Το δικαίωμα στο εξαπατάν και το δικαίωμα στο φονεύειν

Μετάφραση: Στέργιος Ντέρτσας
Το δικαίωμα στο εξαπατάν και το δικαίωμα στο φονεύειν

Η Αλφονσίνα Στόρνι (Αργεντινή, 1892-1938) εκτός από ποιήτρια παγκόσμιας εμβέλειας και θεατρική συγγραφέας, υπήρξε αρθογράφος με μεγάλη απήχηση στη χώρα της, δημοσιεύοντας άρθρα και δοκίμια σε διάφορα έντυπα, εφημερίδες και περιοδικά, τα οποία υπέγραφε συχνά με το ψευδώνυμο Tao Lao. Μέσα από τα συγκεκριμένα κείμενα, με σκέψη διεισδυτική και πένα κοφτερή, αποτυπώνει ξεκάθαρα τις μαχητικές της ιδέες υπέρ των κοινωνικά αδυνάμων ατόμων. Απόψεις που αποτελούν αδιαμφισβήτητο στοιχείο, εύκολα αναγνωρίσιμο, και στον ποιητικό της λόγο. Με μια θαρραλέα ματιά, πολιτική με την ευρεία έννοια, και ουσιαστικά φεμινιστική, άσκησε έντονη κριτική στις καταδυναστευτικές πατριαρχικές αντιλήψεις της εποχής της, ειδικά όταν αυτές προέρχονταν από γυναίκες. Ταυτόχρονα, υπερασπίστηκε σθεναρά και έμπρακτα, λαμβάνοντας ενεργό ρόλο σε διάφορα κινήματα, κάθε προσπάθεια υπέρ της γυναικείας χειραφέτησης και της ισότιμης διεκδίκησης της θέσης των γυναικών στον δημόσιο χώρο (εργασία, σπουδές, οικονομική ανεξαρτησία, πολιτικά δικαιώματα κ.λπ.). Η ίδια εξάλλου, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη, σε ηλικία μόλις 20 ετών, έγκυος σε ένα παιδί εκτός γάμου, κάτι αδιανόητο για τα δεδομένα της εποχής, μετοίκησε από το επαρχιώτικο περιβάλλον του Ροσάριο των παιδικών της χρόνων στο χαοτικό και υπό ραγδαία ανάπτυξη Μπουένος Άιρες των αρχών του 20ού αιώνα. Εκεί χρειάστηκε να κάνει διάφορες δουλειές, συχνά σε αντίξοες συνθήκες, αγωνιζόμενη όχι μόνο για την επιβίωσή, τη δική της και του γιου της, Αλεχάνδρο, αλλά και για την καταξίωσή της ως ποιήτρια στον άκρως ανδροκρατούμενο λογοτεχνικό χώρο της αργεντίνικης πρωτεύουσας.


Το δικαίωμα στο εξαπατάν και το δικαίωμα στο φονεύειν


Δεν είναι η πρώτη φορά, στη δική μας και σε άλλες χώρες, που προκαλείται το θλιβερό συμβάν μιας γυναίκας που φονεύει έναν άντρα για να υπερασπιστεί τα πολυτιμότερα των δικαιωμάτων που έχει ως γυναίκα.
Ετούτη τη φορά η μοίρα διάλεξε τη νεαρή Elvira d’Aurizio η οποία, ως γνωστό, στη δικαστική έδρα του δόκτορος Mariano de Vedia y Mitre* θανάτωσε τον πατέρα του φυσικού της τέκνου, καθώς εκείνος πρόβαλλε άρνηση να δώσει το όνομά του στο πλάσμα.
Να πούμε, πριν μπούμε στο κυρίως θέμα του άρθρου αυτού, ότι, πράγματι, σε καμία των περιπτώσεων δεν υπάρχει δικαίωμα στον φόνο. Κάθε έγκλημα θα πρέπει να είναι αποκηρυγμένο από αυτό καθαυτό το έγκλημα, όμως παρόντος του κινήτρου, άκρως σοβαρού, που όπλισε το χέρι της νεαρής, ωθώντας τη στη τέλεση της πιο βαριάς ενέργειας που δύναται να διαπράξει ένα ανθρώπινο ον, ας μην εθελοτυφλούμε στους εξωγενείς παράγοντες που, εμμέσως, έχουν συμβάλλει στην πραγμάτωση του εγκλήματος.
Ήταν ανέκαθεν εύκολο να παραδεχτούμε πως το αργεντίνικο ταμπεραμέντο έχει την τάση να προστατεύσει το άτομο σε βάρος του κοινωνικού συνόλου που το συμπεριλαμβάνει: τα πάντα στη χώρα μας καθιστούν εμφανή τον απερίσκεπτο και αισθαντικό ατομισμό που καταπατά το νόμο προς όφελος ενός μόνο ανθρώπου, ενός οργανισμού, ενός οποιοδήποτε υφιστάμενου συμφέροντος.
Σε μια κοινωνία με μια τέτοιου είδους κλίση ―που δεν φανερώνει στ’ αλήθεια μια πρώτης τάξεως χώρα― είναι φυσικό ο αδύναμος να στερείται προστασίας , γιατί ο αδύναμος (γυναίκα, παιδί, άπορος, ασθενής) δεν συνιστά, ως άτομο της βιοπάλης, καμία ιδιαίτερη δύναμη απέναντι σε άλλο άτομο τροφοδοτημένο από μια ενεργή και διαθέσιμη εξουσία.
Το πνεύμα αυτό, ενσαρκωμένο, φέρει μαζί του μια κάποια συνειδησιακή εξαθλίωση, εν είδει δικαιώματος στην καταχρηστικότητα και ως φυσιολογικότητα στη διάπραξη μιας μη προβλεπόμενης από τον νόμο παρανομίας, ή που, αν και προβλεπόμενη, δεν τιμωρείται με την αναγκαία αυστηρότητα, ή βρίσκει στους δικαστές- ανθρώπους διαποτισμένους με το ατομικιστικό πνεύμα του κράτους ― ήπιους και άπραγους λογοκριτές.
Διότι είναι εύκολο να φανταστούμε ποια θα πρέπει να είναι η αγανάχτηση, που καταλήγει να οπλίζει το χέρι με την υποψία μιας ατιμωτικής κωμωδίας, σκεπτόμενοι την αξιοθρήνητη ηθική κατάσταση της εξαπατημένης, υποτιμημένης και εκλιπαρούσας ύπαρξης.
Είναι ήδη διαπιστωμένο πως το συναίσθημα της πατρότητας είναι, στον άντρα, αντικείμενο της φαντασίας και της συνήθειας: ο άντρας αγαπά μόνον τα τέκνα που έχει κοντά του, που τα θρέφει, που τα χαϊδεύει και τα παρατηρεί σε καθημερινή βάση, κι ενίοτε αγαπά το παιδί του εξαιτίας της αγάπης που έχει στη μάνα: συναίσθημα, λοιπόν, περισσότερο δημιουργημένο παρά φυσιολογικό, υπάρχει, κατ’ εξαίρεση, διαισθητικά στον άντρα, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει με τη γυναίκα, η οποία μόνο κατ’ εξαίρεση στερείται το συναίσθημα της μητρότητας.
Όμως το μικρό παιδί, όποια κι αν είναι η οικογενειακή του κατάσταση, το παιδί ελπίδα της Πολιτείας, ψηφίο στατιστικής, επίδειξη του έθνους στον παγκόσμιο ανταγωνισμό, γονιούς έχει δύο, και η Πολιτεία όχι με συναισθηματικό κριτήριο, αλλά πραγματικά με κριτήριο υπεράσπισης της ίδιας της ζωτικότητας της, οφείλει να τους θεωρήσει εξίσου υπεύθυνους για εκείνη τη ζωή και εκείνο το πεπρωμένο.
Η Βόρεια Αμερική, λιγότερο λυρική και περισσότερο πρακτική από τους Λατινοαμερικάνους, έχει γραπώσει στη γροθιά της τους κατακτητές των κοριτσόπουλων και τους περιστασιακούς και άνετους πατεράδες, τους ανίκανους να αντιμετωπίσουν τις αντισυμβαλλόμενες, με την κοινωνία στην οποία δραστηριοποιούνται, ευθύνες.
Είναι γνωστό πως εκεί που ο άντρας υπόσχεται γάμο και δεν το υλοποιεί πηγαίνει στη φυλακή να κουβεντιάσει με τα ντουβάρια, να θεραπευτεί από την παλαιά παγίδα προς τη γυναίκα με την ίδια παγίδα και να συλλογιστεί σχετικά με την πιθανή μοίρα ενός πλάσματος που του λείπει ο δυνατότερος από τους γεννήτορες του.
Ενόσω ένας νόμος τέτοιας φύσης θα απουσιάζει από τη δική μας χώρα, θα βλέπουμε κι άλλες γυναίκες να φονεύουν, δε χωρά αμφιβολία περί αυτού.
Ίσως να συνεχίσουμε να σηκώνουμε αδιάφορα τους ώμους, και οι γυναίκες να κακολογούν άσχημα τις άλλες γυναίκες προκειμένου να αναδείξουν τις αξίες τους, και οι άντρες να κυνηγούν τον θηλυκό φτωχοδιάβολο, και οι νόμοι να είναι φορτωμένοι με παμπάλαιους αραχνοϊστούς που κοιμούνται στα αρχαϊκά τους κατάστιχα.
Πάντα υπάρχει ένας που πληρώνει την παραβατικότητα όλων• όλοι το γνωρίζουμε και το αποδεχόμαστε όλοι.
Τι να κάνουμε; Είμαστε παραδοσιακοί, ωραίοι ακαμάτηδες.
Κι έτσι πορεύεται ο κόσμος…

(Εφημ. Mundo Argentino, 28 Απριλίου 1926)



* Mariano de Vedia y Mitre (1881-1958). Δικηγόρος, συγγραφέας, ιστορικός, πολιτικός και δικαστικός λειτουργός, που αργότερα ορίστηκε Κυβερνήτης του Μπουένος Άιρες (1932-1938) από τον Πρόεδρο της Αργεντινής Agustín P. Justo.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: