γλώσσα της Austen, αφαιρεί τα περιττά στοιχεία που θα ήταν παράταιρα στο σήμερα, χωρίς να αποστερεί από την ταινία την εξυπνάδα και την αλήθεια που βρίσκεται στο λογοτεχνικό έργο.

Λέγεται ότι η ακαδημαϊκή κριτική δεν πείσθηκε πως η ταινία είναι φτιαγμένη με πιστότητα στον τόνο και στην ατμόσφαιρα της Austen, σε αντίθεση με άλλες μεταφορές του ιδίου έργου στη μεγάλη οθόνη. Οι κομψότατες στιχομυθίες που μας παραδίδει, ωστόσο, διατηρούν ―αν όχι τη φόρμα― την ενέργεια του γραψίματος της Austen και φυσικά μας κάνουν όλους να μειδιάσουμε παιδιάστικα. Γιατί αν μια ερωτική ιστορία δεν μας παίρνει σε εκείνο το πρωτόλειο συναίσθημα των πρώτων σκιρτημάτων του έρωτα, τότε τι νόημα έχει να ανεχόμαστε την κοινοτυπία της;

Ο κινηματογραφιστής Roman Osin δεν είναι λιγότερο υπεύθυνος για την ανέμελη ατμόσφαιρα της ταινίας ενώ αυτή δεν θα ήταν η ίδια χωρίς τη μουσική του Dario Marianelli που συντονίζεται απόλυτα με την αφήγηση. Η κάμερά του Osin κινείται δίνοντας ρυθμό και εναλλαγή στην κινηματογραφική εμπειρία. Τα πλάνα του, συχνά έκκεντρα προς τη θεματική του, εντείνουν το στοιχείο της αφήγησης, ξεχειλώνοντας τον ενδιάμεσο χωροχρόνο των κύριων σκηνών: στο άνοιγμα μιας πόρτας, στο πισώπλατο στρίψιμο της κάθε φιγούρας, στο ποιητικό πέρασμα μιας γέφυρας, στη μερική αποκάλυψη του «μετά», στην έξαρση ενός πολωμένου «μεταξύ». Βρισκόμαστε εν κινήσει, μετέχουμε στη γιορτή του έρωτα που ξετυλίγεται ντροπαλά μα γλυκοπόνηρα στα σαλόνια της αγγλικής αριστοκρατίας και υπαίθρου. Η σκηνοθετική ματιά δεν χάνει την πυξίδα της· πιο πολύ από μια ταινία εποχής, ο Wright εστιάζει σε τούτη τη γλυκιά αναστάτωση του νεανικού έρωτα και όχι τόσο στις πολυσύνθετες κοινωνικές δομές της εποχής, στις οποίες ο έρωτας οφείλει να συμπιεστεί. Ο Όσιν κινηματογραφεί τον έρωτα που ξεχύνεται, τα βλέμματα που διακτινίζονται από δωμάτιο σε δωμάτιο. Ως θεατές αποδεχόμαστε αυτή τη συναισθηματική μπαλάντα που μας περιφέρει γιορτινά, χωρίς περιττές φιοριτούρες· λιγουρευόμαστε τις ατελείς λεπτομέρειες εποχής, όπως τις έχει συλλάβει ο Wright: μια υπόκλιση, ένα άγγιγμα και ένα βλέμμα, που απορροφούν την ερωτική ένταση όταν τίποτε άλλο δεν έχει το δικαίωμα να το κάνει.

Στο περιθώριο, στους δεύτερους ρόλους ―και ίσως μόνο αν κάποιος έχει διάθεση να το διαβάσει― ο Wright αφήνει την πολυπλοκότητα του έρωτα να διαρρεύσει διακριτικά στην ταινία. Είμαστε άραγε όλοι ικανοί να ερωτευτούμε; Και αν εδώ η απάντηση θα έπρεπε να είναι δεδομένη, ο Wright, με τις στιχομυθίες της Moggach και τελικά της Austen, μας θυμίζει: “There are few of us, who are secure enough to be really in love without proper encouragement”. Είναι η ντροπή και η ντροπαλότητα είδη συγκαλυμμένης υπερηφάνειας ή απλά μια επίπονη αδυναμία που μπορεί να αφήσει έρωτες ατελέσφορους χωρίς τη βοήθεια ενός φίλου; Και ακόμα, μπορούμε να συγχωρήσουμε τους ανθρώπους που είτε παρουσιάζονται αδύναμοι να παραδεχθούν την ανάγκη του έρωτα, σκυμμένοι και χωμένοι στις δανεισμένες προκαταλήψεις της κοινωνίας την οποία υπηρετούν (ο Mr. Collins, με τον Tom Hollander σε έναν ρόλο καρικατούρα, αλλά τόσο ευαίσθητα δοσμένο), είτε είναι έτοιμοι και θαρραλέοι να ζήσουν χωρίς αυτόν, γιατί η ζωή τους επιβάλλει να προχωρήσουν και να επιβιώσουν (η Lydia Bennet, με την Jena Malone); Μπορούμε να αποδεχθούμε ότι κάποτε η πραγμάτωση του έρωτα μπορεί να καταντήσει ταξικό προνόμιο; Ο Wright δεν χάνει την πυξίδα του· αυτή είναι ο έρωτας, και όσο και αν ο κύριος Collins και η μέλλουσα γυναίκα του δεν θα ευλογηθούν από αυτόν, ο Wright θα τους αφήσει μεν στο περιθώριο για να πριμοδοτήσει τη βασική του ιστορία, αλλά δεν θα τους ευτελίσει: θα τους προσφέρει χιούμορ και θα τους δείξει ευτυχείς. Ίσως γιατί τελικά και αυτή η ίδια η αφετηρία του έρωτα βρίσκεται στην αυτογνωσία μας για το πόσο μπορούμε να τον ορίσουμε ως τη μόνη συνθήκη για τη συνέχεια, όπως η βασική ιστορία μας προτείνει, ή μπορούμε να αγνοήσουμε την ύπαρξή του και να συνεχίσουμε με τα μεγαλεπήβολα ή και απλώς καθημερινά μας σχέδια.

Από τότε που πρωτοείδαμε την ταινία στα σινεμά (2005), ζήσαμε, μυθοποιήσαμε και απομυθοποιήσαμε τον έρωτα. Για κάποιους τελείωσε και ξαναξεκίνησε, για άλλους αντικαταστάθηκε ή και μεταμορφώθηκε σε μια οικεία γλυκάδα της ζωής. Έγινε γάμος και παιδιά, έγινε απώλεια, αφόρητη απουσία ή και παρουσία, τέλος και μετά ξανά αρχή, με τον ίδιο άνθρωπο ή και με έναν διαφορετικό. Στο δίπλα πεζοδρόμιο, εντωμεταξύ, οι νεαροί πάντα συνεχίζουν αγέρωχοι να χασκογελούν ερωτικά και να ανακαλύπτουν, με φόρα ―εκείνη την ευλογημένη φόρα― μια από τις πιο γλυκές εκφάνσεις της ανθρώπινης ζωής. Αν είναι να σεργιανίσουμε κινηματογραφικά σε τούτα τα συναισθηματικά λημέρια, η «Περηφάνεια και προκατάληψη» του Wright θα είναι πάντα μια πρόσκληση να βιώσουμε τον έρωτα με μια ευγένεια που περιλούζεται από λαχτάρα, ως μια ενδοσκόπηση μέσα από τη ματιά του άλλου, και με τη μεγαλοπρέπεια που δίνει στην κινηματογραφική φόρμα μια ταινία εποχής ― χωρίς τη βαρεμάρα που αυτή μπορεί να συνεπάγεται μέσα από μια αλλοτινή γλώσσα και αισθητική. Μερικές φορές δεν θέλουμε την πρωτοπορία από το σινεμά. Θέλουμε να βυθιστούμε στα κοινότυπα, να δούμε τη γέννηση ενός έρωτα και να μείνουμε εκεί. Είτε επειδή ο έρωτας βρίσκεται στο κατώφλι μας, είτε επειδή μας έχει ξεπεράσει ― ακόμα και επειδή αυτός έχει μετατραπεί σε ένα σιωπηλό, αγαπησιάρικο χάδι. Συνήθως δεν θα θέλουμε να δούμε μια ερωτική ιστορία αν είμαστε στη δίνη της δικής μας· κι όμως, ακόμα και οι πιο μπανάλ ―από αυτές που θα έχουμε δει κατά καιρούς― θα στοιχειώνουν το μυαλό μας και θα είναι υπεύθυνες για τις όποιες ονειροπολήσεις μας για τα «πώς, ποιος, πού» και για εκείνα τα περίφημα «γιατί» του έρωτα.

Η «Περηφάνια και προκατάληψη» του Joe Wright συμπληρώνει φέτος 20 χρόνια.

«Περηφάνια και προκατάληψη»