Η κόκκινη σάλτσα

Η κόκκινη σάλτσα

Ο Ιούλιος είναι σίγουρα ο μήνας που μου αρέσει περισσότερο από όλους. Ίσως γιατί ήταν πάντα ο μήνας των παιδικών μου διακοπών. Και οι διακοπές ήταν πάντα συνδυασμένες με τη θεία Βούλα. Η θεία Βούλα ήταν η αδερφή της μητέρας μου και ο άντρας της, δηλαδή ο εξ αγχιστείας θείος μου ήταν και νονός μου.

Το σπίτι της θείας Βούλας ήταν συνδυασμένο με τον Ιούλιο και με τις διακοπές. Το σχολείο έκλεινε στο τέλος του Ιουνίου όταν ήμουν παιδί, ―αφού είμαι και κάπως αρχαία― ενώ τώρα τελειώνει στα μέσα Ιουνίου. Αμέσως μετά άρχιζαν οι διακοπές μου. Έφευγα από την οικογενειακή εστία για να πάω στο σπίτι της θείας μου να ξεκαλοκαιριάσω, ακολουθώντας την αυτή και τον νονό μου στα καλοκαιρινά τους ταξίδια.

Δεν είχα καμιά δυσκολία να προσαρμοστώ στην αλλαγή του ενδιαιτήματος, όχι μόνο γιατί ένιωθα βαθιά μέσα μου ―αν και χωρίς να το λέω σε κανέναν― ότι το σπίτι της θείας Βούλας ήταν πιο καινούργιο και πιο μοντέρνο από το δικό μου, αλλά και επειδή στο σπίτι της μπορούσα να γεύομαι αυτό που μου άρεσε και μου αρέσει ακόμα και μέχρι σήμερα. Τη σάλτσα ντομάτας.

Βέβαια, η θεία μου είχε γυρίσει με τον νονό μου και με τη βέσπα τους όλη την Ιταλία πόλη με πόλη, από το Κόμο και τη Βενετία μέχρι τη Νάπολη και το Παλέρμο. Και φαίνεται ότι τελικά, εκεί στο Νότο, γνώρισε καλύτερα τα πιάτα με σάλτσα ντομάτας, όπως οι μελιτζάνες αλά σιτσιλιάνα, και βέβαια τα πιάτα αυτά που στην Ιταλία είναι πλέον... φίρμες, εδώ και αρκετά χρόνια, την πίτσα και τα σπαγγέτι ναπολιτάνα.

Αλλά και πριν το ιστορικό ταξίδι … γευσιγνωσίας της θείας μου στην Ιταλία, στην Αθήνα ακόμα, τότε που παντρεύτηκαν με τον νονό μου, στις αρχές της δεκαετίας του ’50, η γιαγιά της θείας Βούλας, δηλαδή η προγιαγιά μου, μαγείρισσα το επάγγελμα, πρόλαβε να της δώσει όλες τις συνταγές της για την ελληνική κουζίνα με σάλτσα ντομάτας. Κι έτσι η θεία Βούλα όχι μόνο πριν από το ταξίδι στην Ιταλία αλλά και μετά, που πλέον απέκτησε τη βεβαιότητα, τα μαγείρευε όλα: μακαρόνια, φασολάκια, μπάμιες, κεφτέδες, όλα με κόκκινη σάλτσα.

Το κυριότερο όμως ήταν το κοκκινιστό κρέας και η συνοδεία του: το ρύζι, τα μακαρόνια, οι πατάτες. Αυτό το τελευταίο είναι η γεύση που θυμάμαι. Πώς άνοιγε την πόρτα της κουζίνας της, για να την αερίσει, και έβαζε μπρος τον ανεμιστήρα ―ο απορροφητήρας ήρθε χρόνια αργότερα― και σαν ζεστό αεράκι Ιουλίου έβγαινε και το άρωμα της κανέλας, του μοσχοκάρυδου και της ντομάτας στο μικρό μπαλκονάκι της κουζίνας, που γινόταν ο τόπος υποδοχής του τέλειου γάμου: του λατινοαμερικάνικου καρπού με τα ασιατικά μπαχαρικά. Γάμος ανάλογος ―να πω― με αυτόν που ζούσε η θεία Βούλα με τον νονό μου.

Γεύση, κάθε φορά ίδια και απαράλλαχτη μυρωδάτη μα και γλυκιά, με την προσθήκη λίγης ζάχαρης στη σάλτσα. Αργότερα έμαθα ότι υπήρχαν και δυο τρία γαρύφαλλα στην κατσαρόλα, μοσχοκάρφια όπως τα έλεγαν τότε. Γεύση τόσο νόστιμη και γαργαλιστική λόγω της ικανής ποσότητας αλατιού.

Ποτέ δεν ήταν κρατημένο το φαγητό της στο αλάτι ― όπως το λένε σήμερα οι διάφοροι σεφ. Στην κουζίνα της, όπως φαίνεται, η θεία Βούλα του έδινε και καταλάβαινε. Και το μοσχάρι μοσχομυριστό και κόκκινο, τυλιγμένο στη σάλτσα ντομάτας. Πυκνός χυμός, αρωματικός ― και πώς αλλιώς άλλωστε: τώρα πια ξέρουμε ότι η ντομάτα είναι φρούτο και όχι λαχανικό. Άρα λοιπόν αυτό που τόσο μου άρεσε τελικά, δεν ήταν παρά μοσχάρι με σάλτσα φρούτου.

Τη σάλτσα ντομάτας στο σπίτι της θείας Βούλας τη θυμάμαι με νοσταλγία ως σήμερα. Όμως αργότερα, στην εφηβεία, κατάλαβα ότι όλες αυτές οι αναμνήσεις από το σπίτι της είχαν στην πραγματικότητα μιαν άλλη εξήγηση, μιαν άλλη αιτία. Υπήρχε λόγος για όλη αυτή τη μυθοποίηση της κόκκινης σάλτσας.

Στην εφηβεία έπαψα να πηγαίνω για τις διακοπές μου στο σπίτι της. Γιατί τα καλοκαίρια είχα πλέον άλλα πιεστικά προγράμματα. Δεν έμοιαζαν πια με διακοπές και δεν είχαν σχέση με τις γεύσεις και τα αρώματα της παιδικής ηλικίας. ‘Όλα είχαν άλλο προσανατολισμό. Συνδέονταν με τον στεγνό κόσμο των κάθε λογής διανοητικών προετοιμασιών ― εξετάσεων και πανεπιστημιακών καθηκόντων.

Και ακριβώς, όπως συμβαίνει πάντα στη εφηβεία, ήρθε η ώρα και η στιγμή να απορρίψω επιτέλους κι εγώ τη μέχρι τότε αναμφισβήτητα αποδεκτή δεσποτεία του πατέρα μου. Σ’ αυτή την κατεδάφιση του… παλαιού κόσμου, που συμβαίνει μέσα μας πριν ακόμα στηθεί ο καινούργιος, στάθηκε εν τούτοις κάτι στην άκρη. Εκείνη η κόκκινη γεύση. Τότε συνειδητοποίησα ή μάλλον ανακάλυψα ότι η μητέρα μου, αν και εξίσου δυνατή μαγείρισσα με τη θεία γιατί και οι δυο τους είχαν δασκάλα την προγιαγιά μου, που οι συνταγές της ήταν νόμος, στο σπίτι μας, δεν μαγείρευε κοκκινιστά. Η κόκκινη σάλτσα δεν υπήρξε ποτέ μέρος του καθημερινού μας προγράμματος διατροφής.

Στον πατέρα μου δεν άρεσε καθόλου η σάλτσα ντομάτα και όλα τα πιάτα που μαγειρεύονταν με αυτή.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: