Γεννήθηκα στον Δνείπερο

Γεννήθηκα στον Δνείπερο


Γεννήθηκα στον Δνείπερο

και πέρα στον Δνείπερο

γεννήθηκα στο στόμα μιας γριάς

που κοιτούσε ανάποδα τον χρόνο

το κορμί της ίσιωνε στον άνεμο

να μην τ’ αγγίξει άντρας

μια εποχή του χρόνου

που χάριζε σωρούς παιδιών

στην αγκαλιά μιας μάνας

που έπλεκε από μικρή

κι έγινε γιγάντια αράχνη που όλο πονούσε

κι έσφιγγε στην αγκαλιά μωρά

δεν ήξερε να γράφει, να θηλάζει

μόνο να κρύβεται και να κυοφορεί

Γεννήθηκα στο σώμα ενός παιδιού

την εποχή που πετούσαν οι γυπαετοί

από ένα πατέρα ορθόδοξο

κι ένα παππού Αχέροντα

που έξυνε το δέρμα μου τις νύχτες

με χέρια απο μέταλλο και χειροπέδες

με κρύα πόδια από το χώμα των πολέμων

δυο αδέλφια με όψεις κοφτερές

κι ένα μαχαίρι στην καρδιά εκ γενετής

Γεννήθηκα στην μπούργκα

μιας τραχιάς θρησκείας

και φύτρωσα λουλούδι στην κλούβα της αστυνομίας

μέσα μου κουβαλώ την Τροία και την Κολχίδα

παιδί μιας Μήδειας που επέζησε

του φοβερού Ιάσονα

Γεννήθηκα από πατέρα Κοσοβάρο

και μάνα Βόσνια σε περικυκλωμένη πόλη

έναν μονόφθαλμο θεό

ακροβολιστή και σκοπευτή με σιδερένια δάχτυλα

που φόνευσε στη γέννα μου πολλούς γεννήτορες

Δεν ξέρω τι βλέπει ο φονιάς σε μένα

και πόσο με ποθεί

γι’ αυτό έχω βλέμμα χαμηλό

σαν άλογο που χλιμιντρίζει μόνο του

στο δρόμο για τον θάνατο

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: