Σισίνη 21

Έργο του Κωνσταντίνου Βυζάντιου, λάδι σε καμβά, 1986
Έργο του Κωνσταντίνου Βυζάντιου, λάδι σε καμβά, 1986



Η οδός εί­ναι μι­κρή, έξι ή εφτά τε­τρά­γω­να όλη κι όλη. Αλ­λά με πρά­σι­νο άφθο­νο. Εί­χε τον νου της πώς θα μπει γρή­γο­ρα στην πόρ­τα της πο­λυ­κα­τοι­κί­ας, τό­σο γρή­γο­ρα, ώστε να μην την αντι­λη­φθούν καν οι ιδιο­κτή­τες του δι­πλα­νού φα­στφου­ντά­δι­κου, που η οι­κο­γε­νεια­κή τους επι­χεί­ρη­ση έφρα­ζε την εί­σο­δο του δρό­μου. Από εκεί μπο­ρού­σαν να ελέγ­ξουν ποιος έμπαι­νε και ποιος έβγαι­νε, ποιο κου­δού­νι θα πα­τού­σε, άρα και σε ποιο δια­μέ­ρι­σμα θα έκα­νε την επί­σκε­ψή του.

Και όλα αυ­τά για­τί η μη­τέ­ρα του την εί­χε κα­λέ­σει πριν με­ρι­κές μέ­ρες στο υπό­γειο του νο­σο­κο­μεί­ου, χώ­ρο όπου δεν πα­τού­σε πο­τέ ο Μί­μης, δεν εί­χε άλ­λω­στε λό­γο να πα­τά­ει, αφού και το χαρ­τζι­λί­κι του το έπαιρ­νε πά­ντα από τον πα­τέ­ρα του στο σπί­τι και όχι στο ια­τρείο ή στο νο­σο­κο­μείο. Ο πα­τέ­ρας του, που για κά­ποιο λό­γο έμοια­ζε, ίσως όταν δεν τον πρό­σε­χες πο­λύ, με δί­δυ­μο αδελ­φό της συ­ζύ­γου του, ήταν τό­σο συ­νε­πής στις ημε­ρο­μη­νί­ες και τό­σο ακρι­βής στις ώρες του χαρ­τζι­λι­κιού, ώστε δεν υπήρ­χε πε­ρί­πτω­ση να ξη­μέ­ρω­νε Πα­ρα­σκευή και στις δυό­μι­σι το με­ση­μέ­ρι ακρι­βώς, ού­τε λε­πτό πα­ρα­πά­νω, να μην κρα­τού­σε στα χέ­ρια του ο Μί­μης το επι­θυ­μη­τό πε­ντο­χί­λια­ρο: αυ­τό που του άνοι­γε τα συρ­τά­ρια των τα­μεί­ων στο βι­βλιο­πω­λείο της «Εν­δο­χώ­ρας», ή μάλ­λον του Εν­δο­χώ­ρα, όπως το έλε­γε, γω­νία Σό­λω­νος και Σί­να, αλ­λά και αυ­τό που του άνοι­γε τα τα­μεία των θε­ά­τρων, όπου πή­γαι­ναν μα­ζί τα βρά­δια. Αυ­τός που δεν εί­χε απο­φα­σί­σει ακό­μα αν θα κά­νει κά­ποιο με­τα­πτυ­χια­κό και τι θα ήταν αυ­τό και αυ­τή που πε­ρί­με­νε την ορ­κω­μο­σία στο πα­νε­πι­στή­μιο για να φύ­γει για το με­τα­πτυ­χια­κό της.

Ο Μί­μης δεν εί­χε άλ­λω­στε και τί­πο­τε κα­λύ­τε­ρο άλ­λο να κά­νει από το να βλέ­πει θε­α­τρι­κές πα­ρα­στά­σεις και να δια­βά­ζει με εντα­τι­κούς ρυθ­μούς. Για να ξε­χνά­ει όσες ανα­μνή­σεις εί­χε από το ξύ­λο στο ακρι­βό ιδιω­τι­κό σχο­λείο της Αγ­γλί­ας, όπου τον εί­χαν στεί­λει οι γο­νείς του. Για να μη σκέ­φτε­ται τα ποι­ή­μα­τα που δεν προ­λά­βαι­νε να γρά­ψει, ή πί­στευε ότι δεν εί­χε το τα­λέ­ντο να τα γρά­ψει. Για να μη θυ­μά­ται ότι τα Μα­θη­μα­τι­κά στο King’s College, στο πα­νε­πι­στή­μιο του Λον­δί­νου, τα επέ­λε­ξε έτσι κι αλ­λιώς επει­δή ήθε­λε να ευ­χα­ρι­στή­σει τον πα­τέ­ρα του. Ήταν ευ­γε­νι­κή μορ­φή ο πα­τέ­ρας του.

Το γρα­φείο της μη­τέ­ρας του Μί­μη ήταν στο υπό­γειο του νο­σο­κο­μεί­ου στη Σε­βα­στου­πό­λε­ως και φω­τι­ζό­ταν με νέ­ον. Δεν εί­χε ξα­να­πά­ει εκεί, σε αυ­τό το αχα­νές κτή­ριο, όπου παρ­κά­ρι­ζαν συ­νε­χώς ασθε­νο­φό­ρα στην αυ­λή του και οι νο­ση­λευ­τές τις μέ­ρες και της νύ­χτες της εφη­με­ρί­ας έτρε­χαν, μή­πως και προ­λά­βουν να πα­ρα­δώ­σουν ζω­ντα­νούς τους ασθε­νείς στο ια­τρι­κό προ­σω­πι­κό. Ού­τε θα φα­ντα­ζό­ταν πο­τέ ότι μια διευ­θύ­ντρια τμή­μα­τος θα εί­χε το γρα­φείο της κά­τω από το έδα­φος. Την εί­χε κα­λέ­σει για να της ανα­λύ­σει τις από­ψεις της για τον γιο της. Αλ­λά και να ζη­τή­σει τη βο­ή­θειά της: για να ακρι­βο­λο­γεί, για να τον βοη­θή­σει να ξε­φύ­γει από τις κα­κές πα­ρέ­ες.

Δεν ήταν δυ­να­τόν να ακού­ει αυ­τά που άκου­γε. Πώς εί­χε μπλέ­ξει με αυ­τή τη γυ­ναί­κα, με αυ­τή τη μη­τέ­ρα, που έκλαι­γε μπρο­στά της με ανα­φι­λη­τά, χω­ρίς να ντρέ­πε­ται και να την πα­ρα­κα­λά­ει. Αυ­τή, μια διευ­θύ­ντρια νο­σο­κο­μεί­ου, να ζη­τια­νεύ­ει λί­γη προ­σο­χή, λί­γο εν­δια­φέ­ρον από ένα κο­ρι­τσά­κι, που μό­λις εί­χε τε­λειώ­σει την τε­λευ­ταία εξε­τα­στι­κή στο πα­νε­πι­στή­μιο, που ού­τε καν δεν εί­χε ορ­κι­στεί ακό­μα, να σώ­σει το παι­δί της. Δεν εί­χε φα­ντα­στεί πο­τέ ότι θα μπο­ρού­σε να σώ­σει κα­νέ­να παι­δί, κα­λά-κα­λά δεν μπο­ρού­σε να πει ότι ήταν ακρι­βώς φί­λοι με τον Μί­μη. Τα μπά­νια τους στον Ναυ­τι­κό Όμι­λο της Βου­λιαγ­μέ­νης τον Ιού­λιο, η αγά­πη του για τον Προυστ και τα γράμ­μα­τα που της έστελ­νε τα χρό­νια που ήταν φοι­τη­τής στο King’s College, δεν συ­νι­στού­σαν και κα­μιά φι­λία της προ­κο­πής. Πιο πο­λύ έβλε­πε τον έβλε­πε σαν έναν άν­θρω­πο που έψα­χνε, όπως και αυ­τή, μια αδελ­φή ψυ­χή.

Στο δια­μέ­ρι­σμα της οδού Σι­σί­νη, που ήταν μάλ­λον με­γά­λο, ο Μί­μης κοι­μό­ταν ακό­μη στην κρε­βα­το­κά­μα­ρά του, κά­που στο βά­θος του φαρ­διού δια­δρό­μου που ξε­κι­νού­σε από το σα­λό­νι. Άλ­λω­στε δεν την πε­ρί­με­νε. Δεν εί­χε ιδέα για την πλε­κτά­νη που του έστη­νε η μη­τέ­ρα του για να τον «σώ­σει». Τα σκού­ρα ξύ­λι­να έπι­πλα, οι εκρού κουρ­τί­νες, τα λί­γα δια­κο­σμη­τι­κά, κυ­ρί­ως βά­ζα, όλα σε χρώ­μα­τα γαιώ­δη, ανέ­δι­δαν μια ζε­στα­σιά. Στους τοί­χους πί­να­κες πα­ντού και βι­βλία από πά­νω ως κά­τω, αφού οι τρεις ένοι­κοι του σπι­τιού, ο πα­τέ­ρας, η μη­τέ­ρα και ο γιος τους, ο Μί­μης, διά­βα­ζαν αστα­μά­τη­τα.

Βγή­κε από το δω­μά­τιό του ανα­μαλ­λια­σμέ­νος, χτε­νί­στη­κε βια­στι­κά και ξε­κί­νη­σαν για το θέ­α­τρο της οδού Στουρ­νά­ρη. Ο Κα­ρα­κα­τσά­νης έπαι­ζε στο Όνει­ρο θε­ρι­νής νύ­χτας του Σαίξ­πηρ. Στο γυ­ρι­σμό, περ­πα­τώ­ντας στην Πα­τη­σί­ων εί­δαν τον Ιω­άν­νου, να περ­πα­τά­ει αρ­γά, κοι­τά­ζο­ντας τους νε­α­ρούς που περ­νού­σαν κα­πνί­ζο­ντας, όλοι κά­πνι­ζαν τό­τε στην Αθή­να. Ο Μί­μης τη σκού­ντη­σε: «Ο Ιω­άν­νου!», της ψι­θύ­ρι­σε, με ανυ­πό­κρι­το θαυ­μα­σμό. Τι θαύ­μα­ζε σ΄ αυ­τό το γερ­μέ­νο γε­ρα­σμέ­νο σώ­μα του αγα­πη­μέ­νου τους συγ­γρα­φέα; Ει­κο­σι­πέ­ντε χρο­νών παι­δί τι μπο­ρού­σε να θαυ­μά­ζει σε αυ­τή τη μα­ρα­μέ­νη μορ­φή;

Ο Μί­μης ήταν ψη­λός και έγερ­νε τους ώμους του για να μην επι­δει­κνύ­ει το γυ­μνα­σμέ­νο σώ­μα του. Μά­τια με­γά­λα και εκ­φρα­στι­κά, που συ­νή­θως γε­λού­σαν πο­νη­ρά, κά­πως κρυμ­μέ­να, ωστό­σο, πί­σω από τα μυω­πι­κά γυα­λιά του. Μι­λού­σε διαρ­κώς για τον Προυστ, που τον εί­χε δια­βά­σει ολό­κλη­ρο πολ­λές φο­ρές, όπως και τον Ζε­νέ και τον Κο­κτό, όλα τα έρ­γα τους στα γαλ­λι­κά. Με την αδι­καιο­λό­γη­τη σε­μνό­τη­τά του όλα αυ­τά που εί­χε δια­βά­σει, όλες αυ­τές τις ώρες που εί­χε θυ­σιά­σει για τη λο­γο­τε­χνία, τα θε­ω­ρού­σε δε­δο­μέ­να και ασή­μα­ντα.

Η ζωή του ήταν πε­ριο­ρι­σμέ­νη μέ­σα στους τοί­χους του δω­μα­τί­ου του. Η οι­κο­γέ­νεια της μη­τέ­ρας του εί­χε 5.000 ρί­ζες ελιές στη Μυ­τι­λή­νη, προί­κα της, αλ­λά δεν του πή­γαι­νε η αγρο­τι­κή ζωή. Αν και το προ­σπά­θη­σε να δει πώς ήταν, να ζή­σει κο­ντά στη φύ­ση, στο κτή­μα της μη­τέ­ρας του, για να ξε­φύ­γει, από τα αδιέ­ξο­δα του νου, από τα αδιέ­ξο­δα της φα­ντα­σί­ας ανο­μο­λό­γη­των ερώ­των. Το κτή­μα στη Μυ­τι­λή­νη, λί­γα χι­λιό­με­τρα έξω από την πό­λη, πα­ντού φως, πα­ντού γκρι­ζο­πρά­σι­να ελιό­φυλ­λα και καρ­ποί. Όχι, δεν ήταν γι’ αυ­τόν. Κα­λύ­τε­ρο το σκο­τά­δι του δω­μα­τί­ου του, κα­λύ­τε­ρο το ηλε­κτρι­κό φως, δί­πλα στο κρε­βά­τι του, για να δια­βά­ζει χω­ρίς δια­κο­πή.

Της ήταν αδύ­να­τον να συμ­βά­λει στο σχέ­διο σω­τη­ρί­ας που εί­χε εκ­πο­νή­σει η μη­τέ­ρα του Μί­μη. Λί­γες εβδο­μά­δες με­τά την ορ­κω­μο­σία στο πα­νε­πι­στή­μιο, πή­ρε τα απα­ραί­τη­τα αντί­γρα­φα πτυ­χί­ου και τα δι­καιο­λο­γη­τι­κά που της ζη­τού­σαν από το πα­νε­πι­στή­μιο του Λον­δί­νου, για να ολο­κλη­ρω­θεί η αί­τη­σή της και να μπο­ρέ­σει να κά­νει κα­νο­νι­κά την εγ­γρα­φή της στο δεύ­τε­ρο τρί­μη­νο που άρ­χι­ζε στα μέ­σα Ια­νουα­ρί­ου και έφυ­γε για την Αγ­γλία. Θα βρι­σκό­ταν στο ίδιο πα­νε­πι­στή­μιο που εί­χε σπου­δά­σει και ο Μί­μης, το King’s College, θα πή­γαι­νε στην ίδια βι­βλιο­θή­κη, θα έβγαι­νε στον ίδιο κε­ντρι­κό διά­δρο­μο που οδη­γού­σε στο εσω­τε­ρι­κό πα­ρεκ­κλή­σι, όπου κά­θε με­ση­μέ­ρι ακου­γό­ταν το εκ­κλη­σια­στι­κό όρ­γα­νο. Θα διά­βα­ζε το πρω­τό­τυ­πο της Οδύσ­σειας του Κα­ζαν­τζά­κη που βρι­σκό­ταν κλει­δω­μέ­νο σε ει­δι­κή προ­θή­κη.

Δεν υπήρ­χε χρό­νος για το σχέ­διο της μη­τέ­ρας του. Οι σπου­δές την πε­ρί­με­ναν. Ίσως το κα­λο­καί­ρι, όταν θα γύ­ρι­ζε για τις δια­κο­πές της να έπαι­ζε ξα­νά για λί­γο αυ­τό τον ρό­λο. Τη­λε­φώ­νη­σε στη μη­τέ­ρα του Μί­μη για να την απο­χαι­ρε­τή­σει. Απο­χαι­ρέ­τη­σε και τον Μί­μη, που δεν έκρυ­βε τη χα­ρά του για την επι­λο­γή της να φύ­γει για την Αγ­γλία, για το συ­γκε­κρι­μέ­νο πα­νε­πι­στή­μιο. Εν­νιά μή­νες αρ­γό­τε­ρα της τη­λε­φώ­νη­σε από το Κόλ­τσε­στερ. Εί­χε πά­ρει επι­τέ­λους την από­φα­σή του. Ού­τε με­τα­πτυ­χια­κό στα μα­θη­μα­τι­κά ού­τε τί­πο­τα. Εί­χε έρ­θει να σπου­δά­σει συ­γκρι­τι­κή φι­λο­λο­γία στο πα­νε­πι­στή­μιο του Έσεξ.

Το Κόλ­τσε­στερ, η πρω­τεύ­ου­σα του Έσεξ, ήταν μια ώρα μό­νο με το τρέ­νο απ’ το σπί­τι της. Ερ­χό­ταν του­λά­χι­στον κά­θε δεύ­τε­ρο Σάβ­βα­το και όπο­τε υπήρ­χε δια­θέ­σι­μο δω­μά­τιο, τον φι­λο­ξε­νού­σε στο σπί­τι όπου νοί­κια­ζε και αυ­τή το δι­κό της δω­μά­τιο. Πή­γαι­ναν στο θέ­α­τρο, αφού εί­χαν προη­γη­θεί τη­λε­φω­νή­μα­τα και συ­νεν­νο­ή­σεις μέ­σα στην εβδο­μά­δα. Εί­χε έρ­θει για να βρί­σκε­ται κο­ντά της, ακο­λου­θώ­ντας χω­ρίς να το γνω­ρί­ζει το σχέ­διο σω­τη­ρί­ας της μη­τέ­ρας του; Ή για να ξα­να­ζή­σει το βα­σα­νι­σμέ­νο πα­ρελ­θόν του, τό­σο γε­μά­το από ει­κό­νες βί­ας και με­τα­μέ­λειας για τον δρό­μο που εί­χε δια­λέ­ξει στις σπου­δές του, αφού και τα μα­θη­μα­τι­κά τα σπού­δα­σε για το χα­τί­ρι του πα­τέ­ρα του; Ή για να ξε­χά­σει τους ανεκ­πλή­ρω­τους έρω­τές του; Ποιος ήταν ο ρό­λος και η ανά­μει­ξη της μη­τέ­ρας του; Πο­τέ δεν το έμα­θε. Ού­τε τη συ­νά­ντη­σε ξα­νά. Και στα τρία χρό­νια που κρά­τη­σαν οι σπου­δές του στο Έσεξ έγι­ναν επι­τέ­λους αλη­θι­νοί φί­λοι με τον Μί­μη, χω­ρίς με­σά­ζο­ντες. Και ο Μί­μης επι­τέ­λους ζού­σε τη ζωή του όπως ήθε­λε, κλει­σμέ­νος στη βι­βλιο­θή­κη του πα­νε­πι­στη­μί­ου με τους αγα­πη­μέ­νους του Γάλ­λους και Βρε­τα­νούς συγ­γρα­φείς. Χω­ρίς να σκέ­φτε­ται τους ανο­μο­λό­γη­τους έρω­τές του. Και ίσως, αν ήταν αρ­κε­τά τυ­χε­ρός, θα ερ­χό­ταν ένας και­νούρ­γιος έρω­τας στη ζωή του, ένας άντρας με όλα εκεί­να τα απα­ραί­τη­τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της αδερ­φής ψυ­χής, έτσι ακρι­βώς όπως τον εί­χε φα­ντα­στεί.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: